Όταν κάηκε το χωριό μου…

0

Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε το 2007 από τον Νίκο Φωτακόπουλο και δημοσιεύτηκε στο Έθνος-Κυνήγι όταν η φωτιά είχε κάψει πια τα πάντα στο Γούμερο Ηλείας και συνέχισε ακάθεκτη να αφανίζει τα χωριά του Μωριά στο διάβα της.

Αναδημοσιεύουμε εδώ το εξαιρετικό αυτό κείμενο αναλογιζόμενοι πόσα πράγματα έχουν αλλάξει από αυτά που περιγράφονται, στα χωριά μας, πόσο πιο ευαισθητοποιημένοι και πόσο πιο σοφοί έχουμε γίνει ως πολίτες και ως πολιτεία, μετά την τρομακτική εμπειρία εκείνων των πυρκαγιών;

 

ΣΑΣ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ ΤΟ ΓΟΥΜΕΡΟ
Κείμενο: Ν. Φωτακόπουλος
Φώτο : Νίκος & Nάσος Φωτακόπουλος
http://kynoclub.gr/

Στο χωριό μου έχουμε δύο μεγάλες εκκλησίες μέσα στον «οικιστικό ιστό» και καμιά …δεκαριά περιμετρικά. Δεν έχουμε όμως ούτε μια κοινοτική υδροφόρα, έστω και συρόμενη με τρακτέρ!
– Στο χωριό μου έχουμε ποδοσφαιρική ομάδα (και γήπεδο), αλλά δεν έχουμε εθελοντική πυροσβεστική ομάδα. – Στο χωριό μου έχουμε μερικούς νοματαίους που εργάζονται σαν εποχικοί αμειβόμενοι δασοπυροσβέστες, αλλά δεν έχουμε εθελοντές δασοπυροσβέστες.
– Στο χωριό μου ο παπάς καλεί τους χωριανούς κάθε Κυριακή πρωί στην εκκλησία για να λειτουργηθούν και τους μιλάει για την κάθαρση της ψυχής, αλλά δεν τους κάλεσε ποτέ να καθαρίσουν τα ξερόχορτα κάτω από τα πεύκα γύρω από το χωριό.
– Στο χωριό μου, δεν έχει γίνει ποτέ ένα σεμινάριο πρόληψης ή κατάσβεσης πυρκαγιών, γίνεται όμως «πολιτιστικός Αύγουστος», όπου κυριαρχεί η υποκουλτούρα της κυρίας «Εφης Θώδη» και του κυρίου Τερλέγκα του οποίου, ας με συγχωρέσετε, μου διαφεύγει το μικρό του όνομα.
– Στο χωριό μου δεν υπάρχει ούτε ένας πυροσβεστικός κρουνός…
– Στο χωριό μου όλα τα ρέματα και τα καταράχια έχουν γεμίσει με μπάζα, σκουπίδια, ψυγεία, πλυντήρια, λάστιχα, μπουκάλια και κάθε είδους σκουπιδαριό.
– Στο χωριό μου ζητάμε από τους πολιτικούς να φτιαχτεί ο δρόμος μπροστά από το σπίτι μας, αλλά ποτέ δεν ζητήσαμε αντιπυρική ζώνη.
– Στο χωριό μου τα περισσότερα σπίτια έχουν πια καλοριφέρ που καίει πετρέλαιο και όχι τζάκια που καίνε τα χαμόκλαδα, που κάποτε τα μαζεύαμε από το δάσος καθαρίζοντάς το.
– Στο χωριό μου ο «Καποδιστριακός» δήμαρχος δεν ξέρει τους δασικούς και τους αγροτικούς δρόμους, που είναι γεμάτοι από κάθε είδους σκουπίδια-προσανάμματα, οπότε δεν στέλνει και εργατικό προσωπικό (που έτσι και αλλιώς δεν διαθέτει).
– Στο χωριό μου «σφαζόμαστε» με τον γείτονα για μισό μέτρο γης. Σιγά που θα πλαταίναμε τον δρόμο για να περάσει η πυροσβεστική και τα οχήματά της.
– Στο χωριό μου είχαμε πειστεί πώς στην εποχή μας μόνο τα αεροπλάνα σβήνουν τις φωτιές. Μέχρι που καήκαμε και αλλάξαμε γνώμη..!
– Στο χωριό μου κάποτε ένας ξενόφερτος φωτισμένος δάσκαλος πήγε εκδρομή τα παιδιά στο δάσος για να τους μιλήσει γι’ αυτό, αλλά εμείς τον κατηγορήσαμε ότι …λουφάρει!
– Στο χωριό μου ήρθαν για να σβήσουν την φωτιά που έκαιγε τα σπίτια μας 30 Γάλλοι δασοκομάντος από 3.000 χιλιόμετρα μακριά. Δεν ήρθε όμως (σχεδόν) κανένας από τους 2.000-3.000 «Αθηναίους» συχωριανούς μου να βοηθήσει την ώρα της αγωνίας και της συμφοράς.

Μήπως όσα συμβαίνουν στο δικό μου χωριό συμβαίνουν και στο δικό σας;

Η ΛΑΙΛΑΠΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ… Και άλλες φορές έχει πιάσει φωτιά στο χωριό μου, και άλλες φορές κάηκε αυτός ο τόπος. Όμως πάντα κάτι γλίτωνε. Είτε πάνω είτε κάτω, η μια πλευρά του χωριού έμενε ανέπαφη. Ακόμα και εκεί που η φωτιά σάρωνε τα πάντα στο διάβα της πάντα άφηνε ένα θύλακα δάσους, έτσι σαν ένα αποκούμπι και καταφύγιο για τα πετούμενα και τα ζωντανά. Έτσι, σαν ένα σπόρο για την αναγέννηση που θα ‘ρχόταν την επόμενη άνοιξη. Αυτή την φορά όμως η καταστροφή μοιάζει να είναι ολοκληρωτική… «Ήταν πολύ καλό σκυλί η «Φρίτα», λέει δακρύζοντας ο Φώτης Ασημακόπουλος. «Ήταν τριών χρόνων και σε ένα πρωινό μπορούσε να βγάλει δυο και τρεις λαγούς. Όταν μας έζωσε η φωτιά έλυσα όλα τα σκυλιά να φύγουν να γλιτώσουν.. Έτρεξαν και σώθηκαν. Μόνο αυτή στάθηκε άτυχη. Μπλέχτηκε στα σύρματα και κάηκε». Σκύβει πάνω στο άψυχο κουφάρι και απλώνει το χέρι σε ένα τελευταίο χάδι. Κοιτάζει πέρα προς την καμένη ράχη και μονολογεί: «Πάει η Φρίτα, πάνε οι λαγοί, πάει το κυνήγι. Τελειώσαμε εμείς…». Τι να πεις σε έναν κυνηγό που δακρύζει για το σκυλί του. Τι να πεις σε ένα κυνηγό που δακρύζει για τα θηράματα, για τα κυνηγοτόπια, για το χωριό του, για το ίδιο του το βιός; Απλά σωπαίνεις και συμμετέχεις στο βουβό κλάμα.

Λίγα μέτρα πιο πέρα, τα άψυχα κουφάρια από ένα κοπάδι πρόβατα που κάηκαν μαζεμένα σε μια εσοχή εδάφους, εκεί που τα οδήγησε ο πανικός της φωτιάς. Δεν έμαθα πώς λέγανε τον ιδιοκτήτη τους, ούτε τόλμησα να τον ρωτήσω όταν τον είδα να παρακολουθεί σιωπηλός το μηχάνημα του δήμου να ανοίγει τον ομαδικό τάφο όπου θα κατέληγαν οι κόποι μιας ζωής.

Και τα λιόδεντρα; Τίνος να ήταν; Εδώ, σε αυτόν τον τόπο, όλοι έβγαζαν μόνοι τους το λάδι του σπιτιού. Και οι περισσότεροι πούλαγαν το περίσσευμα συμπληρώνοντας το εισόδημά τους. Άλλος 50 δέντρα, άλλος 100 ή περισσότερα, όλοι λίγο πολύ είχαν στραφεί σε αυτή την ασχολία, μια και στο χωριό μου δεν προσφέρεται ο τόπος για άλλες καλλιέργειες. Ελιές και αμπέλια είχαν οι περισσότεροι. Άντε και μερικά πρόβατα, καμιά κατσίκα και πολλές κότες. «Αγροτική οικιακή οικονομία» και αυτάρκεια όπως θα ‘λεγαν οι … κατέχοντες της επιστήμη της οικονομικής ανάπτυξης και των μοντέλων της αγροτικής παραγωγής. Και κοντά στους αγρότες αρκετή μαστοράντζα (οικοδόμοι, σιδεράδες, πλακάδες κ.λ.π.) που ζούσε κυρίως από τους «Αθηναίους» που έκτιζαν στα πατρώα εδάφη για να μπορούν να κατεβαίνουν τα Σαββατοκύριακα. Ο λεγόμενος τουρισμός του Σαββατοκύριακου είχε αρχίσει να εμφανίζεται και εδώ, προσφέροντας αισιοδοξία για το μέλλον.. Όχι πώς το χωριό μου δεν έχει κόσμο. Χίλιους και βάλε νοματαίους έχει. Και σχολείο και γυμνάσιο που μαζεύει και τα παιδιά των γειτονικών χωριών. Η πυρκαγιά λοιπόν που σάρωσε την Πελοπόννησο σάρωσε και το χωριό μου. Σάρωσε τα πάντα…. Τα δάση, τα λιόδεντρα, τα αμπέλια, τα εξοχικά, τα κοπάδια και μαζί τους κόπους και τα όνειρα δεκαετιών… Μαζί σάρωσε και τα όνειρα κάποιων που επέστρεψαν σαν συνταξιούχοι, για να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους στο χωριό και στο σπίτι που γεννήθηκαν.

Για κάποιους το κυνήγι ήταν ένα ακόμα δυνατός λόγος που έμειναν ή που γύρισαν στο χωριό. Ένας σημαντικός λόγος, όπως αποδεικνύουν οι αριθμοί, ήταν το κυνήγι. Μια βασική προτεραιότητα των συγχωριανών μου. Άλλωστε, 200 κυνηγοί σε ένα χωριό 1.000 κατοίκων δεν είναι κάτι το συνηθισμένο. Τα χρόνια που ακολούθησαν τη φωτιά οι κάτοικοι μειώθηκαν στους 600 και δυστυχώς οι περισσότεροι από όσους αναγκαστικά ξενιτευτήκαν, δεν επέστρεψαν ποτέ στο χωριουδάκι τους που είναι και το δικό μου χωριουδάκι…

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων