H πυρίτιδα της Δημητσάνας, μια ιστορική αναδρομή

0

Η Δημητσάνα υπήρξε ανέκαθεν τόπος επαγγελματικής παραγωγής μπαρούτης. Σε αυτό συνηγορούν πολλές γραπτές πηγές, αλλά και η τοπική παράδοση. Είναι ήδη γνωστό σύμφωνα με πολλές πηγές και μαρτυρίες, ότι τα ύστερα προεπαναστατικά και τα επαναστατικά χρόνια η Δημητσάνα υπήρξε κέντρο ανεφοδιασμού σε πυρίτιδα που παραγόταν στους 14 μύλους που λειτουργούσαν με τα νερά του κεφαλαριού του Αγίου Ιωάννη στην κατωφέρεια του φαραγγιού του Λούσιου που σχηματίζεται κάτω από αυτόν.

Αν και δεν υπάρχουν επαρκείς λεπτομερείς μαρτυρίες αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της επαγγελματικής αυτής απασχόλησης των Δημητσανιτών, είναι βέβαιο ότι η Δημητσάνα παρήγε μπαρούτι ήδη από την πρώτη Τουρκοκρατία, αν όχι από την υστεροβυζαντινή περίοδο. Η μπαρούτη χρησιμοποιείτο για πολεμική και για εκρηκτική χρήση και συχνά και για λογαριασμό των Τούρκων.

Η κατασκευή μπαρούτης από μπαρουτόμυλους συνέχισε σύμφωνα με μαρτυρίες και κατά την Ενετική περίοδο (τέλη 17ου – αρχές 18ου αι.) μέχρι και τα επαναστατικά χρόνια (βλ. [3]). Σύμφωνα με εξακριβωμένες τοπικές μαρτυρίες, φαίνεται ότι τα πρώτα χρόνια η επαγγελματική παραγωγή μπαρούτης γινόταν σε μικρές ποσότητες από μερικές οικογένειες (με απασχόληση μελών τους) για εξασφάλιση πρόσθετου εισοδήματος και βασιζόταν σε πρωτόγονες τεχνικές επεξεργασίας. Το είδος αυτό παραγωγής ενδεχομένως να χρησιμοποιήθηκε και αργότερα (όπως κατά την επανάσταση του 21), για την κάλυψη αυξημένων αναγκών ζήτησης. Το παραγόμενο μπαρούτι χρησιμοποιείτο για πολεμικούς σκοπούς, για κατασκευή φουρνέλων και για το κυνήγι.

Αλλά αυτό που έχει αναμφίβολα ενδιαφέρον είναι πως και που οι ντόπιοι παραγωγοί μαρούτης – κοινώςμπαρουξήδες (ή μπαρουτάδες) σύμφωνα με τη δημητσανίτικη έκφραση -, επρομηθεύοντο το δισεύρετο νίτρο (νιτρικό κάλιο), το οποίο αποτελεί και τη βασική πρώτη ύλη. Δεδομένου επίσης ότι η παραγωγή μπαρούτης απαιτεί μια ιδιαίτερη πολύπλοκη και λεπτή επεξεργασία, εξ’ ίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει φυσικά και ο τρόπος κατεργασίας που χρησιμοποιήθηκε από τους Δημητσανίτες μπαρουξήδες.

Η αναζήτηση των πρώτων υλών

Οι απαιτούμενες πρώτες ύλες για την παραγωγή μπαρουτιού είναι το θειάφι, το κάρβουνο και το νίτρο (νιτρικό κάλιο) – κοινώς βερτζιλές -, σε ποσοστά πρόσμειξης 10%, 15% και 75% αντίστοιχα. Όσον αφορά στην εξεύρεση τους, πρόβλημα υπήρχε ασφαλώς μόνον με το τελευταίο, αφού το κάρβουνο εύκολα μπορούσε να παραχθεί με καύση ξύλων (κληματόβεργες, σφάκες), ενώ το θειάφι μπορούσε να μεταφερθεί από τα ηφαιστειογενή νησιά του Αιγαίου.

Σύμφωνα με μαρτυρίες (Μιχαήλ Οικονόμου κ.ά.) το απαραίτητο νίτρο οι Δημητσανίτες παραγωγοί συνέλεγαν από σπηλιές και από περιοχές των οποίων τα εδάφη είχαν ειδική σύσταση, όπως ήταν η Αττική και η Μονεμβασιά.

Ειδικότερα όμως, τοπικές παραδόσεις και πηγές αναφέρουν ότι ποσότητα νίτρου παραγόταν επίσης μετά από ειδική κατεργασία ξεραμένης κοπριάς που συσσωρευόταν σε σπηλιές του Λούσιου και της Πελοποννήσου, όπου οι τσοπάνηδες συνήθιζαν να χειμαδιάζουν με τα κοπάδια τους. Με τη συλλογή της κοπριάς -βοτάνι του μπαρουτιού κατά τη δημητσανίτικη έκφραση – ασχολούνταν μερικοί Δημητσανίτες, οιβοταναραίοι, οι οποίοι μετακινούνταν ειδικά για το σκοπό αυτό. Μάλιστα για την προέλευση αυτή του νίτρου, συνηγορούν εμμέσως αρκετές μαρτυρίες που επικεντρώνονται κυρίως στην αγορά από τους επιτρόπους του Ναού της ’γιας Κυριακής (1795, Κώδικας Καθεδρικού Ναού Αγίας Κυριακής) καθώς και σε πράξεις ενοικίασης σε βοταναραίους της περιοχής (βλ.[2]), ειδικών εργαλείων (σιδερόφτυαρων με μακριά δυνατή λαβή), απαραίτητων για τη συλλογή της σκληρής μάζας του βοτανιού. Το ενοίκιο καταβαλλόταν συνήθως σε οκάδες νίτρου.

Η κατεργασία του βοτανιού για παραγωγή νίτρου, αν και δεν είναι πλήρως γνωστή, βασιζόταν στο βράσιμο κοπριάς (γιδοφούσκι) σε ειδικά καζάνια, η οποία τελικά έδινε στο πάνω μέρος της την λευκή κρυσταλλική ύλη του νίτρου. Η ύλη αυτή μαζευόταν κατόπιν με ειδικές διάτρητες κουτάλες (“κεψές”) για να απλωθεί για ξήρανση στον ήλιο.

Μπαρουτόμυλοι και επεξεργασία της μπαρούτης

Τα προεπαναστατικά χρόνια, όταν η ζήτηση μπαρούτης άρχισε να αυξάνεται, δεδομένου μάλιστα του ότι και οι Τούρκοι εφοδιαζόντουσαν με δημητσανίτικο μπαρούτι, οι Δημητσανίτες μπαρουξήδες οδηγήθηκαν σταδιακά στη χρήση της υδροκίνησης, δηλαδή στη κατασκευή των πρώτων υδρόμυλων-μπαρουτόμυλων, με την εκμετάλλευση της υδατόπτωσης που εξασφάλιζε η κατωφέρεια που εκτείνεται από το κεφαλάρι του Αγίου Ιωάννη προς τοΠαλαιοχώρι.

Όπως και ο αλευρόμυλος, ο μπαρουτόμυλος βασίζεται στη υδροκίνητη λειτουργία ενός ειδικού μηχανισμού, δηλαδή στην κίνηση που προκαλείται από υδατόπτωση (κρέμαση) νερού το οποίο διοχετεύεται με ορμή μέσα από ειδικά βαγένια. Η κατωφέρεια του Αγίου Ιωάννη επέτρεπε τη διαδοχική δημιουργία και λειτουργία τέτοιων μύλων, με δυνατότητα εκμετάλλευσης και νέας υδατόπτωσης κάτω από την αρχική. Αυτό εξηγεί και τη σταδιακή κατασκευή αρκετών μπαρουτόμυλων.

Ο μπαρουτόμυλος ήταν πετρόκτιστο κτίριο, συνήθως ορθογώνιο, κεραμοσκεπές και εξοπλισμένο, με χωμάτινο δάπεδο, παράθυρα, βαθουλώματα και εξωτερικά πεζούλια. Αν και η τεχνική επεξεργασίας βελτιώθηκε με την πάροδο των χρόνων, τα βασικά μέρη του μηχανισμού σε συνδυασμό με την περιγραφή λειτουργίας του εν συντομία είναι:

Φτερωτή, ξύλινος τροχός με φτερά, έξω από το μύλο, που περιστρέφεται με την υδατόπτωση γύρω από οριζόντιο άξονα,
Οριζόντιος άξονας, στηριγμέος κατά μήκος του μύλου, πάνω στον οποίο στερεώνεται η φτερωτή, η οποία και του μεταδίδει μόνιμη ρυθμική κίνηση. Στο άλλο άκρο του στηρίζεται σε υπερυψωμένη βάση.
Χουλιάρια, ξύλινα έγκεντρα που φέρει κατά μήκος του ο οριζόντιος άξονας.
Κοπάνια (κόπανα), κατακόρυφα έμβολα που αντιστοιχούν στα χουλιάρια, τα οποία καταλήγουν χαμηλά σε πιο πλατιά διαμόρφωση μορφής ρόζου ή γροθιάς. Ο οριζόντιος άξονας μέσω των χουλιαριών τους μεταδίδει παλινδρομική κίνηση.
Χαβάνια, δηλαδή γουδιά που σχηματίζουν αντίστοιχες στα κοπάνια και ίσες στον αριθμό κοιλότητες στο έδαφος, οι οποίες περιέχουν το μείγμα με την πρώτη ύλη σε καθορισμένη ποσότητα και αναλογία. Το μείγμα κτυπιέται και συνθλίβεται με το ρυθμικό κτύπημα των κοπανιών.
Η επεξεργασία της πυρίτιδας, όπως περιγράφεται παραπάνω, από την υδροκίνητη λειτουργία του μπαρουτόμυλου, αποτελεί και την κύρια φάση κατεργασίας της. Όλες οι φάσεις της κατεργασίας της για την κατασκευή του τελικού προϊόντος συνοψίζονται:

Ζύμωμα των πρώτων υλών με νερό: προκαταρκτική φάση.
Κύρια φάση: Τοποθέτηση του μείγματος των πρώτων υλών στα γουδιά και κύρια κατεργασία για 24 ώρες περίπου. Για καλύτερη ανάμειξη ο μπαρουξής μεταφέρει με μια κουτάλα μικρές ποσότητες από το ένα χαβάνι στο άλλο.
Ξεχαβάνιασμα: μεταφορά μείγματος σε σκάφη για νέο ζύμωμα με νερό και διαμόρφωσή του σε εύπλαστες μικρές μάζες (κεφάλια). ” Μεταφορά των κεφαλιών στη χαμοκέλα για να ξεραθούν.
Τεμαχισμός με μαχαίρι, την επομένη μέρα, των κεφαλιών σε λεπτές λουρίδες και τοποθέτησή τους μέσα σε λιόπανα στην λιάστρα, για πλήρη ξήρανση με τον ήλιο και με τον αέρα.
Κοσκίνισμα: μεταφορά στη χαμοκέλα, κοσκίνισμα από μεγάλα ορθογώνια κόσκινα που κρέμονται από την οροφή του μύλου, με τη βοήθεια κομματιών ξύλου μέσα σ’ αυτά (για καλύτερο αποτέλεσμα), και συγκέντρωση των παραγόμενων κόκκων σε σκάφες, τοποθετημένες από κάτω.
Γυάλισμα: υποβολή των κόκκων του μπαρουτιού σε τριβή για εξασφάλιση στιλπνότητας και αντοχής στην υγρασία, πράγμα που προσέδιδε ποιότητα στην μπαρούτη. Οι κόκκοι τοποθετούνταν σε βαρέλι προσαρμοσμένο στον οριζόντιο άξονα της φτερωτής ο οποίος και του μετέδιδε περιστροφική κίνηση κατά την λειτουργία του μύλου. Επειδή το γυάλισμα καθυστερούσε την παραγωγή, οι μπαρουξήδες το αντικατέστησαν αργότερα με τον γραφίτη.
Συσκευασία σε μεταλλικά δοχεία ή σε γκαζοντενεκέδες (το πολύ μέχρι 9 οκάδες για το κυνήγι και 16 οκάδες για φουρνέλα).
Πλήρης αναπαράσταση της λειτουργίας των μπαρουτόμυλων και της παραγωγής μπαρούτης δίνεται στον αποκατεστημένο μπαρουτόμυλο του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης της Δημητσάνας.

Υπολογίζεται ότι ένας τέτοιος μύλος με 8 χαβάνια απέδιδε σε 24 ώρες 25 οκάδες καθαρό μπαρούτι. Στα μεταγενέστερα χρόνια η λειτουργία των μπαρουτόμυλων εκσυγχρονίσθηκε με την αντικατάσταση του συστήματος με τα κόπανα και τα γουδιά από σύστημα που βασιζόταν στην περιστροφική κίνηση πάνω σε μικρό κτιστό αλώνι ενός μεγάλου κωνικού λιθαριού. Το λιθάρι αυτό ήταν προσαρμοσμένου στο κέντρο του αλωνιού, περιστρεφόταν γύρω από κάθετο άξονα, και συνέθλιβε το μείγμα των πρώτων υλών που ήταν απλωμένο από κάτω.

Με τον παραπάνω τόπο φαίνεται να λειτούργησαν οι 14 μπαρουτόμυλοι κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγωνα του 21, που πολλά προσέφερα σ’ αυτόν. Μετά την απελευθέρωση η Δημητσάνα διατήρησε τιμιτικά το προνόμιο της παραγωγής και εμπορίας πυρίτιδας. Από το 1910 επεβλήθη φορολογία στους βιοτέχνες μπαρούτης.

Από τότε μέχρι και σήμερα, η Δημητσάνα παράγει συνεχώς μπαρούτη διαφόρων μορφών. Οι παλιοί μύλοι φυσικά έχουν εκσυγχρονισθεί. Σήμερα λειτουργεί με ηλεκτρική πλέον ενέργεια ένας μεγάλος μπαρουτόμυλος, σαν οργανωμένη ιδιωτική βιομηχανική μονάδα, η οποία συμβάλει στην οικονομία της Δημητσάνας.
Πηγές:

1. Γορτυνιακά, τόμος Γ’ , Αθήναι 1999.
2. Τ. Α. Γριτσόπουλου: “Ιστορία της Τριπολιτσάς”, τ. Β’, Αθήναι 1976.
3. Γ. Μπιτούνη: “Η Μαρούτη της Δημητσάνας από τον 17ο αι. μέχρι σήμερα”, Αθήνα 1989.
4. Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Γεν. Γραμματεία Περιφ. Πελ/σου.
5. Εγκυκλοπαίδεια “Δομή”, 2006

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων