Το κυνήγι με Τρανσυλβανικούς Ιχνηλάτες (Transylvanian Hound)

0

Ο Τρανσυλβανικός ιχνηλάτης ήταν η αυθεντία του «περπατητού» κυνηγίου ακόμα και στις παλιές εποχές κατά την άφιξη των Αρχαίων Μαγυάρων στην Ευρώπη. Το «περπατητό» κυνήγι με ιχνηλάτες βασίζεται στην αρχή ότι το θήραμα καταδιώκεται από τα σκυλιά στην συνηθισμένη του διαδρομή ( αυτήν που επιθυμεί), ανηφορίζοντας την πλάγια του βουνού, κυρίως κατευθυνόμενο προς το ”σαμάρι” των λόφων.

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΜΠΑΤΖΙΔΗ
www.facebook.com/giannis.ampatzidis

14124547_895534903879840_1618497174607177173_o Γνωρίζοντας την πορεία κατά την οποία θα προσπαθήσει να διαφύγει το θήραμα, οι κυνηγοί, ξεκινώντας από την αλλαγή στα ίχνη, άπλωναν τα δίχτυα τους ή ακόμα μερικές φορές δημιουργούσαν λάκκους. Τότε, με το συμφωνηθέν σινιάλο, το οποίο ήταν συνήθως ο ήχος από κέρατο (κόρνα), ο χειριστής των σκύλων ελευθέρωνε την ομάδα των κυνηγόσκυλων (τρανσυλβανικών ιχνηλατών) στους πρόποδες του βουνού. Οι ιχνηλάτες εργαζόντουσαν σιωπηλοί έως ότου έβρισκαν ίχνη του θηράματος. Όταν έφθαναν στα ίχνη ξεκινούσαν να γαβγίζουν με τον τυπικό και ξεχωριστό τους τρόπο. Η φωνή τους γινόταν ψιλή όταν έβρισκαν ίχνη μικρών θηραμάτων, ενώ σε μεγαλύτερα θηράματα βάραιναν τον τόνο της φωνής τους. Εκείνοι οι οποίοι γνώριζαν τα σκυλιά από τον ήχο του γαυγίσματος τους, ήξεραν και τι είδος θηράματος καταδίωκαν. Τα δύο-τρία ή τέσσερα σκυλιά που απόλυαν την ίδια στιγμή , μπορούσαν να συνεργαστούν άψογα… Ερευνούσαν σιγά, βήμα-βήμα, δεν καταδίωκαν, αλλά «χαζό-έσπρωχναν», καθοδηγούσαν, όπως το τσοπανόσκυλο το κοπάδι «σταμπάρωντας» το θήραμα προς τους κυνηγούς, μη αφήνοντας το θήραμα να τρέξει μακριά από την συνηθισμένη του πορεία. Όταν έφταναν κοντά πλέον στο θήραμα, άρχιζαν να το κατευθύνουν προς τον κυνηγό, εξαντλώντας και απορροφώντας όλη του την προσοχή.

14102524_895534707213193_1476593314442216368_nΤότε τα «Kopo» και το θήραμα μάχονταν εμπρός του κυνηγού. Οι σκύλοι εργάζονταν «κάτω από το όπλο». Ένα θήραμα που είχε πρόθεση να ξεσπάσει, περικυκλωμένο από τα σκυλιά, συνήθως στεκόταν μαχητικά απέναντι στους ιχνηλάτες. Τα Kopos, πηδούσαν παράπλευρα με φοβερή επιδεξιότητα από το επιτιθέμενο μεγάλο θήραμα και αμέσως ξεκινούσαν να επιτίθενται πίσω, από όλες τις πλευρές έως ότου το θήραμα είχε χτυπηθεί από το όπλο. Το ανεξάρτητο στυλ αυτών των σκύλων το οποίο πρακτικά δεν είναι επηρεασμένο από τον άνθρωπο, μπορεί μόνο να εξηγηθεί από την γενετική αξία που έχει συσσωρευτεί στο πέρασμα χιλιάδων χρόνων.

Αυτός ο τρόπος κυνηγίου απαιτούσε απόλυτη ανεξαρτησία από τα Kopo, καθώς η επιτυχία του κυνηγίου εξαρτιόταν από αυτά. Το Kopo εξακολουθεί και τρέχει 50-60 χιλιόμετρα κατά την διάρκεια του κυνηγίου. Χάρις την αξιοσημείωτη ικανότητα της αίσθησης προσανατολισμού του, ακόμα και αν το θήραμα το παρασύρει πολύ μακριά, μπορεί να επιστρέψει στους κυνηγούς ή στο τέλος του κυνηγίου μπορεί να βρει το σημείο από το οποίο ξεκίνησε όλο το κυνήγι.

14107727_895534797213184_2779273766328933020_oΑρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν ότι στην εποχή της μετανάστευσης σκυλιά τύπου Kopo, ζούσαν στη λεκάνη των Καρπαθίων. Τα κυνηγόσκυλα έφτασαν με την κατάκτηση των Ούγγρων και αναμίχθηκαν με τους διατηρημένους απογόνους αυτών των σκύλων που ζούσαν ήδη εκεί, αυτά των Κελτών. Έτσι σχηματίστηκε η γραμμή Pannon-Kopo, ο άμεσος πρόγονος του Τρανσυλβανικού ιχνηλάτη, τον 11ο – 12ο αιώνα. Τα Kopo είχαν απεικονισθεί στις μινιατούρες παλαιών χρόνων, και η πρώτη γραπτή μορφή, όπου αναφέρονταν προέρχεται από 1237. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, και λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του κυνηγίου και τα φυσικά χαρακτηριστικά της λεκάνης των Καρπαθίων, τα ατελείωτα πυκνά δάση, οι ψηλές κορυφογραμμές, διαμόρφωσαν την σκελετική δομή του Τρανσυλβανικού ιχνηλάτη και σφυρηλάτησαν τον χαρακτήρα του, δημιουργώντας ένα εξαιρετικά ανθεκτικό, ενθουσιώδη και γενναίο κυνηγόσκυλο, με εξαιρετικές ικανότητες οσμής και προσανατολισμού. . Αυτά τα κυνηγόσκυλα που αναπτύχθηκαν στην Τρανσυλβανία πρωτοπαρουσιάστηκαν ως διακόσμηση σε ανάγλυφα και κύπελλα του 1600.

Ο Τρανσυλβανικός ιχνηλάτης εκτρεφόταν σε δύο παραλλαγές. Μια από αυτές είναι η έκδοση με τα μακριά πόδια (μακρυπόδαρος) και η άλλη είναι η έκδοση με τα κοντά πόδια (κοντοπόδαρος). Τα μακρυπόδαρα Kopo χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για δασικές εκτάσεις και για κυνήγι μεγάλων θηραμάτων, στο παρελθόν για βίσωνες, στη συνέχεια σε αγριογούρουνα, αρκούδες και σε λίγκες, ενώ το κοντοπόδαρο χρησιμοποιήθηκε σε θαμνώδες έδαφος για τα μικρά θηράματα, αλεπού, λαγός, καθώς και για τις βραχώδεις περιοχές για αγριοκάτσικα.

Σήμερα μόνο το μακρυπόδαρο έχει αναγνωριστεί από το FCI, αλλά το κοντοπόδαρο Kopo αναπαράγεται από ορισμένους εκτροφείς που θα ήθελαν να το δουν να αναγνωρίζεται ως την δέκατη ουγγρική ράτσα σκύλου.

14199249_895534720546525_3013470319282416641_nΚατά τον 19ο αιώνα, ο Τρανσυλβανικός ιχνηλάτης ήταν αρκετά διαδεδομένος τόσο στην Ουγγαρία όσο και στην Τρανσυλβανία. Δυστυχώς, εξαιτίας των αλλαγών στην Λεκάνη των Καρπαθίων, η αποστράγγιση βάλτων και η αποψίλωση των δασών, ώθησε το κυνήγι με τα Kopo πίσω στις Τρανσυλβανικες ορεινές περιοχές και η Ουγγρική γραμμή των Kopo εξαφανίστηκε. Αφού κατέστη σαφές ότι η Ρουμανία δεν μπορεί να πάρει το Kopo και να αναγνωριστεί ως η εθνική φυλή σκυλιών τους και λόγω ενός Ρουμανικού κανονισμού που εκδόθηκε το 1947, ο οποίος χαρακτήρισε την φυλή ως επιβλαβή για τα άγρια ζώα, διέταξε την εξόντωση των Κopοs, μαζί με τα Ουγγρικά Greyhound. Με αυτή τη ρύθμιση, η φυλή σχεδόν καταδικάστηκε σε θάνατο.

Μεταξύ 1944 και 1969, δεν ανακοινώθηκαν γέννες και από το μητρώο της FCI η φυλή είχε εξαφανιστεί. Ευτυχώς, υπήρξαν κάποιοι αφιερωμένοι πιστοί της φυλής, οι οποίοι δεν άφησαν τον Τρανσυλβανικό ιχνηλάτη να εξαφανιστεί. Στο Μαραμαροσζιγκέτ (Maramarossziget) βρήκαν Kopo τα οποία εξακολουθούσαν να εκτρέφονταν σε καθαρές γραμμές αίματος, δυο εκ των οποίων επιτυχώς πήγαν στην Ουγγαρία και η εκτροφή της φυλής μπορούσε να αρχίσει ξανά. Αφού προετοιμάσθηκε το Ουγγρικό πρότυπο της φυλής, η FCI, επισήμως και διεθνώς αναγνώρισε τον Τρανσυλβανικό ιχνηλάτη ως την ένατη φυλή σκύλων της Ουγγαρίας, το 1968.

Σήμερα: Χρησιμοποιείται πλέον από κυνηγούς κατ’ αποκλειστικότητα για το κυνήγι του αγριόχοιρου, αφού έχει έμφυτες τις ιδιότητες να αναζητεί και να κυνηγά με πάθος, υπομονή και επιμονή τους αγριόχοιρους, διαθέτοντας «επιφυλακτικότητα» στη φάση της «στάμπας». Μπορεί να αντεπεξέλθει κυνηγετικά κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες, αφού στα Καρπάθια Όρη (η δεύτερη σε μήκος οροσειρά της Ευρώπης) το φθινόπωρο διατηρούνται υψηλές θερμοκρασίες λόγω της αυξημένης υγρασίας και τον χειμώνα παρατεταμένο ψύχος με πολλά χιόνια στις γύρω ημιορεινές και ορεινές περιοχές. Μπορεί να εργαστεί μόνο του αλλά και μαζί με τρία-πέντε σκυλιά. Στην Ουγγαρία σήμερα διεξάγονται συχνά αγώνες εργασίας πάνω στον «αγριόχοιρο» κάτω από αυστηρά κριτήρια, όπου πλέον, έχουν δημιουργήσει ένα αξιόλογο κυνηγόσκυλο για το μεγάλο θήραμα…

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων