Οι θέσεις της ΚΣΕ και η…απάντηση του ΟΙΚΟ

0

Έστω και με καθυστέρηση ενός μήνα η εφημερίδα Καθημερινή και το ένθετό της ΟΙΚΟ αναγνώρισαν την ύπαρξη των Κυνηγετικών Οργανώσεων και των εκπροσώπων τους και δημοσίευσαν τις θέσεις τους στο νέο τεύχος του ένθετου το οποίο έχει παρ’ όλα αυτά ως κύριο θέμα τα βιολογικά τροποποιημένα τρόφιμα.

Απλοϊκή και γυμνή από κάθε επιχείρημα κρίνεται η απάντηση του περιοδικού στις τεκμηριωμένες και επιστημονικά υποστηριγμένες θέσεις της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας αφού θυμίζουν την απάντηση παιδιού στον πατέρα του: «Ναι, δίκιο έχεις αλλά εμένα δεν μου αρέσει». Οι θέσεις του περιοδικού αναγνωρίζουν το έργο των κυνηγών, της Θηροφυλακής, την αναγνώριση του ρόλου του κυνηγιού προς το περιβάλλον από σοβαρές οικολογικές οργανώσεις και την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και από πάρα πολλούς επιστήμονες που ασχολούνται με το αντικείμενο, αλλά εμμένουν σε μια συναισθηματική «λογική» του τύπου «εμένα δεν μου αρέσει».

Και ήταν φυσικό οι θέσεις καταπέλτης της Κ.Σ.Ε. να μην μπορούσαν να αντιμετωπιστούν παρά μόνο με αφορισμούς και προσωπικές θέσεις χωρίς κανένα ντοκουμέντο και καμία απόδειξη.

ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗΣ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Οι αντικυνηγοί, είτε ως άτομα είτε μέσα από αντικυνηγετικές οργανώσεις, διαμορφώνουν στάση και θέσεις απέναντι στο κυνήγι, που κινούνται στο συναισθηματικό και ψυχολογικό επίπεδο, με κυρίαρχο στοιχείο την άρνηση και πολλές φορές την απέχθεια απέναντι στη πράξη της αφαίρεσης της ζωής του θηράματος. Είναι φανερό ότι μια τέτοια στάση και θέση, αποτελεί ατομικό δικαίωμα καθενός και δεν πρέπει να μπαίνει σε συζήτηση, γιατί οι προσωπικές προτιμήσεις των αντικυνηγών ανήκουν στη σφαίρα των δικών τους ελεύθερων επιλογών.

Το πρόβλημα όμως παρουσιάζεται από τη στιγμή που οι αντικυνηγοί, προσπαθούν να στηρίξουν και να επιβάλλουν τις προσωπικές τους επιλογές με διάφορους ισχυρισμούς, που εμπεριέχονται σε ένα γενικό αφορισμό ότι το κυνήγι βλάπτει το περιβάλλον. Αυτή η θέση δεν είναι μια απλή προσωπική επιλογή χωρίς σημασία, αφού το περιβάλλον ανήκει πράγματι σε ολόκληρη την κοινωνία, τη σημερινή και την αυριανή και είναι φανερό ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να καταστρέψει το περιβάλλον.

Το πραγματικό λοιπόν ζητούμενο είναι, εάν υπάρχει αλήθεια στον αφορισμό ότι το κυνήγι βλάπτει το περιβάλλον. Στο ερώτημα αυτό δεν υπάρχει καμία αξιόπιστη επιστημονική μελέτη, έγκυρο στοιχείο ή άλλη διαπίστωση η οποία να αποδίδει στο κυνήγι καταστροφικές συνέπειες με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Αντίθετα, όπως θα δούμε παρακάτω, το κυνήγι έχει αναγνωριστεί επισήμως από διεθνείς οργανισμούς, τα κείμενα κοινοτικών οδηγιών (δηλαδή τα νομοθετήματα της Ευρώπης), τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κοινοβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κ.λ.π.), ειδικές επιστημονικές μελέτες και από τους ειδικούς ορνιθολόγους και άλλους σχετικούς επιστήμονες, ως μία παράμετρος διαχείρισης και όχι καταστροφής του περιβάλλοντος. Έχει επίσης αναγνωριστεί, ότι οι κυνηγετικές οργανώσεις με το τεράστιο έργο τους, προσφέρουν πραγματικές υπηρεσίες προστασίας, διατήρησης και αναβάθμισης του περιβάλλοντος τόσο στο επίπεδο της επιδιωκόμενης αειφορίας όσο και στο επίπεδο της επιθυμητής βιοποικιλότητας. Γι αυτό η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος έχει προτείνει στο Υπουργείο Γεωργίας ένα πρόγραμμα με επιστημονικές προδιαγραφές Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, αναβάθμισης οικοτόπων σε όλη την Ελληνική Επικράτεια, που αποτελεί την μόνη χειροπιαστή και αποτελεσματική συμβολή, πέρα από γενικόλογους αφορισμούς στη διατήρηση και αύξηση της άγριας πανίδας της χώρας μας (407 είδη πουλιών, 116 θηλαστικά κ.λ.π.)!

Γι’ αυτό, οι ίδιες οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχουν ως επίσημους συνομιλητές για τα σχετικά θέματα τις Κυνηγετικές Οργανώσεις και στα επιστημονικά τεχνικά όργανα της Ε.Ε. συμμετέχουν εκπρόσωποι των κυνηγών. Γι αυτό και η αρμόδια για το περιβάλλον Επίτροπος έχει εγγράφως δηλώσει, ότι το κυνήγι αποτελεί μια νόμιμη και απολύτως συμβατή με το περιβάλλον δραστηριότητα και ότι δεν είναι στις προθέσεις της Ε.Ε. να καταργηθεί η κυνηγετική δραστηριότητα, όπως επίσης, ότι μέσα στις περιοχές NATURA που είναι περιοχές προστασίας της φύσης, δεν αποκλείεται αυτομάτως το κυνήγι.

Γι’ αυτό οι σοβαρές περιβαλλοντικές Οργανώσείς στην Ελλάδα έχουν αλλάξει πορεία και δεν ζητούν άκριτα και γενικά την απαγόρευση του κυνηγιού. Γι αυτό, πρώην Διευθυντής Περιβάλλοντος της Ε. Ε. δήλωσε ότι εάν θέλουμε να σώσουμε ένα οικότοπο ή ένα είδος, πρέπει να το δώσουμε στους κυνηγούς. Γι αυτό τα θέματα που συζητούνται στις Γενικές Συνελεύσεις των Κυνηγετικών Οργανώσεων, αφορούν θέματα διατήρησης, ενίσχυσης και αναβάθμισης βιοτόπων και διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος και όχι θέματα αύξησης ή επέκτασης του κυνηγιού. Γι αυτό, οι επιστημονικές Οικολογικές Οργανώσεις της Ευρώπης (στην Ελλάδα αρχίζει σιγά- σιγά) συνεργάζονται συχνά με τις Κυνηγετικές Οργανώσεις.

Ο κατάλογος αυτών των πραγματικών στοιχείων και όχι συναισθηματικών ή προσωπικών και αυθαίρετων ισχυρισμών, είναι πολύ μακρύς και αδύνατον να ανατραπεί από τους αντικυνηγούς οι οποίοι σε όλα αυτά τα αδιάσειστα στοιχεία απαντούν πάλι με αφορισμούς της μορφής «δεν τηρείται η νομοθεσία», «ο καθένας κάνει ότι θέλει» κ.λ.π., κ.λ.π.. Ακόμα παίρνουν μεμονωμένα (ατυχέστατα ίσως) περιστατικά γενικεύοντας αυθαίρετα καταστάσεις στρεβλώνοντας έτσι την αλήθεια και την πραγματικότητα.

Το περιεχόμενο του «ΟΙΚΟ», στο σχετικό αντικυνηγετικό αφιέρωμα αλλά και τα μετέπειτα σχετικά αντικυνηγετικά άρθρα της Καθημερινής, ήταν γεμάτα από τέτοιου είδους αναληθείς ισχυρισμούς, χωρίς κανένα απολύτως πραγματικό στοιχείο και με γενικότερες απαξιωτικές εκφράσεις που στην καλύτερη περίπτωση αγνοούν την πραγματικότητα. Συγκεκριμένα:

«Το αμφιλεγόμενο χόμπι των κυνηγών παραβιάζει κατάφορα τα δικαιώματα των υπολοίπων πολιτών»

Το κυνήγι είναι απόλυτα νόμιμη δραστηριότητα, διέπεται από κανόνες δεοντολογίας και ηθικής που σέβονται τους πολίτες και την περιουσία τους, καθώς και το θήραμα και το περιβάλλον. (Νόμος 86/69 άρθρο 256).

«Πιο σημαντικό και από το πρόστιμο που θα πληρώσουμε και φέτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το χατίρι των κυνηγών…….»

Δεν έχει γίνει καμία δίκη της Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για το κυνήγι! Επομένως, δεν υπάρχει καμία καταδίκη της Ελλάδος για το κυνήγι. Και βέβαια δεν έχει πληρώσει ΠΟΤΕ η Ελλάδα κανένα πρόστιμο για το κυνήγι!!!

«Είναι πρακτικώς αδύνατο να τηρηθεί το γράμμα του νόμου αλλά κυρίως γιατί είναι αδύνατον να υπάρξει έστω και στοιχειώδης μηχανισμός αποτροπής και τιμωρίας»

«Εκτός από το παράταιρο να φυλάει ο λύκος τα πρόβατα και η δυνατότητα της Θηροφυλακής να επιβάλλει ποινές, νομικώς αμφισβητείται από πολλούς.»

Το έργο της Θηροφυλακής έχει επιβραβευθεί για τα αποτελέσματά του και έχει καταξιωθεί και από τον Τύπο.

Ο αριθμός των ελέγχων και των περιπτώσεων που ακολούθησαν το δρόμο της δικαιοσύνης δείχνουν την αποτελεσματικότητα της.

Οι ποινές δεν επιβάλλονται από τη Θηροφυλακή αλλά από το Δικαστήριο που παραπέμπονται οι παραβάτες του Νόμου “Περί Θήρας”.

Συνολικά, στα πρώτα τρία χρόνια λειτουργίας του θεσμού της Θηροφυλακής είχαν διεξαχθεί 146.820 έλεγχοι κυρίως σε κυνηγούς αλλά και αγρότες, εκδρομείς, κτηνοτρόφους, υλοτόμους, μελισσοκόμους, αλιείς και γενικώς σε ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στην ύπαιθρο.

Διαπιστώθηκαν 3.024 παραβάσεις του Δασικού Κώδικα, για τις οποίες τηρήθηκαν όλες οι νόμιμες διαδικασίες (μηνύσεις – κατασχέσεις παράνομων μέσων κ.τ.λ.) που προβλέπονται από το Νόμο.

Η Θηροφυλακή δεν αποτελεί ομάδα, αλλά νομικά κατοχυρωμένο Σώμα. Οι θηροφύλακες ορκίζονται στην εκάστοτε Περιφέρεια της έδρας τους και εποπτεύονται από τις Διευθύνσεις Δασών Περιφέρειας.

Ευχαριστήριες και επαινετικές επιστολές για το έργο της Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής έχουν ληφθεί από πολλούς φορείς, όπως: Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Δυτ. Μακεδονίας (Κοζάνη 4-6-2002), Ιεράς Μητρόπολης Ζακύνθου (Αριθμ. Πρωτ.: 149 / 13-5-2002) για τη φύλαξη των Νήσων Στροφάδων, Ιεράς Μητρόπολης Ζακύνθου (Αριθμ. Πρωτ.: 92 / 4-4-2002) για τη φύλαξη των Νήσων Στροφάδων, Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος Περιφερειακή Διοίκηση Πυρ/κων Υπηρεσιών Ιονίων Νήσων (Αριθμ. Πρωτ. 4849 /16-10-2000) για την βοήθεια στη πρόληψη και καταστολή πυρκαγιών, Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος Περιφερειακή Διοίκηση Πυρ/κων Υπηρεσιών Νομού Ζακύνθου (Αριθμ. Πρωτ. 3079 / 6-7-2001) για την βοήθεια στη πρόληψη και καταστολή πυρκαγιών, Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος Περιφερειακή Διοίκηση Πυρ/κων Υπηρεσιών Νομού Ζακύνθου (Αριθμ. Πρωτ. 1340 /28-3-2002) για την βοήθεια στη πρόληψη και καταστολή πυρκαγιών, Κέντρο Πληροφόρησης Λίμνης Βιστωνίδας (Αριθμ. Πρωτ. 437/ 22-2-01) για τη συνεργασία της Θηροφυλακής, Δασαρχείο Αρναίας (Αριθμ. Πρωτ. 1563/ 11-4-02) για τη συνεργασία της Θηροφυλακής, 13ο Δημοτικό Σχολείο Πολύχνης (Αριθμ. Πρωτ. 438 / 27-3-02) για την βοήθεια της Θηροφυλακής σε απελευθέρωση πουλιών, 2ο Γραφείο Π. Ε. Πέλλας (Αριθμ. Πρωτ. 759 /7-6-02) για τη συνεργασία της Θηροφυλακής σε πρόγραμμα περιβαλλοντικής αγωγής, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ημαθίας (Αριθμ Πρωτ. 12741/ 20-6-02) για τη βοήθεια της Θηροφυλακής στην πάταξη της παράνομης αλιείας, Περιφερειακή Διοίκηση Πυρ/κων Υπηρεσιών Δ. Μακεδονίας (Αριθμ. Πρωτ. 85/ 18-1-01) για τη συμμετοχή της Θηροφυλακής σε θέματα πυροπροστασίας, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης (Αριθμ. Πρωτ. Γ.Ν.201/26-1-01) για τη αντιμετώπιση περιβαλλοντικών προβλημάτων στον ποταμό Αξιό, Πυροσβεστική Υπηρεσία Χρυσούπολης (Αριθμ. Πρωτ. 1371/ 8-9-00) για συνδρομή στην πυροφύλαξη.

«Όσο η κυνηγετική ηγεσία αρνείται να ασχοληθεί με την μάστιγα της λαθροθηρίας και την έλλειψη κυνηγετικής παιδείας δεν υπάρχει περιθώριο για αισιοδοξία»

Χαρακτηριστική αντίφαση του κειμένου, αφού σε προηγούμενη παράγραφο αναγνωρίζεται η ύπαρξη Θηροφυλακής των κυνηγών!!
Πράγματι, η κυνηγετική ηγεσία με την συμπαράσταση και την βοήθεια όλου του κυνηγετικού κόσμου ίδρυσε ένα Σώμα που χρηματοδοτείται απόλυτα από τους κυνηγούς και δαπανώνται για τη λειτουργία του Σώματος αυτού 4.400.000 ευρώ ετησίως.

«…πείθουν το Υπουργείο Γεωργίας να παρανομήσει αφήνοντας κυνήγι υδροβίων το Φλεβάρη και οδηγώντας τη Χώρα σε Ευρωπαϊκή καταδίκη»

Οι Υπουργικές Αποφάσεις βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα σύμφωνα με τους Πίνακες ORNIS. Δεδομένα συμβατά με την Οδηγία 79/409 Ε.Ε.. Καμία καταδίκη Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν υπάρχει για το κυνήγι στη χώρα μας.

«…αύξηση των κρουσμάτων πυροβολημένων πουλιών»

Σύμφωνα με πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις εκπροσώπου Κέντρου Προστασίας της Άγριας Πανίδας, παρατηρείται μείωση των πυροβολημένων μη θηρεύσιμων πτηνών που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια.

Εκτός αυτού, παρατηρείται μια παραποίηση των στοιχείων που αφορούν τα πυροβολημένα πτηνά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων, η περίπτωση μιας τραυματισμένης γερακίνας για την οποία η γνωμάτευση της Κτηνιατρικής Διεύθυνσης Μαγνησίας (21/01/2000) ανέφερε κατάγματα από πρόσκρουση σε ηλεκτροφόρα καλώδια, ενώ η καταγραφή του Ε.Κ.Π.Α.Ζ. (30/01/2000) ανέφερε ως αιτία τραυματισμού, τον πυροβολισμό. Ακόμη πιο χαρακτηριστικό, το παράδειγμα των 17 νεκρών κύκνων που επιδεικνύονταν στα Μ.Μ.Ε. εκτεθειμένα στη πλατεία Συντάγματος ως πυροβολημένα, ενώ η ιατρική γνωμάτευση ανέφερε ως αίτιο θανάτου για τους 15 από αυτούς, την παρασίτωση και την ασιτία.

«Ας αφήσουμε τα ζώα και τα πουλιά των δασών, των λιμνών, των υγροβιότοπων ήσυχα να κλείνουν και να ανοίγουν με τους δικούς τους νόμους τους κύκλους της ζωής»

Αυτό συμβαίνει μόνο στα αδιατάραχτα– παρθένα οικοσυστήματα. Στην Ελλάδα το μοναδικό τέτοιο είναι το παρθένο δάσος της Ροδόπης.

Τα ανθρωπογενή οικοσυστήματα έχουν ανάγκη διαχείρισης και το κυνήγι παγκοσμίως αποτελεί μέτρο ορθολογικής διαχείρισης, επιστημονικά τεκμηριωμένο, αναγνωρισμένο και αποδεκτό. (Οδηγία 79/409 Ε.Ε.).

Η καταστροφή του οικοσυστήματος στη σύγχρονη εποχή, είναι ένα γεγονός το οποίο όμως δεν έχει καμία σχέση με το κυνήγι. Μακάρι οι υπεύθυνοι γι αυτό να ήταν οι κυνηγοί και η απαγόρευση του κυνηγίου να εξασφάλιζε αναβάθμιση του οικοσυστήματος. Για αυτό σε καμία χώρα του κόσμου δεν υπάρχει καμία τέτοια απαγόρευση.

Τα επιστημονικά δεδομένα δεκάδων μελετών, αποδεικνύουν την πολυπλοκότητα του προβλήματος, για το οποίο υπεύθυνες είναι όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες και η ανάπτυξη του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού. Η επιπόλαιη αντιμετώπιση αυτού του σημαντικού προβλήματος και ο καταλογισμός ευθυνών σε αυτούς οι οποίοι έχουν λόγο ύπαρξης μόνο μέσα σε ένα υγιές φυσικό περιβάλλον, είναι το λιγότερο άδικη και αβάσιμη. Το χειρότερο είναι ότι αποπροσανατολίζει τη κοινή γνώμη από τις πραγματικές αιτίες καταστροφής του οικοσυστήματος. Έτσι προσφέρονται χειρίστου είδους υπηρεσίες στο περιβάλλον.

Οι κυνηγοί είναι οι μόνοι, οι οποίοι με ιδίους πόρους και προσωπική εργασία, φροντίζουν και επιζητούν την αναβάθμιση του περιβάλλοντος και τη διατήρηση ενός υγιούς οικοσυστήματος. Έτσι προβαίνουν σε δραστηριότητες όπως σπορές εγκαταλελειμμένων αγρών (7.500 στρ. ετησίως), απελευθερώσεις θηραμάτων (75.000 πέρδικες, 50.000 φασιανούς), ρίψη τροφών κατά περιόδους δυσμενών συνθηκών (45 τόνοι τροφών), δενδροφυτεύσεις (37.500 δένδρα ετησίως), συμμετοχή σε ομάδες πυρασφάλειας και πυρόσβεσης κ.α.

«Κάθε χρόνο τα χρονικά όρια της κυνηγετικής περιόδου διαστέλλονται όσο είναι δυνατόν ώστε να ικανοποιηθούν οι κυνηγοί εφόσον αποτελούν μια ισχυρή ομάδα».

Η διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου στην Ελλάδα είναι η μικρότερη σε όλη την Ευρώπη.

Στην Ελλάδα η θήρα ασκείται κάτω από αυστηρότατους περιορισμούς:
– Για το χρόνο θήρας: η κυνηγετική περίοδος στην Ελλάδα διαρκεί 6 μήνες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως το Βέλγιο, η Σουηδία, η Γερμανία που για ορισμένα είδη επιτρέπεται όλο το χρόνο.
– Καθορίζει ανώτατο όριο κάρπωσης ανά ημερήσια έξοδο (Bag limit), κάτι που αποτελεί μοναδική εξαίρεση στην Ευρώπη.
– Τρόπους και μέσα θήρας: στην Ελλάδα απαγορεύεται η χρήση μιμητικών συσκευών, ομοιωμάτων, παγίδων, γερακιών τα οποία στην Ευρώπη επιτρέπονται
– Μέσα κυνηγίου: απαγορεύει όλα τα άλλα, εκτός του λειοκάννου κυνηγετικού όπλου σε αντίθεση με την πλειονότητα των κρατών μελών της Ε.Ε. στις οποίες επιτρέπεται το κυνήγι και με άλλα μέσα όπως τόξο, γεράκια κ.α.
– Μεγάλες εκτάσεις πλήρους απαγόρευσης: απαγορεύει πλήρως το κυνήγι σε πολύ μεγάλες εκτάσεις- ζώνες στις οποίες περιλαμβάνονται περιοχές εξαιρετικής οικολογικής σημασίας (Εθνικοί Δρυμοί, Υγροβιότοποι Ramsar, 9.000.000 στρεμμ. καταφυγίων κ.τ.λ.) εξασφαλίζοντας έτσι ένα πλήρες νομικό καθεστώς προστασίας σε ένα μεγάλο τμήμα των διαθέσιμων βιοτόπων των ενδημικών και μεταναστευτικών θηρευσίμων ειδών. Εκτός των προστατευόμενων περιοχών βάσει του Ν.1650/86, υπάρχει ένα τεράστιο δίκτυο περιοχών χαρακτηρισμένων ως καταφυγίων θηραμάτων βάσει των διατάξεων των άρθρων 253, 254 του Ν.Δ.86/69 και του άρθρου 3 & 4 του Ν.177/75 και της Κ.Υ.Α.414985/85 τα οποία μετονομάσθηκαν σε καταφύγια άγριας ζωής .
– Εμπορία θηραμάτων: απαγορεύει πλήρως και κατά μοναδική εξαίρεση στην Ευρώπη την εμπορία θηραμάτων, έτσι ώστε να μην δίνεται κίνητρο εξόντωσής τους.
– Επιτρέπει το μικρότερο αριθμό ειδών ως θηρεύσιμα, σε σχέση με το σύνολο των ειδών της Ελληνικής πανίδας.

Στον Υπουργό Γεωργίας παρέχεται η δυνατότητα περιορισμού της θήρας (άρθρο 5 παρ. 3 της 414985/85 Κ.Υ.Α.) λόγω ειδικών συνθηκών (π.χ. χιονοκάλυψη).

«…μείωση πληθυσμών των ειδών της άγριας πανίδας»

Οι φυσικοί πληθυσμοί δε διατηρούν σταθερούς αριθμούς στη διάρκεια των ετών αλλά παρατηρούνται διακυμάνσεις (Krebs, 1972, 1978, Lack 1951, Keith & Windberg 1978, Emberlin 1983) που οφείλονται σε διάφορους παράγοντες και ακολουθούν τις βασικές αρχές της δυναμικής πληθυσμών.

Έχει παρατηρηθεί σε πληθυσμούς στους οποίους επιτρέπεται το κυνήγι ότι παρατηρείται μεγαλύτερη αναπαραγωγική απόδοση, μικρότερες απώλειες από άρπαγες, από ανταγωνισμό μεταξύ των ειδών (Brower 1979, Schemnitz 1980, Begon et al. 1996, Newton 1998) και γενικά ο πληθυσμός είναι πιο υγιής (Aebischer 1997). Ταυτόχρονα οι επεμβάσεις που γίνονται από τους κυνηγούς μπορούν να αυξήσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τους πληθυσμούς της άγριας πανίδας, ακόμη και με παράλληλη άσκηση έντονης θηρευτικής πίεσης (Potts 1980, 1986, Hill & Robertson 1988, Kalchreuter 1994).

Η ποιότητα του βιοτόπου είναι αυτή που καθορίζει το μέγεθος του πληθυσμού και η κατάλληλη διαχείριση του, ανεξάρτητα του κυνηγιού αυξάνει τους πληθυσμούς των ειδών (Boatman 1996, Tapper et al. 1996, Aebischer 1997).

Έχει μελετηθεί πως οι αυξομειώσεις των πληθυσμών σε είδη όπως οι λαγόποδες, τα περιστεροειδή, οι πάπιες και πέρδικες εξαρτώνται από την πυκνότητά τους και την ποιότητα του περιβάλλοντός (Dobson et al. 1988, Rands 1988, Nichols 1991, Murton 1965, Watson & Jenkins 1968, Hill 1984, Potts 1986, Boag 1979, Haramis & Tompson 1985, Potts 1986, Williams et al. 1993). Συγκεκριμένα ο Aebischer (1997) αναφέρει ότι σε περίπτωση που επιβληθεί απαγόρευση του κυνηγιού χωρίς παράλληλη αναβάθμιση του βιοτόπου, υπάρχει κίνδυνος οι πληθυσμοί να παρουσιάσουν μεγάλη μείωση λόγω της άρσης της διαχείρισης του βιοτόπου από τους κυνηγούς, όπως συνέβη στην Ουγγαρία για την πεδινή πέρδικα (Farago 1997).

Για συγκεκριμένα είδη:
– Οι Glutz von Blotzheim & Bauer (1980) αναφέρουν ότι οι πληθυσμοί της φάσσας (είδος στο οποίο ασκείται μεγάλη θηρευτική πίεση) παρουσιάζουν αύξηση.
– Για την πρασινοκέφαλη πάπια τα αποτελέσματα των Kalchreuter (1987), Rose & Scott (1997) και του δικτύου I.W.R.B. με πάνω από 500 σταθμούς μετρήσεων στην Δυτική Παλαιαρκτική δείχνουν τάση αύξησης των πληθυσμών στη Βόρεια Ευρώπη και σταθερούς πληθυσμούς στη Βορειοδυτική Ευρώπη, που αποτελούν και τους κύριους τόπους ενδημίας της.
– Για τη σταχτόχηνα, ενώ στην Ευρώπη επιτρέπεται το κυνήγι της και θεωρείται επιβλαβές είδος λόγω των εκτεταμένων καταστροφών που προκαλεί στις καλλιέργειες (Prater 1993), στην Ελλάδα η θήρα της απαγορεύεται.
– Για την ασπρομετοπώχηνα, επισημαίνεται από τους Kuyken & Maire (1990) ότι οι πληθυσμοί της παρουσιάζουν αύξηση στους τόπους αναπαραγωγής τα τελευταία 40 χρόνια.

Για το λόγο αυτό και η Ε. Ε. αναγνωρίζει το κυνήγι ως διαχειριστικό μέσο για την προστασία της βιοποικιλότητας, των πληθυσμών της άγριας πανίδας και των ενδιαιτημάτων της (Οδηγία 79/409).

Οι Bolen & Robinson (2003) αναφέρουν ότι «το κυνήγι όπως τώρα εφαρμόζεται δεν αποτελεί απειλή για τη ύπαρξη των θηρεύσιμων ειδών».

Η έκθεση του Πανεπιστημίου Saarbrücken (Ιούλιος 1993) για την «Κατάσταση του πληθυσμού και της κατάστασης διατήρησης των αριθμών των θηρεύσιμων ειδών στην Ελλάδα» καταλήγει στο ότι «κανένα από τα είδη ή τα υποείδη θηραμάτων δε φαίνεται να απειλείται», ότι «επί του παρόντος το μεγαλύτερο μέρος των ειδών θηράματος έχει αυξανόμενους ή τουλάχιστον σταθερούς πληθυσμούς» και ακόμη ότι «οι πλέον πιθανοί λόγοι για τις παρατηρούμενες διακυμάνσεις πληθυσμού είναι μάλλον οι μεταβολές συνθηκών σε μέρη της περιοχής κατανομής τους και οι μακροπρόθεσμες κλιματικές επιρροές».

«…χαμηλοί πληθυσμοί τσίχλας και πέρδικας»

Από τα τελευταία στοιχεία του προγράμματος Άρτεμις, του μοναδικού προγράμματος καταγραφής θηραματικών πληθυσμών στην Ελλάδα, αναγνωρισμένο διεθνώς ως το πληρέστερο πρόγραμμα καταγραφής κυνηγετικής κάρπωσης, δεν προκύπτουν στοιχεία μείωσης του πληθυσμού της τσίχλας και οι πληθυσμοί της πέρδικας διατηρούνται σε σταθερά επίπεδα (Θωμαϊδης και συν. 2003). Εκτός αυτών οι πληθυσμοί των αγρίων πτηνών δέχονται τεράστιες πιέσεις από άλλες μη κυνηγετικές δραστηριότητες, όπως η εντατικοποίηση της γεωργίας, η αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων κ.α. όπως πρόσφατα αναφέρεται σε άρθρο του ΕΘΝΟΥΣ (3-9-2003) σχετικά με χιλιάδες πουλιά που βρέθηκαν δηλητηριασμένα από φυτοφάρμακα στη Μακεδονία.

«…και κυρίως ποιος όταν σηκώσει το τουφέκι μπορεί να ξεχωρίσει ή να σκεφθεί πιο συγκεκριμένο είδος απαγορεύεται να το χτυπήσει ;»

Οι κυνηγοί εξειδικεύονται στο κυνήγι ορισμένων θηραμάτων και έχουν αναπτύξει την δυνατότητα διάκρισης.

Τα υδρόβια δεν έχουν πρόβλημα στη λήξη της θήρας, διότι ξεχωρίζουν πλήρως από τον χρωματισμό του φτερώματος (δεν έχουν πτερόροια), από τις φωνές που είναι διαφορετικές σε κάθε είδος, από το πέταγμα κ.ά.

Η θήρα των υδροβίων ασκείται μόνο από το 3% του συνόλου των κυνηγών και οι υγρότοποι όπου επιτρέπεται το κυνήγι είναι ελάχιστοι, αφού στο σύνολό τους προστατεύονται από Διεθνείς Συνθήκες.

«…θέλουμε να ζούμε σε μια κοινωνία λογικής και όχι ενστίκτων»

Η άσκηση του κυνηγίου στη σημερινή εποχή, δεν βασίζεται στην κοινωνία των ενστίκτων, αλλά στην κοινωνία της λογικής και συγκεκριμένα της ορθοΛΟΓΙΚΗΣ διαχείρισης της άγριας πανίδας και την αειφορία.

Το κυνήγι, στο πλαίσιο της εφαρμογής της Οδηγίας 79/409 της Ε.Ε.- η οποία το αναγνωρίζει ως διαχειριστικό μέτρο των πληθυσμών και της βιοποικιλότητας–εφαρμόζεται μετά τη συγκέντρωση και ανάλυση κατ’ έτος και κατά θηρεύσιμο είδος, κάθε διαθέσιμου επιστημονικού δεδομένου που αφορά τη βιολογία, τη μετανάστευση, τους πληθυσμούς και τη δυναμική τους, την αναπαραγωγή και τη γεωγραφική κατανομή των θηρεύσιμων ειδών. Τα στοιχεία αυτά τα συνεκτιμά με τα στοιχεία που συλλέγει από τις αρμόδιες Περιφερειακές υπηρεσίες της Χώρας αλλά και με τα υπάρχοντα στοιχεία σχετικά με τα μεγέθη της κυνηγετικής κάρπωσης στην Ελλάδα (Πρόγραμμα Άρτεμις) και λαμβάνει κατά έτος – είτε σε τοπικό, περιφερειακό είτε σε εθνικό επίπεδο, μέσω της ετήσιας Ρυθμιστικής Απόφασης για το κυνήγι του Υπουργού Γεωργίας, κάθε απαραίτητο μέτρο προκειμένου να εξασφαλίζεται η διατήρηση αυτών των ειδών σε ικανοποιητικό επίπεδο (π.χ. απαγόρευση της θήρας της Μπεκάτσας (Scolopax rusticola) σε απογευματινό καρτέρι).

Η αναφορά στα παραπάνω αδιάσειστα στοιχεία, αλλά και η ύπαρξη πολύ περισσοτέρων που δεν αναφέραμε εδώ, αποδεικνύει ότι το κυνήγι αποτελεί ένα σοβαρό διαχειριστικό όπλο στην προσπάθεια διατήρησης και αναβάθμισης του περιβάλλοντος. Αυτή η παγκοσμίως γνωστή θέση ελπίζουμε, για το καλό του περιβάλλοντος, να αναγνωριστεί και στη χώρα μας.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΝΙΚ. ΠΑΠΑΔΟΔΗΜΑΣ
Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: ΙΩΑΝ. ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

_______________________________________________________________________________________

Η απάντηση του ΟΙΚΟ

Πως είναι δυνατόν να σέβεσαι αυτό που σκοτώνεις;

1) Η βασική αντίθεση της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας εστιάζεται στον «ισχυρισμό» μας ότι το κυνήγι βλάπτει την ορνιθοπανίδα της χώρας. Φυσικά και δεν θεωρούμε ότι για όλα τα δεινά του περιβάλλοντος της χώρας φταίει το κυνήγι. Κάτι τέτοιο θα ήταν αφελές. Ωστόσο, σε ένα ήδη ταλαιπωρημένο περιβάλλον, το κυνήγι αποτελεί μία ακόμα αιτία μείωσης της ορνιθοπανίδας της χώρας. Όσο για το αν υπάρχει αξιόπιστη επιστημονική μελέτη που να «αποδίδει καταστροφικές συνέπειες στο κυνήγι», μάλλον δεν υπάρχει εφόσον δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την εκπόνηση τέτοιας έρευνας. Ωστόσο, αναρωτιόμαστε ποιος είναι ο λόγος που πολλοί κυνηγοί προτιμούν να κυνηγούν στις περιοχές που απαγορεύεται το κυνήγι, αν όχι το γεγονός ότι σε αυτές τις περιοχές υπάρχουν περισσότερα θηράματα λόγω ακριβώς της απαγόρευσης… Γιατί στην Τήλο, όπου απαγορεύεται το κυνήγι, παρουσιάστηκε αύξηση του πληθυσμού των πουλιών;

2) Γνωρίζουμε ότι δεν είναι μέσα στις προθέσεις της Ε.Ε. να καταργηθεί η κυνηγετική δραστηριότητα και ότι εκπρόσωποι των κυνηγών συμμετέχουν στα επιστημονικά όργανα της Ένωσης. Ίσως αυτό ακριβώς εξηγεί γιατί το κυνήγι δεν αναφέρεται επίσημα ως δραστηριότητα που πλήττει το περιβάλλον. Δεν αμφισβητήσαμε επίσης ότι ορισμένοι από τους κυνηγούς –όχι όλοι- αγαπούν τη Φύση και προσέχουν το φυσικό περιβάλλον, κάτι που είναι λογικό αφού θέλουν να συνεχίσουν να κυνηγούν.

3) Κανένας δεν ισχυρίστηκε ότι το κυνήγι, μέσα σε δεδομένα πλαίσια, δεν είναι νόμιμη δραστηριότητα. Ωστόσο, σε μια δημοκρατική πολιτεία οι υφιστάμενοι νόμοι δεν είναι θέσφατα. Ίσως δεν είναι κατανοητό στους κυνηγούς πώς είναι δυνατόν να ζητάμε την απαγόρευση του κυνηγίου, αλλά και σε μας παραμένει ακατανόητο πώς είναι δυνατόν να σέβεται κάποιος κάτι που σκοτώνει. (το θήραμα).

4) Δεν θεωρούμε συναισθηματισμό την αντίθεση στον πυροβολισμό ενός ζώου – είτε νόμιμος είναι αυτός είτε παράνομος. Για το εάν οι κύκνοι ήταν ή όχι πυροβολημένοι, εμείς τουλάχιστον δεν μπορούμε να παραθέσουμε αποδεικτικά στοιχεία. Γνωρίζουμε όμως ότι, ενώ όλη η χώρα τον Ιανουάριο του 2000 ήταν ντυμένη στα λευκά, υπήρχαν πολλά προβλήματα στο οδικό δίκτυο της χώρας και πολλά χωριά ήταν αποκλεισμένα, οι κυνηγοί επέμεναν να μην σταματήσει το κυνήγι…
Όσο για το πρόστιμο που θα πληρώσουμε, σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκεται ήδη στο δρόμο και μέλλει να αποδειχθεί ποιος από τους δύο έχει δίκιο.

5) Παρά τις «επιτυχίες» της Θηροφυλακής, συνεχίζουμε να επιμένουμε ότι δεν είναι δυνατόν κυνηγοί να «προσέχουν» κυνηγούς. Αν αυτό είναι λογικό, γιατί να υπάρχει η Τροχαία στους δρόμους και όχι ένα σώμα οδηγών που φροντίζει να μη γίνονται παραβάσεις; Αναγνωρίζουμε βέβαια, ότι το κράτος βολεύεται από αυτήν την κατάσταση.

6) Ναι, γίνονται απελευθερώσεις θηραμάτων, όμως, και όχι πουλιών ή ζώων, όπως αναφέρεται στην επιστολή. Με λίγα λόγια, τα πουλιά ή τα ζώα δεν απελευθερώνονται για να επιστρέψουν στο περιβάλλον τους, αλλά για να υπάρχουν θηράματα. Γιατί άραγε, εφόσον δεν υπάρχει μείωση του πληθυσμού της πέρδικας, σύμφωνα με το πρόγραμμα ΑΡΤΕΜΙΣ, χρειάστηκε να απελευθερωθούν 75.000 πέρδικες;

7) Η επιστολή της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας αναφέρει ότι οι κυνηγοί «επειδή εξειδικεύονται στο κυνήγι ορισμένων θηραμάτων έχουν αναπτύξει ικανότητα διάκρισης». Αυτό σημαίνει ότι η ικανότητα αυτή αναπτύσσεται επί το έργον και όχι λόγο προηγούμενης εκπαίδευσης. Τους διαχωρισμούς που ορίζει η νομοθεσία, τα ζώα του γνωρίζουν;

8) Αν η οδηγία 79/409 αναγνωρίζει το κυνήγι «ως διαχειριστικό μέτρο των πληθυσμών και της βιοποικιλότητας», ίσως τα δεδομένα πάνω στα οποία στηρίχθηκε θα πρέπει να επανεξεταστούν.

9) Σε κάθε περίπτωση, για μας δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε οργανωμένους και μεμονωμένους κυνηγούς. Προφανώς, όπως συμβαίνει σε όλες τις ομάδες των ανθρώπων, υπάρχουν αυτοί που τηρούν τους νόμους και αυτοί που τους παραβιάζουν. Ωστόσο, η ίδια η δραστηριότητα του κυνηγίου παραμένει μια «παράξενη» εκδήλωση της αγάπης για το περιβάλλον και στις δύο περιπτώσεις. Αν μάλιστα «η άσκηση του κυνηγίου δεν βασίζεται στην κοινωνία των ενστίκτων αλλά και της κοινωνίας της λογικής και συγκεκριμένα της ορθολογικής διαχείρισης της άγριας πανίδας και στην αειφορία», τα πράγματα είναι πολύ πιο άσχημα από ότι αρχικώς νομίζαμε.

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων