Ο Αναστάσης και ο «κεντητός λαγός»

0

Ήταν ο καλύτερος λαγοκυνηγός ο μπάρμπα-Γιώργης ο Μπούφης από του Λάλα. Όλο το χωριό είχε να το κάνει! Κυνηγούσε όλα τα θηράματα με επιτυχία, αλλά στον λαγό ήταν το κάτι άλλο, ήταν άπιαστος! Μα και σαν άνθρωπος ήταν καλόβολος, γελαστός, ήσυχος και πολύ πλακατζής. Όλοι τον σέβονταν και τον αγαπούσαν στην γύρω περιοχή. Το μόνο ψεγάδι του μπάρμπα-Γιώργη ήταν ο γιος του ο Αναστάσης.
Όλοι έλεγαν ότι είναι «ζαβός», μα εκείνος μάλλον το διασκέδαζε. Τον βόλευε έτσι, γιατί έκανε ό,τι ήθελε χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν κι ούτε να έχει επιπτώσεις από τις πράξεις του, που ήταν στο σύνολό τους μάλλον επιπόλαιες.

Του κ. Νικολαϊδη Παναγιώτη από Βούλα
http://old.kynigesia.gr/

Κάπου κρυφά μέσα του ο Αναστάσης ζήλευε τον πατέρα του για τη φήμη που είχε σαν λαγοκυνηγός και βάλθηκε να του μοιάσει. Να του μοιάσει όμως όχι γιατί του άρεσε ή αγαπούσε το κυνήγι, αλλά γιατί περισσότερο απ‘ όλα του άρεσε η φήμη και η δόξα. Σκεφτόταν τον εαυτό του στο καφενείο του χωριού, ανάμεσα στους συγχωριανούς του, να τους επιδεικνύει με καμάρι τα κατορθώματά του και έβλεπε την φήμη του να μεγαλώνει και να απλώνεται πέρα από τα όρια του χωριού του, μα και πέρα ίσως από τα όρια του κράτους…
Φανταζόταν όταν θα περπατούσε στους δρόμους του χωριού φουσκωμένος σαν Γάλλος, τι θα γινόταν! Όλες οι κοπέλες του χωριού, παντρεμένες κι ανύπαντρες, θα έλιωναν για χατίρι του! Αποφάσισε λοιπόν να μιλήσει στον πατέρα του…! Κι έτσι ένα πρωί Κυριακής, μετά την εκκλησία άδραξε την ευκαιρία…
Ο πατέρας του, ο μπάρμπα-Γιώργης, δεν πίστευε στ’ αυτιά του. «Ο Αναστάσης κυνηγός;» μονολόγησε. «Μπράβο! Ας το δω κι αυτό κι ας πεθάνω! Αυτός ούτε το ένα μάτι δεν μπορεί να κλείσει. Τέλος πάντων!»
Έτσι έβγαλε από το σεντούκι το καλό το δίκαννο του με τα κοκόρια, που το φύλαγε ως κόρη οφθαλμού, το παλιό κυνηγετικό μαχαίρι, κειμήλιο κι αυτό του παππού, το υφαντό ταγάρι με το κεντητό ταγαρόσκοινο, μα πάνω απ’ όλα την ευχή του παππού για τον εγγονό του, που φιλοδοξούσε να γίνει κυνηγός σαν κι αυτόν, μιας και είχε το όνομά του.
Αν είναι να γίνει κυνηγός ο Αναστάσης, σκέφτηκε, ας γίνει με όλες τις τιμές και τις δόξες…! Όμως βαθιά μέσα του δεν το πίστευε πραγματικά. Έτσι, ένα ξημέρωμα ο Αναστάσης ζώστηκε το ταγάρι, έβαλε στην τσέπη του μερικά φυσίγγια απ’ αυτά που γέμιζε ο πατέρας του, φόρεσε στη ζώνη το κυνηγετικό μαχαίρι, πήρε γεμάτος καμάρι το δίκαννο με τα κοκόρια. Έριξε μια κλεφτή ματιά, όλο νόημα, στην φωτογραφία του παππού και ξεκίνησε μαζί με τον πατέρα του… Μα το βουνό ήταν κακοτράχαλο, το κρύο τσουχτερό κι αυτός ο κατεργάρης ο λαγός δεν ερχόταν κοντά του κι έπρεπε αυτός να πάει να τον βρει. Άσε που το περπάτημα ήταν κουραστικό! Κι αυτές οι ντουφεκιές που αναγκαζόταν να ρίχνει αραιά και που, γιατί δεν έβρισκαν ποτέ τον στόχο τους; Έτσι μετά από πολύ «ώριμη» σκέψη έβγαλε το συμπέρασμα. Μάλλον το ντουφέκι θα έφταιγε…
Είδε κι απόειδε ο μπάρμπα-Γιώργης, πήγε με τον Αναστάση για λαγό μια-δυο-τρεις-πέντε-δέκα φορές, κάποια μέρα απογοητεύτηκε.
– Άκου Αναστάση, του λέει. Εσύ παιδί μου δεν κάνεις για κυνηγός. Δεν είναι ντροπή, παράτα τα όσο είναι νωρίς. Το κυνήγι δεν είναι ούτε μαγκιά, ούτε επίδειξη. Το κυνήγι είναι αγάπη, είναι μεράκι, είναι τρόπος ζωής. Πρέπει να αγαπάς τη φύση πολύ για να σου αποκαλύπτει τα μυστικά της!
Ο Αναστάσης, που φοβόταν να μην ρεζιλευτεί στο χωριό, δεν το έβαλε κάτω και με ύφος επαγγελματία κυνηγού του απάντησε θυμωμένος
– Άκου πατέρα, εγώ αύριο θα σου φέρω λαγό…
– Άμα φέρεις εσύ λαγό, εγώ θα τον φάω με τα μαλλιά, απάντησε ο πατέρας του.
Πρωί – πρωί ξαναζώστηκε τα κυνηγετικά ο Αναστάσης, απέφυγε χαρακτηριστικά να ρίξει ματιά στη φωτογραφία του παππού και ξαναξεκίνησε…
Τον βρήκε αποκαμωμένο το μεσημέρι, με άδειο το ταγάρι, άδειο το δίκαννο και με ένα φυσίγγι μόνο στην τσέπη, αφού οι τουφεκιές είχαν πάει στον «γάμο του Καραγκιόζη» και ο λαγός «να του κάνει μήνυση» όπως συνήθιζαν να λένε οι κυνηγοί στο χωριό σε περίπτωση αστοχίας…
Ακούμπησε σε μία πέτρα αποκαμωμένος. Πιο κάτω στην πλαγιά, ένα τσοπανόπουλο που έβοσκε τα λιγοστά πρόβατά του είδε τον Αναστάση και του φώναξε με φανερή τη διάθεσή του για αστεία.
– Γεια χαρά Αναστάση. Σε βλέπω οπλισμένο σαν αστακό και βάζω στοίχημα ότι θα έχεις πάνω από δέκα λαγούς στο ταγάρι σου.
– Γεια σου και σένα Κυριάκο. Μπα, δεν έχω προλάβει να χτυπήσω τίποτα ακόμα. Μόλις τώρα βγήκα. Απάντησε ο Αναστάσης κοιτάζοντας το ταγάρι του τσοπανόπουλου, που φαινόταν σαν κάτι μέσα να κουνιέται. Και συνέχισε:
– Τι έχεις μέσα στο ταγάρι σου; Σαν να σειέται, μου φαίνεται.
– Α, μπα, δεν είναι τίποτα. Ένα λαγό βρήκα στο γιατάκι του και τον έπιασα με την κάπα μου, του απάντησε με απάθεια ο Κυριάκος…
Τότε στο μυαλό του Αναστάση ανάψανε χίλια λαμπάκια και χτυπήσανε δύο χιλιάδες κουδουνάκια και του ήρθε σαν κεραυνός η φαεινή ιδέα.
Η διαπραγμάτευση που ακολούθησε ήταν σκληρή, μα ο Αναστάσης έφυγε ευχαριστημένος. Τι κι αν αναγκάστηκε να ανταλλάξει το παλιό κυνηγετικό μαχαίρι, κειμήλιο του παππού, αφού μέσα στο υφαντό του ταγάρι με το κεντητό ταγαρόσκοινο είχε έναν ολόκληρο λαγό και μάλιστα ολοζώντανο;
Τώρα μπορούσε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Στο μυαλό του στριφογύριζε η στιγμή που θα τον πήγαινε στον πατέρα του και στους άλλους συγχωριανούς. Θα έκλεινε τα στόματά τους μια για πάντα. Θα έπαιρνε το αίμα του πίσω. Ήταν μάλιστα πολύ περίεργος να δει τον πατέρα του πώς θα φάει τον λαγό με τα μαλλιά! Όμως, καμιά εκατοστή μέτρα πριν το σπίτι του, σταμάτησε απότομα. Θα ήταν μάλλον μια από τις λίγες φορές, για να μην πω ελάχιστες, που το μυαλό του λειτούργησε κανονικά.
– Μα τι κάνω; σκέφτηκε.
Υποτίθεται ότι τον λαγό τον έχω ντουφεκίσει εγώ κι αφού τον έχω ντουφεκίσει, λογικά θα πρέπει να είναι ψόφιος. Πω, πω! Ρεζίλι θα γίνω… Τότε στο μυαλό του τα χίλια λαμπάκια ξαναναψάνε και τα δύο χιλιάδες κουδουνάκια ξαναχτυπήσανε! Και βρήκε τη λύση. Έκοψε το κεντητό ταγαρόσκοινο από το υφαντό ταγάρι, έδεσε με τη μια του άκρη τον λαγό από το πίσω πόδι και από την άλλη την έδεσε σε μία ρίζα από πουρνάρι. Έβγαλε το τελευταίο φυσίγγι από την τσέπη του, το έβαλε στο δίκαννο κι έκανε καμιά εικοσαριά βήματα πίσω. Σημάδεψε με τέχνη και χάρη σκοπευτή και πάτησε την σκανδάλη…
Και ω του θαύματος! Ο λαγός ξεχύθηκε στην κατηφόρα με μεγάλη ταχύτητα, σέρνοντας πίσω του το μισό κομμένο, κεντητό ταγαρόσκοινο από την τουφεκιά «ακριβείας» του Αναστάση. Ο μπάρμπα-Γιώργης ο Μπούφης, ο πατέρας του, που άκουσε την τουφεκιά, πετάχτηκε με ανησυχία στην αυλή για να δει τι έγινε…
Το θέαμα που αντίκρισε ανεπανάληπτο! Εκεί στη λάκκα ο «κεντητός λαγός» να τρέχει μπροστά και ξωπίσω του να τρέχει ο «κανακάρης» του και επίδοξος λαγοκυνηγός, φωνάζοντας, βρίζοντας και φασκελώνοντας.
Μα ο λαγός πού να σταματήσει. Και το χειρότερο ήταν ότι καθώς έτρεχε ο Αναστάσης, έσερνε πίσω του από τον αορτήρα το καλό δίκαννο του παππού με τα κοκόρια πάνω στις πέτρες…
Μετά από καμιά ώρα γύρισε ο Αναστάσης πίσω στο σπίτι καταϊδρωμένος, εξουθενωμένος και χωρίς τον λαγό φυσικά.
Σωριάστηκε φαρδύς-πλατύς σε μια πολυθρόνα πετώντας επιδεικτικά ό,τι είχε απομείνει από τα κυνηγετικά του σύνεργα στο πάτωμα.
– Δεν ξαναπάω για κυνήγι πατέρα, είπε. Θα γίνω ψαράς…
– Εγώ στο είπα, του λέει ο πατέρας του. «Ούτε δεμένο λαγό δεν μπορείς να σκοτώσεις» και βιάστηκε να απομακρυνθεί πριν το πιάσουν τα γέλια, αφού η κοντινότερη θάλασσα ήταν δώδεκα ώρες δρόμο με το μουλάρι…
Η ιστορία αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή. Συνέβη πολλά χρόνια πριν στο χωριό του πατέρα μου, όταν το θήραμα ήταν άφθονο και οι άνθρωποι ακόμα αγνοί και σας την περιγράφω όπως μου την διηγήθηκε ο ίδιος ο πατέρας μου, Γεώργιος Νικολαϊδης.

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων