H Απόφαση ακύρωσης της ρυθμιστικής κυνηγίου 2002-2003

0

Αριθμός 782/2002

Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 52 του π.δ/τος 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 του ν. 2721/1989)

Συνεδρίασε σε συμβούλιο στις 9 Δεκεμβρίου 2002 με την εξής σύνθεση: Κ. Γ. Χαλαζωνίτης. Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε’ Τμήματος, Π. Πικραμμένος, Κ. Σακελλαροπούλου, Σύμβουλοι. Ως Γραμματέας έλαβε μέρος η Γ. Σακελλαρίου, Γραμματέας του Ε’ Τμήματος.
Για να αποφασίσει σχετικά με τη από 8 Αυγούστου 2002 αίτηση: των: 1. σωματείου με την επωνυμία “ΖΩΟΦΙΛΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΑΔΟΣ” που εδρεύει στην Αθήνα οδός Γρυπάρη αρ. 149, Καλλιθέα), 2. αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία “ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΓΡΙΩΝ ΖΩΩΝ”, που εδρεύει στην Παροικία της Πάρου και 4. σωματείου με την επωνυμία “ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΚΤΥΟ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ”, που εδρεύει στο Βόλο (οδός Λευκάδος αρ. 46).

κατά του Υπουργείου Γεωργίας

Κατάθεσε το από 3 Σεπτεμβρίου 2002 υπόμνημα του το σωματείο με την επωνυμία “Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος” που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Κοραή 2).

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ανασταλεί η εκτέλεση της 103820/3962/26.7.2002 (ΦΕΚ Β’ 1057/12.8.2002) αποφάσεως του Υπουργε’ιου Γεωργίας.

Ο Πρόεδρος του Ε’ Τμήματος, για να κριθεί η πιο πάνω αίτηση, συγκρότησε την Επιτροπή, η οποία προβλέπεται από το άρθρο52 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ 8 τ.Α), όπως αυτό έχει αντικατασταθεί με το άθρο 35 του ν. 2721/1989 (ΦΕΚ 112 τ.Α).

Κατά τη συνεδρίασή της η Επιτροπή άκουσε την Εισηγήτρια, Σύμβουλο Αικ. Σακελαρίου.

Αριθμός 782/2002-12-13
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 139637, 575173/2002 ειδικά έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναστολή εκτελέσεως της υπ’ αριθ. 103820/3962/26.7.2002 αποφάσεως του Υφυπουργού Γεωργίας “ρυθμίσεις θήρας για την κυνηγετική περίοδο 2002-2003” (Β’1057/12.8.2002). Κατά της παραπάνω αποφάσεως οι αιτούντες άσκησαν αίτηση ακυρώσεως, δικάσιμος για την οποία ορίσθηκε η 19.2.2003.

3. Επειδή, το σωματείο με την επωνυμία “Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος” ζητεί με υπόμνημά του την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως.

4. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας καθορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, η διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου για το κυνηγετικό έτος 2002-2003, από 20.8.2002 μέχρι 28.2.2003,τα είδη της άγριας πανίδας, των οποίων επιτρέπεται η θήρα, οι περίοδος και οι μέρες θήρας αυτών, ο μέγιστος αριθμός θηρεύσιμων ατόμων, επετράπη το κυνήγι συγκεκριμένων ειδών υπό όρους και απαγορεύθηκε το κυνήγι σε ορισμένους τόπους ειδικής προστασίας.

5. Επειδή, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η πρώιμη έναρξη της κυνηγετικής περιόδου και η μη έγκαιρη λήξη της, η οποία μάλιστα ορίζεται και σταδιακή, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για όλα τα είδη της άγριας πανίδας, θηρεύσιμα και μη, ιδίως διότι συμπίπτουν με την κρίσιμη αναπαραγωγική περίοδο των ειδών αυτών με τη μεταναστευτική περίοδο των πτηνών, τούτο δε παρά τις τεκμηριωμένες προτάσεις των οικολογικών οργανώσεων που κατέτειναν στην έκδοση αποφάσεως ρυθμιζούσης τη χρονική περίοδο από 15 Σεπτεμβρίου μέχρι 31 Ιανουαρίου.

6. Επειδή, όπως έχει επανειλημμένως κριθεί, (ΣτΕ 366/1993, 1174/1994, 1592/1998, 324/1999, 2580/2000, 1047/2001), από το συνδυασμό κοινοτικών οδηγιών (ιδίως της 179/409/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε) και της κοινής υπουργικής αποφάσεως 414985/1985 (Β 757), η θήρα συγκεκριμένων θηρεύσιμων ειδών άγριας πανίδας επιτρέπεται μεν, καταρχήν, αλλά υποβάλλεται σε αυστηρή νομοθετική και κανονιστική ρύθμιση ενόψει της ταχύτατης μειώσεως των ειδών αυτών, που αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητος και συνεπώς της βιολογικής ισορροπίας. Ενόψει τούτων η έκδοση υπουργικής αποφάσεως περί ρυθμίσεως της θήρας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη άσκηση της θηρευτικής δραστηριότητας, χωρίς την έκδοση της οποίας δεν είναι επιτρεπτή η δραστηριότητα αυτή σε όλη την επικράτεια, δεδομένου ότι η θήρα αποτελεί μορφή διαχειρίσεως της προστατευόμενης κατ’ άρθρο 24 του Συντάγματος άγριας πανίδας, τελεί δε υπό προϋποθέσεις, ώστε να εξασφαλίζεται πλήρως η διατήρηση τόσο των απολύτως προστατευόμενων, όσο και των κατ’ αρχήν θηρεύσιμων ειδών, ενώ η μέριμνα λαμβάνεται για την προστασία των αποδημητικών ειδών. Περαιτέρω με τις αποφάσεις υπ’ αριθμ. 2580/2000 και 1047/2001 του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκαν υπουργικές αποφάσεις για την κυνηγετική περίοδο 1999-2000 και 2000-2001αντίστοιχα, διότι δεν προέκυπτε ότι στηρίχθηκαν σε συνολική επιστημονική μελέτη ως προς τον κίνδυνο αφανισμού ή μειώσεως του πληθυσμού σε μη ικανοποιητικό επίπεδο για κάθε ένα από τα θηρεύσιμα είδη, ούτε ότι είχε προηγηθεί ειδική έρευνα ως προς τη επίδραση των χρονικών ορίων ενάρξεως και λήξεως της κυνηγετικής περιόδου στην αναπαραγωγική ικανότητα των προστατευτέων ειδών, καθώς και τεκμηριωμένη έκθεση ως προς την επίδραση της θηρευτικής δραστηριότητας στα απολύτως προστατευτέα είδη, όπως επιτάσσει η συνθήκη της Βέρνης και η οδηγία 74/409/ΕΟΚ. Η επιστημονική αυτή μελέτη, όπως κρίθηκε πρέπει να είναι οπωσδήποτε μεταγενέστερη της λήξεως της προηγούμενης κυνηγετικής περιόδου (ΣτΕ 2932, 1592/1998, 1047/2001).

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση στηρίζεται, όπως αναφέρεται στο προοίμιό της, στις εκθέσεις της υπηρεσίας Ιουλίου 1994, Ιουλίου 1995, Σεπτεμβρίου 1998 και Φεβρουαρίου 1999 που, όπως κρίθηκε με τις αποφάσεις 324/1999 και 1047/2001 του Δικαστηρίου είναι προχωρημένες και δεν μπορούν να αποτελέσουν νόμιμο έρεισμα της ρυθμίσεως, ενώ με τη υπ’ αριθ. 2580/2000 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν και ανεπαρκείς ως προς διάφορα θηράματα. Στη συνέχεια μνημονεύεται στο προοίμιο η αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, λόγω παραβίασης της οδηγίας79/409/ΕΟΚ και συγκεκριμένα του άρθρου 7 διότι η ημερομηνία λήξης της κυνηγετικής περιόδου συμπίπτει με την έναρξη της μεταναστευτικής περιόδου. Μοναδικό πρόσφατο στοιχείο που επικαλείται η προσβαλλόμενη είναι τα αποτελέσματα της από 16.4.2002 τεχνικής συνάντησης στις Βρυξέλλες, μεταξύ εκπροσώπων της Ε.Ε. και των Υπουργείων ΠΕΧΩΔΕ και Γεωργίας, σχετικά με τις παραβάσεις της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ εκ μέρους της Ελλάδας, το κείμενο όμως αυτό, το οποίο αναφέρεται μόνο στο ζήτημα της θέσπισης ενιαίας ημερομηνίας έναρξης και λήξης της κυνηγετικής περιόδου για τα είδη που ανήκουν στην ίδια οικογένεια ή ομάδα (βλ. ρύθμιση για τα υδρόβια πουλιά για λήξη της κυνηγετικής περιόδου στις 16/2), δεν πηροί τις προϋποθέσεις της παραπάνω τεκμηριωμένης επιστημονικής μελέτης, ώστε να αποτελέσει επαρκές έρεισμα για την προσβαλλόμενη ρύθμιση, Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και λαμβανόμενης υπόψη της εμμονής της Διοικήσεως στην έκδοση διαδοχικών πράξεων του αυτού περιεχομένου με τις ήδη ακυρωθείσες με τις ανωτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, παρά την κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις, συντρέχει κατά την κρίση της Επιτροπής λόγος αναστολής της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως, ενόψει του κατά τα προαναφερθέντα προδήλως βάσιμου της αιτήσεως ακυρώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 7 ν. 2721/1999 (Α’ 112). Συντρέχει, επομένως, νόμιμος λόγος αναστολής της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο σύνολό της, μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της εκκρεμούς αιτήσεως ακυρώσεως.

Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναστέλλει την εκτέλεση της υπ’ αριθ. 103820/3962/26.7.2002 αποφάσεως του Υφυπουργού Γεωργίας Β’ 1057), κατά το αιτιολογικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και
Επιβάλλει σε βάρος του Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων που ανέρχεται σε διακόσια ενενήντα 290 ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2002 και εκδόθηκε στις 10 του ιδίου μήνα και έτους.

Ο Πρόεδρος του Ε’ Τμήματος: Κ. Γ. Χαλαζωνίτης
Η Γραμματέας του Ε’ Τμήματος: Γ. Σακελλαρίου

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων