Άλλοι λαγοί οι στεριανοί, κι άλλοι οι λαγοί της Κρήτης!

0

Οι λαγοί της Κρήτης και η σχέση τους με τους λαγούς της υπόλοιπης Ελλάδας. Το άρθρο που ακολουθεί είναι περίληψη της γενετικής έρευνας του λαγού της βιολόγου Σήλιας Αντωνίου που έκανε για το μεταπτυχιακό της

Τα τελευταία χρόνια, μελέτες για ένα μεγάλο αριθμό ειδών οργανισμών έχουν αποκαλύψει τη μοναδικότητα του Ελλαδικού χώρου όσον αφορά στη βιοποικιλότητα που τον χαρακτηρίζει, τόσο ως προς τον αριθμό των ειδών, όσο και ως προς την ποικιλότητα διαφορετικών πληθυσμών του ίδιου είδους. Η ποικιλότητα αυτή είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τη βιοποικιλότητα άλλων περιοχών της Ευρώπης (και ιδιαίτερα με περιοχές της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης). Το γεγονός αυτό χρίζει ιδιαίτερης προσοχής όσον αφορά στην εξέλιξη των πληθυσμών της Ελλάδας (και γενικότερα της Βαλκανικής χερσονήσου) καθώς και στη διαχείρισή τους.

Των Σήλιας Αντωνίου – Βιολόγου
και Γιώργου Κοτούλα – Δόκτορα Βιολογίας

(από την Κυνηγεσία & Κυνοφιλία)

Γενικότερα, πληθυσμοί με μεγάλη γενετική ποικιλότητα είναι πιο ευπροσάρμοστοι σε περιβαλλοντικές αλλαγές και εμφανίζουν μεγαλύτερη αντοχή σε ασθένειες, ενώ αντιθέτως, γενετικά ομοιόμορφοι πληθυσμοί (π.χ. άτομα που έχουν προέλθει από εκτροφές, ή πληθυσμοί βόρειας Ευρώπης έναντι ελληνικών πληθυσμών) είναι πολύ πιο ευάλωτοι. Οι Ελληνικοί πληθυσμοί άγριας πανίδας, όντας φορείς του μεγαλύτερου μέρους της γενετικής ποικιλότητας των αντίστοιχων ειδών, θα πρέπει να διατηρηθούν κατά προτεραιότητα καθώς είναι πολύτιμοι για τη μελλοντική διατήρηση τους.
Για την κατανόηση των παραπάνω απαιτείται η λεπτομερής μελέτη επιμέρους ειδών. Στην προκειμένη περίπτωση επιλέξαμε τον λαγό (Lepus europaeus) ο οποίος αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο της πανίδας της χώρας μας, καθώς και ολόκληρης της Ευρώπης. Επιπλέον, η ικανότητα προσαρμογής του είδους αυτού σε μεγάλη ποικιλία περιβαλλόντων (ενδιαιτημάτων) παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Η εξέλιξη, οι σχέσεις μεταξύ πληθυσμών του ίδιου είδους ή μεταξύ διαφορετικών ειδών (οι φυλογενετικές σχέσεις), καθώς και η γενετική διαφοροποίηση των πληθυσμών στο χώρο («γενετική δομή πληθυσμών») των λαγών της Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένου και του Ελλαδικού χώρου) δεν είναι επαρκώς γνωστές.
Οι σχέσεις μεταξύ των πληθυσμών του ευρωπαϊκού λαγού (Lepus europaeus Pallas, 1978) σε συνδυασμό με τη γεωγραφική τους κατανομή σε ολόκληρη την Ευρώπη για ένα μεγάλο τμήμα της παραμένει άγνωστη, καθώς δεν είχε μέχρι τώρα σχεδιαστεί μελέτη κατάλληλη να την περιγράψει. Είναι επιτακτική, λοιπόν, η ανάγκη εκπόνησης μιας ολοκληρωμένης επιστημονικής μελέτης που θα περιγράφει τις σχέσεις των πληθυσμών στο χώρο και πληθυσμιακές παραμέτρους (ιστορικές και σημερινές). Τέτοιου είδους στοιχεία θα είναι πολύτιμα εργαλεία για διαχειριστικές αποφάσεις σχετικά με τη διατήρηση πληθυσμών λαγού, αλλά και άλλων θηρεύσιμων ή μη ειδών της Ελλάδας. Μια στρατηγική διαχείρισης πρέπει να περιλαμβάνει καταγραφή της γενετικής ποικιλότητας του είδους, προστασία και διατήρηση σημαντικών γενετικών αποθεμάτων, παρακολούθηση της δημογραφικής εξέλιξης των πληθυσμών σε σχέση με αλλαγές σε πρακτικές χρήσης γης, παρεμβάσεων στο φυσικό τοπίο και κυνηγετικών πρακτικών. Όλες οι επί μέρους διαχειριστικές αποφάσεις θα πρέπει να εντάσσονται μέσα σε ένα πλαίσιο «ολοκληρωμένης διαχείρισης» και να μην αντιμετωπίζονται αποσπασματικά.
Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους πραγματοποιήθηκε στο εργαστήριο Γενετικής του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης (Ι.ΘΑ.ΒΙ.Κ.) στα πλαίσια συνεργασίας με το τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, μία συγκριτική μελέτη των πληθυσμών λαγών της Κρήτης με πληθυσμούς άλλων περιοχών της Ελλάδας.
Οι λαγοί αποτελούν οργανισμούς με μεγάλη φυσική ικανότητα διασποράς και η συλλογή τους (για οποιαδήποτε μελέτη) δεν είναι εύκολη. Αποτέλεσμα είναι η συλλογή των δειγμάτων να βασίζεται στην ευγενική προσφορά των κυνηγών, που εκπληρώνοντας την αγαπημένη και πολυδιάστατη δραστηριότητά τους(κυνήγι), συλλέγουν λαγούς και παρέχουν ιστούς στους ερευνητές, για οποιαδήποτε μελέτη. Συνεπώς η μελέτη αυτή θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς τη βοήθεια των Κυνηγετικών Συλλόγων της Κρήτης, που συνέλεξαν λαγούς (δείγματα) κατά τη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου 2001-2002, των Κυνηγετικών Συλλόγων της υπόλοιπης Ελλάδας, της Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας-Θράκης και των Ομοσπονδιακών θηροφυλάκων της κατά τη διάρκεια των κυνηγετικών περιόδων 1997-2001 και τη βοήθεια των Κυνηγετικών Συλλόγων Νήσων Ανατολικού Αιγαίου, των Δωδεκανήσων, των Επτανήσων, και των Κυθήρων. Η προθυμία και το ενδιαφέρον τους αποτέλεσαν κρίσιμο σημείο για την πορεία της μελέτης αυτής. Ιδιαίτερες ευχαριστίες εκφράζονται στον 1ο Κυνηγετικό Σύλλογο Ηρακλείου που βοήθησε όχι μόνο στη συλλογή των δειγμάτων αλλά και στη συλλογή πολύτιμων πληροφοριών για τους πληθυσμούς που μελετήθηκαν. Η υποδοχή από το πρόεδρο κύριο Φραγκιαδουλάκη και η ευκαιρία που μας έδωσε να συζητήσουμε μαζί του αλλά και με μέλη του κυνηγετικού συλλόγου ήταν και ευχάριστη και δημιουργική. Ιδιαίτερη επίσης μνεία αρμόζει στον δασολόγο Π. Πλατή της Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας-Θράκης για το ενδιαφέρον, τις επιστημονικές συμβουλές και πληροφορίες και την σημαντική συμμετοχή του όχι μόνο στη συλλογή των δειγμάτων αλλά και στην χαρτογράφηση των περιοχών της βορείου Ελλάδας από τις οποίες συλλέχθηκαν δείγματα.

Η διεκπεραίωση της μελέτης αυτής θα ήταν ελλιπής χωρίς τη βοήθεια των φίλων και κυνηγών Μανώλη Παπαδημητράκη και Μανώλη Κοσκινά, η αγάπη των οποίων για το κυνήγι τους ώθησε να αφιερώνουν πολύ από το χρόνο τους στο κυνήγι της γνώσης για το λαγό.
Είναι εξάλλου κοινός τόπος ότι οι κυνηγοί είναι αυτοί που βιώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλη κοινωνική ομάδα τη φύση και εν δυνάμει αποτελούν την μεγαλύτερη δύναμη για την συλλογή στοιχείων υπαίθρου και μπορούν να προσφέρουν τα μέγιστα στην επιστήμη του “χώρου”.
Η επίβλεψη της μελέτης έγινε από τους ερευνητές Γιώργο Κωτούλα και Αντώνη Μαγουλά και από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης κύριο Ελευθερίου Αναστάσιο.
Σκοπός της μελέτης ήταν η διαπίστωση της ύπαρξης ή μη γενετικής δομής στους πληθυσμούς του είδους L.europaeus που ζουν στην Κρήτη και η σύγκριση τους με πληθυσμούς από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Στα πλαίσια της γενετικής μελέτης του λαγού (L. europaeus) δόθηκε έμφαση στη προσπάθεια ανάκτησης των γενετικών δεδομένων με έναν έμμεσο τρόπο (περιττώματα), χωρίς δηλαδή να είναι απαραίτητη η σύλληψη και η θανάτωση του ζώου. Η επίτευξη αυτού του στόχου θα βρει σημαντικές εφαρμογές στον μέλλον, τόσο στη συνέχιση της γενετικής μελέτης του λαγού (ταυτοποίηση ατόμων, εκτίμηση πληθυσμιακού μεγέθους, μελέτη αναπαραγωγικών περιόδων, εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, καθορισμός της διατροφής τους είδους κ.α.), όσο και σε άλλους οργανισμούς για τους οποίους ελάχιστα γνωρίζουμε, όσον αφορά στη γενετική τους δομή και είτε είναι πολύ δύσκολο να συλληφθούν είτε είναι επικίνδυνο, αφού ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου προς εξαφάνιση (λύκοι, αρκούδες, αγριογούρουνα, τσακάλια, αλεπούδες).

Στη μελέτη αυτή χρησιμοποιήθηκαν ως δείκτες τμήματα γενετικού υλικού (DNA) για τον καθορισμό της μικρογεωγραφικής και μακρογεωγραφικής γενετικής δομής του ευρωπαϊκού λαγού. Αναλύθηκαν συνολικά 142 άτομα από πληθυσμούς της Κρήτης και 171 άτομα από πληθυσμούς της υπόλοιπης ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, της Κύπρου και της Ιταλίας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής, παρατηρήθηκε σημαντική γεωγραφική διαφοροποίηση (ενδεικτική της μικρής γονιδιακής ροής-συζεύξεων μεταξύ των πληθυσμών). Αυτό φαίνεται να οφείλεται κατά κύριο λόγο σε απόλυτους φραγμούς (νησιά), αλλά και στη γεωγραφική απόσταση. Σημαντικές όμως διαφοροποιήσεις παρατηρούνται και σε κοντινούς γεωγραφικά πληθυσμούς γεγονός που μπορεί να εξηγηθεί βάσει ηθολογικών (συμπεριφορικών) παραμέτρων. Αυτό ισχύει και σε γεωγραφική κλίμακα σαν αυτή του νομού Ηρακλείου. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά της γενετικής δομής του Ελλαδικού χώρου έρχονται σε αντιπαράθεση με τη σχεδόν πλήρη απουσία γενετικής δομής που παρατηρείται για πληθυσμούς που χωρίζονται από πολύ μεγαλύτερες γεωγραφικές αποστάσεις στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη.
Επιπρόσθετα, μελέτες επιστημόνων της Γερμανίας (με τη χρήση μιτοχονδριακού DNA το οποίο μεταβιβάζεται μόνο από τα θηλυκά άτομα στους απογόνους) επιβεβαιώνουν τη μέχρι τώρα εμπειρική γνώση όπου τα αρσενικά άτομα περιπλανώνται σε ευρύτερες περιοχές, ενώ τα θηλυκά αντιθέτως χαρακτηρίζονται από τη συμπεριφορά της «φιλοπατρίας» παραμένοντας σε μια μικρότερη περιοχή, έχοντας ως κύρια δραστηριότητα την ανατροφή των μικρών τους. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί η σημαντικότητα της επικοινωνίας καθώς και της συνεργασίας των ατόμων που διαθέτουν εμπειρική γνώση των οργανισμών αυτών (κυνηγοί) με την επιστημονική κοινότητα. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει στην καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς και της βιολογίας ενός είδους με αποτέλεσμα την κατά το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη γνώση του υπό μελέτη οργανισμού. Ο έλεγχος με την επιστημονική μεθοδολογία της εμπειρικής γνώσης μπορεί να την καταστήσει βεβαιότητα και όχι εικασία.

Προοπτικές εύκολης δειγματοληψίας μεγάλου αριθμού δύσκολα μελετούμενων ειδών
Η κυνηγετική περίοδος έχει διάρκεια λίγων μόλις μηνών, γεγονός που δεν επιτρέπει τη συλλογή δειγμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Γίνεται λοιπόν σαφής η αναγκαιότητα εύρεσης μη παρεμβατικών μεθόδων, οι οποίες θα επιτρέπουν την παρατήρηση και τη μελέτη των πληθυσμών καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, χωρίς να είναι αναγκαία η συλλογή και πιθανώς η θανάτωση των ατόμων που μελετώνται.
Στα πλαίσια αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτικές πηγές DNA (γενετικού υλικού) άγριας πανίδας τρίχες, φτερά, σάλιο, δέρμα, νύχια, οστά και περιττώματα. Τα δείγματα περιττωμάτων αποτελούν πλούσια πηγή πληροφοριών η συλλογή της οποίας είναι πολύ εύκολη.
Σε εργασίες που άρχισαν να εμφανίζονται την τελευταία δεκαετία, γίνεται λόγος για την ανάπτυξη νέων τεχνικών ανάκτησης γενετικού υλικού από περιττώματα και των μεγάλων δυνατοτήτων που παρέχουν στη μελέτη πληθυσμών διαφόρων οργανισμών και κυρίως των θηλαστικών. Οι τεχνικές αυτές επιτρέπουν την απομόνωση του DNA από τα περιττώματα (τα οποία περιέχουν κύτταρα του εντέρου). Συγκεκριμένα τέτοιου είδους τεχνικές επιτρέπουν την αναγνώριση ζωικών ειδών, την επίλυση ταξινομικών προβλημάτων και την ταυτοποίηση ατόμων, τις εξελικτικές τους σχέσεις με άλλα είδη, τον καθορισμό του φύλου των ατόμων που αναλύονται, την γνώση για το αν ένα θηλυκό εγκυμονεί, την αναγνώριση παθογόνων μικροοργανισμών (ιοί, βακτήρια, παράσιτα), την ανάλυση τροφικών συνηθειών των ατόμων που αναλύονται.
Συμπερασματικά χάρη στη δυνατότητα απομόνωσης γενετικού υλικού από τα περιττώματα αποφεύγεται η όχληση και η ενδεχόμενη αλλαγή συμπεριφοράς των υπό μελέτη οργανισμών και γίνεται εφικτή η αντιπροσώπευση όλου του πληθυσμού στη δειγματοληψία και όχι μόνο του τμήματος εκείνου που υποκύπτει στη θήρευση. Αυτό μπορεί να επιτρέψει τον έλεγχο της τυχαιότητας ή μη των ατόμων με υψηλότερη θνησιμότητα μέσω θήρευσης, δηλαδή του κατά πόσο τα άτομα που συλλέγονται κατά τη διαδικασία της θήρευσης αποτελούν τυχαίο δείγμα ή κάποιο μέρος του πληθυσμού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί η αναφορά από κυνηγούς της Κρήτης τέτοιου είδους φαινομένων (μεγάλων διαφορών μεταξύ λαγών στην ικανότητα διαφυγής). Συμπερασματικά, ο συνδυασμός δεδομένων που προκύπτουν από τη συμβατική ανάλυση περιττωμάτων με τα δεδομένα που προκύπτουν από τεχνικές που βασίζονται στην ανάλυση του DNA, παρέχουν μια πολύ πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη ζωή άγριας πανίδας που δε θα μπορούσαμε εύκολα να δούμε με άλλο τρόπο.
Μελλοντικά σχέδια
Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής είναι ενθαρρυντικά και μπορούν να θεωρηθούν ως το εναρκτήριο βήμα για την ολοκλήρωση της μελέτης της γενετικής δομής του είδους Lepus europaeus στον Ελλαδικό χώρο. Αυτό θα πραγματοποιηθεί με τη μελέτη μεγαλύτερου αριθμού ατόμων λαγών από την Κρήτη και την υπόλοιπη Ελλάδα καθώς και από τις γειτονικές χώρες με τη χρήση μεγαλυτέρου αριθμού γενετικών δεικτών του είδους. Η δειγματοληψία και ανάλυση περιττωμάτων θα διευκολύνει την απάντηση στα ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Εν κατακλείδι, θεωρούμε πως το έργο αυτό έχει γενικότερη αξία, καθώς μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για αντίστοιχες μελέτες σε άλλα είδη της άγριας πανίδας.
Η μελέτη αυτή χρηματοδοτήθηκε εξολοκλήρου από το Ινστιτούτο θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης με ιδιαίτερη δυσκολία. Ευελπιστούμε ότι οι υπεύθυνοι φορείς θα βοηθήσουν στη συνέχιση και ολοκλήρωση του έργου αυτού που σε όγκο δουλειάς ήδη αντιπροσωπεύει μια πολυδάπανη μελέτη.
Τα σχέδια αυτά θα είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν χωρίς την υποστήριξη και τη βοήθεια των Κυνηγετικών Συλλόγων ολόκληρης της Ελλάδας, η οποία μέχρι σήμερα ήταν ανεκτίμητη. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε όλους εκείνους που ενδιαφέρθηκαν και συνεχίζουν να ενδιαφέρονται για τη γνώση. Η επαφή μας ιδιαίτερα με τον 1ο Κυνηγετικό Σύλλογο Ηρακλείου καθώς και με την ΣΤ’ Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας και Θράκης μας έφερε κοντά στις δραστηριότητές τους και στη διαπίστωση του πραγματικού ενδιαφέροντος και της αγάπης τους για τη φύση.

Αντωνίου Σίλια & Κωτούλας Γιώργος
2002

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων