Πού ήσουν πέρδικα γραμμένη…

0

Μου ‘πε ένα βράδυ ο πατέρας μου πως τα χαράματα θα πήγαινε για κυνήγι για πέρδικες και με ρώτησε αν ήθελα να πάω μαζί του κι αν μπορούσα να ξυπνήσω στις τέσσερις.

Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα από την λαχτάρα μου, μάλιστα ξάπλωσα χωρίς να γδυθώ. Δεν έβγαλα ούτε τα παπούτσια μου, γι’  αυτό ένιωσα τη νύχτα τη μητέρα να μου τα παίρνει απ” τα πόδια.

Τώρα που πέρασαν πολλά χρόνια από κείνη την ημέρα, θυμάμαι το πρώτο εκείνο περπάτημα και την ακατάπαυτη φωνή που με καλούσε η φλυαρία του δάσους, τη στιγμή που όλα μου τα νεύρα ακτινοβολούσαν δύναμη. Θυμάμαι την πλαγιά που κάτσαμε το απόγευμα και φάγαμε κι αν πάω καμιά φορά στο ίδιο μέρος, και τώρα ακόμα ακούω τα λόγια του πατέρα: «Κοίταξε γιε μου γύρω τους κάμπους. Να τα χαρείς και να τα περπατάς όσο σε παίρνουν τα πόδια σου. Είναι το δώρο του Θεού. Είναι δικά μας όλα, γιατί ανήκουν σ” εκείνον μόνο που τα διαβαίνει». Ευχαριστώ τον πατέρα μου, ευχαριστώ και την πέρδικα που μου χάρισαν τη φύση.

Είναι γεμάτα μαγεία και χαρίζουν όραμα τα βουνά κι οι κάμποι στον άνθρωπο, κι άμα έχουν μεγάλες ρεματιές, κι άμα έχουν νερομάνες στα πλατάνια τους από κάτω, κι άμα δεν έχουν παρά ένα μονοπάτι ανάμεσα σε γκρεμνούς και σε βράχους. Ύστερα ανοίγουν οι πλαγιές φορτωμένες με θυμάρι, κουμαριές, μυρτιές, ρείκια, πουρνάρια, αλεφασκιές, ακατσαριές, σκίνα, ρίγανες, κι ότι φυτό τόσο δα μικρό, που αγωνίζεται να σπρώξει τις μικρές του ρίζες πιο βαθιά για να βρει τα απομεινάρι του νερού το καλοκαίρι. Και να ζήσει πάνω στο χώμα.

Ως την κορφή. Κι από κει, σαν πελώρια λεκάνη, πλαγιά προς τα κάτω και πλαγιά στ” αντίπερα για την άλλη κορφή, αράδα η στεριά ανεβαίνει κατεβαίνει λαχτάρα μπρος στα μάτια σου, αν θέλεις να τη διαβείς.
Κι εκεί πολλά πράγματα. Θρόισμα, κελάηδημα, σούρσιμο, πέταγμα, βουητό, κελάρυσμα, παλμός για την καρδιά, μια τσίχλα τρελοκόριτσο, ένα κοτσύφι τρομαγμένο, καβουράκι στο ποτάμι, μια χελώνα που “πεσε σβέλτη στο νερό, και φρρ! Πέρδικες ξεσήκωσαν την ψυχή μου και τώρα τις κοιτάζω που πάνε πετώντας στρωτά στο λαιμό της απέναντι πλαγιάς.

Εκείνο το μέρος που πήγαν το ξέρω. Έχει μια απλωσιά στην κορυφή, τρεις αχλαδιές μπολιασμένες δροσάπιδα που κρατάνε ως το Δεκέμβρη. Κίτρινα φλουρί και δροσάτα τα αχλάδια και τα πεύκα έχουν στο γύρο τους μανιτάρια, κουμαριές και μυρτιές φορτωμένες. Από πάνω η ψιλή βροχούλα κι ο ήλιος του χειμώνα, ανάσα της από κάτω, και συ ο άνθρωπος με το νου, στη μέση τους με τις αισθήσεις!

Όλα αυτά μπορούμε να τα πούμε ποίηση, δεν τα έγραψα όμως για να κάμω ποίημα. Άφησα το στόμα μου να πει κάτι απ” την πλημμύρα της ψυχής μου με τον πιο απλό σκοπό. Να πάρω τον αναγνώστη συνοδεία στην πέρδικα που την ξέρουμε κυνηγημένη πάντα στα βουνά και τις λαγκαδιές. Μ” αυτό το κυνήγι της πολλοί έχουν περπατήσει πολύ, κι έχουν ζήσει τη φύση ως τα τρίσβαθα της προσφοράς της. Κρυφές μικρές πηγές, σταλαματιά σταλαματιά απ” τη ρίζα του βράχου, μοναχικά πεύκα στο κεφάλι του λόφου που ξαμώνουν παράξενα τους κλώνους και όλο ψιθυρίζουν, απόσκια στα πλευρά του ρυακιού, αγναντέματα αυγής που δεν τα ξέρει κανένας.  Το λιτό φαγητό στο κυνήγι και εκείνο το νερό που πέφτεις μπρούμυτα στο ρυάκι και πίνεις! Κάνει κυματάκια μπρος στα μάτια σου, πνίγεσαι απ’ όλο το ποτάμι. Το θυμάσαι εκείνο το ποτάμι και ξαναπερνάς, έχει γίνει δρόμος τώρα, εσύ κλαις και δε σε καταλαβαίνουν. Σήμερα οι πέρδικες λιγόστεψαν κι η καρδιά μου έπαψε πολύ να χτυπά για το κυνήγι τους. Έμεινε όμως στο αίμα μου μια λαχτάρα παρθένα πάντα που με παίρνει στα ίδια μέρη.

Τώρα περπατώ στο δάσος και μιλώ μοναχός μου. Καθίζω στην πηγή εκείνη κι ακούω να έρχεται από πέρα κάκαρα! κάκαρα! κάκαρα! ο αντίλαλος που περπατάει σ” όλη την έκταση και μπαίνει ως τα παιδικά μου χρόνια. Κάκαρα! κάκαρα! κάκαρα! Είδα τον κυνηγό που πάει μουλωχτά, άκουσα το μπαμ! Την είδα που πέταξε, κι ένιωσα το χτυποκάρδι της καθώς χώθηκε σχεδόν δίπλα μου.

«Άκουσε αγαπημένο μου πλάσμα του δάσους, άρχισα να της λέω. Στο χωριό ήξεραν ότι εδώ υπάρχει ένα κοπάδι πέρδικες, αλλού γύρω δεν υπάρχουν πια.

“Ήρθαν και ξανάρθαν, ήρθα κι εγώ. Σκοτώθηκαν σ’ αυτό το μέρος, πάνω από δώδεκα λογαριάζουνε. Μπορεί λοιπό να είσαι μόνη σου πια. Το κυνήγι κλείνει σε λίγο. Φυλάξου λοιπόν. Φυλάξου όσο μπορείς, και του χρόνου να μην κάνεις οικογένεια, γιατί αν μείνεις μια, κανείς δεν θα ξεκινήσει σ” αυτή την ερημιά, εφόσον δεν θα επισημάνουν κοπάδι. Παράτησε τον έρωτα. Είναι κακό πράγμα ο έρωτας. Θα γεμίσεις παιδιά, ύστερα θ” αρχίσουν τα τραγούδια και τα χτυποκάρδια, θα ανακατευθείτε στ” αμπέλια για σταφύλι, θα πάτε στο ρυάκι για νερό και θ” ανεβαίνεις στο βράχο να φωνάζεις τα παιδιά σου. Έτσι θα φτάσουν οι κυνηγοί και κάθε μέρα κάποιο παιδί σου θα κλαις ώσπου να χτυπήσεις κι εσύ στο χώμα σαν ένα κουβάρι». Έτσι της μιλούσα ενώ αυτή με τα δυνατά της ποδάρια έφθασε στην απέναντι πλαγιά, στητή κι ωραία. Εκεί βρήκε μια άλλη και μαζί άρχισαν να χουμίζονται. Ρίχνανε με τα ποδαράκια και τα φτερά του το χώμα στη ράχη κι ανακάτευαν τους πόθους με τη γη. Πήγε ο νους μου στην άνοιξη και την είδα να στήνει αυτί και κορμί και λαχτάρα αγνάντια στον ήλιο.

Κάκαρα! κάκαρα! κάκαρα! Και θυμήθηκα το τραγούδι που λένε στο χωριό τη δεύτερη μέρα του γάμου.

Ξύπνα νιε και νιόγαμπρε
Ξύπνα και την πέρδικά σου
Που χυμίζεται κοντά σου.

Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Του χρόνου θα “ναι πάλι η λαγκαδιά γεμάτη κακαρίσματα. Ο ευλογημένος έρωτας!
Έτσι την είδα την πέρδικα.
Περδικόστηθη, στητή, κυνηγημένη από έρωτα κυνηγάρα του έρωτα, Αφροδίτη, όχι η Πάνδημος ούτε η Ουρανία του Πλάτωνα, Αφροδίτη του δάσους που τρελαίνει αυτούς που την ερωτεύονται, για το κυνήγι στις πλάτες της γης.
Έτσι την είδα και στα τραγούδια μας.

Μια πέρδικα καυχήθηκε
Πως δεν εκυνηγήθηκε
Μα “γω την εκυνήγησα
Και την εγλυκοφίλησα.

Φαίνεται πως μες την ψυχή του ανθρώπου η πέρδικα στάλαξε το τραγικό σημείο της μοίρας που τον συνδέει με τον έρωτα για το κυνηγητό της λαχτάρας του την ώρα που είναι ακόμα όνειρο η χαραυγή της ζωής.

Όταν πάλι τραγουδάει:
Πέρδικα της ακρογιαλιάς που μάρανες το αηδόνι
Και το κάνες και περπατά τις νύχτες και μαργώνει

Δεν ξέρω αν, ο πρώτος που το τραγούδησε ή ο τωρινός που το λέει, αν μιλάει για κάποια αλληγορία, πρέπει όμως οπωσδήποτε να ομολογήσουμε, ότι εκείνη που δεν αφήνει το αηδόνι να κοιμηθεί είναι η πέρδικα, η κυνηγημένη σ” όλη της τη ζωή πέρδικα.

Είναι η γλυκιά κόρη που το ώριμο κορμί της, στήθηκε δίπλα στο θυμάρι ανοιξιάτικο, και το φλογερό της μάτι κοίταξε ανάμεσα απ’ τις χαραμάδες του σκίνου και της μυρτιάς, τη λάμψη του όπλου και καρφώθηκε γεμάτη χτυποκάρδι στο βάθος του θάμνου, ώσπου να ‘ρθει η στιγμή ναπλησιάσει το μουσούδι του σκύλου και φρρ! Να μπει στη μπούκα του σημαδευτή, κι από κει να γλιτώσει απλήγωτη ή πληγωμένη, ή να πέσει. Και συλλογιέμαι:  Έχει μεγάλες πολιτείες ο κόσμος με ψηλά ανάκτορα, με μεγάλους δρόμους, με ηλεκτρισμούς και φώτα και πολλούς ανθρώπους. Έχει εργοστάσια με ψηλές καμινάδες που κάνουνε φοβερά εργαλεία που τρώνε τους όγκους της γης και τους ανθρώπους. Μπουλντόζες με απαίσιες μασέλες, ντουφέκια, αεροπλάνα. Έχει μεγάλους κήπους με πολλά τριαντάφυλλα, πολλών λογιών καλοθρεμμένα λουλούδια, πολλά αγρίμια στα πάρκα, κι έχει και πολλές πέρδικες απ” την πιο πλουμιστή ως την πιο μικρόσωμη και καμαρωτή. Όμως η κυνηγημένη πέρδικα μόνο στα άγρια βουνά κακαρίζει.

(Το παραπάνω κείμενο, είναι από το βιβλίο: «Μορφές Ζωής»,
του Φώτη Βαρέλη, που τυπώθηκε τον Απρίλιο του 1971
από τις εκδόσεις Ελληνικό Βιβλίο.)

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων