Παθήματα στο λαγοκυνήγι

0

Τώρα, που βρισκόμαστε στην κλειστή κυνηγετική περίοδο, αποφασίσαμε στην ενότητα για το λαγοκυνήγι, να δημοσιεύσουμε κάποιες κυνηγετικές ιστορίες, ώστε και να σας ψυχαγωγήσουμε αλλά και να αναπολήσετε μαζί μας τις δικές σας – ανάλογες – ιστορίες που ίσως μια μέρα μας τις περιγράψετε.

Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ συνέβη πριν αρκετά χρόνια, όταν ακόμα υπηρετούσα την στρατιωτική μου θητεία. Τότε, μετά από μία εργασία που είχα κάνει, είχα πάρει μια μέρα τιμητική άδεια. Αφού ήρθα σε συνεννόηση με τη μονάδα μου, την άδεια αυτή την πήρα ημέρα Τετάρτη, που επιτρεπόταν το κυνήγι του λαγού.
Έφυγα λοιπόν από την μονάδα Τρίτη μεσημέρι για να κυνηγήσω την Τετάρτη και να επιστρέψω Πέμπτη πρωί. Το απόγευμα που έφτασα στο σπίτι, ρώτησα τον πατέρα μου πού θα πάμε το πρωί για κυνήγι. Ο πατέρας μου είπε ότι δύο φίλοι τον είχαν πάει την προηγούμενη Κυριακή για κυνήγι σε κάποιο καινούργιο λαγότοπο, όπου είχαν βρει λαγούς. Εμείς βέβαια θα πηγαίναμε λίγο πιο πριν από εκεί που θα σταματούσαν αυτοί, γιατί εκεί τους περίμενε ένας ακόμη φίλος τους. Εγώ, για να σας πω την αλήθεια, δεν ήθελα και πολύ να πάμε εκεί, γιατί φοβόμουν μήπως και δεν βρούμε λαγό, αλλά τελικά ο πατέρας μου με έπεισε.

Του Στάθη Καβαθούλη
Κυνηγεσία & Κυνοφιλία

Το πρωί μας περίμεναν στο δρόμο ο Σπύρος με τον Δημήτρη. Αφού τους καλημερίσαμε, συνεχίσαμε όλοι μαζί για τον κυνηγότοπο. Μετά από κάποια ώρα φτάσαμε εκεί και το αυτοκίνητο των φίλων που προπορευόταν, μας έβγαλε το αριστερό φλας, δείχνοντάς μας έτσι ότι εμείς πρέπει να πάμε αριστερά, όπως και κάναμε. Όταν φτάσαμε εκεί που μας είπαν είχε ήδη ξημερώσει. Μόλις κατεβάσαμε τα σκυλιά από το αυτοκίνητο, αυτά έπιασαν αμέσως ντορό πάνω στον δρόμο. Ο λαγός δεν είχε βοσκήσει εκεί, αλλά είχε έρθει από αλλού. Εμείς τον είχαμε βρει στη μέση της διαδρομής. Αμέσως το μεγάλο μας σκυλί, η Λάσυ, η οποία τότε ήταν 10 ετών, ξέκοψε τον λαγό και τον έβαλε μέσα στα πουρνάρια, τα οποία όμως ήταν λίγο πυκνά και μόλις τα σκυλιά μπήκαν μέσα δεν είχαμε συνέχεια οπτική επαφή μαζί τους.

Ο πατέρας μου έπιασε καρτέρι σ’ ένα παράλληλο δρόμο κι εγώ ακολούθησα τα σκυλιά από κοντά. Η Λάσυ έβγαλε τον λαγό πολύ κοντά μου, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα να τον τουφεκίσω. Το συγκεκριμένο βουνό καλυπτόταν από πυκνό οδικό δίκτυο κι έτσι ο λαγός πήρε τον αντίθετο δρόμο απ’ αυτόν που ήταν ο πατέρας μου. Τα σκυλιά τον δίωκαν αλλά αυτός πήρε την ανηφόρα και χάθηκε πίσω από το βουνό, ταυτόχρονα έπαψα να τα ακούω. Άκουγα βέβαια τα σκυλιά των φίλων μας, που είχαν πιάσει ντορό, αλλά δεν είχαν ξεφωλιάσει ακόμα. Την σκέψη μου όμως διέκοψαν οι τουφεκιές και τα κλαφουνίσματα των σκυλιών τους, που μόλις εκείνη την στιγμή είχαν βγάλει τον λαγό.Οι τουφεκιές ήταν επιτυχημένες και ο λαγός ήταν ήδη στην τσάντα των φίλων. Εγώ άλλαξα τότε καρτέρι και πήγα λίγο πιο πάνω, σε μια στροφή, που μετά άρχιζε μια μεγάλη ευθεία. Μετά από κανά τέταρτο κι ενώ πίστευα ότι τα σκυλιά είχαν χάσει τον λαγό (ο πατέρας μου είχε ακολουθήσει τα σκυλιά, γιατί όπως ανέφερα και πριν, το βουνό μας ήταν άγνωστο), το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο στον δρόμο, όπου διέκρινα κάτι να κινείται. Σε λίγο διαπίστωσα ότι ήταν ο λαγός κι ερχόταν κατευθείαν πάνω μου, αλλά ήταν πολύ μακριά από μένα και πίστευα ότι κάπου θα σπάσει και δεν έρθει προς το μέρος μου. Τελικά, ω του θαύματος, συνέχισε την πορεία του προς τα μένα κι όταν πλησίασε αρκετά, τον τουφέκισα με επιτυχία. Μετά από λίγο ήρθαν και τα σκυλιά ακολουθώντας την πορεία του λαγού. Την ώρα που τους έδειχνα τον λαγό φάνηκε ο πατέρας μου πάνω στη ράχη. Εγώ μόλις τον είδα, του φώναξα να έρθει κάτω, εκείνος όμως φώναζε συνεχώς να βοηθήσω τα σκυλιά να βρουν τον λαγό (γιατί προφανώς δεν είχε ακούσει τις τουφεκιές), μέχρι που έφτασε κοντά μου και του εξήγησα τι είχε συμβεί. Σε λίγο συναντήσαμε και τους φίλους μας που αμέσως μας έδειξαν τον λαγό που είχαν πάρει. Τότε έβγαλα κι εγώ τον λαγό από την τσάντα, ο οποίος ήταν μεγαλύτερος. Μόλις τον είδε ο Δημήτρης είπε: «Τι θεολάγαρος είναι αυτός!!!!» Από εκείνη την στιγμή και μετά γίναμε αχώριστοι.

Από τότε κυνηγάμε μαζί μέχρι και σήμερα. Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής και στην διαδρομή πείραζα τον πατέρα μου που δεν είχε ακούσει τις τουφεκιές μου.
Η χρονιά σε λίγες μέρες τελείωσε. Για τη Λάσυ ήταν η τελευταία φορά που κυνήγησε, αφού μετά το τέλος της κυνηγετικής περιόδου και λίγο πριν αρχίσει η επόμενη απεβίωσε. Ένα πολύ μεγάλο σκυλί έφυγε από κοντά μας, που για μένα είχε και ιδιαίτερη σημασία, αφού ήταν και το πρώτο μου σκυλί. Κοντά σ’ αυτήν έκανα τα πρώτα μου μαθήματα στο λαγοκυνήγι. Όλα αυτά τα χρόνια είχα «φτιάξει» βέβαια και άλλα σκυλιά και μόλις είχα ξεκινήσει τότε κι ένα καινούργιο κουτάβι, την FORESTA, την οποία είχα φέρει από την Ιταλία. Άρχισε λοιπόν η καινούργια χρονιά και πήγαμε με τον πατέρα μου για κυνήγι. Μαζί μας ήταν και ο Δημήτρης με τον Κώστα. Μόλις αφήσαμε τα σκυλιά ελεύθερα στο βουνό να χαρούν κι αυτά μαζί μας τη φύση, η Ντόρα έπιασε αμέσως τον ντορό του λαγού, που ήταν φρέσκος. Αμέσως και τα άλλα σκυλιά ντόριασαν και τον έβαλαν μέσα στα πουρνάρια κλαφουνίζοντας. Ο λαγός δεν τα δέχτηκε στο γιατάκι του κι έσυρε μπροστά από τα σκυλιά, τα οποία τον πήραν αμέσως καταδίωξη. Εμείς είχαμε πιάσει τα καρτέρια και ακούγαμε συνεχώς τα αλυχτίσματα γύρω μας, χωρίς όμως ο λαγός να βγαίνει στο ανοιχτό. Τα γύριζε συνεχώς μέσα στο πυκνό. Καταλάβαμε ότι ο λαγός ήταν μεγάλος και πολύ πονηρός. Τα σκυλιά έγειραν πίσω από το βουνό, αλλά δεν άργησαν να έρθουν πάλι από τη δική μας πλευρά. Εγώ είχα πιάσει σ’ ένα μονοπάτι και περίμενα να έρθει προς εμένα, αφού τα σκυλιά έρχονταν πάνω μου. Τα σκυλιά έφτασαν σε μένα χωρίς όμως να έρθει και ο λαγός. Κατάλαβα ότι κάπου είχε στρίψει σε κοντινή απόσταση. Τα σκυλιά γύριζαν προς τα πίσω. Ο λαγός είχε ξαναπιάσει 50 μέτρα από μένα. Η FORESTA τον ξεφώλιασε, αλλά ο λαγός έφυγε αντίθετα από μένα και πήγαινε ευθεία προς τον πατέρα μου. Σε λίγο άκουσα δυο τουφεκιές και τα σκυλιά να σταματάνε. Κατάλαβα ότι τον είχε πάρει τον λαγό κι έφυγα να πάω να τον συναντήσω. Αφού είδα τον λαγό, ο πατέρας μου τον έβαλε στην τσάντα μου και συνεχίσαμε μήπως και βρούμε και κάποιο άλλο. Αφού διανύσαμε αρκετή απόσταση, τα σκυλιά άρχισαν να ντοριάζουν πάλι, αλλά επειδή ήταν περασμένη η ώρα, τα σκυλιά τον δούλευαν με δυσκολία. Αφού τον ξέκοψαν από την βοσκή του, τον έβαλαν στο βουνό, αλλά τον πήγαιναν σιγά-σιγά. Ο πατέρας μου ακολούθησε τα σκυλιά και μετά από λίγα μέτρα μου είπε να πάω πάλι στο μονοπάτι που ήμουν το πρωί. Αφού κάθισα γύρω στη μία ώρα δεν άκουγα τίποτα, ενώ είχε πάει μεσημέρι κι αποφάσισα να πάω προς το αυτοκίνητο. Βρήκα και τους δύο φίλους μας και πήγαμε στο αυτοκίνητο. Έβγαλα τον λαγό από την τσάντα και τον χαζεύαμε. Τότε δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα κι έτσι περιμέναμε τον πατέρα μου να έρθει. Σε λίγο ακούσαμε τα κουδουνάκια από τα σκυλιά να έρχονται προς εμάς και από πίσω ο πατέρας μου, λέγοντας «έλα πάρ ‘τον κι αυτός είναι ακόμα μεγαλύτερος». Χαμογέλασα και του λέω «σιγά μην βάρεσες λαγό». Τότε γυρνώντας το σακίδιό μου λέει, πάρ’ τον. Βάζω το χέρι μου απέξω και βλέπω ότι όντως κάτι είχε μέσα. Γυρνώντας κοιτάω γρήγορα μήπως έχει βγάλει τη μπλούζα του και την έχει βάλει μέσα στο σακίδιο. Διαπίστωσα όμως ότι την μπλούζα του την φόραγε. Μου ξαναλέει, «βάλε το χέρι σου μέσα και πάρ’ τον». Τότε σκέφτηκα μήπως είχε βάλει μέσα κανέναν σκαντζόχοιρο, αλλά δειλά-δειλά έβαλα μέσα το χέρι. Προς μεγάλη έκπληξη, είδα ότι είχε όντως πάρει λαγό και ήταν και πολύ μεγάλος. Αμέσως μας εξήγησε τι είχε συμβεί. Τα σκυλιά είχαν γυρίσει το ντορό του λαγού πίσω από το βουνό και ο πατέρας τον είχε «πάρει» στο ξεφώλιασμα, με συνέπεια να μην έχουμε ακούσει εμείς τις τουφεκιές. Ο πατέρας μου γελώντας είπε «θυμάσαι τότε που με κορόϊδευες ότι δεν άκουσα τις δικές σου τουφεκιές;»
Όλοι γελάσαμε, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων