Οι καταλληλότερες ημέρες για το κυνήγι του αγριόχοιρου

0

H κυνηγετική περίοδος του Αγριόχοιρου όπως είναι γνωστό αρχίζει στα μέσα του Σεπτέμβρη και τελειώνει προς τα τέλη του Γενάρη.
Oι κυνηγετικές ημέρες μέσα σε αυτό το διάστημα ποικίλουν μεταξύ τους από άποψης καιρικών συνθηκών, κάτι που για άλλοτε προσφέρεται η ομαλή διεξαγωγή του κυνηγίου, κι άλλοτε δυσχεραίνει πολλές φορές, σε αρκετά μεγάλο βαθμό.

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΜΠΑΤΖΙΔΗ
www.facebook.com/giannis.ampatzidis

Ο πρώτος μήνας, ως συνήθως, περιέχεται από ζέστη και ανομβρία, πράγμα που δυσκολεύει την ανεύρεση των αγριόχοιρων τόσο για τους συνεργάτες σκύλους μας, όσο και για εμάς τους ιδίους. Ακόμη και κάποιες σποραδικές βροχούλες που πέφτουν τον πρώτο καιρό δεν είναι ικανές να μαλακώσουν το έδαφος, ή να ψύξουν τον αέρα ρίχνοντας την θερμοκρασία, «δουλεύοντας» έτσι, άνετα, κυνηγοί και σκύλοι.

Βαδίζοντας σιγά-σιγά προς την καρδιά του χειμώνα, εισβάλλοντας οι βοριάδες, φέρνοντας αυτοί περισσότερες βροχές και κρύο, η διεξαγωγή του κυνηγιού γίνεται κάτω από καλύτερες συνθήκες. Όμως και μια παρατεταμένη κακοκαιρία δεν προσφέρεται για ένα ιδανικό κυνήγι.

Ποιες είναι οι κατάλληλες ημέρες με τις απαραίτητες προϋποθέσεις όπου προσφέρονται για μια καλή κυνηγετική εξόρμηση στο κυνήγι του αγριόχοιρου;

Η ιδανική μέρα για το κυνήγι του αγριόχοιρου δεν είναι καμιά άλλη πέραν ενός κοινώς ονομαζόμενου «απόβροχου». Με την έννοια αυτή, χαρακτηρίζουμε, όταν την παραμονή του κυνηγίου ο κυνηγότοπος έχει ποτιστεί ύστερα από μια δυνατή βροχή, «σβήνοντας» έτσι τα παλιά ίχνη, ακολουθώντας την ερχόμενη νύχτα η παύση της, προδίδοντας έτσι τα «φρέσκα» πατήματα των ζώων πάνω στη λάσπη που έχει δημιουργηθεί.

Το απόβροχο είναι ο καθρέφτης για πολλούς παράγοντες που διελευκάνει αρκετές πιθανόν δυσπιστίες.

Αποδεικνύει την ύπαρξη ή μη των αγριόχοιρων, αλλά και επιβεβαιώνει τυχόν αδυναμίες ή ικανότητες των σκύλων. Αναιρεί τις όποιες δικαιολογίες μπορεί να προκύπτουν από ασάφειες που αφήνει να εννοηθούν η ανομβρία του πρώτου διαστήματος. Ένα ιδανικό απόβροχο όμως, καθορίζεται και από την διάρκεια της βροχής κατά τις βραδινές ώρες ανήμερα της κυνηγετικής εξόδου, αλλά, και το κατά πόσο έχει «μαλακώσει-λασπώσει» το έδαφος, από τυχόν βροχοπτώσεις που έχουν προηγηθεί κατά τα διαστήματα των προηγούμενων ημερών.

Συνήθως, τέτοια φαινόμενα συναντώνται κατά τα το μήνα Νοέμβρη και μετά.
Εν τούτοις, αυτές οι ημέρες -με ευνοϊκές καιρικές συνθήκες- καθόλη την εξέλιξη της κυνηγετικής χρονιάς, δεν είναι πολλές. Αυτές, είναι οι λίγες ημέρες που αναμένει πως και πως ο κάθε γουρουνοκυνηγός. Όχι μόνον διότι προσφέρονται για ένα καλό κυνήγι, αλλά περισσότερο γιατί ξεκινά μια διαδικασία η οποία κάνει το κυνήγι του αγριόχοιρου πιο συναρπαστικό και ενδιαφέρον. Βέβαια, κι όταν δεν επικρατεί ένα «καθαρό» απόβροχο μπορεί κάποιος κυνηγός να διεξάγει την ιχνηλασία, όχι όμως με ασφαλή συμπεράσματα, καθώς τα «παλαιά» με τα «φρέσκα» ίχνη μπορεί να τον οδηγήσουν σε λάθη.

Η διαδικασία αυτή (της ιχνηλασίας) η οποία θα μπορούσε να ανάγεται σε ολόκληρη επιστήμη, στην γλώσσα των κυνηγών ονομάζεται «περίκομμα» ή «κόψιμο» και είναι κάτι που απαιτεί γνώσεις ιχνηλασίας του ίδιου του κυνηγού. Ιχνηλασία, όχι βέβαια με την όσφρηση -αυτή την διαπράττει ο σκύλος-, αλλά με την όραση, αφού παρέχεται η δυνατότητα αποκάλυψης των ιχνών πάνω στο έδαφος.

Η διαδικασία αυτή μπορεί να διαρκέσει από μερικά λεπτά μέχρι και ολόκληρες ώρες. Είναι κάτι που εξαρτάται από διάφορα αίτια, όπως η διαμόρφωση του εκάστοτε εδάφους, βλάστησης, συμπεριφορά των ζώων κατά τη διάρκεια της νύχτας βάσει της πορείας που χάραξαν, αλλά και από τις ικανότητες και εμπειρίες του κάθε κυνηγού που διεξάγει την ιχνηλασία. Τα ίχνη συνήθως διακρίνονται πάνω σε μονοπάτια, χωματόδρομους, λάσπες και σε διάφορα «καθαρά» επί τω πλείστων σημεία του δάσους.

Η ανεύρεση των ιχνών αλλά και ο διαχωρισμός τους (βραδινά-πρωινά), δηλαδή το να προσδιορίσει κανείς την πιθανή ώρα διέλευσης του αγριόχοιρου δια του ίχνους, προϋποθέτει μεγάλη εμπειρία και υπομονή, κάτι που απαιτεί χρόνια ενασχόληση με τις ιδιαιτερότητες αυτού του ζώου. Θα πρέπει να αξιολογείται η κατάσταση του εδάφους αλλά και της θερμοκρασίας, ώστε μέσα στο χρονικό διάστημα των νυχτερινών ωρών που μεσολάβησαν να διακρίνεται η λεπτομέρεια της διαφοράς, που ο έμπειρος ιχνηλάτης εν συνεχεία θα κρίνει.

Είναι μια διαδικασία που περιλαμβάνει μια διαρκή πεζοπορία των κυνηγών όπου πολλές φορές καταντάει επίπονη.
Εδώ, να σημειώσουμε πως αρκετοί κυνηγοί σε μέρη που περικλείονται από δρόμους είτε χωμάτινους είτε ασφάλτινους διαπράττουν την ιχνηλασία μέσα από το αυτοκίνητο, κάτι το οποίο δεν ενδείκνυται αφού πολλές φορές τα ίχνη από την απόσταση και την ταχύτητα που μεσολαβεί, δεν γίνονται αντιληπτά.

Οι κυνηγοί που αναλαμβάνουν αυτή τη μέθοδο (περίκομμα) θα πρέπει να είναι τα πιο έμπειρα και ικανά μέλη της ομάδας όπου γνωρίζουν άπταιστα τον τόπο σπιθαμή προς σπιθαμή, αλλά είναι και σε θέση να ξεχωρίζουν τα πατήματα ενός αγριόχοιρου, από διάφορα άλλα ζώα. Πόσο μάλλον, σε περιπτώσεις που θα πρέπει να ξεχωρίσουν τα πατήματα αιγοπροβάτων που πιθανόν κυκλοφόρησαν κατά τις απογεματινές ή πρωινές ώρες, από αυτά των αγριόχοιρων. Είναι κάτι το οποίο δυσκολεύει στο μεγαλύτερο βαθμό την ιχνηλασία, αλλά και πάλι, ένας έμπειρος κυνηγός είναι σε θέση να βρει την άκρη του νήματος.

Το εύκολο φυσικά είναι να εντοπιστούν τα ίχνη ενός αγριόχοιρου πάνω στη λάσπη από τον κυνηγό, αλλά το πλέον δύσκολο, είναι να καταφέρει μόνος του ή σε συνδυασμό με τη βοήθεια των υπολοίπων μελών και του Αρχηγού, να εντοπίσουν το τελικό σημείο που οδηγεί στην κρυψώνα του.

Περιγράφοντας συνοπτικά τη διαδικασία αυτή:
Το κάθε μέρος που κυνηγούμε διαχωρίζεται σε κομμάτια (παγάνες) είτε αυτό περιβάλλεται από φυσικά όρια (ποτάμια-λάκκους-οροσειρές) είτε από δρόμους και μονοπάτια που έχουν χαραχθεί από τον ανθρώπινο παράγοντα. Ελέγχονται περιμετρικά όλοι οι παράπλευροι τομείς με σκοπό τον εντοπισμό των ιχνών από ζώα που διέσχισαν την περιοχή το βράδυ. Μπορούμε έτσι να ξεχωρίσουμε την είσοδο ή την έξοδο των αγριόχοιρων στο τομέα μας, κι αν, φυσικά έχει παραμείνει κάποιο από αυτά εκεί μέσα.
Αυτό βέβαια μπορεί να ακούγεται εύκολο, αλλά, μερικές φορές είναι τόσο δύσκολο ως ακατόρθωτο.

Πολλές είναι οι φορές που τα ίχνη στην περίμετρο που κόβουμε είναι «μπερδεμένα». Δηλαδή, οι αγριόχοιροι τη νύχτα…διέσχισαν το ίδιο σημείο αρκετές φόρες προς διάφορες-αντίθετες κατευθύνσεις, πράγμα που δυσκολεύει κατά πολύ την εξακρίβωση, για το που πραγματικά έχουν επιλέξει να κοιμηθούν την ημέρα τους.

Αυτό συμβαίνει συνήθως για διαφόρους λόγους π.χ όταν η βροχή έχει σταματήσει από νωρίς (πριν ή κατά τη δύση του ηλίου) και έχει προηγηθεί για ημέρες σφοδρή κακοκαιρία με βροχοπτώσεις-καταιγίδες (κάτι που αποτρέπει τις μακρινές διαδρομές των αγριόχοιρων) τότε αυτοί, ξεχύνονται στο δάσος, αφού «κράτησε» και τα ίχνη που εντοπίζονται, μπορεί να είναι η αρχή της διαδρομής τους. Επιπλέον, σε αυτό συμβάλει και η διάρκεια της νύχτας ανάλογα την εποχή που διανύουμε, όπου κατά τη καρδιά του χειμώνα είναι σαφώς μεγαλύτερη.

Στις περιπτώσεις αυτές (μπέρδεμα των ιχνών) λίγοι είναι αυτοί που μπορούν με υπομονή και παρατηρητικότητα λεπτομερειών να δώσουν σαφή εξήγηση για το ποια είναι πραγματικά η τελική πορεία των αγριόχοιρων που οδηγεί στα γιατάκια τους. Γνωρίζοντας τα σύνηθες σημεία που επιλέγουν τα ζώα να κοιμηθούνε, αλλά και την συμπεριφορά που δηλώνουν τα πατήματά τους, είναι σε θέση να τους οδηγήσουν στο σωστό διαχωρισμό.

Ωστόσο, προκύπτουν και περιπτώσεις που τα ίχνη είναι τόσο μπερδεμένα πατώντας το ένα πάνω στο άλλο (μπρος-πίσω) όπου ακόμη και οι πιο ικανοί κυνηγοί «σηκώνουν» τα χέρια τους, θέτοντας το θέμα υπό αμφισβήτηση.

Κάποιες φορές και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις πολλοί είναι αυτοί που επιλέγουν τη χρήση των σκύλων για να δώσουν λύση σε αυτό το «μυστήριο». Ακόμα όμως και οι σκύλοι που προδίδουν τα ίχνη με την συμπεριφορά τους, διαχωρίζοντας τα βραδινά από τα πρωινά, αντιλαμβάνεται κανείς πως θα πρέπει να υπάρχει απόκλιση ωρών, έτσι ώστε η μυρωδιά των ιχνών να είναι στα μεν πιο ασθενής και στα δε, πιο έντονη.

Στα ίχνη που έχουν ελάχιστη διαφορά χρόνου αλλά και μικρή απόσταση μεταξύ τους, ο σκύλος εκφράζει την ίδια συμπεριφορά και στις δύο περιπτώσεις, κάτι που δε μπορεί να μας οδηγήσει επίσης σε ασφαλές συμπέρασμα.
Η όλη αυτή μεθοδολογία που απαιτεί επιβεβαίωση ακόμη και από τους ίδιους τους κυνηγούς, δηλαδή εφόσον έχουν πράξει εξονυχιστικό έλεγχο είτε με σκυλιά είτε χωρίς, και τίθεται θέμα ακόμη αμφισβητούμενης περίπτωσης, μπορεί να επαληθευθεί ακόμη μια φορά η ίδια διαδρομή, έτσι ώστε να αξιολογηθούν καλύτερα όλα τα ίχνη και πιθανόν να οδηγήσουν σε κάποιο τελικό συμπέρασμα.

Αντιθέτως, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η διαδικασία του «κοψίματος» μπορεί να είναι τόσο εύκολη και σύντομη , όπου οι ιχνηλάτες κυνηγοί καταφέρνουν να εντοπίσουν και να «κλείσουν» διαφορετικά γουρούνια, σε διαφορετικές περιοχές.
Έτσι λοιπόν, κατόπιν της ημέρας, είναι κατανοητό πως κάποιοι θα δικαιωθούν για το έργο που επιτέλεσαν στην προκειμένη περίπτωση, αλλά μπορεί και κάποιοι να χρεωθούν το όποιο λάθος διαπράχθηκε πάνω σε αυτή τη δύσκολη διαδικασία, πηγαίνοντας όλοι τους οι κόποι, στράφι.

Στη πρώτη περίπτωση αν η παγάνα στεφθεί με επιτυχία, όλα βαίνουν καλώς. Στη δεύτερη περίπτωση (εκ των υστέρων) για αρκετούς οι απόψεις διίστανται, για το εάν έπρεπε να προηγηθεί αυτή η εργασία, ή το αν έπρεπε, να ξεκινήσουν το κυνήγι δίχως την ιχνηλασία (των κυνηγών), ποντάροντας περισσότερο στον παράγοντα τύχη.

Παρόλο αυτά θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως αυτή η διαδικασία (μιας ημέρας απόβροχου) προσφέρει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας τόσο όσο στο να εντοπιστούν οι αγριόχοιροι από τους κυνηγούς, όσο και από τους ιχνηλάτες σκύλους. Από εκεί και πέρα, ρόλο παίζουν δευτερεύων παράγοντες που κατά συνέπεια θα επιφέρουν την όποια επιτυχία ή αποτυχία..

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων