Κυνήγι… Ποιότητα Ζωής

0

1205-1.jpg

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ
Τι σημαίνει άραγε αυτός ο όρος για έναν κυνηγό
Ποιότητα Ζωής είναι το πρωινό ξύπνημα και η ανηφόρα στην πρωινή ομίχλη?
Είναι το ξέφρενο κελάηδισμα την αυγή?
Είναι η αναζήτηση του θηράματος?
Είναι η χαρά και η ικανοποίηση στη ματιά του συντρόφου σκύλου?
Είναι το ξεδίψασμα στη μικρή πηγή?

Είναι όλα αυτά, αλλά είναι και άλλα
Είναι η άμεση δρέψη των αγαθών της φύσης χωρίς μεσάζοντες
Είναι η γεύση που σου χαρίζει η φύση χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπου
Είναι το σπαράγγι που θα βρεις στη ρίζα της γκορτσιάς
Είναι η πίκρα του αγριοραδικιού
Είναι η γνώση της φύσης, που κατέχεις

Είναι τα μυστικά που ανακαλύπτεις καθημερινά
Είναι η έκπληξη που νοιώθεις όταν βλέπεις πίσω από την κορυφή
Είναι η παρέα
Είναι το τραπέζι και το κρασί.
Είναι η παράδοση

ΘΤ

Πραγματικά πόσα συναισθήματα και συνειρμοί μας διαπερνούν κάνοντας μας να “ανατριχιάζουμε” να αισθανόμαστε μια ψυχική αγαλλίαση και μια ανείπωτη χαρά …ότι και εμείς προσπαθούμε να αποκρυπτογραφήσουμε το “DNA” της φύσης που μας περιβάλλει και είναι η κοιτίδα μας …

Γιατί οι αναμνήσεις, και η γλυκιά νοσταλγία που προσφέρουν αδρά και απλόχερα, κατατείνουν πάντα στον ίδιο παρονομαστή ; Για τότε που όλα ήταν αγνά και άδολα … τότε που η ανθρώπινη παρέμβαση δεν είχε κατά νου να ασχοληθεί με την “σωτηρία” της φύσης, τότε που οι φυσικές λειτουργίες και νομοτέλειες ήταν μακριά από τα “εργαστήρια και τα παρασκήνια ιδιοτελών επιστημόνων”, που οι εφευρέσεις τους για την βελτιστοποίηση των όρων της ζωής μας είχαν και καλά, έκαναν όμως και μεγάλα και μη αναστρέψιμα σε πολλές περιπτώσεις κακά. Όλοι βιώνουμε και τα μεν και τα δε και η θλίψη, η οργή, ο θυμός, η πικρή γεύση “ότι κάποιοι” μας στέρησαν πολλά, στον βωμό μιας βιομηχανοποιημένης κοινωνικής και ατομικής ζωής γιατί άραγε να υπάρχουν; γιατί η επάνοδος ή η διατήρηση της όποιας “φυσικής δράσης” είναι ένα “διαρκές ζητούμενο”; γιατί όλοι μας θέλουμε να συμμετέχουμε στις “μικρές χαρές” που θα προσφέρει ένα ποτήρι κρασί ή τσίπουρο με μεζέ ψωμοτύρι ή λίγες ελιές στο μικρό “καφεπαντοπωλείο”, του συνήθως αραιοκατοικημένου χωριού “στην άκρη του πουθενά”, όπου η εγκατάλειψη, η μοναξιά των γερόντων που απέμειναν να θυμίζουν “τις παλιές καλές εποχές” σε συνθλίβει … και την “συντριβή” αυτή, την κάνει ακόμη μεγαλύτερη, αυτή η υποψία από το δάκρυ τους, που λες και περιμένει έναν άνθρωπο να πουν τον πόνο και τον καημό τους… μιαν αφορμή να “ξεφυλακίσουν αυτό το δάκρυ από την άκρη του ματιού τους “, αυτός ο στεναγμός που είναι συνάμα βαθύς και αληθινός, αυτό το κόμπιασμα της φωνής τους που σε σε κάνει να σκέφτεσαι, ότι “ο θάνατος της υπαίθρου” και η εγκατάλειψή της, είναι και “ο θάνατος” της παράδοσης, της ιστορικής συνέχειας όλων αυτών των παρακαταθηκών που μας μετέφεραν αναλλοίωτες ως τις μέρες μας, αλλά κανείς μας βέβαια, δεν μπορεί να εγγυηθεί την “μεταφορά τους” και στα παιδιά μας … γιατί ο τρόπος ζωής και η παράδοση, άν δεν βιωθεί, δύσκολα μεταφέρεται και εξάλλου αυτό δεν εξυπηρετεί και ” τις αρχές της παγκοσμιοποίησης και οικονομικής σύγκλισης ..”

Στον “οδυνηρό” αυτό δρόμο των αναμνήσεων και των αναδρομών στο παρελθόν, που έχουμε όσοι βιώσαμε αυτό που λέγεται “ζωή στο χωριό”, άλλοι λιγότερο.και άλλοι περισσότερο … και κάποιοι τυχεροί ακόμα … τι είναι αυτό που νοσταλγούμε και δεν φεύγει από το μυαλό μας;

Μα “η ποιότητα της ζωής”, που τότε δεν ήταν “ζητούμενο”, αλλά η φυσική συνέχεια μιας ζωής που λειτουργούσε απλά, καθημερινά και χωρίς “τυμπανοκρουσίες πολιτισμού”, με σεβασμό στο περιβάλλον και στους εαυτούς μας, τότε που ο ανταγωνισμός λεγόταν “ευγενής άμιλλα”, τότε που ο κοινός στόχος ήταν επιδίωξη και όχι αφορμή για υπονόμευση και αλληλοεξόντωση, τότε που κοίταζες τον συντοπίτη σου στα μάτια και διάβαζες την σκέψη του, τότε που η φιλία ήταν ακόμα “δείγμα” κοινωνικής συνοχής και όχι “παράδειγμα”, τότε που ο σεβασμός ήταν αυθόρμητος και ειλικρινής και όχι αποτέλεσμα “υπολογισμών και σκοτεινών επιδιώξεων”.

Σε αυτό το “υγιές περιβάλλον”, γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές κυνηγών και φυσικά οι επιδράσεις του περιβάλλοντος, άσκησαν θετική επίδραση και στην κυνηγετική τους ζωή αλλά και στις υπόλοιπες εκφάνσεις της επαγγελματικής ζωής που τις διακρίνει η συνέπεια, η αλληλοεκτίμηση, ο σεβασμός και αυτοσεβασμός, η “κοινωνικοποίηση” εξάλλου, ειδικά στην κυνηγετική κοινότητα, έχει περιγραφεί ρεαλιστικά και παραδειγματικά από τον Ξενοφώντα στα “Κυνηγετικά” του εδώ και 2.500 χρόνια. Από τότε λές και σταμάτησε ο χρόνος, οι αρετές του κυνηγιού και οι επιδράσεις στο νοητικό και σωματικό επίπεδο του κυνηγού πάντα οι ίδιες.

Όσοι είχαμε την τύχη να διδαχτούμε τις κυνηγετικές αρετές, από τους παππούδες μας, τους γονείς μας, τους συντοπίτες μας πάντα φέρνουμε κοντά τις μνήμες μας και “αυτούς” και ακόμα και άν έχουν “φύγει”, εμείς τους βλέπουμε κοντά μας, δίπλα μας, να μας συντροφεύουν, να μας καθοδηγούν, να μας προστάζουν, να μας επιχαίρουν. Οι παρακαταθήκες και η ιστορική συνέχεια, το νήμα που συνδέει το χθές και το σήμερα, “αόρατο” αλλά τόσο χειροπιαστό και δυνατό.

Θυμάμαι “γυμνασιόπαις γάρ”, να δουλεύω τα καλοκαίρια στα συνεργεία δακοκτονίας στο χωριό μου. Παρακαλούσα τον αδελφό της γιαγιάς μου, να με βάλει στο συνεργείο του μπαρμπα Μανώλη. Ο λόγος απλός και ίσως ακαταλαβίστικος για πολλούς συνομηλίκους και φίλους μου.
-Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας αλλά πάς με τους μεγάλους ;
Μα γιατί στο συνεργείο αυτό, όλοι οι ψεκαστές ήταν …ΚΥΝΗΓΟΙ … με κεφαλαία γράμματα … οι καλύτεροι της περιοχής, ιερά τέρατα με τα καλύτερα λαγόσκυλα και τις αρτιότερες γνώσεις, αυτές που η φύση τους δίδαξε απλόχερα, γενναιόδωρα χωρίς τσιγκουνιές, αυτά που πουθενά δεν διάβασαν, αλλά όπως τα παρέλαβαν από τους προηγούμενες γενιές.
Οι αφηγήσεις τους συγκλονιστικές, οι διηγήσεις τους μεγαλειώδεις, διηγούνταν “καρέ-καρέ” το λαγοκυνήγι, λές και διηγούνταν τις πιο σημαντικές στιγμές, μιας ζωής που δεν έζησαν, που δεν τους είχε χαριστεί σε τίποτα, μιας ζωής που ο καθημερινός μόχθος ήταν το συνώνυμο της επιβίωσης, μιας ζωής που έπρεπε να κερδηθεί. Πόση ψυχική μεγαλειότητα και σθένος αντλούσες από αυτούς τους ανθρώπους που τα βήματα τους, ήταν τα βήματα της ζωής της προπολεμικής αλλά και μεταπολεμικής Ελλάδας, που πληγωμένη και κουρασμένη από δεινά, εμφύλιες συγκρούσεις, ανέχεια, μιζέρια, έπρεπε να πάει μπροστά και πήγε και έγινε το θαύμα με ανθρώπους αυτής της ψυχοσύνθεσης, που δουλειά και κυνήγι ήταν οι δύο πόλοι της καθημερινότητας, συμπληρωματικοί, ισχυροί και στην ίδια αναλογία.
-“Κάτσε τώρα να μας πεις, ποια είναι τα καλύτερα όπλα, τι είναι “πέρασμα”, τι είναι φυσίγγι “σούπερ” (αφού όλοι γέμιζαν μόνοι τους) και πλήθος άλλων βασανιστικών ερωτημάτων που και η έλλειψη σχολικής εκπαίδευσης τους τα έκαναν “βουνό” και εγώ σαστισμένος να απευθύνομαι σαν ίσος προς ίσο, με τα μικρά ονόματα τους και να προσπαθώ να τους εξηγήσω τι είναι ” εξολκείς, φωτιές, πώς πάει η άτρακτος των σκαγιών, ποιοι νόμοι της φυσικής ισχύουν, τι προκαλεί την αποδημία των πουλιών”.

Στιγμές υπέρτατης ψυχικής αγαλλίασης γιατί οι άνθρωποι αυτοί με τα σκληρά και δυνατά χέρια, το ρυτιδωμένο και σκαμμένο από τον καθημερινό κάματο πρόσωπο, τα μεγάλα και διαπεραστικά μάτια τους … με θεωρούσαν “δάσκαλό τους …!!!” και εγώ συναισθανόμενος την υπέρτατη αυτή τιμή, προσπαθούσα “ρουφώντας” τα τότε έντυπα (Κυνηγετικά Νέα κ.λ.π) να γίνω καλύτερος, πιο παραστατικός και ενημερωμένος, να μην τους διαψεύσω να μην τους αφήσω κενά και από την άλλη να ακούω εκστατικός, πώς ο λαγός “γιατακιάζει”, πως κάνει “τα τσαλίμια”, πως είναι εύκολη η ιχνηλασία του, ποιες είναι οι “βιρβιλιές” του αρσενικού, για το πέρασμα του τρυγονιού, για τα παπιά, πως θα κυνηγήσεις την πέρδικα …

Πέρασαν από τότε τριάντα χρόνια, ακολούθησαν σπουδές, πτυχία, αγώνας για κοινωνική και ατομική καταξίωση, έσφιξα πολλά χέρια καθηγητών, επωνύμων της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, συναδέλφων και “ουκ έστιν αριθμός” ατόμων στα πλαίσια της κοινωνικής συμβατότητας, αλλά οι χειραψίες ο θερμός εναγκαλισμός και η έκφραση αυτών των ανθρώπων, που ήθελαν να δώσουν την εμπειρία τους στην επόμενη κυνηγετική γενιά, που οι αναζητήσεις της ήταν συνυφασμένες και με την αναζήτηση των φυσικών νόμων, των θηραμάτων, του τρόπου ζωής τους και όχι τα ανούσια “εφηβικά σκιρτήματα”, μένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στην μνήμη μου γιατί ακριβώς ήταν αληθινές, πραγματικές, ανθρώπινες, γνήσιες και λαϊκές και πάνω από όλα ανεπιτήδευτες!!!. Καμιά άλλη χειραψία ή αναγνώριση δεν είχε την ίδια γεύση, ήταν υποχρέωσή τους να το κάνουν και υποχρέωσή μου να το δεχτώ, κινήσεις κοινωνικού fair play μιας αναλώσιμης καθημερινότητας βαλμένης σε καλούπια δεοντολογίας και κομφορμισμού.

Χάρις σε ανθρώπους απλούς, προσηνείς, “φιλοσοφημένους και αυτοδίδακτους”, από αυτούς που ήξεραν ότι σεβασμός στο θήραμα σημαίνει σεβασμός στην φύση και τον ρόλο του κυνηγού, από αυτούς που ήξεραν ότι το κυνήγι ήταν πάντα η λύση και όχι “το πρόβλημα”, από αυτούς που διατηρήθηκαν αναλλοίωτοι παρά τις αντιξοότητες και τις απαιτήσεις της σκληρής και σαδιστικής καθημερινότητας που δεν τους χάρισε απολύτως τίποτα …όλα τα κέρδισαν επάξια με το σπαθί τους … διατηρήθηκαν ανέγγιχτα τα ήθη και τα έθιμα περί το κυνήγι αλλά και η ιδέα της διάσωσης τους και το πέρασμα τους και στις επόμενες γενιές.
Σε αυτούς τους ανθ ρώπους , σε αυτούς τους “αφανείς και ανώνυμους συμπατριώτες μου ” που αποτέλεσαν τους “φυσικούς μου μέντορες ” στο κυνήγι ένα μεγάλο και ειλικρινές ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ από βάθους καρδιάς και να είναι βέβαιοι ότι στην σκέψη μου όπως και στην σκέψη χιλιάδων άλλων συγκυνηγών πάντα θα καταλαμβάνουν τιμητική θέση όσοι έχουν “φύγει” και τους οφείλουμε την εμβάπτισή μας στα “ιερά κυνηγετικά νάματα”, ενώ για όσους είναι κοντά μας ο σεβασμός και η αναγνώριση άς τους συντροφεύουν, σε όποια γωνιά της πολύπαθης τούτης χώρας βρίσκονται και μετρούν τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς και σε πολλές περιπτώσεις ” την Δύση ” μιάς ζωής, το ίδιο σκληρής και επώδυνης όπως και στα νιάτα τους. Μιας ζωής όμως πιο σκληρής αφού οι φυσικές τους δυνάμεις και τα προβλήματα δεν τους επιτρέπουν να “δρασκελίσουν” τα κυνηγοτόπια και να νοιώσουν την απόλυτη ελευθερία και την ψυχική ευφορία που μόνον το ΚΥΝΗΓΙ μπορούσε να τους προσφέρει και κανείς άλλος υλικός θησαυρός.

Μπάρμπα Κώστα, μπάρμπα Δημήτρη, μπάρμπα Μανώλη … Βαγγέλη, Λουκά, Βασίλη, Θανάση, εσείς “ζήσατε” και “φύγατε” χωρίς να σας αποκαλέσουν “στυγερούς δολοφόνους, οπλοφόρους αιμοδιψείς , εξολοθρευτές, ο ΤΣΙΧΛΙΑΣ, Η ΚΙΑΣΑ, Η ΓΑΝΩΤΗ , Ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ, Η ΟΜΑΔΑ “ΤΕΤΡΑΠΟΔΟΛΟΓΕΙΝ”, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και τόσοι άλλοι επίδοξοι ‘προστάτες’ της φύσης που οι κυνηγοί «καταστρέφουν» και ξέροντας τον προσωπικό σας αγώνα για την ζωή που την σεβαστήκατε, χωρίς η ίδια να σας δείξει ποτέ μα ποτέ το ανθρώπινο της πρόσωπο, θα ήθελα να μας απαντήσετε τι θα λέγατε; Διακινδυνεύοντας μια απάντησή σας, ξέροντας την εντιμότητά σας και την ακεραιότητα του χαρακτήρα σας, αλλά και την γενικότερη φιλοσοφία που είχατε και σας την δίδαξε η φύση και κανένα βιβλίο θα λέγατε “ΜΑ ΚΑΛΑ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΥ ΗΡΘΑΝ , ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ; Πολύ σωστά από το πουθενά και εκεί τους αξίζει να ζήσουν. Έρμαια των συκοφαντιών τους, της μιζέριας τους και της ανικανότητας τους να ζήσουν “κυνηγετικά” αποκτώντας ποιότητα στην “κουλτουριάρικη” ζωή τους που τους έχει τάξει στο “Κυνήγι Μαγισσών” …χωρίς τέλος … υποτελή όργανα της υποκρισίας και της ευτέλειας και της απεμπόλησης της παράδοσης μας, ωσάν να πρόκειται για πληγή και μάστιγα. Στο διάβα της ιστορίας πολλοί τέτοιοι υπήρξαν …θυμάστε όμως εσείς κάποιους ;; …!!!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων