Παρατηρήσεις επί του Σχεδίου Νόμου για τη Βιοποικιλότητα

0

ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΜΕΛΟΣ: F.A.C.E.& C.I.C.

ΕΔΡΑ: ΦΩΚΙΩΝΟΣ 8 & ΕΡΜΟΥ

ΑΘΗΝΑ-Τ.Κ. 105 63

Τηλ.: 210-32.31.271 – Fax.: 210-32.22.755

http://www.ksellas.gr, e-mail: info@ksellas.gr

ΑΘΗΝΑ 8-7-2010

Αριθ. Πρωτ. 730

ΠΡΟΣ :

– κα Τίνα Μπιρμπίλη  Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιμ. Αλλαγής

Αμαλιάδος 17  Αθήνα Τ.Κ. 11523

– κ. Θάνο Μωραϊτη  Υφυπουργό Περιβάλλοντος,

Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής

Αμαλιάδος 17  Αθήνα – Τ.Κ. 11523

Θέμα: Παρατηρήσεις επί του Σχεδίου Νόμου για τη Βιοποικιλότητα

1. Το Σχέδιο Νόμου ηθελημένα αγνοεί την επίσημα διακηρυγμένη θέση της Ε.Ε. ότι η προστασία της βιοποικιλότητας (επί το ορθότερον: η μείωση της απώλειας της βιοποικιλότητας), έχει ως πολύτιμο συνεργάτη και βοηθό την αειφόρο θήρα και το έργο των Κυνηγετικών Οργανώσεων. Αυτό έχει διατυπωθεί επανειλημμένα και σε διάφορα επίσημα κείμενα  τόσο της Ε.Ε., όσο και σχετικών Συνεδρίων και Συσκέψεων.

Αυτή η ηθελημένη παράλειψη γίνεται διότι οι εμπνευστές και συντάκτες  του Σχεδίου Νόμου βρίσκουν μια ακόμα αφορμή για να εκφράσουν την  αποδεδειγμένα γνωστή σε όλους θέση τους εναντίον της θηρευτικής δραστηριότητας. Μια θέση χωρίς κανένα επιστημονικό ή τεχνικό επιχείρημα και αντίθετη στην πραγματικότητα, τη φύση και τη διαχείριση του περιβάλλοντος. Μια αντικυνηγετική θέση που αποδεδειγμένα βλάπτει το περιβάλλον με τον συστηματικό αποκλεισμό των Κυνηγετικών Οργανώσεων από κάθε συνεργασία για την λήψη ενδεδειγμένων μέτρων προστασίας.

2. Γιατί οι συντάκτες του Σχ. Ν. θέλουν ν’ αγνοούν την πάγια θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η προστασία της βιοποικιλότητας και η διατήρηση της φύσης δεν θα αποδειχθούν ποτέ αποτελεσματικές δίχως την υποστήριξη ομάδων της κοινωνίας που χρησιμοποιούν την φύση (stakeholders) δηλαδή, μεταξύ άλλων, και των κυνηγών; Γιατί ενώ η Ε.Ε. πιστεύει ότι το αειφόρο κυνήγι συμβάλλει τα μέγιστα στη διατήρηση των ειδών, οι συντάκτες του Σχ.Ν. έχουν το κυνήγι υπό συνεχή διωγμό;

3. Είναι γνωστό ότι ΟΛΑ ΤΑ ΘΗΡΑΜΑΤΙΚΑ ΕΙΔΗ βρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης του είδους, διαφορετικά δεν θα ήταν θηρεύσιμα. Ποιος είναι επομένως ο λόγος για εξαγγελίες περιορισμού ή απαγόρευσης της θήρας εκτός από την στείρα αντικυνηγετική θέση συναισθηματικής καθαρά φύσης;

4. Ταυτόχρονα το Σχέδιο Νόμου (και αυτό ως επακόλουθο της παραπάνω αντικυνηγετικής θέσης) ελάχιστες γραμμές αφιερώνει στο θέμα της βασικής σχέσης της γεωργίας και πιο συγκεκριμένα της εκάστοτε αγροτικής πολιτικής με την βιοποικιλότητα. Η σχέση αυτή καθορίζει όλα τα υπόλοιπα.

Πράγματι η εκάστοτε εφαρμοζόμενη Κοινή Αγροτική Πολιτική (μονοκαλλιέργειες, επιδοτήσεις, υπεράντληση υδάτων, χρήση αγροχημικών κλπ) αποτελεί τη βάση και το κυριότερο αίτιο της κατάστασης απώλειας της βιοποικιλότητας, πράγμα που είναι επίσημα αναγνωρισμένο από την Ε.Ε. και γι’ αυτό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την 07-07-10 υπάρχει ειδική συνεδρίαση με τον υπεύθυνο Επίτροπο της Γεωργίας για να αναπτυχθεί η συμβολή της γεωργίας στην διατήρηση της βιοποικιλότητας και η συμβολή της θήρας και των Κυνηγετικών Οργανώσεων προς την ίδια κατεύθυνση.

5. Το Σχέδιο Νόμου αποτελείται από ένα κείμενο γεμάτο αοριστολογίες με συχνές επαναλήψεις που σε καμία περίπτωση δεν προσεγγίζει το ζήτημα της βιοποικιλότητας σε νομική βάση. Μια τέτοια έκθεση ιδεών και ένα τέτοιο θεωρητικό κείμενο καθιστά αδύνατη την εφαρμογή στην πράξη και δίνει έδαφος για άπειρες ερμηνείες και νομικές εμπλοκές.

6. Δεν αναφέρεται σε κανένα του άρθρο στις αιτίες που προκαλούν την απώλεια της βιοποικιλότητας και κατ’ επέκταση δεν προτείνει τίποτε το ουσιαστικό και συγκεκριμένο που να συνδέεται με την παγκόσμια προσπάθεια αποφυγής της μείωσης της βιοποικιλότητας. Παραδόξως όμως διατυπώνει προτάσεις περιορισμού ανθρώπινων δραστηριοτήτων, χωρίς να συνδέει αυτές με το προς προστασία αντικείμενο.

7. Δεν συμπληρώνει ούτε επικαιροποιεί την ισχύουσα κύρωση της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα (ν. 2204/1994), ενώ συχνά αυθαιρετεί εις βάρος της αγνοώντας τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας ως συμβαλλόμενο μέρος  για σύσταση γραμματείας για τη βιοποικιλότητα, που θα έπρεπε να λειτουργεί βάσει συγκεκριμένου πρωτοκόλλου.

Άντ’ αυτού στο Σχέδιο Νόμου για τη βιοποικιλότητα γίνεται συνεχής αναφορά για δημιουργία Επιτροπών και άλλων ειδών συνεργασιών όπου πάντα υπάρχει μέριμνα για …συμμετοχή εκπροσώπων των ΜΚΟ.

8. Ενώ είναι επισήμως γνωστό ότι οι θηραματικοί πληθυσμοί, όπως ήδη αναφέρθηκε, βρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση και επομένως δεν συντρέχει ουδείς λόγος περιορισμού ή απαγόρευσης θήρας, το Σχέδιο Νόμου, σπεύδει στο άρθρο 14 να προβλέπει την απαγόρευση θήρας λόγω βιοποικιλότητας!! και μάλιστα  «ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο αυτό (σ.σ. η μείωση της βιοποικιλότητας) συμβαίνει!!! Αρκεί να απαγορευτεί η θήρα!!!

9. Ενώ στους σκοπούς υπάρχει η εξασφάλιση ευρείας φάσης διαβούλευσης… σε κανένα άρθρο αυτό δεν εξασφαλίζεται. Αντίθετα μάλιστα δίνονται υπερεξουσίες σε Υπουργικές Αποφάσεις, και σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και σε άλλους φορείς, χωρίς ποτέ να αναφέρεται η απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πραγματική διαβούλευση, ούτε και να προβλέπεται αυτή ακόμα και στις φάσεις εκπόνησης μελετών και πριν την έκδοση Υπουργικών Αποφάσεων!!!

Δεν θεσπίζει ούτε αναφέρει τα κριτήρια για την προστασία και διαχείριση των περιοχών, ούτε πρόβλεψη υπάρχει για καθορισμό δεικτών παρακολούθησης.

10. ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΑ θεωρεί ως εθνικό οικολογικό κεφάλαιο μόνο τις προστατευόμενες περιοχές (Π.Π.), ενώ έπρεπε να είναι το σύνολο της χώρας. Αυτό εξηγεί γιατί δυστυχώς δεν ασχολείται με το πραγματικό πρόβλημα της βιοποικιλότητας, που δεν υπάρχει μέσα στην εφευρετικότητα ονοματολογίας για τις Π.Π., αλλά κύρια είναι οι εφαρμοζόμενες γεωργικές πολιτικές και πρακτικές που επηρεάζουν κύρια την φυσική αλυσίδα τροφοληψίας και ικανότητας πολλαπλασιασμού των ειδών. Δεν συνδέεται το Σχέδιο Νόμου με τις αιτίες, όπως αναφέρονται στην έκθεση του ΟΗΕ για την απώλεια της βιοποικιλότητας.

11. Ο όρος περιοχές απόλυτης προστασίας (strict nature reserves) δεν αφορά την ελλαδική πραγματικότητα καθώς διεθνώς αυτός χρησιμοποιείται για περιοχές, όπως τα νησιά Γκαλαπάγκος ή τις περιοχές των πιγκουΐνων στην Ανταρκτική, ή σε απομονωμένες περιοχές της Νορβηγίας. Παρόλα αυτά εδώ χρησιμοποιούνται για την «αυστηρή φύλαξη»… χωρίς ποτέ να εξηγούν γιατί αυστηρή και όχι απλά φύλαξη (σαν την αυστηρή απαγόρευση των φόνων… και όχι απλά στην απαγόρευση..) και χωρίς ποτέ να προσεγγίζουν πως θα επιτευχθεί η φύλαξη.

12. Για τα Καταφύγια Άγριας Ζωής, υπάρχουν σοβαρές αλλαγές. Τόσο για τις διαδικασίες αλλαγής, τροποποίησης ορίων, όσο και σε νέα αυστηρότερα μέτρα (δόμηση, θαλάσσιες περιοχές, κλπ). Χωρίς καμία αναφορά στο επιβεβλημένο έργο των stakeholders (αλιείς, κυνηγούς, ιδιοκτήτες γης, κλπ)… ενώ και πάλι μιλά για ειδικές μελέτες… που θα εγκρίνονται από τον Γ.Γ. αλλά χωρίς διαβούλευση!

13. Πλήρης ανάπτυξη του γνωστού σεναρίου για ευκολία για τις ΑΠΕ, με τις γνωστές συνέπειες για την οποιαδήποτε και πάση θυσία εγκατάστασής τους.

14. Νομική σύγχυση μεταξύ παράκτιας ζώνης και αιγιαλού και πότε αυτά επικαλύπτονται. Παρόλα αυτά σε αυτές απαγορεύει γενικά τη δόμηση!!

15. Τέλος οι συντάκτες του Σχεδίου Νόμου θέλουν:

  • να αναγάγουν τις Μ.Κ.Ο. σε βασικούς ρυθμιστικούς παράγοντες της προστασίας και της διαχείρισης του περιβάλλοντος: α) ζητώντας την σύμφωνη γνώμη τους επί παντός επιστητού, β) δίνοντάς τους νευραλγικό ρόλο στη λειτουργία και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών, γ) ανοίγοντας πεδίο λαμπρό μελετών και έρευνας και δ) υιοθετώντας επίσημα, σε εθνικό επίπεδο, τις υποεκτιμήσεις τους σε ό,τι αφορά την κατάσταση των ειδών και των ενδιαιτημάτων τους.
  • να δώσουν υπερεξουσία στον Υπουργό Π.Ε.Κ.Α. καθιστώντας τον απόλυτο ρυθμιστή του περιβάλλοντος, χωρίς την παραμικρή συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, σε οποιοδήποτε στάδιο, των χρηστών, των φορέων της περιοχής κ.λ.π.  Χώρα υπάρχει μόνο για τις Μ.Κ.Ο. οι οποίες ανάγονται σε ρυθμιστές των πάντων.
  • προσπαθούν να κερδίσουν τις εντυπώσεις με αόριστες και «μοντέρνες» φράσεις περί προστασίας καθιστώντας την περιβαλλοντική νομοθεσία έκθεση ιδεών προς όφελος ορισμένων και σε βάρος των παραδοσιακών χρηστών της υπαίθρου.

Ειδικότερα κατ’ άρθρο παρατηρούνται τα εξής:

Άρθρο 2-Ορισμοί (σελ. 3)

Ειδική Ζώνη Διατήρησης: Ένας Τόπος Κοινοτικής Σημασίας ορισμένος μέσω κανονιστικής, διοικητικής ή/και συμβατικής πράξης, στον οποίο εφαρμόζονται τα μέτρα διαχείρισης που απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης των τύπων φυσικών οικοτόπων ή/και των ενδιαιτημάτων των ειδών για τα οποία ορίστηκε ο τόπος, σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ.

Τόπος Κοινοτικής Σημασίας: ένας τόπος ο οποίος συνεισφέρει σημαντικά στη διατήρηση ή την αποκατάσταση ενός τύπου φυσικού οικοτόπου του παραρτήματος Ι ή ενός είδους του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 92 /43 /ΕΟΚ, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, ο οποίος μπορεί επί πλέον να συνεισφέρει σημαντικά στη συνοχή του Δικτύου “Natura 2000” ή/και να συνεισφέρει σημαντικά στη διατήρηση της βιοποικιλότητας σε συγκεκριμένες περιοχές και περιλαμβάνεται στον ειδικό κατάλογο σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 4 της οδηγίας 92 /43 /ΕΟΚ.

ΣΧΟΛΙΟ:

1)      Σε τι διαφέρουν μεταξύ τους οι κατηγορίες τόπων «Ειδική Ζώνη Διατήρησης» και «Τόπος Κοινοτικής Σημασίας»?

2)      Στον ορισμό του Τόπου Κοινοτικής Σημασίας, η χρήση της φράσης «…ο οποίος μπορεί επί πλέον να συνεισφέρει σημαντικά στη συνοχή του Δικτύου “Natura 2000…», παραπέμπει σε τρόπο σύνδεσης  των περιοχών Natura μεταξύ των με επιπλέον απαγορεύσεις.

Ξενικό – εισβλητικό είδος: Είδος φυτού, ζώου ή άλλου οργανισμού, που εισάγεται, εκούσια ή ακούσια, από τον άνθρωπο, σε περιοχές εκτός του ιστορικά γνωστού εύρους εξάπλωσής του και το οποίο, επεκτεινόμενο μέσω της διασποράς, εγκαθιστά πληθυσμούς, μακριά από το σημείο της πρώτης εισαγωγής του σε φυσικά ή ημι-φυσικά οικοσυστήματα, επηρεάζοντας αρνητικά τη δομή και λειτουργία τους.

ΣΧΟΛΙΟ:

Πρέπει να διασαφηνιστεί εάν το εδάφιο που αναφέρεται στα «Ξενικά – Εισβλητικά Είδη», συμπεριλαμβάνει και είδη θηραμάτων που χρησιμοποιούνται για απελευθερώσεις από τις Κυνηγετικές Ομοσπονδίες και τους Κυνηγετικούς Συλλόγους. Μήπως η παράγραφος αυτή στοχεύει σε απαγόρευση απελευθερώσεων κάποιων ειδών θηραμάτων;

Άρθρο 3 – Εθνικό σύστημα προστατευομένων περιοχών

Παρ. 4: Αν, για την προστασία και διατήρηση των περιοχών, των στοιχείων ή των συνόλων της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλεται παράλληλα η εφαρμογή ορισμένων μέτρων σε γειτονικές εκτάσεις, οι παραπάνω περιοχές, τα στοιχεία ή τα σύνολα αποτελούν κεντρικό τμήμα μιας ευρύτερης περιοχής στην οποία τα αναγκαία μέτρα προστασίας κλιμακώνονται κατά ζώνες. (σελ. 4)

ΣΧΟΛΙΟ: Το εδάφιο 4 της παραγράφου 2 του άρθρου 3, προϋπήρχε στο Ν. 1650/1986 με διαφορετική μορφή. Με τις σημερινές αλλαγές που υπέστη παραπέμπει στο ότι οι απαγορευμένες δραστηριότητες στις περιοχές προς προστασία, θα κλιμακώνονται σε επιπλέον περιφερειακές ζώνες πιθανώς πολύ μεγάλης έκτασης χωρίς σαφή προσδιορισμό αυτών.

3. Το άρθρο 19 του ν. 1650/1986, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του ν. 3851/2010, αντικαθίσταται ως εξής:

«Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου:

1. α) Ως περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης (Strict nature reserves) χαρακτηρίζονται εκτάσεις με εξαιρετικά ευαίσθητα οικοσυστήματα, ενδιαιτήματα σπάνιων ή απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών της αυτοφυούς χλωρίδας ή άγριας πανίδας ή εκτάσεις που έχουν σημαίνουσα θέση στον κύκλο ζωής σπάνιων ή απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών της άγριας πανίδας. Οι περιοχές αυτές υπόκεινται σε αυστηρή φύλαξη από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Στις περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης απαγορεύεται κάθε δραστηριότητα. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να επιτρέπονται, σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις του οικείου σχεδίου διαχείρισης, η διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών εφόσον εξασφαλίζεται υψηλός βαθμός προστασίας, όπως και η εκτέλεση εργασιών που κρίνονται απολύτως αναγκαίες για τη μη αλλοίωση εκείνων των χαρακτηριστικών που διασφαλίζουν τη διατήρηση των προστατευτέων αντικειμένων, ειδών ή οικοτόπων.

β) Οι περιοχές αυτές περιβάλλονται από περιφερειακή – ρυθμιστική ζώνη προστασίας, επαρκούς έκτασης, ώστε να κλιμακώνονται οι όροι και περιορισμοί για την καλύτερη διασφάλιση του προστατευτέου αντικειμένου. (σελ.5)

ΣΧΟΛΙΟ: Στο εδάφιο 1α της παραγράφου 3 του άρθρου 3, πρέπει να τονισθεί ότι η φράση  «αυτοφυής χλωρίδα» μπορεί να καταλαμβάνει βουνά ολόκληρα, αλλά και η περιοχή ενδημίας κάποιων σπάνιων ειδών, όπως αρκούδα, λύκος, αετοί κλπ., μπορεί να καταλαμβάνει αρκετές χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Η χρήση τέτοιων ορισμών οδήγησε στις πρακτικές της δεκαετίας του ’80 και ’90 οι οποίες ξερίζωσαν και τους τελευταίους κατοίκους από τις παραμεθόριες περιοχές.

2. Ως περιοχές προστασίας της φύσης (Nature reserves) χαρακτηρίζονται εκτάσεις μεγάλης οικολογικής ή βιολογικής αξίας. Στις περιοχές αυτές προστατεύεται το φυσικό περιβάλλον από κάθε δραστηριότητα ή επέμβαση που είναι δυνατό να μεταβάλει ή να αλλοιώσει τη φυσική κατάσταση, σύνθεση ή εξέλιξή του. Κατ’ εξαίρεση, μπορούν να επιτρέπονται, σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις του οικείου σχεδίου διαχείρισης, η εκτέλεση εργασιών, ερευνών και η άσκηση ήπιων ασχολιών και δραστηριοτήτων, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τους σκοπούς προστασίας.

3. α) Ως φυσικά πάρκα (Natural parks) χαρακτηρίζονται χερσαίες, υδάτινες ή μικτού χαρακτήρα περιοχές, εφόσον παρουσιάζουν ιδιαίτερη αξία και ενδιαφέρον λόγω της ποιότητας και ποικιλίας των φυσικών και πολιτιστικών τους χαρακτηριστικών, ιδίως βιολογικών, οικολογικών, γεωμορφολογικών και αισθητικών και παράλληλα προσφέρουν σημαντικές δυνατότητες για ανάπτυξη δραστηριοτήτων που εναρμονίζονται με την προστασία της φύσης και του τοπίου. Τα φυσικά πάρκα διακρίνονται σε εθνικά και περιφερειακά.

(βλέπε σελίδες 5 & 6)

ΣΧΟΛΙΟ: Στα εδάφια 2 και 3, της παραγράφου 3 του άρθρου 3, οι δύο κατηγορίες «περιοχές προστασίας της φύσης» και «φυσικά πάρκα» δεν διαφέρουν ουσιαστικά σε τίποτα. Η μόνη διαφορά έγκειται στη φρασεολογία. Επίσης όπως αναφέρεται στη σελ. 6, εδάφιο 3ε, παράγραφος 3, στα φυσικά πάρκα επιτρέπεται η άσκηση ήπιων ασχολιών.

3.2 Περιφερειακά πάρκα (Regional parks)

α) Ως περιφερειακά πάρκα χαρακτηρίζονται περιοχές που είτε λόγω της θέσης τους είτε λόγω της οικολογικής σπουδαιότητάς τους θεωρούνται σημαντικές σε περιφερειακό επίπεδο.

β) Ειδικά για τις περιαστικές φυσικές περιοχές που χαρακτηρίζονται ως περιφερειακά πάρκα, ως κύρια προστατευτέα αξία ορίζεται η διατήρηση του οικοσυστήματος σε ικανοποιητική κατάσταση, ώστε να παρέχει οικολογικές υπηρεσίες, όπως η βελτίωση της ποιότητας του αέρα, η ρύθμιση του κλίματος και του κύκλου νερού και η παροχή δυνατοτήτων αναψυχής στους κατοίκους των αστικών κέντρων. Οι περιοχές αυτές είναι δυνατόν να χαρακτηρίζονται ως «ήσυχες περιοχές στην ύπαιθρο», κατά την έννοια του εδαφίου ιγ) του άρθρου 3 της κοινοτικής οδηγίας 2002/49/ΕΚ.

γ) Στις αγροτικές περιοχές υψηλής βιολογικής σημασίας που χαρακτηρίζονται ως περιφερειακά πάρκα, ως κύρια προστατευτέα αξία ορίζεται η διατήρηση των τοπικών ποικιλιών φυτικού υλικού και φυλών ζώων, καθώς και των δομικών στοιχείων του αγροτικού τοπίου (π.χ. φυτοφράχτες και ακαλλιέργητες νησίδες στα όρια αγρών). (σελ. 6)

ΣΧΟΛΙΟ: Σχετικά με το εδάφιο γ της ενότητας 3.2, της παραγράφου 3, του άρθρου 3. Είναι δυνατόν μια τοπική ποικιλία σιταριού να κηρύσσεται προστατευτέα αξία; Επίσης είναι δυνατόν ένα κοπάδι αγροτικών ζώων (π.χ. πρόβατα ελληνικής φυλής, σκυριανό πόνυ κ.ά) να κηρύσσονται προστατευτέα αξία; Σε αυτή την περίπτωση, εάν ο αγρότης αυτών των καλλιεργειών ή ο κτηνοτρόφος που έχει τέτοια ζώα αποφασίσει να μετοικίσει σε άλλη περιοχή; Αλλάζει θέση και το Περιφερειακό Πάρκο;  Και αν αποφάσιζε να τα πουλήσει; Στην υποθετική περίπτωση που θα είχαμε νομαδική κτηνοτροφία θα οριζόταν σε όλη την Ελλάδα μετακινούμενα περιφερειακά πάρκα;

Είναι δυνατόν να ορίζονται  προστατευτέες αξίες οι φυτοφράχτες και οι ακαλλιέργητες νησίδες;

Επίσης αυτό μπορεί να λειτουργήσει και ως παγίδα, στην περίπτωση που κάποιος Κυνηγετικός Σύλλογος κάνει ανάλογες βελτιωτικές παρεμβάσεις με κίνδυνο έπειτα να κηρυχθεί η περιοχή περιφερειακό πάρκο.

4. α) Ως περιοχές προστασίας οικοτόπων και ειδών (Habitat / species management areas) χαρακτηρίζονται εκτάσεις χερσαίες, υδάτινες ή θαλάσσιες που υπόκεινται σε ενεργό διαχείριση για τη διασφάλιση της διατήρησης των προστατευτέων οικοτόπων και ειδών.(σελ. 7)

ΣΧΟΛΙΟ: Στο εδάφιο 4α της παραγράφου 3 του άρθρου 3, αναφέρεται ότι στις «περιοχές προστασίας οικοτόπων και ειδών» επιτρέπεται η διαχείριση με σκοπό τη διατήρηση, ενώ από άλλες κατηγορίες απουσιάζει. Γιατί απουσιάζει από άλλες κατηγορίες, που αποσκοπεί αυτό, με τι κριτήριο γίνεται και τι εξασφαλίζει;

4.1 Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (Special areas of conservation)

α) Οι περιοχές που περιέχονται στον κατάλογο των Τόπων Κοινοτικής Σημασίας, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 της Απόφασης 2006/613/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως εκάστοτε ισχύει, χαρακτηρίζονται με τον παρόντα νόμο ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ) και επισυνάπτονται ως παράρτημα στον παρόντα νόμο (παράρτημα 1). Αναλυτικοί και ψηφιοποιημένοι χάρτες των ΕΖΔ τηρούνται σε αρχείο και είναι διαθέσιμοι στο κοινό από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.

β) Περιοχές της κατηγορίας αυτής μπορούν επιπλέον να ενταχθούν σε οποιαδήποτε άλλη κατηγορία προστασίας του παρόντος άρθρου σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή, διασφαλίζεται ότι η οριοθέτηση, η πιθανή ζώνωση και οι θεσμοθετούμενες ρυθμίσεις, απαγορεύσεις, όροι και περιορισμοί συνάδουν με τον στόχο προστασίας τους.

γ) Μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου του 2012, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, κατόπιν γνωμοδότησης της Επιτροπής «Φύση», καθορίζονται εθνικοί στόχοι διατήρησης των τύπων οικοτόπων και των ειδών κοινοτικής σημασίας (Παραρτήματα Ι και ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ) που απαντώνται στην ελληνική επικράτεια με στόχο την επίτευξη ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησής τους στο σύνολο της εξάπλωσής τους μέχρι το 2020. Με την ίδια ή άλλες αποφάσεις ανά ΕΖΔ ή ομάδες τέτοιων, καθορίζονται επίσης στόχοι διατήρησης ανά ΕΖΔ, με στόχο την επίτευξη ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης των ενδιαιτημάτων και των ειδών που απαντώνται σε κάθε μια περιοχή, και περιγράφονται στο τυποποιημένο έντυπο δεδομένων, με εξαίρεση εκείνα που θεωρούνται μη-σημαντικά σύμφωνα με το τυποποιημένο έντυπο δεδομένων μέχρι το 2020, με βάση τα παρακάτω κριτήρια:

α. τις οικολογικές απαιτήσεις τους

β. την κατάσταση διατήρησής τους σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο

γ. τις απειλές και τους κινδύνους υποβάθμισης, καταστροφής ή όχλησης τους

δ. την εθνική και ευρωπαϊκή σημασία τους για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας

ε. τη συνολική συνοχή του δικτύου «Natura 2000». (σελ. 7)

ΣΧΟΛΙΟ: Στο εδάφιο γ, της ενότητας 4.1, της παραγράφου 3, του άρθρου 3, αναφέρεται η φράση «…και των ειδών που απαντώνται σε κάθε μια περιοχή…» Η συγκεκριμένη φράση περιλαμβάνει όλα τα είδη; Και αυτά μπορεί να είναι από σαλιγκάρια μέχρι ελάφια και αρκούδες; Περιλαμβάνονται και τα έντομα;

4.3 Καταφύγια Άγριας Ζωής (Wildlife refuges)

α) Ως Καταφύγια Άγριας Ζωής χαρακτηρίζονται φυσικές περιοχές, (χερσαίες, υγροτοπικές ή θαλάσσιες), που έχουν ιδιαίτερη σημασία ως σημαντικοί τόποι ανάπτυξης της άγριας χλωρίδας ή ως βιότοποι αναπαραγωγής, διατροφής, διαχείμασης ειδών της άγριας πανίδας, ή ως περιοχές αναπαραγωγής ψαριών και συγκέντρωσης γόνου, ή, τέλος, ως σημαντικά θαλάσσια ενδιαιτήματα. Ως καταφύγια άγριας ζωής μπορούν να χαρακτηρίζονται και οι οικολογικοί διάδρομοι μεταξύ άλλων κατηγοριών προστατευόμενων περιοχών του παρόντος κεφαλαίου. (σελ.8)

ΣΧΟΛΙΟ: Σχετικά με το εδάφιο α, της ενότητας 4.3, της παραγράφου 3, του άρθρου 3, το οποίο αναφέρεται στα Καταφύγια Άγριας Ζωής. Παρόλο που δεν απαγορεύεται το κυνήγι στις προστατευόμενες περιοχές, με τη δημιουργία «οικολογικών διαδρόμων» οι οποίοι ορίζονται ως ΚΑΖ, ο απώτερος σκοπός της απαγόρευσης τελικά επιτυγχάνεται.

β) Εντός των Καταφυγίων Άγριας Ζωής απαγορεύονται η θήρα, η αλιεία, η σύλληψη της άγριας πανίδας, η συλλογή της άγριας χλωρίδας, η με κάθε τρόπο καταστροφή ζώνης με φυσική βλάστηση, η καταστροφή των φυτοφρακτών, η αμμοληψία, η αποστράγγιση, η επιχωμάτωση και αποξήρανση ελωδών εκτάσεων, η ρύπανση των υδατικών συστημάτων, η διάθεση ή απόρριψη αποβλήτων, η δόμηση εκτός σχεδίου πόλεως και ορίων οικισμών, η ανάπτυξη ιχθυοκαλλιεργειών, η διενέργεια στρατιωτικών ασκήσεων, καθώς και η υπαγωγή έκτασης του Καταφυγίου σε πολεοδομικό ή ρυμοτομικό σχεδιασμό. Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η σύλληψη ειδών της άγριας πανίδας μόνο για ερευνητικούς σκοπούς, κατόπιν σχετικής αδείας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής όπως προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις. Επίσης, επιτρέπεται η εγκατάσταση παρατηρητηρίων της άγριας πανίδας.

ΣΧΟΛΙΟ: Στο εδάφιο β, της ενότητας 4.3, της παραγράφου 3, του άρθρου 3, αναφέρεται ότι οι απαγορεύονται δραστηριότητες όπως «…καταστροφή των φυτοφρακτών, η αμμοληψία, η αποστράγγιση, η επιχωμάτωση και αποξήρανση ελωδών εκτάσεων, η ρύπανση των υδατικών συστημάτων, η διάθεση ή απόρριψη αποβλήτων, η δόμηση εκτός σχεδίου πόλεως και ορίων οικισμών, η ανάπτυξη ιχθυοκαλλιεργειών, η διενέργεια στρατιωτικών ασκήσεων, καθώς και η υπαγωγή έκτασης του Καταφυγίου σε πολεοδομικό ή ρυμοτομικό σχεδιασμό…».

Γιατί αυτές οι δραστηριότητες απαγορεύονται ειδικά και μόνο εδώ, και όχι στις άλλες κατηγορίες, όπως για παράδειγμα στις περιοχές προστασίας οικοτόπων και ειδών (Habitat / species management areas);

γ) Εντός των καταφυγίων άγριας ζωής, οι αρμόδιες κατά περίπτωση υπηρεσίες δύνανται να προγραμματίζουν και να εκτελούν ειδικά έργα βελτίωσης του βιοτόπου και έργα ικανοποίησης των οικολογικών αναγκών του βιολογικού κύκλου των ειδών της άγριας πανίδας και αυτοφυούς χλωρίδας και ιδίως αναδάσωση, διατήρηση ακαλλιέργητων εκτάσεων, διατήρηση εκτάσεων με παραδοσιακές καλλιέργειες, διατήρηση φυτοφρακτών, έργα αναβάθμισης και αποκατάστασης υγροτοπικών εκτάσεων, δημιουργία και ανάπτυξη ζωνών φυτικής βλάστησης, δημιουργία δενδροστοιχιών κατά μήκος των αγροτικών δρόμων και ελωδών εκτάσεων. (σελ. 8)

ΣΧΟΛΙΟ: Στο εδάφιο γ της ενότητας 4.3 της παραγράφου 3 του άρθρου 3, αναφέρεται μία σειρά επεμβάσεων. Γιατί οι συγκεκριμένες επεμβάσεις αναφέρονται μόνο για την κατηγορία αυτή και όχι και για άλλες περιοχές; Σε άλλες περιοχές δεν χρειάζεται προστασία και διαχείριση;

Σε τι διαφέρουν τα ΚΑΖ με τις περιοχές προστασίας οικοτόπων και ειδών, εκτός από την απαγόρευση του κυνηγίου;

2. Για τον χαρακτηρισμό μιας περιοχής ως καταφυγίου άγριας ζωής εκδίδεται απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με βάση ειδική έκθεση που τεκμηριώνει την οικολογική αξία της περιοχής. Στην πράξη χαρακτηρισμού καθορίζονται προτεραιότητες διατήρησης για την κάθε περιοχή. Αποχαρακτηρισμός ή μείωση της έκτασης της προστατευόμενης περιοχής επιτρέπεται μόνο με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.(σελ. 10)

ΣΧΟΛΙΟ: Στο εδάφιο 3, της παραγράφου 4 του άρθρου 3, αναφέρεται πως για τον χαρακτηρισμό της περιοχής να αρκεί η απόφαση του Γ.Γ. Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Αυτό σημαίνει ότι για τον αποχαρακτηρισμό δεν αρκεί;

Άρθρο 5 – Ρυθμίσεις για την προστασία και διαχείριση των περιοχών του Δικτύου Natura 2000

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 3, στις περιοχές του Δικτύου Natura 2000 ισχύουν οι εξής περιορισμοί:

ε) Απαγορεύεται η χρήση μη φιλικών προς το περιβάλλον μεθόδων παραγωγής γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό επιβάλλεται η εφαρμογή του καθεστώτος της πολλαπλής συμμόρφωσης σε όλη την έκταση των περιοχών Natura 2000.

ΣΧΟΛΙΟ: Στο εδάφιο ε, της παραγράφου 1, του άρθρου 5, αναφέρεται ότι «…Απαγορεύεται η χρήση μη φιλικών προς το περιβάλλον μεθόδων παραγωγής γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων….». Γιατί να μην γενικευθεί το μέτρο

αυτό σε όλες τις κατηγορίες και ιδίως στα Καταφύγια Άγριας Ζωής και τις Περιοχές Προστασίας Οικοτόπων και Ειδών;

3. Στις Ειδικές Ζώνες Διατήρησης και τις Ζώνες Ειδικής Προστασίας, εκτός οικοτόπων προτεραιότητας, μπορεί κατά περίπτωση να επιτραπεί η χωροθέτηση έργων και σχεδίων των οποίων οι επιπτώσεις έχουν εκτιμηθεί ως σημαντικές στην αντίστοιχη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, μόνον εάν, στη βάση επαρκούς τεκμηρίωσης, αξιολογηθούν ως επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος για την εθνική οικονομία, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση και έχουν προβλεφθεί ικανά για την περίπτωση αντισταθμιστικά μέτρα ώστε να διασφαλισθεί η συνολική συνοχή του δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Εντός δυο μηνών από την έγκριση των έργων και σχεδίων αυτών, ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις αναμενόμενες επιπτώσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα που ελήφθησαν. Το πρώτο εδάφιο της παράγραφο 2 του άρθρου 6 της ΚΥΑ 33318/3028/28.12.1998 (ΦΕΚ 1289 Β’128.12.1998) τροποποιείται αναλόγως (σελ. 12 &13)

ΣΧΟΛΙΟ: Στην παράγραφο 3, του άρθρου 5, αναφέρεται ότι «…μπορεί κατά περίπτωση να επιτραπεί η χωροθέτηση έργων και σχεδίων των οποίων οι επιπτώσεις έχουν εκτιμηθεί ως σημαντικές στην αντίστοιχη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, μόνον εάν, στη βάση επαρκούς τεκμηρίωσης, αξιολογηθούν ως επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος για την εθνική οικονομία…». Αυτό σημαίνει ότι στις προστατευόμενες περιοχές μπορεί να επιτρέπονται και αιολικά πάρκα, παρά τις αποδεδειγμένες αρνητικές επιδράσεις που έχουν στην πτηνοπανίδα και ειδικότερα στους πληθυσμούς των μεγάλων αρπακτικών;

Άρθρο 6 – Ειδικές ρυθμίσεις για την προστασία του φυσικού χώρου

1. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής εκπονεί εθνικό σχέδιο προσαρμογής των δράσεων διαχείρισης οικοτόπων και ειδών χλωρίδας και πανίδας ανάλογα με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

2. α) Με τις υπουργικές αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή και λειτουργία μεγάλων έργων υποδομών, που καθ’ οιονδήποτε τρόπο προβλέπεται να επηρεάζουν τους φυσικούς βιοτόπους διαβίωσης και εξάπλωσης απειλούμενων ειδών άγριας πανίδας ή χλωρίδας ή να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, ορίζεται η υποχρέωση καταβολής και το ύψος ειδικής εισφοράς, η οποία καταβάλλεται εκ μέρους του αναδόχου του έργου προς το «Πράσινο Ταμείο». Μέρος της εισφοράς αυτής διατίθεται για την επιστημονική καταγραφή και παρακολούθηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την κατασκευή και λειτουργία του έργου στην πανίδα, τη χλωρίδα και τους οικοτόπους. Το υπόλοιπο της εισφοράς χρησιμοποιείται για έργα, προγράμματα και παρεμβάσεις αποκατάστασης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου.

β) Η ειδική εισφορά της προηγούμενης παραγράφου καταβάλλεται από τον ανάδοχο, μόλις πραγματοποιηθεί η πρώτη προς αυτόν πληρωμή από τον κύριο του έργου. (σελ. 13)

ΣΧΟΛΙΟ: Στο εδάφιο α, της παραγράφου 2, του άρθρου 6, αναφέρεται ότι:

«…Με τις υπουργικές αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή και λειτουργία μεγάλων έργων υποδομών, που καθ’ οιονδήποτε τρόπο προβλέπεται να επηρεάζουν τους φυσικούς βιοτόπους διαβίωσης και εξάπλωσης απειλούμενων ειδών άγριας πανίδας ή χλωρίδας ή να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, ορίζεται η υποχρέωση καταβολής και το ύψος ειδικής εισφοράς, η οποία καταβάλλεται εκ μέρους του αναδόχου του έργου προς το «Πράσινο Ταμείο…».

Τι θα συμβεί αν κάποιο μεγάλο τέτοιο έργο επηρεάζει αρνητικά κάποιο απειλούμενο είδος; Μας ενδιαφέρει ή βιοποικιλότητα ή η ευρωστία του «Πράσινου Ταμείου»;

Άρθρο 7 – Σημαντικά είδη χλωρίδας και πανίδας

1. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής συντάσσει εθνικό κατάλογο σημαντικών ειδών χλωρίδας, πανίδας και τύπων φυσικών οικοτόπων, ο οποίος εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού. Ο κατάλογος υποδιαιρείται σε κατηγορίες προστασίας. Ως κατηγορίες προστασίας θεωρούνται οι κατηγορίες κινδύνου των εθνικών κόκκινων καταλόγων. Οι χρονικά πιο πρόσφατοι κόκκινοι κατάλογοι θεωρούνται οι κύριοι κατάλογοι απειλούμενων ειδών. Οι κατάλογοι αυτοί συμπληρώνονται ανάλογα με τα αποτελέσματα της απογραφής της κατάστασης της βιοποικιλότητας που προβλέπει το άρθρο 12 και τον κατάλογο ενδημικών ειδών που προβλέπει το άρθρο 9 του ν. 2742/1999 καθώς και σύμφωνα με τα υφιστάμενα επιστημονικά δεδομένα.

2. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, σε συνεργασία με άλλους αρμόδιους φορείς εκπονεί και εφαρμόζει σχέδια δράσης, δίνοντας προτεραιότητα:

α) Στα είδη των οποίων η προστασία και διαχείριση επιβάλλεται από τις διεθνείς συμβάσεις που έχει κυρώσει η Ελλάδα, και από την κοινοτική νομοθεσία.

β) Στα είδη που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες κινδύνου του εθνικού και των διεθνών κόκκινων καταλόγων και στις διεθνείς συμβάσεις.

γ) Στα ενδημικά είδη.

δ) Στα είδη που παρουσιάζουν ιδιαίτερα κατακερματισμένη κατανομή.

ε) Στα είδη που είναι σημαντικά για τις τοπικές κοινωνίες (τροφή, πρώτες ύλες, παραδοσιακά φάρμακα), ακόμα και αν δεν περιλαμβάνονται στους κόκκινους καταλόγους.

στ) Στις ιθαγενείς φυλές ζώων ή ποικιλίες φυτών.

3. Το περιεχόμενο των σχεδίων δράσης των απειλούμενων ειδών καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, εντός ενός έτους από τη θεσμοθέτηση της συγκεκριμένης ρύθμισης. Τα σχέδια δράσης καταρτίζονται υπό την εποπτεία της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και εγκρίνονται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής «Φύση». (σελ. 15)

ΣΧΟΛΙΟ:

Οι Κόκκινοι κατάλογοι δεν πρέπει να αποτελούν θέσφατο, αλλά να υπόκεινται σε δημόσια διαβούλευση και επιστημονική κριτική πριν την οριστική δημοσίευσή τους.

Οι ιθαγενείς φυλές ζώων, θα πρέπει λογικά να αναφέρονται σε αγροτικά ζώα, άλλως θα έπρεπε να αναφέρονται ως ενδημικά είδη.  Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τα φυτά.

Άρθρο 10 – Επιστημονική έρευνα

γ) Κόκκινοι κατάλογοι των απειλούμενων ειδών πανίδας και χλωρίδας, και τακτική ανά πενταετία επικαιροποίηση αυτών σύμφωνα με τα κριτήρια της Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία της Φύσης (IUCN). Η σύνταξη των καταλόγων αυτών συνιστά αρμοδιότητα του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και μπορεί να ανατίθεται σε φορείς με εγνωσμένη εμπειρία και γνώση στο αντικείμενο, συγκεκριμένα με ακαδημαϊκά ιδρύματα, ερευνητικά ιδρύματα, επιστημονικές εταιρείες ή μη κυβερνητικές οργανώσεις που διαθέτουν αποδεδειγμένη εμπειρία, τεχνογνωσία και επάρκεια για τη σχετική επιστημονική τεκμηρίωση. (σελ. 17)

ΣΧΟΛΙΟ: Βλέπε ανωτέρω σχόλιο #1

Άρθρο 11 : Ενημέρωση της κοινωνίας

5. Τα ακαδημαϊκά ιδρύματα, τα ερευνητικά ιδρύματα, οι επιστημονικές εταιρείες, οι περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις και γενικότερα όλοι οι φορείς που διεξάγουν προγράμματα έρευνας και διαχείρισης της βιοποικιλότητας διαθέτουν προς το κοινό όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα που προκύπτουν από το έργο τους. Ως πλέον πρόσφορο μέσο για τη διάθεση της επιστημονικής πληροφορίας προκρίνεται το διαδίκτυο. Από την υποχρέωση δημοσιοποίησης της επιστημονικής πληροφορίας που προκύπτει από τα προγράμματα έρευνας και διαχείρισης εξαιρούνται ως «ευαίσθητα δεδομένα» οι συντεταγμένες κρίσιμων σημείων των ενδιαιτημάτων των απειλούμενων ειδών (φωλιές, τόποι διατροφής, τόποι αναπαραγωγής κ.λπ.).

ΣΧΟΛΙΟ: Στην παράγραφο 5, του άρθρου 11, αναφέρεται πως «…Από την υποχρέωση δημοσιοποίησης της επιστημονικής πληροφορίας που προκύπτει από τα προγράμματα έρευνας και διαχείρισης εξαιρούνται ως «ευαίσθητα δεδομένα» οι συντεταγμένες κρίσιμων σημείων των ενδιαιτημάτων των απειλούμενων ειδών (φωλιές, τόποι διατροφής, τόποι αναπαραγωγής κ.λπ.)…». Αυτό αποτελεί εμφανή προσπάθεια απόκρυψης στοιχείων και περιοχών μελέτης.

Άρθρο 14 – Μέτρα για την αποτροπή υποβάθμισης της βιοποικιλότητας

  1. α) Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται, βάσει των διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων, μείωση των πληθυσμών ενός ή περισσότερων απειλούμενων ειδών χλωρίδας ή πανίδας, συρρίκνωση του φυσικού χώρου εξάπλωσής τους, υποβάθμιση της κατάστασης ή συρρίκνωση των οικοτόπων που είναι απαραίτητοι για την επιβίωση των ειδών αυτών ή οικοτόπων προτεραιότητας, σύμφωνα με το παράρτημα Ι της Οδηγίας 92 /43 /ΕΟΚ και ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο αυτό συμβαίνει, ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής μπορεί, με πλήρως αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας, να καθορίζει κατεπειγόντως κάθε ενδεδειγμένο μέτρο για την αντιμετώπιση της κατάστασης και την επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση των πληθυσμών των ειδών ή του γεωγραφικού χώρου εξάπλωσής τους ή της έκτασης και κατάστασης διατήρησης των οικοτόπων. Τέτοια μέτρα μπορούν να είναι, ενδεικτικά, η διακοπή κατασκευαστικών εργασιών, η διακοπή ή τροποποίηση των όρων λειτουργίας έργων, η απαγόρευση της πρόσβασης του κοινού σε συγκεκριμένες περιοχές, ο περιορισμός ή η απαγόρευση της θήρας, η μείωση των απολήψιμων ποσοτήτων ύδατος από πηγές, λίμνες, ποταμούς ή ταμιευτήρες, η εισαγωγή στη φύση ατόμων του απειλούμενου είδους, η απομάκρυνση ξενικών – εισβαλλόντων ειδών και εν γένει κάθε πρόσφορο κατά περίπτωση μέτρο.

ΣΧΟΛΙΟ: Η θήρα δεν επηρεάζει αρνητικά την βιοποικιλότητα.  Αντίθετα, οι Κυνηγετικοί Σύλλογοι με τις διαχειριστικές παρεμβάσεις για τα θηράματα, ευεργετούν όλα τα είδη πανίδας ενός οικοτόπου. Τα διαθέσιμα των πληθυσμών των θηραματικών ειδών δεν επηρεάζονται αρνητικά από το κυνήγι και η αειφορία τους είναι δεδομένη.  Πέραν αυτού, τυχόν προβλήματα επιλύονται μέσω των διατάξεων που διέπουν τη θήρα και εν ανάγκη, μέσω της ρυθμιστικής.  Συνεπώς, η αναφορά εδώ της θήρας περιττεύει.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΝΙΚ. ΠΑΠΑΔΟΔΗΜΑΣ

Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΙΩΑΝ. ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων