Η εξέλιξη της κυνηγετικής δραστηριότητας και η διατροφική αξία των θηραμάτων

0

Το θέμα της εξέλιξης της κυνηγετικής δραστηριότητας και της διατροφικής αξίας των θηραμάτων το εισηγήθηκε ο κ. Θεοφάνης Καραμπατζάκης, Δασολόγος – επιστημονικός συνεργάτης της ΚΟΜΑΘ κατα την παρουσίαση του βιβλίου του κ. Τάσου Χατζηγεωργίου “Παραδοσιακές Κυνηγετικές Συνταγές”

Η εξέλιξη της κυνηγετικής δραστηριότητας και η διατροφική αξία των θηραμάτων

Το κυνήγι αποτελεί μια πολυδιάστατη παραδοσιακή δραστηριότητα με βασικό σκοπό την απόληψη τροφής απ’ ευθείας από τη φύση, όμως με βαθιές πολιτιστικές και κοινωνικές ρίζες. Για εμάς τους Έλληνες η δραστηριότητα αυτή συνδέεται άμεσα με θρύλους, λαϊκές παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια και γαστρονομικές συνήθειες από την εποχή του Ξενοφώντα και του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Στα προϊστορικά χρόνια αποτελούσε καθαρά μια φυσική δραστηριότητα λήψης τροφής από το φυσικό περιβάλλον. Στα ιστορικά όμως χρόνια το κυνήγι και ιδιαίτερα αυτό των μεγάλων θηραμάτων αποτελούσε για τους έλληνες προσφιλέστατη ψυχαγωγική απασχόληση, η οποία στη συνείδηση των αρχαίων ελλήνων εξυψώνεται από τα μυθικά κυνήγια των ηρώων, που, επιδεικνύοντας τόλμη, σωφροσύνη και αξιοποιώντας τις εξαιρετικές τους ικανότητες, εξόντωσαν τέρατα και θηρία συχνά με όπλα πρωτόγονα, όπως το ρόπαλο του Ηρακλή, και πραγματοποίησαν κυνηγετικούς άθλους. Αυτή η μυθική παράδοση των ηρωικών κυνηγιών, όπως του καλυδώνιου κάπρου και του λιονταριού της Νεμέας, αποτέλεσε προσφιλές θέμα για την αρχαία τέχνη, που με κάθε της μορφή ύμνησε τα κατορθώματα αυτά, τα οποία, αναμφιβόλως, συγκινούσαν τους αποδέκτες της και απηχούν τα κυνήγια αγρίων ζώων της μυκηναϊκής εποχής.
Τέτοια ήταν η εκτίμηση των αρχαίων για τα κυνήγια και τα κυνηγετικά σκυλιά, ώστε τα θεωρούσαν Θεϊκά δημιουργήματα του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος. Σύμφωνα με την παράδοση όπως αναφέρει ο Ξενοφών, ο Απόλλων και η Άρτεμις πρόσφεραν τα δημιουργήματα αυτά στο κένταυρο Χείρωνα, ως αναγνώριση για τη δικαιοσύνη που τον χαρακτήριζε. Ο Χείρων εκτίμησε ιδιαίτερα την τιμή αυτή και, ως παιδαγωγός που ήταν, δίδαξε την Θεία τέχνη του κυνηγιού στους λαμπρούς ήρωες μαθητές του. Χάρη σ’ αυτήν, κατά τον Ξενοφώντα, ήρωες σαν τον Θησέα, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, τον Αχιλλέα, τον Ασκληπιό, το Διομήδη, τον Μελέαγρο, τον Οδυσσέα και άλλους, απέκτησαν ξεχωριστές αρετές, κέρδισαν την εύνοια των θεών και άφησαν πίσω τους ένδοξη ιστορία. Ο Πολυδεύκης δίδαξε στους ανθρώπους το κυνήγι με σκύλο που αγαπήθηκε τόσο πολύ ώστε η θήρα επικράτησε, από το κύνας άγω, να λέγεται κυνήγι.

Η κυνηγετική ανδραγαθία διατηρούσε στα ιστορικά χρόνια μεγάλο μέρος της αίγλης που ασφαλώς είχε στις πανάρχαιες κοινωνίες και το κυνήγι αποτελούσε πεδίο διάκρισης, αναγνώρισης και απόκτησης κύρους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κασσάνδρου στον οποίο, αν και ήταν ανδρείος και καλός κυνηγός, δεν επιτρεπόταν, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, να τρώει ανακεκλιμένος, αφού δεν είχε, ως τα τριάντα πέντε του τουλάχιστον, καταφέρει να θηρεύσει αγριόχοιρο χωρίς την βοήθεια διχτυών, και ας αποδείχθηκε αργότερα αρκετά αποτελεσματικός στην εξολόθρευση της οικογένειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Το κυνήγι εθεωρείτο βασικό στοιχείο της αγωγής των νέων και αφετηρία της στρατιωτικής τους εκπαίδευσης. Αν και οι εύποροι νέοι το αντιμετώπιζαν απλώς ως άθλημα ή ψυχαγωγία, η κοινωνία το εκτιμούσε ιδιαίτερα, γιατί ασκεί και σκληραγωγεί το σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή, παρατείνει τη νεότητα, εξοικειώνει τους νέους με την ύπαιθρο και τους φέρνει σ’ επαφή ακόμη και με τα πιο δύσβατα σημεία του τόπου τους, του οποίου μαθαίνουν, αγαπούν και σέβονται την κάθε σπιθαμή, συνηθίζουν στην αντιμετώπιση κινδύνων, ασκούνται διαρκώς στη χρήση των όπλων και στην πειθαρχία και χάρη στο κυνήγι διδάσκονται από την ίδια τη φύση σπουδαίες αρετές, όπως η ευσέβεια, η φιλοπατρία, ο αυτοέλεγχος, η μετριοπάθεια, η σύνεση, η συντροφικότητα και η ανδρεία, αρετές που πάντα χαρακτήριζαν και θα χαρακτηρίζουν τους κυνηγούς.

Η κυνηγετική αυτή παράδοση μαζί με τον κλασικό αρχαιοελληνικό πολιτισμό πέρασε στη δύση και απετέλεσε το θεμέλιο της κυνηγετικής κουλτούρας της Δύσης. Ακόμη και σήμερα το έφιππο κυνήγι ελάφου στη Γαλλία αποκαλείται: «Κυνήγι ελάφου αρχαιοελληνικού τύπου».

Στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα είναι προνόμιο των ευγενών και αποτελεί μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση. Για να εξασφαλιστεί όμως η ύπαρξη των θηραμάτων μέσα στο φέουδο, ώστε ο φεουδάρχης να έχει διαρκώς την ευκαιρία να κυνηγά, αρχίζουν δειλά – δειλά να εμφανίζονται τα πρώτα βήματα διαχείρισης των θηραματικών πληθυσμών αλλά και την προστασία τους. Η γαλλική επανάσταση αμβλύνει τα πράγματα και δίνει το δικαίωμα του κυνηγιού και στο λαό. Παρ’ ότι όμως θεωρητικά ο κάθε πολίτης μπορεί να κυνηγά, το θήραμα ανήκει στον ιδιοκτήτη της γης μέσα στην οποία αυτό βρίσκεται και διαβιεί. Μέχρι σήμερα σ’ όλη την Ευρώπη ο κανόνας αυτός ισχύει και διέπεται μέσα από τα νομικά πλαίσια θήρας των χωρών. Συνεπώς ο κάθε γεωκτήμονας, αγρότης ή δασοκτήμονας, αντιμετωπίζει το θήραμα που ζεί στη γή του ως πόρο, τον φροντίζει και τον διαχειρίζεται αειφορικά με σκοπό την δημιουργία πρόσθετων εισοδημάτων.

Εξαίρεση στην Ευρώπη αποτελεί η χώρα μας η οποία την εποχή του Φεουδαρχικού μεσαίωνα βρισκόταν υπό τον Τουρκικό ζυγό. Ετσι ο έλληνας κυνηγός κυνηγούσε τα διάφορα θηράματα ελεύθερα, αφενός για να συμπληρώσει τη διατροφή του και αφετέρου να καλύψει την αρχέγονη κυνηγετική του ανάγκη η οποία εκδηλώνεται αταβιστικά. Η εξέλιξη αυτή ενσωματώνεται στην κυνηγετική μας παράδοση και πρακτική και λαμβάνεται υπόψη και στους νόμους που αφορούν στην προστασία και τη διαχείριση της θήρας και των θηραμάτων στην Ελλάδα.

Αναπτύσσεται λοιπόν μια σαφής διαφορά μεταξύ του προφίλ του έλληνα και των άλλων ευρωπαίων κυνηγών, η οποία συνίσταται κυρίως στο ότι οι λοιποί ευρωπαίοι κρατώντας μια μεσαιωνική παράδοση είναι περισσότερο κυνηγοί τροπαίων, ενώ ο έλληνας έχει πάντα στις πρώτες προτιμήσεις του θηράματα που εκτός των άλλων αποτελούν και εκλεκτά εδέσματα. (Διαφ.1)

Για να γίνω πιο σαφής, ο γερμανός κυνηγός για παράδειγμα κυνηγά επιλεκτικά ελαφοειδή τα οποία αφού τα θηρεύσει κρατά το κρανίο με τα κέρατα ως τρόπαιο και βαθμολογείται γι’ αυτό με μια σειρά θεσμοθετημένων κριτηρίων , που έχουν τεθεί από την Διεθνή ομοσπονδία κυνηγών μεγάλων θηραμάτων, και το κρέας βέβαια δεν το απαξιώνει, αλλά τις περισσότερες φορές το πουλά αφού κρατήσει λίγο για τον εαυτό του. Ο έλληνας τα θηράματα που θα θηρεύσει θα τα μαγειρέψει με περίσσιο μεράκι και θα τα γευτεί με την οικογένειά του ή τους φίλους του.

Έτσι σήμερα στη χώρα μας το νομικό πλαίσιο που διέπει τη θήρα και τη διαχείριση και προστασία των θηραματικών πληθυσμών λαμβάνοντας υπόψη τις κυνηγετικές παραδόσεις των ελλήνων και το ότι το 70% περίπου των εκτάσεων της χώρας στις οποίες ενδιαιτώνται τα θηράματα είναι δημόσιες, θεωρεί το θήραμα ως δημόσιο αγαθό – πόρο, το οποίο το καρπώνεται όποιος το συναντήσει πρώτος τηρώντας βέβαια όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις.

Κάθε χρόνο ο Υπουργός αγροτικής ανάπτυξης και τροφίμων, ο οποίος είναι και ο καθ’ ύλην κατά το νόμο αρμόδιος, εκδίδει την Υπ. Απόφαση ρύθμισης της θήρας, που είναι και το ετήσιο διαχειριστικό σχέδιο άσκησης κυνηγιού εθνικής κλίμακας. Αυτή συνίσταται στον καθορισμό των κυνηγετικών περιόδων των θηρευσίμων ειδών και ορισμένων άλλων όρων άσκησης της θήρας για ένα έτος. Η υπουργική αυτή απόφαση θέτει πάντα όρους περιοριστικότερους απ’ όσα ορίζουν οι νόμοι και εκδίδεται αφού ληφθούν υπόψη οι εισηγήσεις της Κεντρικής υπηρεσίας του εν λόγω υπουργείου, της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας και διαφόρων άλλων φορέων που καλεί ο υπουργός κατά την κρίση του. Υπεύθυνη για την υλοποίηση και τον έλεγχο της εφαρμογής της υπουργικής απόφασης ρύθμισης της θήρας καθώς και όλου του νομικού πλαισίου που την διέπει είναι η δασική υπηρεσία τόσο κεντρικά όσο και περιφερειακά.

Οι θέσεις – εισηγήσεις της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι οι κυνηγετικές οργανώσεις την τελευταία δεκαετία έχουν αναπτύξει πολύπλευρες δραστηριότητες οι οποίες αφενός επενδύουν στην ανάπτυξη και διατήρηση του θηραματικού πλούτου και αφετέρου εκπονούν μελέτες οι οποίες ελέγχουν την αειφορία στην θηραματική διαχείριση. Επίσης χρηματοδοτούν το σώμα της ομοσπονδιακής θηροφυλακής το οποίο σε συνεργασία με τη δασική υπηρεσία συμβάλλει τα μέγιστα στην περιστολή της λαθροθήρας.

Ενδεικτικά αναφέρω δράσεις των κυνηγετικών οργανώσεων σχετικά με την ανάπτυξη και διατήρηση των πληθυσμών των θηραμάτων όπως: ειδικές σπορές για την άγρια πανίδα σε λιβάδια και εγκατελειμένους αγρούς στα ορεινά, εγκατάσταση φυσικών φραχτών και αλσυλίων στους κάμπους και υδρομαστεύσεις με σκοπό τη βελτίωση των ενδιαιτημάτων, απελευθερώσεις θηραμάτων τεχνητής εκτροφής, κ.α.π.

Οσον αφορά στον τομέα των μελετών, οι κυνηγετικές οργανώσεις οργανώνουν καταμετρήσεις των πληθυσμών των θηραμάτων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, μελετούν την φαινολογία της μετανάστευσης των αποδημητικών πουλιών και συλλέγουν στοιχεία για την κυνηγετική κάρπωση τα οποία εμπλουτίζουν διαρκώς την ηλεκτρονική τράπεζα δεδομένων της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας. Από τα στοιχεία αυτά γίνεται ο έλεγχος της αειφορίας στην κυνηγετική κάρπωση και φαίνεται η τάση των πληθυσμών (αύξουσα ή φθίνουσα)

Επίσης εκτιμάται στατιστικά η ετήσια εθνική κυνηγετική κάρπωση για κάθε θηρεύσιμο θηραματικό είδος ξεχωριστά. Για παράδειγμα την κυνηγετική περίοδο 1995 – 96 σύμφωνα με στοιχεία πάντα της ηλεκτρονικής τράπεζας δεδομένων της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας θηρεύτηκαν:
96.000 λαγοί
2.800.000 τσίχλες
10.000 αγριόχοιροι
50.000 πετροπέρδικες
310.000 τρυγόνια
52.000 νησιώτικες πέρδικες
480.000 φάσες
410.000 μπεκάτσες
1.540.000 ορτύκια

Αν συνυπολογίσουμε και τις ποσότητες των άλλων θηραμάτων που δεν είναι ευκαταφρόνητες, βλέπουμε ότι στα σπίτια των Ελλήνων κυνηγών καταλήγει μια σεβαστή ποσότητα κρέατος που καθιστά τις οικογένειες αυτές προνομιούχες που έχουν την τύχη να γευτούν αυτά τα εκλεκτά εδέσματα.

Πέρα όμως από την αναμφισβήτητα γευστική αξία που έχει το κρέας των θηραμάτων και βέβαια εξαρτάται και από τον τρόπο του μαγειρέματος, θα πρέπει να δούμε και μια άλλη σκοπιά αυτή της υγιεινής.

Όσον αφορά στη σχέση ποιότητας κρέατος – διατροφής του θηράματος, δεν χωράει καμιά αμφισβήτηση, διότι το οποιοδήποτε άγριο θήραμα για να επιβιώσει και να αναπαραχθεί χρειάζεται έναν άριστο βιότοπο, ο οποίος θα του προσφέρει τα τρία βασικά στοιχεία για την επιβίωσή του που είναι η κάλυψη, το νερό και η τροφή. Επομένως ένας άριστος βιότοπος που είναι και καλός κυνηγότοπος, θα μας δώσει άριστης ποιότητας θηράματα. Το αντίθετο δεν μπορεί να γίνει διότι ο υποβαθμισμένος βιότοπος δεν έχει θηράματα. Οσο για τις ασθένειες υπάρχουν τα αρπακτικά, τα οποία θα εξαφανίσουν κάθε άρρωστο θήραμα πριν προλάβει να τις μεταδώσει.
Τι γίνεται όμως με το κρέας των θηραμάτων ιστολογικά?

Σύμφωνα με έρευνα που έγινε από τον καθηγητή P.Η. Ducluzeau του τμήματος διατροφής και διαβητολογίας της Γαλλίας, με χρηματοδότηση της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας της Γαλλίας, το κρέας των θηραμάτων είναι πολύ καλή πηγή φωσφόρου και σιδήρου αφομοιώσιμου από τον ανθρώπινο οργανισμό. Επίσης πλουσιότερο από τα άλλα κρέατα σε Κάλιο, έχει λιγότερα λιπαρά από το γιαούρτι πράγμα που οφείλεται στη μεγάλη κινητικότητα των αγρίων ζώων.

Ιδιαίτερα βλέπουμε συγκριτικά για τον άγριο και τον οικόσιτο χοίρο ότι στα 100 γρ ψητού κρέατος ο αγριόχοιρος έχει ενέργεια λιγότερη από τη μισή της αντίστοιχης του οικόσιτου, περισσότερη πρωτεΐνη και το 1/6 σε λιπαρά.

Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω τον φίλο μου τον Τάσο για την τιμή που μου έκανε αλλά και για το βιβλίο που συνέγραψε που πραγματικά ήταν κάτι που έλλειπε και όλους εσάς που είχατε την υπομονή να μ’ ακούσετε…

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων