Βαλλόμεθα πανταχόθεν!

0

αναδημοσίευση από το περιοδικό Κυνηγός & Φύση

Του Ευάγγελου Χατζηνίκου, Δασολόγου Περιβαλλοντολόγου, MSc στη Διαχείριση Αγριας Πανίδας

Ποιοί και γιατί μας απαγορεύουν να είμαστε οικολόγοι!

Τον Ιανουάριο του 2004 όλες οι Κυνηγετικές Ομοσπονδίες και στη συνέχεια η Κυνηγετική Συνομοσπονδία, πραγματοποίησαν Γενικές Συνελεύσεις με θέμα την τροποποίηση του καταστατικού τους. Επιτέλους, το όνειρο όλων μας, να αναγνωριστεί η οικολογική συνείδηση και η σαφής πρόθεση των ελλήνων κυνηγών να διαχειριστούν ορθολογικά και επιστημονικά το φυσικό περιβάλλον και την άγρια πανίδα, θα λάμβανε σάρκα και οστά.

Δυστυχώς, κάποιοι είχαν αντίθετη άποψη και αδιαφανή σχέδια για το μέλλον… Σε όλες σχεδόν τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες οι Κυνηγετικές Οργανώσεις έχουν στον τίτλο τους το συνθετικό «βελτίωση», «προστασία» ή «διαχείριση» του περιβάλλοντος.

Στην Αγγλία, η αντίστοιχη οργάνωση με την ΚΣΕ ονομάζεται «British Association for Shooting and Conservation» («Βρετανική Οργάνωση για το κυνήγι και τη διατήρηση του περιβάλλοντος»), της Μάλτας ονομάζεται «Οργάνωση για το κυνήγι και τη διατήρηση», ενώ της Σουηδίας «Σουηδική Οργάνωση για το κυνήγι και τη διαχείριση της άγριας πανίδας».

Ένα μετά το άλλο, και τα εννέα επιχειρήματα του εγγράφου της Διεύθυνσης Θήρας, κατά της τροποποίησης του καταστατικού, καταρρίπτονται με νομικά και λογικά επιχειρήματα, όπως π.χ. αυτό της παραγράφου 4, που λέει ότι η συμμετοχή της Κ.Σ.Ε. στα κοινωνικά δρώμενα και η συμμετοχή της σε προγράμματα πολιτικής προστασίας είναι άσχετα με την άσκηση της θήρας και την ανάπτυξη του θηραματικού πλούτου. Οι Γενικές Συνελεύσεις και των επτά Κυνηγετικών Ομοσπονδιών πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα και από αυτές προέκυψε ένα ταυτόσημο σχέδιο τροποποιημένου καταστατικού. Στη συνέχεια, στη Συνέλευση της ΚΣΕ ψηφίστηκε η τροποποίηση του καταστατικού της, το οποίο λάμβανε πλήρως υπόψη του τις αλλαγές που προηγουμένως ψήφισαν οι Ομοσπονδίες στα δικά τους καταστατικά. Οι αλλαγές των καταστατικών επικεντρώθηκαν και στις δύο βαθμίδες των Κυνηγετικών Οργανώσεων σε δύο σημεία:

α) στην αλλαγή του ονόματος και

β) στη διεύρυνση των «σκοπών» λειτουργίας τους.

Η αλλαγή του ονόματος ήταν επιβεβλημένη και θα έπρεπε να δίνει περιεκτικά και με σαφήνεια την εικόνα του πεδίου δράσεων της Κ.Σ.Ε., αλλά και των άλλων Κυνηγετικών Οργανώσεων. Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος, όπως αποφάσισαν τα μέλη της μέσω της Γενικής τους Συνέλευσης, μετονομάζεται σε «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΥΝΗΓΙΟΥ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ», διατηρώντας όμως το διακριτικό τίτλο «Κ.Σ.Ε.».

Αυτή ακριβώς η προσθήκη στον τίτλο της φράσης «ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ» είναι που στην πραγματικότητα δημιουργεί τη νέα δυναμική και υπογράφει πλέον την ουσιαστική συμβολή των Κυνηγετικών Οργανώσεων στη διαχείριση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Γεγονός που συμβαίνει άλλωστε και σε όλες σχεδόν τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι Κυνηγετικές Οργανώσεις πάντα έχουν στον τίτλο τους το συνθετικό «βελτίωση», «προστασία», «διαχείριση» του περιβάλλοντος. Ως παράδειγμα αναφέρω το Ηνωμένο Βασίλειο όπου η αντίστοιχη οργάνωση με την Κ.Σ.Ε. ονομάζεται «British Association for Shooting and Conservation», στα ελληνικά η απόδοσή του είναι: «Βρετανική Οργάνωση για το κυνήγι και τη διατήρηση (του περιβάλλοντος)», της Μάλτας «Maltese Association for Hunting and Conservation», στα ελληνικά η απόδοσή του είναι: «Οργάνωση της Μάλτας για το κυνήγι και τη διατήρηση» και τέλος της Σουηδίας «Swedish Association for Hunting and Wildlife Management» που στα ελληνικά αποδίδεται ως: «Σουηδική Οργάνωση για το κυνήγι και τη διαχείριση της άγριας πανίδας».

Η διεύρυνση των σκοπών της Κ.Σ.Ε., όπως αυτή ψηφίστηκε από τη Γενική της Συνέλευση, είναι η εξής:

Σκοπός – Μέσα

Αρθρο 2. Σκοπός του Σωματείου είναι:

1. Η χάραξη της θηραματικής πολιτικής, η μέριμνα για την εφαρμογή της και η προστασία, αναβάθμιση – βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος.

2. Η άσκηση εποπτείας και ελέγχου επί των Κυνηγετικών Ομοσπονδιών και των Κυνηγετικών Συλλόγων της χώρας.

3. Η ευθύνη για την εκπόνηση, κατάρτιση, σχεδιασμό και υλοποίηση μελετών, εκθέσεων, ερευνών, προγραμμάτων, έργων και λοιπών δράσεων, αναγκαίων για την επίτευξη του σκοπού της οργάνωσης και άσκησης της θηρευτικής δραστηριότητας και της προστασίας, αναβάθμισης και βελτίωσης του φυσικού περιβάλλοντος.

4. Η ανάληψη και η εκτέλεση προγραμμάτων, καθώς και η συμμετοχή σ’ αυτά που προκηρύσσονται, εκτελούνται και εφαρμόζονται από κρατικούς ή άλλους φορείς, καθώς και η χρηματοδότηση αυτών από ίδιους πόρους ή από ενισχύσεις ή επιχορηγήσεις τρίτων και λοιπών πόρων προερχομένων εκ νομίμου πηγής.

5. Η συνεργασία με κάθε μορφής ερευνητικά κέντρα, κρατικούς φορείς, φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης και ιδιωτικούς τοιούτους για δραστηριότητες που έχουν σχέση με τη διαχείριση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της άγριας ζωής.

6. Η συμμετοχή στα κοινωνικά δρώμενα και η κοινωφελής δράση σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, ευρωπαϊκό ή διεθνές επίπεδο.
7. Η δια παντός νομίμου μέσου προστασία του θηράματος, με στόχο την ανάπτυξη και αξιοποίηση του θηραματικού πλούτου ανάλογα με τις εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες της χώρας.

8. Η εποπτεία για την άσκηση της θήρας από τα μέλη των Κυνηγετικών Συλλόγων, στα πλαίσια των κυνηγετικών εξελίξεων της χώρας.

9. Η ίδρυση φυσικών και τεχνητών εκτροφείων θηραμάτων και η αρωγή προς τα κρατικά εκτροφεία για τον εμπλουτισμό της χώρας με θηράματα, καθώς και η ίδρυση Κέντρων Περίθαλψης ειδών άγριας πανίδας.

10. Η εισήγηση και λήψη κάθε μέτρου χρήσιμου για την προώθηση των σκοπών της Συνομοσπονδίας.

11. Η εκπροσώπηση της χώρας διεθνώς και η συμμετοχή σε κάθε όργανο, Οργανισμό και λοιπούς φορείς ή οργανώσεις της αλλοδαπής που έχουν σχέση με τους στόχους της Συνομοσπονδίας.

12. Η οικονομική ενίσχυση των εχουσών ανάγκην κυνηγετικών οργανώσεων για την επίτευξη των σκοπών αυτών.

13. Η διοργάνωση και διεξαγωγή σεμιναρίων, ημερίδων και λοιπών σχετικών δραστηριοτήτων, με στόχο την ενίσχυση των γνώσεων και τη βελτίωση της ευαισθητοποίησης του κοινού, σχετικά με την άγρια πανίδα και το φυσικό περιβάλλον. 14. Η πρόσληψη ιδιωτικών φυλάκων θήρας, για την προστασία της άγριας πανίδας και του φυσικού περιβάλλοντος, επιπλέον του προβλεπομένου από το άρθρο 18 αριθμού των υπαλλήλων της ΚΣΕ.

15. Η συμμετοχή στα προγράμματα και δράσεις της Πολιτικής Προστασίας.

Ο εμπλουτισμός με έννοιες και δράσεις του άρθρου του καταστατικού, που περιγράφονται οι σκοποί λειτουργίας της Κ.Σ.Ε., ήταν επιβεβλημένος, διότι από το 1974 ως το 2004 οι ανάγκες προάσπισης της κυνηγετικής δραστηριότητας και της προστασίας και διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος έχουν σίγουρα αλλάξει. Πώς μας φρέναρε η Διεύθυνση Θήρας του Υπουργείου Γεωργίας για να επικυρωθούν νομικά οι τροποποιήσεις των καταστατικών που αποφάσισαν οι Κυνηγετικές Οργανώσεις, θα πρέπει να τις υπογράψει ο Υπουργός Γεωργίας και να καταχωρηθούν σε Φ.Ε.Κ. ως Υπουργική Απόφαση. Έτσι, λοιπόν, ακολουθώντας τη νόμιμη οδό, η Κ.Σ.Ε. διαβίβασε στον Υπουργό Γεωργίας τις προτάσεις της. Ο Υπουργός για να προχωρήσει στην υπογραφή τους, ζήτησε τη γνώμη της καθ’ ύλην αρμόδιας υπηρεσίας που είναι η Διεύθυνση Θήρας του Υπουργείου Γεωργίας και οι υπηρεσιακοί απάντησαν με το υπ’ αριθμ. 101718/1138/4-5-2004 κάτωθι έγγραφό τους: «Σε απάντηση στην ανωτέρω σχετική επιστολή σας, που αναφέρεται στην τροποποίηση των άρθρων 1 και 2 του Καταστατικού της ΚΣΕ, σας γνωρίζουμε ότι δεν είναι δυνατή η τροποποίηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 266 παρ. 7 του Ν.Δ. 86/69 υπουργικής απόφασης, με το περιεχόμενο που αναφέρεται στο αίτημά σας, για τους εξής λόγους:

1. Ο σκοπός των «συνεργαζόμενων με το Υπουργείο Γεωργίας» κυνηγετικών οργανώσεων καθορίζεται στο άρθρο 266 του Δασικού Κώδικα (Ν.Δ. 86/69) και η προβλεπόμενη στην παρ. 7 του ιδίου άρθρου υπουργική απόφαση δεν μπορεί να έχει άλλο περιεχόμενο.

2. Η διεύρυνση των σκοπών της ΚΣΕ, όπως διατυπώνεται στο αίτημά σας, εκφεύγει από το καθορισμένο νομικό πλαίσιο και διευρύνεται αντίστοιχα και η επωνυμία της, κατά παράβαση του άρθρου 11 του Ν. 177/75.

3. Η αιτούμενη επέκταση των σκοπών στο καταστατικό εκτείνεται σε αντικείμενα που τείνουν να υποκαταστήσουν τις αρμοδιότητες του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (π.χ. χάραξη της θηραματικής πολιτικής, εκπροσώπηση της χώρας διεθνώς και συμμετοχή σε όργανα, όχι μόνο αντίστοιχων κυνηγετικών οργανώσεων, αλλά σε φορείς και οργανισμούς που μπορεί να είναι εθνικοί ή διακρατικοί).

4. Επεκτείνεται σε αντικείμενα άσχετα με την άσκηση της θήρας και την ανάπτυξη του θηραματικού πλούτου (π.χ. συμμετοχή σε κοινωνικά δρώμενα, συμμετοχή σε προγράμματα και δράσεις της πολιτικής προστασίας), τα οποία αναρμοδίως ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων θα πρέπει να συμπεριλάβει στην αιτούμενη τροποποίηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 266 παρ. 7 απόφασής του.

5. Επεκτείνεται στην εκπόνηση μελετών, διεξαγωγή ερευνών, υλοποίηση προγραμμάτων και την εκτέλεση έργων, δηλαδή, σε αντικείμενα τα οποία δεν περιλαμβάνονται στους σκοπούς του άρθρου 266 του Δασικού Κώδικα ή είναι αρμοδιότητα άλλων φορέων και διέπονται από άλλες διατάξεις. Άλλωστε δεν πρόκειται για σωματείο ειδικών επιστημόνων, το οποίο εθελοντικά θα μπορούσε να προσφέρει εξειδικευμένη γνώση και ειδικές υπηρεσίες.

6. Η υπαγωγή των «αναγνωρισμένων» Κυνηγετικών Συλλόγων είναι υποχρεωτική στην αντίστοιχη Ομοσπονδία της οικείας κυνηγετικής περιφέρειας και επίσης είναι υποχρεωτική η υπαγωγή των Κυνηγετικών Ομοσπονδιών στην ΚΣΕ. Κατά συνέπεια το Καταστατικό της ΚΣΕ πρέπει να εκφράζει τη βούληση της ευρείας βάσης των κυνηγών (Κ.Σ. και Κ.Ο). Οι κυνηγοί που συμμετέχουν στα «αναγνωρισμένα» σωματεία πρέπει να έχουν άποψη για τη σκοπιμότητα, το περιεχόμενο και το εύρος της τροποποίησης, ώστε να είναι ενιαία και συμβατή και στα τρία Καταστατικά (Κ.Σ., Κ.Ο., Κ.Σ.Ε.).

7. Το προβλεπόμενο προσωπικό της ΚΣΕ ορίζεται στο άρθρο 18 του Καταστατικού της. Στο ισχύον Καταστατικό δεν υπάρχει πρόβλεψη για πρόσληψη φυλάκων θήρας από την ΚΣΕ. Η ΚΣΕ είναι τριτοβάθμια οργάνωση των κυνηγών και ο ρόλος της είναι σαφώς επιτελικός και συντονιστικός. Οι ιδιωτικοί φύλακες θήρας προσλαμβάνονται από τις Κυνηγετικές Ομοσπονδίες και Κυνηγετικούς Συλλόγους (με σχετική πρόβλεψη στα Καταστατικά τους). Οι οργανώσεις αυτές έχουν συγκεκριμένη περιοχή ευθύνης, που ορίζεται επίσης από το άρθρο 266 και επίσης τη δυνατότητα να εποπτεύουν τις κυνηγετικές περιοχές, να εντοπίζουν τα ευαίσθητα οικοσυστήματα και να συνδράμουν τις δασικές υπηρεσίες στην αντιμετώπιση των φαινομένων λαθροθηρίας. Η ΚΣΕ εκ της φύσης της δεν μπορεί να παίξει τέτοιο ρόλο. Εξάλλου, το θέμα αυτό έχει κριθεί οριστικά με την 3943/2001 απόφαση του ΣτΕ που ακύρωσε τη δημιουργία του πανελλαδικού σώματος της Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής.

8. Εξάλλου, η έννοια του ΜΚΟ έχει απαραίτητα χαρακτηριστικά την αυτονομία από το κράτος και τους κρατικούς οργανισμούς (Δρ. Σκλιάς, 1999) και την ίδρυση από ιδιώτες (Smyke, 1990) σε αντίθεση με την ΚΣΕ.

9. Θεωρούμε, επίσης, ότι στα πλαίσια της συνεργασίας μας, προτάσεις ιδιαίτερης σοβαρότητας, όπως η αλλαγή του Καταστατικού, πρέπει να γίνονται αντικείμενο διαβουλεύσεων πριν από τη λήψη αποφάσεων και μάλιστα από το κορυφαίο όργανο της Διοικήσεώς σας (Γεν. Συνέλευση)».

Ιδού πώς καταρρίπτονται τα επιχειρήματα της Διεύθυνσης Θήρας.

Πριν προχωρήσουμε στο σχολιασμό του ανωτέρου εγγράφου, θα επιχειρήσουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της σχέσης μεταξύ του κράτους και των συνεργαζόμενων κυνηγετικών οργανώσεων.

Οι Κυνηγετικές Οργανώσεις συστάθηκαν επίσημα το 1969 και απόκτησαν ενιαία καταστατικά το 1974, με σκοπό να υποβοηθήσουν το κράτος στην προσπάθειά του να οργανώσει, να διαχειριστεί και να προστατεύσει το ελληνικό θήραμα. Το κράτος πολύ γρήγορα, δυστυχώς, δήλωσε αδυναμία να διαχειριστεί το θηραματικό πλούτο της χώρας, ως φυσικό ανανεώσιμο πόρο και περιορίστηκε μόνο στη σφράγιση των αδειών θήρας. Ευτυχώς, όμως, πολύ γρήγορα οι Κυνηγετικές Οργανώσεις αντελήφθησαν το κρατικό έλλειμμα και προσπάθησαν με ιδίους πόρους να καλύψουν τα κενά στον τομέα της επιστημονικής τεκμηρίωσης, στον τομέα της φύλαξης, στον τομέα των φιλοθηραματικών έργων. Το κράτος, λοιπόν, που αντιπροσωπεύεται από τη Διεύθυνση Θήρας του Υπουργείου Γεωργίας, αντί να διδαχθεί από τις Οργανώσεις και να ενισχύσει με τις απεριόριστες δυνατότητες που έχει, νομικές και υλικές, την προσπάθεια που αποσκοπούσε στην ανάπτυξη του θηράματος και στην ορθολογική διαχείριση της άγριας πανίδας, αναλώνεται σε μια ατελείωτη νομολογία, προσπαθώντας να βάλει εμπόδια και σ’ αυτά τα ελάχιστα που προσπαθούν να πετύχουν οι Κυνηγετικές Οργανώσεις. Με το εν λόγω έγγραφο, λοιπόν, η Διεύθυνση Θήρας προσπαθεί για άλλη μια φορά να στήσει χάρτινο οδόφραγμα στην πορεία ανέλιξης προς τη σωστή κατεύθυνση των Κυνηγετικών Οργανώσεων, μια πορεία που θα έχει αδιαμφισβήτητα θετικές επιπτώσεις στην άγρια πανίδα και το φυσικό περιβάλλον. Αν το έγγραφο αυτό στηριζόταν σε πραγματικά νομικά κωλύματα πάει στο καλό, όμως αντίθετα στηρίζεται σε υποκειμενικές ερμηνείες νόμων και νομολογίας, όπως αυτή της έβδομης παραγράφου του, που παρερμηνεύει την υπ’ αριθμ. 3943/2002 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο αυτολεξεί αναφέρει στη 15η σκέψη της απόφασής του ότι: «Επειδή με την ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 267 του Ν.Δ. 86/1969 επιτρέπεται σε κάθε Κυνηγετική Οργάνωση (Σύλλογο, Ομοσπονδία, Συνομοσπονδία) να προσλαμβάνει δαπάνης της ιδιωτικούς φύλακες θήρας και να προτείνει την έδρα τους και την περιφέρεια φυλάξεως». Έτσι, λοιπόν, οι συντάκτες του εγγράφου παρουσιάζουν αποσπασματικά την απόφαση του ΣτΕ για να στηρίξουν τη θέση τους ότι η Κ.Σ.Ε. δεν μπορεί να προσλάβει θηροφύλακες, που θα μπορούν να δραστηριοποιούνται σε όλη την επικράτεια κατά της λαθροθηρίας, ενώ στην ίδια απόφαση αδιαμφισβήτητα το ΣτΕ αναγνωρίζει αυτή τη δυνατότητα. Ενα μετά το άλλο, και τα εννέα επιχειρήματα του εγγράφου της Διεύθυνσης Θήρας κατά της τροποποίησης του καταστατικού καταρρίπτονται με νομικά και λογικά επιχειρήματα, όπως π.χ. αυτό της παραγράφου 4, που λέει ότι η συμμετοχή της Κ.Σ.Ε. στα κοινωνικά δρώμενα και η συμμετοχή της σε προγράμματα πολιτικής προστασίας είναι άσχετα με την άσκηση της θήρας και την ανάπτυξη του θηραματικού πλούτου. Διαβάζοντας αυτή την παράγραφο, δημιουργείται σε όλους μας το ερώτημα αν άραγε ένα «κοινωνικό» δρώμενο, όπως είναι η διενέργεια προγράμματος περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης ή η συμμετοχή των κυνηγών στην πολιτική προστασία, στοχεύοντας στην πρόσληψη και καταστολή των πυρκαγιών, είναι ενέργειες άσχετες με την ανάπτυξη του θηραματικού πλούτου. Παραβίασαν την κερκόπορτα.

Ομως δεν θα θέλαμε να σας κουράσουμε άλλο με νομικίστικα ή λογικά επιχειρήματα, προσπαθώντας να αποδείξουμε το αυτονόητο. Ωστόσο, από αυτές τις γραμμές του περιοδικού θα θέλαμε να κάνουμε ένα κάλεσμα στους αναγνώστες κυνηγούς να συσπειρωθούν γύρω από τις Κυνηγετικές Οργανώσεις, γιατί οι εχθροί του κυνηγίου έχουν σπάσει την κερκόπορτα και δραστηριοποιούνται εντός των τειχών.

5/7/2004

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων