Το κυνήγι της μπάλιζας στην Αγουλινίτσα

0

Γύρω στο 1968, η μεγάλη λιμνοθάλασσα της Αγουλινίτσας, κοντά στον Πύργο, αποξηράνθηκε και αποδόθηκαν στην καλλιέργεια περίπου 35.000 στρέμματα ποτιστικά και εύφορα. Όμως «ουδέν καλόν αμιγές κακού».
Το «αμιγές κακού» το αναφέρω, γιατί όλοι οι κάτοικοι των μικρών παραλίμνιων χωριών, μηδέ της Αγουλινίτσας που τώρα λέγεται Επιτάλιον, ζούσαν σχεδόν αποκλειστικά από τη λίμνη σαν ψαράδες κεφάλων, λαβρακιών, χελιών που αφθονούσαν και από το κυνήγι της μπάλιζας, που έμεναν κατά χιλιάδες από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τις αρχές του Απριλίου.

Οι περισσότεροι λοιπόν από αυτούς τους ανθρώπους, που δεν ήξεραν άλλη δουλειά, εκπατρίστηκαν κι επειδή η δουλειά που έκαναν ήταν μεροδούλι-μεροφάι, δεν είχαν κεφάλαια για ενοικίαση, ήρθαν άλλοι, κεφαλαιούχοι γαιοκτήμονες, που όπως ακούω κάνουν χρυσές δουλειές, γιατί η αποκαλυφθείσα γη είναι πολύ γόνιμη σε απόδοση, κυρίως σε καλαμπόκι. Εγώ ό,τι θυμάμαι τώρα, έπειτα από τόσα χρόνια, θα γράψω για την γοητευτική εκείνη εποχή, που ο σημερινός κάμπος ήταν τότε λίμνη με τα ψάρια της, τα χέλια της, τις αναρίθμητες μπάλιζές της και την ιδιομορφία του κυνηγιού τους.

Το κυνήγι της μπάλιζας τότε διέπετο από άγραφους νόμους και κανόνες, που τηρούνταν σχολαστικά. Αίφνης, πριν από την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου απαγορευόταν να πέσει έστω και μία τουφεκιά στις χιλιάδες μπάλιζες. Την πρώτη Κυριακή όμως, ως δια συνθήματος, έπαιρνε μία πανηγυρική όψη όλη η παραλίμνια περιοχή και μαζευόντουσαν εκατοντάδες μονόξυλα, απ’ όλα τα γύρω χωριουδάκια, κυνηγοί από τον Πύργο, την Πάτρα, την Καλαμάτα, που είχαν φροντίσει να νοικιάσουν μονόξυλα με τον σκουντηχτή τους, τον άνθρωπο που με ένα μακρύ κοντάρι το έσπρωχνε.
Τα περισσότερα μονόξυλα είχαν δύο άτομα, τον κυνηγό και στον σκουντηχτή. Πολύ λίγα είχαν ένα που ήταν και κυνηγός και σκουντηχτής και ήταν αρκετά μικρότερα. Όλος λοιπόν αυτός ο «στόλος» έφτιαχνε ένα ημικύκλιο και προχωρούσε σιγά-σιγά προς ένα τεράστιο μαύρο τάπητα, που ήταν οι μπάλιζες, που κι αυτές προχωρούσαν κολυμπώντας. Αυτή η κίνηση γινόταν με πρίμο αέρα, γιατί τα υδρόβια σηκώνονται πάντα κόντρα στον άνεμο, σαν τα αεροπλάνα κι έτσι έφταναν σχεδόν στη στεριά, πεταγόντουσαν προς τα μονόξυλα, όπου άρχιζε η «μάχη», που η πρώτη φάση κρατούσε περίπου μία ώρα. Μετά τα πουλιά σκόρπιζαν, διαλυόταν και η παράταξη και ο καθένας κυνηγούσε για το εαυτό του.

Οι μπάλιζες δεν ξαναπετούσαν εύκολα και γινόντουσαν εύκολη λεία για τους περισσότερους που τις χτυπούσαν καθιστές με τα μπροστογεμή όπλα τους, γιατί οι περισσότεροι ήταν φτωχοί άνθρωποι από τα γύρω χωριά και σπάνια έβλεπες τότε οπισθογεμές όπλο. Ένα μέρος όμως από αυτά τα πουλιά περιφέρονταν πετώντας γύρω στα 40-50 μέτρα κι αυτά χτυπούσαμε με τον πατέρα μου, που παρουσίαζαν κάποια δυσκολία και κάναμε ωραίες τουφεκιές. Μπάλιζα καθιστή δεν είχαμε χτυπήσει ποτέ, όπως και ούτε φάει ποτέ, γιατί έχουν μία έντονη μυρωδιά βούρκου και οι περισσότεροι δεν τις τρώνε, αφού εκτός αυτού, το να μαδήσεις αυτό το πουλί είναι πολύ δύσκολο, επειδή το τελευταίο του πτίλωμα είναι κατά τέτοιο τρόπο ριζωμένο στο δέρμα του, που τις κάνουν γδαρτές.
Παρόλα αυτά, όλα τα γύρω χωριά και στον Πύργο, που ήταν κοντά, τις τρώνε πολύ ευχάριστα, επειδή έχουν συνηθίσει αυτή την άσχημη – για άλλους – οσμή. Μερικοί κυνηγοί από την Καλαμάτα που σκότωναν μερικές μπάλιζες από τις λίγες που είναι στο βάλτο της Μεσσήνης, έχοντας ακούσει ότι εμείς που πηγαίναμε στην Αγουλινίτσα σκοτώναμε πολλές, θα ξέραμε και τον καλύτερο τρόπο μαγειρέματός τους, κατέφευγαν στον πατέρα μου για να τον μάθουν.
Ο πατέρας μου λοιπόν, στερεότυπα έδινε την παρακάτω χιουμοριστική συνταγή:
«Αφού τις γδάρετε – γιατί δεν μαδιούνται – τις ξεκοιλιάζετε και βάλτε ένα αναμμένο κάρβουνο μέσα τους να πάρει την πολλή βουρκίλα. Τις βάζετε κατόπιν σ’ έναν τέντζερη, τις αλατίζετε, τους βάζετε πιπέρι, σκόρδα, κρεμμύδια, λίγο νερό και μπόλικο λάδι και τις βάζετε να βράσουν για 3-4 ώρες. Μετά, παίρνετε ένα πιρούνι κι αν μπαίνει εύκολα στο κρέας τους, τότε σημαίνει πως είναι έτοιμες, οπότε… τις παίρνετε και αν έχετε βορινό παράθυρο τις … πετάτε μαζί με τον τέντζερη».
Αυτό όμως δεν θα πει ότι πολλοί δεν τις έτρωγαν πολύ ευχαρίστως, αν σκεφτεί μάλιστα κανείς πως πολλοί λαοί έχουν για εκλεκτά εδέσματα σκύλους, φίδια, σαύρες, κατσαρίδες και για να μην πάμε πολύ μακριά, μερικοί από τους γείτονές μας Ιταλούς, όπως οι Βενετσιάνοι, έχουν για καλό φαγητό τις γάτες.
Ένα άλλο είδος κυνηγών της λίμνης ήταν οι «πελαγοτάδες», όπως τους έλεγαν. Αυτοί ήταν φτωχοί άνθρωποι, που δεν είχαν μονόξυλο κι επειδή οι μπάλιζες πετώντας δεν φθάνουν ποτέ σε απόσταση βολής από την ξηρά και τα νερά της λίμνης, τουλάχιστον 100 μέτρα από την στεριά, δεν είναι κρύα, επειδή πέφτουν τα νερά από τις θερμές πηγές του Καϊάφα, φοράνε ό,τι παλιόρουχα έχουν και προχωρούν καμιά 60αριά μέτρα μέσα στη λίμνη με κάτι παλιοντούφεκα, μπροστογεμή, κρεμάνε τη μπαρουτοθήκη στο λαιμό τους και τα καταφέρνουν και σκοτώνουν 2-3 μπάλιζες που γι αυτούς είναι κάτι, αν λογαριάσει κανείς ότι μία μπάλιζα είναι σχεδόν όσο και μία κότα.
Πλησιάσαμε έναν τέτοιο κυνηγό που επέπλεαν δύο τέτοιες μπάλιζες μπροστά του, είχε κρεμασμένη στο λαιμό του τη μπαρουτοθήκη του και τυλιγμένο το λαιμό του μ’ ένα κασκόλ. Ήταν αστείο το θέαμα κι αφού χαιρετηθήκαμε, τον ρώτησα γιατί φοράει το κασκόλ. Μου απάντησε πως ήταν κρυωμένος ο λαιμός του. Του λέω κι εγώ «τι σόι κρύωμα είναι αυτό, αφού είσαι στο νερό μέχρι τον αφαλό» και μου λέει «πως δεν είναι … ο αφαλός του κρυωμένος, αλλά ο λαιμός του»! Άντε να του απαντήσεις…
Το στοιχειό όμως της λίμνης ήταν ο Σπύρος ο Σπαθής – φίλος του πατέρα μου – τον οποίο γνώρισα σε μεγάλη ηλικία αλλά θαλερότατο. Παρότι είχε σπίτι στο χωριό, είχε ένα καλύβι στη λίμνη, όπου κυνηγούσε και ψάρευε, κυρίως χέλια. Ήταν ο καλύτερος κυνηγός της περιφέρειας κι από τους λίγους που είχαν οπισθογεμές όπλο με διαμέτρημα 12, που του είχε στείλει ένας αδελφός του από την Αμερική. Είχε 4-5 παιδιά που κάθε μέρα ήταν στους σταθμούς του Ανεμοχωρίου και της Αγουλινίτσας, πουλώντας μπάλιζες και χέλια. Ήταν ένα ψηλός, ωραίος άντρας, με το όπλο συνεχώς στον ώμο του, που είχε γίνει σχεδόν μέλος του σώματός του.
Την τελευταία φορά που είχα πάει μόνος μου, μου είχε πει ο πατέρας μου να παρακολουθήσω ένα βράδυ την ιεροτελεστία του Σπαθή, το πως γεμίζει τα φυσίγγια του, που ήταν μεταλλικά και τα γέμιζε συνεχώς. Πήγα κι εγώ ένα βράδυ στο καλύβι του, όπου επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία. Είχε ένα κρεβατάκι σε μια άκρη και σκόρπια από δω κι από κει σακουλάκια με μπαρούτη Δημητσανίτικη, ντενεκέδες με σκάγια, χαρτόνια που έκανε τάπες κι αναρίθμητους κάλυκες παντού. Σε ένα παλιοτράπεζο που κουνιόταν σαν μεθυσμένος ναύτης υπήρχαν μια εφημερίδα και καμιά οκά μπαρούτη, δίπλα σε μια λάμπα πετρελαίου αναμμένη, σκόρπιοι κάλυκες παντού. Και ο γέρο Σπύρος ο Σπαθής έτοιμος ν’ αρχίσει το γέμισμα.

Δεν μπορώ να πω ότι αισθάνθηκα ασφαλής, κυρίως όταν άρχισε να βάζει μπαρούτη στα πρώτα φυσίγγια και βάζοντας τάπα από χαρτόνι, έβαζε ένα ξύλο μέσα στο φυσίγγι και με ένα μεγάλο ξύλινο σφυρί (ματσόλα), άρχισε να κοπανάει. Τραπέζι, λάμπα, μπαρούτη, φυσίγγια πήγαιναν κι ερχόντουσαν σαν βάρκα σε φουρτούνα κι ο γέρο-Σπύρος ατάραχος, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα! Και το ‘βαλα στα πόδια. Ήμουν σχεδόν βέβαιος πως πολύ γρήγορα θα μάθαινα πως ο Σπαθής θα είχε μεταβληθεί, σε μικρογραφία, σε ολοκαύτωμα, σαν το Αρκάδι… Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ κι ο γέρο-Σπύρος πέθανε σε βαθύτατο γήρας, ευτυχισμένος στο καλύβι του με καλά παιδιά και που είχε την τύχη να πεθάνει πριν από την αποξήρανση, γιατί έτσι και το’ βλεπε αυτό θα ξεραινόταν κι ο ίδιος μαζί με τη λίμνη του, που ήταν η ζωή του. Ήρθε η μέρα που θα έφευγα και ήταν η τελευταία φορά που πήγα στην Αγουλινίτσα. Το απόγευμα της παραμονής ήρθε και με πήρε ο Γιάννης, ο γιος του Σπαθή με το μονόξυλό του, να κάνουμε την τελευταία βόλτα στη λίμνη. Το περιστατικό που θα προσπαθήσω να περιγράψω είναι σχεδόν απίστευτο, αλλά αληθινό.

Όπως ανοιχτήκαμε στη λίμνη, μαζί με άλλα λίγα μονόξυλα, ήταν δίπλα μας ένα μικρό μ’ ένα κυνηγό μαζί και σκουντηχτή, ο οποίος ήταν σχεδόν ξαπλωμένος για να δείχνει μικρότερο στόχο για να ζυγώνει πιο κοντά στις μπάλιζες.
Εκείνο που διέκρινα ήταν ένα μακρύ μονόκαννο, που όταν τουφεκούσε μ’ έκανε και γελούσα, γιατί εκτόξευε κάτι αναμμένες εφημερίδες που έβαζε τάπες στη μπαρούτη του. Ρώτησα τον Γιάννη αν τον γνώριζε και μου είπε πως ήταν ένα φουκαράς από το χωριό Σαμικό, που κυνηγούσε με ένα καριοφίλι. «Δηλαδή τσάγκρα», εννοείς του είπα. «‘Όχι» μου απάντησε, «με αληθινό καριοφίλι». «Για ζύγωσε να το δούμε», του λέω και τον πλησιάσαμε. Εκείνη τη στιγμή είχε σταματήσει και με ένα ντενεκεδάκι έβγαζε νερά που φαίνεται πως έμπαζε το ξεχαρβαλιασμένο μικρό μονόξυλό του. Αφού τον χαιρέτησα, έκπληκτος είδα στην κουπαστή ακουμπισμένο ένα καριοφίλι. Τον ρώτησα πώς μπορούσε και κυνηγούσε μ’ αυτό και μου απάντησε πως δεν είχε λεφτά να πάρει καλύτερο. «Και πώς σού ΄πεσε στα χέρια σου;» του λέω. Όπου μου απαντάει κατά λέξη τα παρακάτω:
Όπως μου είπε ο γέρο-παππούς μου, που το είχε, ήταν το πατέρα του, που ήταν παλικάρι του Παπαφλέσσα και που γλίτωσε με θαύμα της Αγια-Βαρβάρας από τα νύχια του Μπραήμη, στο Μανιάκι. Ανατρίχιασα μ’ αυτά και κοίταξα τον Γιάννη ερωτηματικά, που μου έγνεψε με το κεφάλι πως ήταν σωστά.
Τον ρώτησα αν μπορούσα να το πιάσω στα χέρια μου, μου είπε «μετά χαράς», δίνοντάς μου το, αφού κατέβασε το πολύπλοκο πυροδοτικό του σύστημα, τσακμακόπετρες, κ.λ.π. Όταν τό ’πιασα τα χέρια μου, τά ‘χασα. ΄Ήταν ένα αυθεντικό καριοφίλι, χωρίς καμιά τροποποίηση, σε άριστη κατάσταση, χωρίς οξειδώσεις, λες και είχε βγει εκείνη την ώρα από το ιταλικό εργοστάσιο που διαβαζόταν ευκρινώς το όνομά του στην αρχή της κάννης του Carlo–e-Figli (δηλ. Κάρλο – ε – Φίλι), που πάει να πει Κάρολος και υιοί, που εμείς το φτιάξαμε καριοφίλι.
Το χάιδεψα με θαυμασμό, στοργή κι ευγνωμοσύνη, αναλογιζόμενος πόσους εχθρούς της πατρίδας μας θα είχε ξεκάνει, έτσι που να επιτρέψει σε μένα να κάνω το κέφι μου, κτυπώντας μπάλιζες. Τον παρακάλεσα για λίγο ν’ αλλάξουμε όπλα και να κυνηγήσουμε ο καθένας με το όπλο του άλλου, που δέχτηκε ευχαρίστως και πήρα το καριοφίλι, δίνοντάς του το δικό μου με λίγα φυσίγγια.

Την πρώτη μπάλιζα που τουφέκισα, καθιστή βέβαια, που την είχαμε πλησιάσει πολύ με τον Γιάννη, όταν διαλύθηκε από μπροστά μας το παραπέτασμα του καπνού της μαύρης μπαρούτης και οι εφημερίδες, είδα πως την είχα χτυπήσει, αλλά κι αυτός με το δικό μου είχε χτυπήσει 2-3, γιατί δεν τις πολυζύγωνε. Η χαρά μου ήταν μεγάλη. Του ’δωσα της σκοτωμένη και μερικές άλλες που είχα.
Όταν χωρίσαμε, τον συμβούλεψα να πάει σε κανένα μουσείο, που σίγουρα θα έπαιρνε τόσα χρήματα για ν’ αγοράσει, όπως έλεγε, καλύτερο. Έκανε μια χειρονομία σαν να’ λεγε «τρέχα-γύρευε». Το πόσο μετάνιωσα αργότερα μ΄αυτή μου την απερισκεψία δεν λέγεται. Φαίνεται το περιστατικό είχε κάνει το μυαλό μου να μην δουλεύει. Όταν μου είπε πως δεν είχε λεφτά να πάρει ένα καλύτερο όπλο, έπρεπε να του πω «πόσο κάνει αυτό το καλύτερο» και μου έλεγε «τόσα», έπρεπε να το πω «πάρε τα τόσα κι άλλα τόσα και τ’ όπλο μου μαζί» και να το αλλάξουμε.
Δεν θα τον γελούσα ποτέ κι εγώ θα αποκτούσα ένα μοναδικό κειμήλιο – στόλισμα στην οπλοθήκη μου σε τέτοια κατάσταση και τέτοιο παρελθόν, ενώ καθόμουν και του έλεγα για μουσεία και κουραφέξαλα. Αποφάσισα μετά ένα μήνα κι έγραψα στον Γιάννη τον Σπαθή να πάει στο Σοφικό και να τον βρει να το κλείσει όσο κι όσο και να του στείλω τα χρήματα. Έλαβα μετά 15 μέρες μια απάντηση πως είχε φύγει με την οικογένειά του για μια περιοχή των Τρικάλων να δουλέψουν στο χτήμα ενός συγγενή του και τίποτα παραπάνω. Πάει κι αυτή η ελπίδα.
Κάθομαι καμιά φορά και σκέπτομαι όλες τις αντιξοότητες που συνέτρεξαν στο να μην αποκτήσω αυτό το ένδοξο κειμήλιο και στο τέλος σταματώ σε μία λίγο ρομαντική. Υποψιάζομαι πως ίσως και η Αγια-Βαρβάρα να είχε βάλει το χεράκι της και να μην ενέκρινε να φύγει από τα χέρια αυτής της φαμίλιας του καριοφίλι του παλικαριού του Παπαφλέσσα, που είχε σώσει τότε με το θαύμα της από τα νύχια του Μπραήμη. Και πρέπει να είχε δίκιο. Γιατί με την ψύχωση και την υστερία που έχει σήμερα ο κόσμος για τα παλιά πράγματα και τις αντίκες, ένα τέτοιο αυθεντικό καριοφίλι και σε τέτοια καλή κατάσταση, αξίζει μία περιουσία.
Εύχομαι να είναι ακόμα στα χέρια των φτωχών αυτών ανθρώπων – και κυρίως να ξέρουν την αξία του. Στο μυαλό μου στριφογυρίζει κάπου-κάπου όλη η υπόθεση της Αγουλινίτσας και κάθομαι και λογαριάζω πως οι εκατοντάδες κατά καιρούς μπάλιζες που έχω χτυπήσει, δεν ζυγίζουν όσο η μοναδική που χτύπησα με το καριοφίλι του παλικαριού του Παπαφλέσσα.

του Τάκη Λιναρδάκη
(Αναδημοσίευση από παλαιότερο τεύχος
της ΚΥΝΗΓΕΣΙΑΣ & ΚΥΝΟΦΙΛΙΑΣ) 

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων