Η διήγηση ενός σκύλου: Σαν μια μπουκιά μουχλιαμένο ψωμί

0

Η απώλεια ενός φίλου δεν μπορεί να αποδοθεί σε ένα κείμενο. Όταν όμως την αφηγείται αυτός που φεύγει δημιουργεί άλλα συναισθήματα. Συναισθήματα που πιθανόν να ταράξουν το μυαλό μερικών άπονων και αναίσχυντων που δεν έχουν ενδοιασμούς στο να πετάξουν το δηλητήριό τους.

“Το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Μπίρμπου”

Λίγο μετά τ” αλώνι του γέρο Μπρούκλη ο δρόμος έκοβε λοξά κατά τις Συκιές και εκεί έπιανε να ανηφορίζει και γινόταν ένα μπιρμπιλωτό καλντερίμι καμωμένο από ασπρόμαυρες και γκριζωπές ακανόνιστες πλακίτσες. Έτσι μπιρμπιλωτή με ασπρόμαυρα μπαλώματα ήταν και η πλάτη μου. Έπειτα ο δρόμος ίσιωνε, άφηνε αριστερά τις Συκιές, κατηφόριζε κατά τα” αλώνια του Αργυρή, έστριβες δεξιά, ανηφόριζε πάλι κι υστέρα έπιανε ξανά το ίσιωμα, καρφί για το Κοιμητήρι της Παναγίτσας. Λίγες ανάσες πριν από το μπιρμπιλωτό καλντερίμι, στις άκρες του δρόμου, όπου το χώμα δεν πατιόταν, μια πρώιμη βροχή έκαμε και φυτρώσανε νωρίς τα πρώτα φθινοπωριάτικα χορτάρια. Γυρίζαμε στο χωριό παρέα με τ” αφεντικό μου, το Νικολή, δέκα χρονών παιδί, κοντό παντελονάκι και γρατσουνισμένα και τα δυο του γόνατα. Σε κάθε δρασκελιά του έχωνε ανέμελα τις ξυπόλητες πατούσες του στο παχύ χώμα του δρόμου. Απαλό και σχεδόν χλιαρό το χώμα εκείνο τ” απόβραδο, το “λιωναν ολημερίς τα πέταλα των αλόγων, Τι απόλαυση και εκείνη ! Να χώνει την πατούσα του μέσα στο αφράτο χώμα, να τη βγάζει να τη τινάζει, και έπειτα το ίδιο πάλι με την άλλη πατούσα του. Τούτο το χώμα, τα μεσημέρια του καλοκαιριού τα “καιγε τα δάχτυλα του αφεντικού μου, τα ζεμάταγε, για” αυτό το περνούσε στα γρήγορα, σχεδόν πηδηχτά σαν τους αναστενάρηδες στη θράκα και τον έβλεπα κάθε λίγο στον ίσκιο της πρώτης συκιάς, να του περάσει ο πόνος, μετά στην άλλη συκιά, παρακεί στην άλλη, με την αράδα. Μα τούτο το Σαββατόβραδο του Σεπτέμβρη το χώμα δεν έκαιγε κι ήταν απόλαυση το χάδι του στις πατούσες του Νικολή και στις δικές μου το ίδιο. Περπάταγα δίπλα του και μοιραζόμουν την ξεγνοιασιά του, όπως άλλες φορές το κομμάτι το μουχλιασμένο ψωμί. Έχωνα και εγώ τις μικρές πατούσες μου στ” αφράτο χώμα, σήκωνα το κεφάλι μου, την πλατιά μου γλώσσα, έξω – πάντα είχα το κόμπλεξ πως τούτη η γλώσσα παρά το τριανταφυλλί της χρώμα μ” ασχήμαινε πολύ, πιο πολύ τα καλοκαίρια που ήμουν αναγκασμένος να την κρεμάω όλη μέρα έξω και μόλις που χώραγε π” ανάθεμα τη τσίμα – τσίμα ανάμεσα στα δυο μπροστινά σουβλερά μου δόντια – σήκωνα λοιπόν το κεφάλι μου κοίταζα το Νικολή «όμορφα που “ναι του “γνεφα», «όμορφα που “ ναι» έλεγε και αυτός, «όμως αργήσαμε, άλλαξε πόδι να φύγουμε».

Ήμουν αχώριστος φίλος του Νικολή μεγάλο μπόι, δυνατός, υπάκουος. Η πλάτη μου στρουμπουλή, μπιρμπιλωτή όπως το καλντερίμι στ” ανηφόρι – γι” αυτό το αφεντικό μου με βάφτισε Μπίρμπο -τα” αυτιά μου όρθια, λίγο σουβλερά, ο Νικολής με καμάρωνε, το “νιωθα ποτέ .δεν θα με άλλαζε με κανένα σκυλί του κόσμου. Πόσες φορές δεν είχα σταθεί ακίνητος να με ξετσιμπουριάσει και να με ξεβαρριάσει. Δίπλωνε ο Νικολής τ” αυτί μου τσακιστό προς τα έξω με το “να του χέρι έπιανε με τα νύχια του αλλουνού τη βάρρα μες απ” τ” αυτί μου, την τράβαγε με προσοχή, να μην πονέσω μα κείνη κολλημένη σα στρείδι σε πέτρα θαλασσινή, δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Αλλά τα νύχια του Νικολή ξανάρχιζαν, ώσπου η βάρρα παραδινόταν. Τότε τ” αφεντικό μου την έριχνε στο χώμα και την πατούσε με το πίσω μέρος της πατούσας του μέχρι να ακουστεί το πλατς και η βάρρα ν” απολύσει στο χώμα το πιωμένο αίμα μου. Μα εγώ δεν τον άφηνα έτσι το μικρό μου φίλο, ξαλαφρωμένος από τους πόνους των αυτιών μου, χλαπ – χλαπ άπλωνα τη γλωσσάρα μου – η μόνη μου φορά που χαιρόμουνα γιατί ήταν τόσο μεγάλη – κι έγλυφα την ξυπόλητη φτέρνα του εκεί ανάμεσα στα νύχια και γκλιτσινάρες.

Μια Κυριακή ο Νικολής παράλειψε να μου δώσει το μερτικό μου. Πείναγε πολύ, κράταγε στο ζερβί του χέρι το ψωμί, σκληρό σαν πέτρα, στο δεξί του μια μπουκιά τυρί πιτακιασμένο. Κοίταζα και τα σάλια μου στάζανε, ο Νικολής αργούσε και εγώ δεν κρατήθηκα. Έδωσα μια και βούτηξα το τυρί και το κατάπια μέχρι να πεις κύμινο. “Έπειτα ξερογλείφτηκα, δίπλωσα την ουρά στα σκέλια μου, κατέβασα τα μάτια μου και περίμενα ασάλευτος και κουλουριασμένος τη σίγουρη τιμωρία μου. Δεν ήξερα ο έρμος ευγένεια και τέτοια και πήρα με το έτσι θέλω το μερτικό μου. Τ” αφεντικό μου κράτησε με τα δυο του χέρια το ψωμί, έσκυψε, έδωσε μια πάνω στο γόνατο του, έσπασε το ψωμί σαν καλάμι και πέταξε το μισό στον αέρα, έτσι όπως έκανε κι άλλες φορές και στάθηκε να με δει στήνομαι στα πισίνα μου ποδιά και χλαπ να το γραπώνω και η ουρά μου να κουνιέται χαρούμενα περά – δώθε. Μα εγώ καμώθηκα πως δεν το θέλω, το κοίταζα πεσμένο στο χώμα, το λιγουρευόμουν, τ” αυτιά μου ριγμένα μέχρι που άκουσα τη φωνή του παιδιού.

– Πάρτο Μπίρμπο !

Και το ψωμί με μια χαψιά κατρακύλησε αμάσητο στο στομάχι μου.

Τις νύχτες του καλοκαιριού, μέχρι που πιάσανε οι βροχές του φθινοπώρου, εκτελούσα καθήκοντα φύλακα στο κοτέτσι στον Αι Γιώργη. Κάθε που ο ήλιος βασίλευε πηγαίναμε με το Νικολή στο τσίγκινο κοτέτσι. Ήταν ένας τσίγκος κουλουριασμένος στο χώμα, στερεωμένος κι απ” τις δυο μεριές του με μεγάλες πέτρες έτσι αναγκαζόταν να συγκρατεί την κουλουριασμενη του δύναμη και να την κάνει σκέπασμα να προστατεύει ένα μελίσσι κότες,, κοκόρια, πουλακίδες και κλωσόπουλα. Εκεί μέσα στριμωχνόταν όλα τούτα τα δυστυχισμένα φτερωτά κάθε ηλιοβασίλεμα. Ό φόβος της νύχτας τα σπρώχνε το “να κοντά στ” άλλο τσίμα – τσίμα σαν τις παστωμένες σαρδέλες, μέσα σε εκείνη την στενή νυχτερινή φυλακή τους που βρώμαγε κοτσίλια και κοτσιλιά. Ο Νικολής έκλεινε το μπροστινό άνοιγμα του κοτετσιού σπρώχνοντας μεγάλες πέτρες, έπειτα περνούσε στο λαιμό του την τριχιά που η άλλη άκρη της ήταν δεμένη μόνιμα στη διπλανή γκορτσιά κι ύστερα ροβόλαγε την πλαγιά του Αι Γιώργη σφυρίζοντας από την ευχαρίστηση που του “φέρνε το τέλος και τούτης της ημέρας. Όσο για μένα, δεχόμουν υπόμονα τα δεσμά μου Είχα πολλές φορές βραδιές αναρωτηθεί γιατί άραγε μ” έδενε ; Έτσι κι αλλιώς εγώ εκεί θα περνούσα τη νύχτα μου, δεν ήθελα να τρώω τζάμπα το ψωμί μου, το “ξερά το καθήκον μου και θα “ θελα πολύ να μ” αφήνει να το κάνω λεύτερος, χωρίς τριχιά. Όμως δεν του το” πα ποτές, έμοιαζε σα να “ χαμε κάνει μια βουβή συμφωνία μεταξύ μας και δεν ήθελα να φανώ πως μετάνιωσα κι έπειτα, τι σόι σκύλος θα ήμουν χωρίς υπακοή και πειθαρχία στ” αφεντικό μου ; Δεχόμουν το λοιπόν υπόμονα την τριχιά μου.

Καληνύχτα Μπίρμπο, έλεγε το παιδί και μου “ρίχνε την φέτα το ξερό ψωμί, το συσσίτιο μου το βραδινό. Κι εγώ κουνούσα την ουρά μου ευχαριστημένος.

Εκείνο τ” απόβραδο του Σεπτέμβρη ο Νικολής τ” αποφάσισε και με απάλλαξε από τα καθήκοντα μου δε φύλαξα τις κότες. Ο λόγος είναι που δεν είχε ξεροκόμματο να μου δώσει και θα “μένα νηστικός, χωρίς συσσίτιο και το “χα συνηθίσει ο καημένος και θα λυπόμουν και θα μ” έκοβε λίμα και θα κλαψούριζα όλη νύχτα και πώς να τον αφήσω έτσι τον Μπίρμπο μου, θα σκέφτηκε ο Νικολής και πώς να γίνει τέτοιος χωρισμός αλλιώτικος από τις άλλες μέρες, και πήρε την ευθύνη πάνω του, έκλεισε το κοτέτσι και με πήρε μαζί του για το χωριό, έλα, έλα πάμε στο σπίτι για το ψωμί, κι άμα θέλεις ξαναγυρνάς κι αυτή η αλλαγή από το καθημερινό συνήθειο μου έδωσε μεγάλη χαρά που δεν μπορούσα να την κρύψω. Όμορφα που “ναι να περπατάς στ” αφράτο χώμα, έγνεψα στ” αφεντικό λεύτερος, χωρίς τριχιά στο λαιμό, μακριά από το κοτέτσι κι ευθύνη. Όμως αργήσαμε αφεντικό, περπατά να προλάβουμε το χωριό με το φως της μέρας, να φέρω μια γύρα στα μαγαζιά των ανθρώπων, να ψάξω εκεί γύρω στο πηγάδι, εκεί όλο και κάτι συνηθίσουν να πετάνε, ποίος ξέρει, ίσως απόψε που “ναι Σαββατόβραδο να ‘χει πεταμένο κάτι ο Μπάρμπα Σωτήρης ο χασάπης και τ” άλλα σκυλιά δε θα το βρουν, γιατί φυλάνε και εκείνα τα κοτέτσια, εγώ όμως είμαι λεύτερος απόψε και θα κάμω την τύχη μου και θα το χρωστάω σε σένα αφεντικό, γι” αυτό σ” αγαπώ απόψε πολύ, και λοιπόν να το δεις, θα γυρίσω μετά στο κοτέτσι, το πρωί θα με βρεις εκεί, όχι, να ξέρεις δηλαδή εγώ δεν είμαι αχάριστος ….

Δεν είχαμε ακόμη φτάσει στ’ ανηφόρι με το μπιρμπιλωτό καλντερίμι, κι εκεί στην πράσινη άκρη του δρόμου, πάνω στα πρώτα φθινοπωριάτικα χορτάρια κάτι μυρίστηκαν τα ρουθούνια μου. Ο Νικολής ούτε που πρόλαβε να δει το τόσο δα μικρό πραγματάκι, σαν μια μπουκιά μουχλιασμένο ψωμί, α! τυχεράκια Μπίρμπο, είπα μέσα μου, και που να πας και στο πηγάδι, καλά το λένε οι άνθρωποι πως όποιος περπατάει μυρίζει… Όμως, μόλις που πάτησαν οι πατούσες μου στο καλντερίμι, μαχαίρια κοφτερά άρχισαν να πελεκάνε το στομάχι μου, αβάσταχτος πόνος μούδιασε το σώμα μου όλο. Το κέφι μου χάθηκε, κατέβασα την ουρά μου, έγειρα τα” αυτιά, τάχυνα το βήμα τρεκλίζοντας όπως ο μεθυσμένος άνθρωπος. Ο Νικολής ξαφνιάστηκε, τον είδα ν” ακολουθεί ξοπίσω μου σχεδόν τρέχοντας. Μπίρμπο ! Αλλά εγώ δεν γύρισα το κεφάλι μου, δεν είχα αυτιά ν’ ακούσω, μάτια να δω, δεν είχα τίποτα, μόνο την θέληση να φύγω, να ξεμακρύνω όσο γινόταν πιο γρήγορα μην και προλάβει το κακό που με βρήκε και χτυπήσει το Νικολή κατά πως χτύπησε έτσι απότομα και μένα. Μέχρι τ” αλώνι του γέρο Γλήγορη δεν ήταν πενήντα δρασκελιές. Εκεί, στην μέση του χωματόδρομου στην άκρη μιας λακκούβας, σώθηκαν οι δυνάμεις μου. Τα πόδια μου παράλυσαν, γονάτισα, πρώτα τα πισινά μου, τα μπροστινά μου έμειναν για λίγο όρθια έπειτα λύγισαν και αυτά, έγειρα στο χώμα με τ” αριστερό πλευρό, τα πόδια τεντωμένα κατά την μέση του δρόμου, η πλάτη μου κατά την γράνα του γέρο Γλήγορη.

Ο Νικολής έσκυψε πάνω μου, γονάτισε, το πρόσωπο του πάνω από το μουσούδι μου, μέσα στα μάτια του πρόλαβα να δω τα δικά μου, μου φάνηκε πως μεγάλωναν πολύ, δε χώραγαν άλλο μέσα στις κόχες τους, και η γλώσσα μου το ίδιο, μεγάλωνε κι αυτή ακόμη πιο πολύ, δεν χώραγε άλλο ανάμεσα στα μπροστινά μου δόντια, κι έτσι στριμωγμένη στις σφιγμένες μασέλες μου βρήκε διέξοδο στα πλάγια, εκεί που δεν υπάρχουν δόντια κι από εκεί πετάχτηκε έξω, όμως οι μασέλες μου ανοιγόκλεισαν ξαφνικά χωρίς να το θέλω και τα δυο σουβλερά δόντια μου μπήχτηκαν στη σάρκα της, τη κάρφωσαν πέρα για πέρα, κι έτσι έμεινε απέξω καρφωμένη και ασάλευτη και το μουσούδι μου γέμισε αφρούς και κάτω από το μουσούδι μου μια μικρή λιμνούλα μαυροκόκκινο αίμα.

– Μπίρμπο ! άκουσα το γονατισμένο παιδί.

Η κοιλιά μου ανεβοκατέβηκε γρήγορα πολλές φορές απανωτά, κι έπειτα σταμάτησε, τα πόδια μου έμειναν τεντωμένα, τα δυο αριστερά ακουμπώντας το χώμα, τα δυο δεξιά μουντζώνοντας τον αέρα. Ο Νικολής κοίταξε γύρω του, ψυχή δε γρικιόταν πουθενά. Ακούμπησε την παλάμη του στην κοιλιά μου, έσκυψε ακόμα, έβαλε τ” αυτί του στο μέρος της καρδιάς μου ν” αφουγκραστεί, κράτησε την ανάσα του ν” ακούσει, μα το μόνο που άκουσε ήταν οι χτύποι της δικής του καρδιάς γούπου – γούπου, δυνατοί και γρήγοροι σαν χτυπήματα σφυριού. Η δική μου καρδιά είχε πάψει να χτυπά. Το κατάλαβα γιατί ξαφνικά ένοιωσα ελαφρύς σαν πούπουλο που το σηκώνει ο αέρας. Τα μαχαίρια στην κοιλιά μου σταμάτησαν, οι πόνοι κόπηκαν, τώρα το Νικολή τον έβλεπα από ψηλά, θαμπά, του φώναζα, μα φωνή δεν έβγαινε απ” το λαρύγγι μου, κρεμόμουν από πάνω του δεμένος με μια μακριά τριχιά, όχι σαν αυτή στο κοτέτσι, αλλά λεπτή σαν την κλωστή που πέταγε τον αετό του, κι εγώ ήμουν τώρα ο αετός, κι ο Νικολής αμολούσε συνέχεια καλούμπα κι εγώ όλο κι ανέβαινα.

Μόλις που πρόλαβα να δω όσα θα πω τώρα. Ο Νικολής σηκώθηκε όρθιος, δυο μικρά χαλίκια κολλημένα στα γόνατα του, τα τίναξε, τράβηξε το πίσω δεξιό τεντωμένο πόδι μου, με έσυρε κοντά στη γράνα. Ήταν εκεί δυο πέτρες παλιές, πλάκες τετράγωνες, στημένες όρθιες μεσ” το χαντάκι, αντικριστές, ο Νικολής τις ήξερε από καιρό, το θυμάμαι, κάποτε σταματήσαμε εκεί και τις χάζευε, «ίσως το κιβούρι μικρού παιδιού» έλεγε. Στάθηκε όρθιος κοιτώντας τις πλάκες, γούπου – γούπου το σφυρί στο στήθος του, στο τρίτο χτύπο κυλίστηκα στο κιβούρι του παιδιού – τώρα δικό μου. Ο Νικολής πήρε από την άκρη του δρόμου λίγες κληματολούρες, τις έριξε πάνω μου έπειτα στάθηκε για λίγο ακίνητος και μου είπε.

– Αύριο Μπίρμπο μου θα “ρθω πρωί – πρωί με την αξίνα να σκάψω χώμα, να σε χώσω καλά, να μη φαίνεσαι, να μη σε ιδούνε πεθαμένο, Μπίρμπο μου και το βραδινό σου συσσίτιο…..

Όμως η καλούμπα αμολιόταν συνέχεια και εγώ ψήλωνα, ψήλωνα, αλάργευα, μάκραινα και τα” αυτιά μου δεν άκουσαν τι θα το κάνει το βραδινό μου συσσίτιο και τα μάτια μου μόλις που ξεχώριζαν το Νικολή που μίκραινε, τοσοδούλης, σαν μια μπουκιά μουχλιασμένο ψωμί…….

του Χαράλαμπου Μπαλτά

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό «ΤΡΙΦΥΛΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ» Τ. 84 1993
με τίτλο «το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Μπίρμου».

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων