Ο κότσυφας στη λαογραφία

0

Ο κότσυφας αγαπά την μοναξιά, του αρέσει η παράδοση και αποστρέφεται την επίδειξη. Καλός νοικοκύρης, άριστος γονιός. Άμεμπτος, σοβαρός, αξιοπρεπής. Όταν ο πλάστης έπλασε και τα πουλιά, σκέφτηκε τί χρώμα να δώσει στο καθένα που να του ταιριάζει. Στον κότσυφα διάλεξε και έδωσε το σοβαρότερο χρώμα. Και δεν έκανε λάθος ο δημιουργός. Ευλαβικός τηρητής της θεϊκής αυτής πράξεως παραμένει από τότε ο κότσυφας και με το μαύρο του φτέρω-μα πετάει στα χαμηλώματα του δάσους, στα βάθη της όμορφης ρεματιάς, επάνω από το χω-ράφι και το αμπέλι αλλά και επάνω από την χερσαία πλαγιά.

του Ιωάννη Χρ. Παναγέα

Πετά όλη τη μέρα, πότε φροντίζοντας για την τροφή του και πότε τραγουδώντας. Πολλές μορ-φές έχει το τραγούδι του. Μερικές φορές σφυρίζει σαν κάποιον να προσκαλεί κοντά του να μοιραστεί την ευτυχία του. Άλλοτε το τραγούδι του είναι γκρινιάρικο και βίαιο. Έχουν και τα πουλιά τις δύσκολες ώρες τους που τόσο συχνά βαραίνουν και εμάς τους ανθρώπους.
Σαν αρχίζει όμως να σκάζει το μπουμπούκι και το χορτάρι να βγάζει το κεφαλάκι του δειλά από το χώμα, τότε με όμορφα της άνοιξης τα προμηνύματα, ο κότσυφας βρίσκεται ήδη στους έρωτες και στις φροντίδες του. Επάνω σ’ ένα κλαδί του δέντρου στέλνει μήνυμα στην σιγαλή ατμόσφαιρα του δάσους, που μοιάζει με χάδι, που κάνει πιο έντονο το φως της άνοιξης και που δημιουργεί γύρω του μια ατμόσφαιρα χαράς. Και το μήνυμα αυτό δίνει μια ενόρμηση στη σάρκα και τη γεμίζει ζωή.
Πόσο έντονα το θηλυκό συλλαμβάνει το γλυκύτατο αυτό μήνυμα με τις ευαίσθητες κεραίες του για να αισθανθεί μέσα του την ελπίδα της ανανέωσης και της συνέχειας της ζωής.

Γνωστικός ο κότσυφας ακολουθεί τη σοφή ρήση του λαού μας : «για μικρός μικρός παντρέψου για μικρός καλογερέψου». Μικρός λοιπόν παντρεύεται και συνήθως προκόβει. Δεν προλαμβάνουν τα άλλα πουλιά να συνέλθουν από τη «χειμερινή νάρκη» και πριν ακόμη έρθει το πρώτο χελιδόνι, ο κότσυφας έχει έτοιμη τη φωλιά του. Ταλαντούχος και με ένστικτο φτιάχνει την φωλιά του, που είναι ένα έργο σοφίας και υπομονής αλλά και τέχνης. Η θηλυκιά επιμελείται τη επίπλωση. Διαλέγει τα απαλότερα χορτάρια και τα τοποθετεί διακριτικά στο εσωτερικό της φωλιάς.
Και όταν το έργο της φανεί τελειωμένο κάθεται σαν στοργική μάνα και γεννά τα αυγά της.
Έχει φτιάξει τη φωλιά του ο κότσυφας πριν έρθει ο Μάρτιος. Ήρθε ο Μάρτιος και είδε τον κότσυφα να κάθεται στη φωλιά και να κλωσά.
– Καλημέρα κότσυφα! Του λέει ο Μάρτιος.
–  Για να σου πω, του λέει θυμωμένος ο κότσυφας. Εμένα δεν με λένε κότσυφα. Με λέμε κυρ κότσυφα και αφέντη κιτρινομύτη. Έφτιασα τη φωλιά μου, γέννησα τα αυγά μου, σε λίγες μέρες θα δεις και τα παιδιά μου.
Τράβηξε στο δρόμο του ο Μάρτιος κουνώντας το κεφάλι του.
Δεν πέρασαν πολλές ημέρες και έκανε τόσο κρύο που έσπασαν τα αυγά του κότσυφα και κόλλησαν τα φτερά του. Φεύγοντας ο Μάρτιος είδε ξανά τον κότσυφα. Ήταν όμως τώρα στεναχωρημένος.
Του λέει ο Μάρτιος.
– Καλημέρα κότσυφα και κυρ κότσυφα και αφέντη κιτρινομύτη.
– Α, δεν είμαι τώρα ο κότσυφας και ο κυρ κότσυφας. Δεν ξέρεις πως από το κρύο πούκαμες χάλασαν τα αυγά μου και έπεσαν τα φτερά μου κάτω από την κοιλιά μου; Άλλη φορά δεν γελιέμαι να φτιάξω τη φωλιά μου πριν σε δω να φεύγεις.

Όμως ο κότσυφας πάντα πρωτοφωλιάζει.
Βιάζεται γιατί τον περιμένει και δεύτερη γέννα. Οι αμπελουργοί που σκάβουν τα’ αμπέλια τον είδαν μια μέρα να φτερουγίζει από κλαδί σε κλαδί, να τραγουδά και του είπαν.
– Ε, κυρ κότσυφα, δεν έρχεσαι να μας βοηθήσεις να τελειώσουμε το αμπέλι;
– Τώρα έχω δουλειά, απάντησε ο κότσυφας, φτιάνω τη φωλιά μου, θα έρθω στον τρύγο κι εγώ και τα παιδιά μου.
Την υπόσχεσή του αυτή δεν την ξεχνά ο κότσυφας. Σαν γλυκάνει το σταφύλι ξετρυπώνει από την άκρη του αμπελιού, χώνεται στ’ αμπέλι και ρουφά ηδονικά τη γλυκαμένη σάρκα του καρπού και ευφραίνεται η καρδούλα του.
– Καλό να ‘ χεις νοικοκύρη μου! Γεια σας εργάτες, γεια στα χέρια σας, τραγουδά φεύγοντας. Ο κότσυφας κάνει συντροφιά πάντα με τους ταπεινούς. Όταν περπατά μέσα στο δάσος ανταμώνεται με τα μουμούδια, μιλάει με τη χελώνα, γελά με το ξάφνιασμα του λαγού, με τη δειλία του βατράχου. Και όταν παίρνει την άκρη της ρεματιάς δροσίζεται στη φτέρη, λούζεται στα νερά, χαϊδολογιέται με τα λουλούδια. Μια ημέρα τον είδε η σαύρα στον περίπατό της και του είπε:
– Αχ, να’ χα φτερά σαν εσένα άρχοντα μου!
– Δίκιο έχεις, κυρούλα μου, της αποκρίθηκε ο κότσυφας. Ό,τι κανείς δεν έχει, αυτό επιθυμεί.

Και η νεροφίδα πάλι, μια ημέρα καλοκαιρινή, του μίλησε περιπαικτικά. Είχε βγάλει το άσχημο κεφάλι της έξω από το νερό και καθώς είδε τον κότσυφα να πηδά στο ακρόρεμμα του είπε.
– Κάνε λίγο ψηλότερα καημένε! Θα σε σαπίσει η υγρασία εδώ!

Μερικές φορές κάνει κάτι ψιλοπετάγματα ο κότσυφας. Μα γρήγορα ξαναγυρίζει στα λημέρια του. Ξέρει ο κότσυφας πως έχει εχθρούς. Όμως επιμένει να χτίζει τη φωλιά του στα χαμηλά. Λαμβάνει βέβαια τις προφυλάξεις του. Μα το φίδι, περαστικό, οσμίζεται την άπλαστη σάρκα και τρώει τα μικρά του. Πόσες φορές ο κότσυφας θρηνολογεί πάνω από την άδεια φωλιά του!

Φθινόπωρο! Το δάσος φαίνεται γυμνό. Έχασε και η ρεματιά τις ομορφιές της. Ο κότσυφας πάει κι αυτός στα χαμηλά. Τον ακούει το σκουλήκι και χώνεται βαθύτερα στη γη. Οι σαύρες και οι νεροφίδες με το υπεροπτικό ύφος δεν φαίνονται πια. Σπανίζουν οι βάτραχοι. Οι χελώνες μπήκαν στην χειμερινή κατοικία τους. Ο κότσυφας έμεινε μόνος. Την ώρα εκείνη περνούν από πάνω κοπάδια τα διαβατάρικα πουλιά.
– Ε, κυρ κότσυφα, του φωνάζουν, έλα και μια χρονιά μαζί μας.
Τους απαντάει με μια φωνητική γκριμάτσα κότσυφας και χώνεται χαμηλότερα. Εκεί θα περάσει τον χειμώνα όταν το χιόνι θα σκεπάζει τα ψηλώματα και θα σφυρίζει μανιασμένα ο βοριάς.
Κάτι θα τσιμπολογάει γύρω από τις ρίζες των χαμηλόκλαδων και κάποια προστατευτική γωνιά θα βρει για να περάσει ο φοβερός χειμώνας προσμένοντας τον Μάρτιο και την Άνοιξη…
Και η ζωή συνεχίζεται.

Κυνηγεσία & Κυνοφιλία

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων