Η προσαρμοστικότητα των ιχνηλατών

0

 

Οι απότομες αλλαγές στις συνθήκες ιχνηλασίας ενός τόπου δημιουργούν αιφνιδιαστικά νέα δεδομένα στην καθαρότητα των ιχνών καθώς και το βαθμό της παλαιότητας τους. Οι ιχνηλάτες, κάποιες φορές, δεν προλαβαίνουν να τα αντιληφθούν και να προσαρμοστούν άμεσα στα νέα αυτά δεδομένα, με αποτέλεσμα να μειώνεται αισθητά η απόδοση τους.

Του Μανούσου Χαλκιαδάκη
www.lagokinigi.gr

Οι τέσσερις εποχές του χρόνου όταν κυλούν και εναλλάσσονται ομαλά, σταδιακά επέρχεται ανάλογη αλλαγή στα καιρικά φαινόμενα και στις συνθήκες εδάφους. Μαζί με τις αλλαγές αυτές αλλάζουν σταδιακά και το ίδιο ομαλά και οι συνθήκες ιχνηλασίας. Αν, ο ρυθμός των αλλαγών αυτών, ακολουθεί το φυσιολογικό ρυθμό της αλλαγής των τεσσάρων εποχών του χρόνου, οι ιχνηλάτες προλαβαίνουν να τις αντιληφθούν και να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, χωρίς να χάνουν την αποτελεσματικότητά τους.
Το καλοκαίρι, για παράδειγμα, η γη (το χώμα και τα χόρτα) έχει ξεραθεί, η πρωινή υγρασία είναι υποτυπώδης και η θερμοκρασία είναι υψηλή. Αυτά τα δεδομένα δημιουργούν κακές συνθήκες ιχνηλασίας και γρήγορο ξεθώριασμα των ιχνών. Έτσι, ένα λαγόσκυλο που με το πρώτο φως της ημέρας βρίσκεται στον κυνηγότοπο, είναι δύσκολο να ιχνηλατήσει τα ίχνη από τις βοσκές του και γενικά όλα τα ίχνη που άφησε ο λαγός μέχρι σχεδόν τα ξημερώματα, γιατί αυτά έχουν σχεδόν σβήσει και δεν αναδύουν οσμή. Μόνο τα ίχνη της διαδρομής καθίσματος αναδύουν κάποιες αμυδρές οσμές, γιατί έχουν ήδη ξεθωριάσει παρά το γεγονός ότι ο λαγός έχει περάσει μόλις πριν λίγη ώρα. Αναγκάζεται λοιπόν το λαγόσκυλο να ιχνηλατεί μόνο ξεθωριασμένα ίχνη που τελικά, παρότι δείχνουν ξεθωριασμένα, οδηγούν πολύ γρήγορα στο λαγό, γιατί όπως είπαμε είναι ίχνη κοντινά στο γιατάκι.
Ιχνηλατεί δηλαδή ίχνη που δίνουν την αίσθηση ότι είναι ξεθωριασμένα, γιατί γνωρίζει ότι στην ουσία αυτά είναι φρέσκα και οδηγούν άμεσα στο λαγό. Επίσης την εποχή αυτή, η καθαρότητα της ατμόσφαιρας από άλλες οσμές, βοηθά το λαγόσκυλο να «πιάσει» τα ίχνη αυτά. Το ξεφώλιασμα μάλιστα είναι σίγουρο μόλις πλησιάσει το λαγόσκυλο στο γιατάκι, γιατί η οσμή του ίδιου του σώματος του λαγού (κώνος οσμής) είναι πολύ έντονη και απλώνεται γύρω από το λαγό, ανάλογα την ένταση και τη διεύθυνση του ανέμου, εξ’ αιτίας της πτητικότητας των μορίων της μυρουδιάς που προκαλεί η αυξημένη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, και έτσι βοηθά πάρα πολύ το λαγόσκυλο στον εύκολο εντοπισμό του λαγού στο γιατάκι του.

Ας δούμε τώρα το ίδιο λαγόσκυλο, στον ίδιο κυνηγότοπο αλλά σε διαφορετική εποχή, τέλη περιόδου κυνηγιού του λαγού για παράδειγμα, πως έχει διαφοροποιήσει την τεχνική του:
Το χειμώνα η γη έχει ντυθεί με πράσινη χλόη, το χώμα είναι υγρό, η υγρασία είναι έντονη και η θερμοκρασία πολύ χαμηλή. Τα δεδομένα αυτά δημιουργούν καλές συνθήκες ιχνηλασίας και διατήρηση των ιχνών του λαγού για πολλές ώρες. Έτσι, ένα ίχνος που άφησε ο λαγός από νωρίς χθες βράδυ (μόλις εγκατέλειψε το γιατάκι του), έχει διατηρηθεί πολύ έντονο και μπορεί να ιχνηλατηθεί άνετα από ένα λαγόσκυλο που την άλλη ημέρα το πρωί θα βρεθεί στον κυνηγότοπο. Εξυπακούεται ότι και όλα τα άλλα νυχτερινά ίχνη καθώς και αυτά της πρωινής διαδρομής του λαγού για το γιατάκι του, είναι επίσης έντονα και ανακατεμένα μεταξύ τους. Το λαγόσκυλο λοιπόν προσπαθεί από όλα αυτά τα φρέσκα και έντονα ίχνη, να ξεκαθαρίσει τα ίχνη (τα φρέσκα των φρέσκων) που οδηγούν στο γιατάκι. Μέσα στο Λαβύρινθο όλων των οσμών που δείχνουν όλες φρέσκιες, δεν τα καταφέρνει πάντα καλά, να ξεχωρίσει και να ακολουθήσει τα τελευταία πονηρά ίχνη που οδηγούν στο γιατάκι. Ιδίως αν έχει πολλές ημέρες να βρέξει, με πολύ δυσκολία φτάνει κάποιες φορές στο γιατάκι. Αλλά και κοντά στο γιατάκι αντιμετωπίζει δυσκολία, γιατί η πολύ χαμηλή θερμοκρασία της ατμόσφαιρας δε βοηθά στην έντονη μυρουδιά του σώματος του λαγού (κώνος οσμής) και την εξάπλωσή της στο γύρω χώρο για να τον αντιληφθεί και να του ορμίσει. Κάποιες φορές η μύτη του σκύλου περνά ελάχιστα εκατοστά από το σώμα του λαγού, χωρίς καν να τον μυριστεί. Αν μπορούσε λοιπόν κάποιος να καθάριζε το έδαφος από τις πολλές οσμές και να άφηνε μόνο τις πρωινές, τα πράγματα θα ήταν πολύ εύκολα ακόμα και για τα μέτρια λαγόσκυλα. Γι’ αυτούς τους λόγους θεωρούμε ιδανική τη χειμωνιάτικη βραδιά που βρέχει δυνατά μέχρι τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες, γιατί σβήνει τα ίχνη βοσκής και αφήνει μόνο τα πρωινά ίχνη που οδηγούν στο γιατάκι.

Από το καλοκαίρι λοιπόν μέχρι το χειμώνα, παρατηρούμε ότι, το ίδιο λαγόσκυλο στα ίδια εδάφη, πρέπει να κάνει μια μεγάλη αλλαγή στην τεχνική του για να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα. Όσο λοιπόν πιο ομαλή και φυσιολογική είναι η εναλλαγή των εποχών, καλοκαίρι – φθινόπωρο – χειμώνας, τόσο πιο ομαλά προσαρμόζεται το λαγόσκυλο στις νέες ιχνηλατικές συνθήκες της κάθε εποχής. Το φθινόπωρο δηλαδή, στο παραπάνω παράδειγμα, λειτουργεί σαν την μεταβατική περίοδο από το καλοκαίρι στο χειμώνα, δίνοντας την «πολυτέλεια χρόνου» στο λαγόσκυλο να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες ιχνηλασίας.
Τι γίνεται όμως όταν συμβούν απότομες αλλαγές στις παραπάνω συνθήκες και το λαγόσκυλο δεν έχει αυτήν την πολυτέλεια χρόνου να προσαρμοστεί;
Για παράδειγμα, αν μετά από ένα παρατεταμένο όψιμο καλοκαίρι, έχουμε έναν πρώιμο χειμώνα, είναι λογικό να συρρικνωθεί η χρονική διάρκεια του φθινοπώρου με τα φαινόμενά του (όχι η ημερολογιακή διάρκεια), και να μην μπορέσει να λειτουργήσει σαν μεταβατική περίοδος για το λαγόσκυλο. Γιατί μέχρι χθες, αφού δεν υπήρχαν έντονα ίχνη, έψαχνε για το ξεθωριασμένο ίχνος που τελικά ήταν αυτό που οδηγούσε άμεσα στο λαγό. Από σήμερα όμως, αφού όλες οι οσμές παλιές και νέες μυρίζουν το ίδιο έντονα, όχι μόνο το ξεθωριασμένο πρέπει να απορρίψει, αλλά και τα περισσότερα από αυτά που του «σπάνε τη μύτη» με την έντονη οσμή τους.
Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι όσο περισσότερη «ελαστικότητα προσαρμογής» διαθέτει ένα λαγόσκυλο, τόσο περισσότερο ανώδυνα αντεπεξέρχεται στις παραπάνω δυσκολίες που του εμφανίζονται, με συνέπεια να μη μειώνεται αισθητά η αποτελεσματικότητά του.
Έχει αποδειχτεί ότι όλες οι καθαρόαιμες ράτσες παρουσιάζουν μεγαλύτερη ελαστικότητα προσαρμογής από τα ημίαιμα λαγόσκυλα, αρκεί να χρησιμοποιούνται σε εδάφη κατάλληλα για τα εργασιακά προσόντα της ράτσας τους.
Η καταλληλότητα των εδαφών (και γενικότερα των συνθηκών ιχνηλασίας), σε σχέση με τα προσόντα της κάθε ράτσας, είναι ένας σοβαρός και σημαντικός παράγοντας που συντελεί στην άμεση προσαρμοστικότητα των ιχνηλατών. Λέγοντας βέβαια καταλληλότητα εδαφών και συνθηκών, δεν εννοούμε ότι για την παραμικρή διαφοροποίηση του εδάφους ή των συνθηκών ιχνηλασίας, χρειαζόμαστε και άλλον τύπο ιχνηλάτη. Απλά, η κάθε ράτσα, ανάλογα με τα σωματικά και τα εργασιακά της προσόντα, αποδίδει το μέγιστο δυνατόν αποτέλεσμα σε συγκεκριμένο φάσμα εδαφών και συνθηκών. Ίσως να υπάρχει γι’ αυτήν ο ιδανικός λαγότοπος με τις ιδανικές συνθήκες, αλλά και πάλι, όπως είδαμε παραπάνω δε θα επικρατούν κάθε μέρα και κάθε εποχή οι ίδιες αυτές συνθήκες. Εξάλλου στο πρακτικό κυνήγι και στα εκπαιδευτικά, αλλάζουμε κυνηγότοπο σχεδόν σε κάθε μας έξοδο, άρα εκ των πραγμάτων οι συνθήκες διαφοροποιούνται.
Στην αντίπερα όχθη βέβαια βρίσκεται μια άλλη άποψη, που λέει ότι: όπου και αν βρεθεί ένας καλός ιχνηλάτης πρέπει να προσαρμόζεται άμεσα και να φέρνει εξ’ ίσου το ίδιο άριστο αποτέλεσμα. Ίσως αυτή είναι άποψη λαγάδων που δεν έτυχε ποτέ να κυνηγήσουν σε ακραίες συνθήκες. Γιατί αν ένας λαγάς κυνηγά συνεχώς σε μεσαίου τύπου εδάφη με καλούς μέσου τύπου ιχνηλάτες, λογικό είναι πάντα να έχει επιτυχίες, γιατί οι ιχνηλάτες αυτοί με βάσει τα κυνηγετικά πρότυπα της ράτσας τους θα καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα εδαφών που όλα ή σχεδόν όλα θα είναι απόλυτα όμοια με αυτά τα εδάφη που στην πράξη κυνηγούν. Όμως ούτε η αποτελεσματικότητά των ιχνηλατών τους θα είναι η ίδια αν τύχει να κυνηγήσουν σε ακραίες συνθήκες ιχνηλασίας και εδάφους, ούτε αυτοί θα καταφέρουν να προσαρμοστούν άμεσα στα δύσκολα αυτά εδάφη.
Θυμάμαι τα λόγια ενός φίλου που έλεγε ότι «από τα καλύτερα σκυλιά είναι τα Γασκώνης, αλλά το μειονέκτημά τους είναι ότι κυνηγούν μόνο το χειμώνα και όχι το καλοκαίρι». Τον ρώτησα και μου είπε ότι κυνηγούσε μονίμως στους ξερότοπους του Ψηλορείτη στην Κρήτη και μάλιστα σε σημεία με αρκετά μεγάλο υψόμετρο. Λογικό ήταν λοιπόν τα συγκεκριμένα σκυλιά να αποδίδουν καλύτερα το χειμώνα που οι ιχνηλατικές συνθήκες ταίριαζαν κάπως με τις συνθήκες ιχνηλασίας των προτύπων τους και τον τρόπο εργασίας τους, ενώ το καλοκαίρι ήταν αδύνατον να προσαρμοστούν και να αποδώσουν, γιατί τα εδάφη του Ψηλορείτη βρισκόταν «εκτός του φάσματος καταλληλότητας εδαφών» για τα σωματικά και εργασιακά προσόντα του μικρού μπλέ της Γασκώνης. Είναι όμως σίγουρο ότι κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου τα αποτελέσματα των σκυλιών αυτών θα ήταν ασύγκριτα καλύτερα αν τα έβαζε σε πιο μαλακά και κατάλληλα εδάφη για τα προσόντα τους, και επίσης σίγουρο ότι μια άλλη εξειδικευμένη ράτσα για ξηρά ορεινά και πετρώδη εδάφη, θα τα κατάφερνε πολύ καλύτερα χειμώνα – καλοκαίρι στα εδάφη του Ψηλορείτη. Αυτό βέβαια σε καμιά περίπτωση δε θα σήμαινε ότι η μια ράτσα είναι καλύτερη από την άλλη, αλλά ότι διαθέτει κατάλληλα προσόντα που τη βοηθούν να προσαρμοστεί και να αποδώσει καλύτερα σε κάποια εδάφη. Σε κάποιο φάσμα εδαφών που παρουσιάζουν μεταξύ τους παρόμοιες συνθήκες, όπως βέβαια περιγράφεται στα εργασιακά πρότυπα της κάθε ράτσας.
Μπορεί λοιπόν το κάθε λαγόσκυλο σε όποιο έδαφος κι αν βρεθεί να καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για να προσαρμοστεί και να αποδώσει τα μέγιστα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πάντα θα έχει την ίδια αποτελεσματικότητα ανεξάρτητα από τις συνθήκες και τον τύπο εδάφους.

Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι, ένας καλός καθαρόαιμος ιχνηλάτης όταν βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το «οικείο» φάσμα εδαφών, θα μπορέσει να ξεδιπλώσει το ταλέντο του και θα έχει σταθερή απόδοση όλο το χρόνο γιατί θα παρουσιάζει μεγάλη και άμεση προσαρμοστικότητα στις όποιες αλλαγές του παρουσιάζονται. Αλλαγές, είτε λόγω των συνθηκών ιχνηλασίας, είτε λόγω της αλλαγής των εποχών του χρόνου, είτε λόγω της καθημερινής αλλαγής των κυνηγότοπων που σκοπίμως κάνουμε στα πλαίσια των εκπαιδευτικών ή της καθημερινότητας του πρακτικού κυνηγιού.

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων