“Προστασία και Διαχείριση υδάτων”. Από την ΕΕ στα αζήτητα των Υπουργείων

0

1354-moustos.jpg
ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ «ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ»:
ΑΠΟ ΤΑ ΣΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΕ ΣΤΑ ΑΖΗΤΗΤΑ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΩΝ

ΗΛΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΠΟΥΛΟΣ
Τέως Υφυπ. ΠΕΧΩΔΕ

Η παγκοσμιότητα της «κρίσης του νερού» δεν άφησε απέξω την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ρύπανση στο Βορά και η λειψυδρία στο Νότο πήγαν το δείκτη στο κόκκινο. Η αντίδραση, αν και καθυστερημένη, είχε τα χαρακτηριστικά μιας θαρραλέας και πρωτοποριακής πράξης, πολύ μακριά από τις συντηρητικές/αμυντικές στάσεις πολλών κυβερνήσεων. Έτσι αποδεικνύεται ότι παρά τις ανομοιογένειες και τις διαρκείς αλλαγές του πολιτικού της χάρτη, η ομοσπονδία των κρατών της γηραιάς ηπείρου αποτελεί τον προνομιακό χώρο για θεσμικές ρυθμίσεις που προωθούν την αειφορία σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς.

Η Οδηγία-Πλαίσιο για το Νερό (2000/60) αποτελεί ένα πλήρες και συνεκτικό σχέδιο για την ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων. Δίνει στα κράτη-μέλη την ευκαιρία να εκσυγχρονίσουν το νομοθετικό και πολιτικό τους οπλοστάσιο, εισάγοντας την έννοια της αποκεντρωμένης διαχείρισης, με την ταυτόχρονη μέριμνα τόσο για την ποσότητα όσο και την ποιότητα του νερού που φτάνει στην κατανάλωση. Παράλληλα, προβλέπει μέτρα για την υγεία και τη βιωσιμότητα των υδατικών οικοσυστημάτων και των εξαρτώμενων από αυτά ειδών ή/και πληθυσμών (φυτικών και ζωϊκών) όχι μόνο για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας αλλά και για το ρόλο τους στη σταθερότητα του υδρολογικού κύκλου.

Είναι πράγματι γεγονός ότι η μέχρι σήμερα αντίληψη για το «δικαίωμα πάνω στο νερό» ήταν τελείως ανθρωποκεντρική. Οι υδατικοί πόροι ήταν προορισμένοι να καλύψουν πριν από όλα τις ανάγκες ενός εξαιρετικά υδροβόρου παραγωγικού και καταναλωτικού συστήματος, με ελάχιστη ή καθόλου μέριμνα για το φυσικό περιβάλλον. Και καθώς η ζήτηση του νερού προχωρά με ρυθμούς τριπλάσιους από την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, είναι προφανές ότι τα φυσικά οικοσυστήματα θα συνεχίσουν να θυσιάζονται στο βωμό μιας από πολλούς αμφισβητούμενης και κοινωνικά άδικης ανάπτυξης.

Μερικοί δείκτες είναι χαρακτηριστικοί: Το ένα πέμπτο του συνόλου των ψαριών του γλυκού νερού είτε κινδυνεύουν είτε έχουν εξαφανισθεί. Στη στεριά το 50% των αμφίβιων βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης . Χίλια περίπου είδη πτηνών – τα περισσότερα υδρόβια – κατατάσσονται στα απειλούμενα. Πάνω από το μισό των υγροτόπων του πλανήτη έχουν καταστραφεί τα τελευταία 100 χρόνια. Η γεωγραφία των ποταμών έχει άρδην μεταβληθεί, αφού 40.000 φράγματα συγκρατούν τα νερά σε τεχνητές λίμνες και 500.000 χλμ. φυσικής ροής έχουν δώσει τη θέση τους σε διευθετημένες αρτηρίες για πλωτά μέσα μεταφοράς. Είναι προφανές ότι η κατάσταση αυτή έχει σημάνει συναγερμό μεταξύ των παγκόσμιων οργανισμών, πράγμα που άρχισε να φαίνεται, τόσο στις διακηρύξεις αρχών όσο και στις πολιτικές. Η Οδηγία 2000/60 της ΕΕ για τα νερά ήταν αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής στις συνειδήσεις και τις πολιτικές.

Σύμφωνα με την Οδηγία, η διαχείριση θα πρέπει να γίνεται πλέον στο επίπεδο της Υδρολογικής Λεκάνης, άρα στο επίπεδο του φυσικού συστήματος, λαμβάνοντας υπόψιν την διαθεσιμότητα του νερού, τις προβλέψεις για το μέλλον και τα φαινόμενα της ρύπανσης. Η προσέγγιση αυτή, όσο κι αν φαίνεται αυτονόητη, μεταφέρει το ζήτημα της διαχείρισης του νερού από τη σφαίρα της μη αειφορικής οικονομίας (το νερό ως εισροή στα παραγωγικά συστήματα) στη σφαίρα της περιβαλλοντικής πολιτικής. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο κυρίως έχουν πλέον τα υπουργεία περιβάλλοντος – και οι συναφείς οργανισμοί – και όχι τα παραγωγικά λεγόμενα υπουργεία, τα οποία άλλωστε βασίστηκαν, για μια μεγάλη περίοδο, στις χρησιμοθηρικές αντιλήψεις για τους φυσικούς πόρους.

Με τη νέα προσέγγιση που εισάγει η οδηγία 2000/60 διαφοροποιείται επίσης η γεωμετρία του χώρου άσκησης πολιτικής. Το κρατικό-συγκεντρωτικό μοντέλο δίνει τη θέση του στη τοπικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν μπορεί να υπάρχουν προτεραιότητες «εθνικής σημασίας» ή πως το κράτος δεν θα πρέπει να έχει το γενικό συντονισμό. Η κύρια όμως δουλειά θα πρέπει να γίνεται από τους Φορείς Διαχείρισης, οι οποίοι αναλαμβάνουν αμέσως ευθύνες ευθύς ως καθοριστούν τα Υδατικά Διαμερίσματα που βρίσκονται στην τομή των δύο γεωγραφικών υποδιαιρέσεων : της υδρολογικής λεκάνης και της περιφερειακής διοίκησης. Με βάση επίσης τη ίδια οδηγία, τα κράτη-μέλη υποχρεώνονται να συλλέγουν, να επεξεργάζονται και να δημοσιοποιούν τα πάσης φύσεως υδρολογικά δεδομένα (μετεωρολογικά και φυσικοχημικά) και μάλιστα με μια ενιαία μεθοδολογία, ώστε τα στοιχεία να είναι συγκρίσιμα και να προσφέρονται για την παραγωγή συγκεντρωτικών πινάκων, στατιστικών, χαρτών και γραφικών παραστάσεων με τις χρονικές μεταβολές.

Το νέο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ φάνηκε κατ αρχήν πως ήταν μια καλή ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό και της Ελληνικής νομοθεσίας, αλλά κυρίως για την αλλαγή των δομών. Πράγματι, το Ελληνικό μοντέλο έπασχε από τη χρόνια ασθένεια της πολυδιάσπασης και της σύγκρουσης των αρμοδιοτήτων με τρία τουλάχιστον υπουργεία να διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία στο έλεγχο του νερού: το ΥΠΑΝ για την ποσότητα, το ΥΠΕΧΩΔΕ για την ποιότητα και το Γεωργίας για τις αρδεύσεις. Αντί όμως για τη συνεργασία και την συμπληρωματικότητα, επικράτησε ο ανταγωνισμός και η ασυνεννοησία και, εν τέλει, η έλλειψη ολοκληρωμένης και συνεκτικής πολιτικής. Την παραπάνω εικόνα συμπληρώνει η συναρμοδιότητα ημι-κρατικών φορέων όπως η ΔΕΗ και το ΙΓΜΕ, ενώ τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα στο τοπικό επίπεδο.

Η απουσία δεδομένων, η ανυπαρξία στρατηγικού σχεδιασμού σχετικά με τις προτεραιότητες και μάλιστα σε βάθος χρόνου, η μη-διάκριση των εξουσιών ανάμεσα στις Νομαρχίες και την Τοπική Αυτοδιοίκηση καθιστούσε αδύνατη τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων. Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά σε έκθεση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος (ΟΚΕ) το 2002, «για ένα μεγάλο διάστημα δεν υπήρξε ούτε η απαιτούμενη πολιτική βούληση να θιγούν τα κεκτημένα στους κόλπους της διοίκησης, ούτε και να καταπολεμηθούν τα οικονομικά συμφέροντα που είναι συνδεδεμένα με τον παραδοσιακό τρόπο κατανομής του νερού, του σχεδιασμού και της κατασκευής των υδραυλικών έργων. Έτσι, το εκάστοτε θεσμικό καθεστώς εφαρμόστηκε άτολμα, επιλεκτικά και κατά περίπτωση, με μια λογική μη ρήξης και εξισορρόπησης των συντεχνιακών συμφερόντων».

Το ίδιο περίπου συνέβη και με την Οδηγία 2000/60 κατά τη διάρκεια της εναρμόνισης. Εκτός από τη γραφειοκρατική καθυστέρηση και την έλλειψη προετοιμασίας, φάνηκε καθαρά από την αρχή ότι ο πόλεμος μεταξύ των υπουργείων δεν είχε κοπάσει και ότι η διατήρηση των κεκτημένων ήταν το κύριο μέλημα των εμπλεκομένων. Εξάλλου, το νερό δεν είναι μόνο περιβαλλοντικό αγαθό, είναι πλέον πόρος με τεράστια οικονομική σημασία. Ο ασκών τη διαχείριση έχει και τα οφέλη από τα συνοδευτικά έργα, τις έρευνες, τις αδειοδοτήσεις και τη χρήση του νερού (π.χ. ενέργεια) αλλά κυρίως έχει ένα μεγάλο κομμάτι της πραγματικής εξουσίας. Αυτό άλλωστε συνέβαινε κατά κόρον και στο παρελθόν (μία από τις βασικές επιδιώξεις των φεουδαρχικών καθεστώτων ήταν ο έλεγχος των πηγών του νερού και των υδραυλικών συστημάτων). Την κατάσταση αυτή προσπάθησε να επηρεάσει και ο ίδιος ο πρωθυπουργός με επανειλημμένες παρεμβάσεις στην περίοδο 2000-1 χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Η λύση που τελικά επελέγη από την ηγεσία του ΥΠΕΧΩΔΕ στην αμέσως επόμενη περίοδο ήταν πολύ μακριά από το πνεύμα της Οδηγίας. Ο Ενιαίος Φορέας εκφυλίστηκε σε μια υπηρεσία του υπουργείου, οι περιφερειακοί φορείς ταυτίστηκαν με τις υπάρχουσες (ή και τις ανύπαρκτες) δομές των διοικητικών Περιφερειών, η τομεακή αντίληψη για τη χρήση του νερού παρέμεινε κυρίαρχη, η φύση είναι παντελώς απούσα, η αειφορική διάσταση – που ήταν και ο κύριος άξονας της Οδηγίας – κατέληξε κέλυφος κενό περιεχομένου. Ενδεικτική εν τέλει της ατολμίας που χαρακτηρίζει τον νέο νόμο (3199/203 κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2000/60) είναι η διατύπωση σχετικά με την κοστολόγηση του νερού: Με απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων… καθορίζονται οι διαδικασίες, η μέθοδος και τα επίπεδα ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος στις διάφορες χρήσεις… Είναι προφανές ότι η πρόθεση των συντακτών δεν ήταν να εισαχθεί, έστω και δειλά, η έννοια της τιμολόγησης του νερού ως φυσικού πόρου εν ανεπαρκεία, αλλά να καλυφθούν τα έξοδα κάποιων υπηρεσιών…Ας το πούμε καθαρά: ο νόμος (που ταλαιπωρήθηκε επί τετραετία στις νομικές υπηρεσίες της οδού Αμαλιάδος έως ότου έγινε αγνώριστος σε σχέση με το αρχικό σχέδιο) ήρθε τελικά να καλύψει μια τυπική υποχρέωση (αν και υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσον ανταποκρίνεται τόσο στον τύπο όσο στην ουσία της εναρμόνισης). Είναι ένας νόμος που δεν τον «πήγαινε» το σύστημα, που θέλει να παραμείνει αναχρονιστικό και πελατειακό, παρά τις διαφορετικές κατά καιρούς προθέσεις, δυστυχώς ελάχιστων πολιτικών (μεταξύ αυτών ο Κ. Σημίτης). Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει σχεδόν πουθενά: στην ιστοσελίδα του ΥΠΕΧΩΔΕ, στα αρχεία των συναρμόδιων υπηρεσιών, στο μυαλό των υπευθύνων. Υπάρχει κάπου ως ΦΕΚ στο Εθνικό Τυπογραφείο, όπου η απόκτηση ενός αντιγράφου ισοδυναμεί με μία ώρα αναμονής μπρος από τις θυρίδες βαριεστημένων υπαλλήλων.

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων