Λαθροθηρία. Η κριτική που βολεύει.

0

Τις περισσότερες φορές μετά από μία δημοσίευση ενός άρθρου σχετικό με την λαθροθηρία, συνήθως ακολουθούν οι περίφημες κριτικές συναδέλφων στα κυνηγετικά στέκια, ή στο διαδύκτιο, όπως, «τι θέλει να μας πει με το άρθρο του , ότι αυτός είναι ο τέλειος, ο νομοταγής και ο σωστός και ποτέ δεν παρανόμησε;» Πράγματι είναι μια πανομοιότυπη κριτική που συχνά πυκνά την βλέπουμε, κάθε φορά που γίνεται μια σχετική αναφορά για την λαθροθηρία και τις επιπτώσεις που επιφέρει στο κυνήγι. Πρόσφατα δέχτηκα και εγώ τέτοιου είδους κριτική για ένα άρθρο μου σχετικό με την λαθροθηρία και έτσι μου δίνεται το δικαίωμα και η ευκαιρία σήμερα να απαντήσω σε αυτές τις κριτικές.

του Δημήτρη Ευμοιρίδη
facebook.com/dimitris.evmoiridis

Ε λοιπόν, όχι φίλοι μου, κάνετε τεράστιο λάθος, δεν επιδιώκει κανείς από εμάς που προβάλλει και αναδεικνύει τα αρνητικά αποτελέσματα που επιφέρει η λαθροθηρία στο κυνήγι, για να εμφανίσει τον εαυτό του ως τέλειο κυνηγό. Ούτε ισχυρίζεται κανείς ότι το κάνει για να αποδείξει στους άλλους ότι αυτός δεν υπέπεσε σε πράξη λαθροθηρίας. Είναι μία λαθεμένη προσέγγιση που δυστυχώς τον τελευταίο καιρό παρατηρείται πολύ έντονα σε πολλά επίπεδα και από πολλούς συνανθρώπους στην χώρα μας. Όποιος τολμά να αναδείξει και να προβάλλει τα αίτια που δημιουργούν αρνητικά αποτελέσματα σε κάποιες δραστηριότητες και θίγει χρόνιες βολεμένες τακτικές, αυτόματα χρεώνεται την ρετσινιά του υποκριτή από όλους εκείνους που θίγεται η βολεμένη τακτική τους . Αυτή όμως η εγωιστική και απαξιωτική αντιμετώπιση της αλήθειας, δεν μας βοηθά να γίνουμε καλύτεροι, αλλά ούτε και λύνει προβλήματα που μπορούν να προβούν μοιραία για την μελλοντική τύχη της όποιας δραστηριότητας. Τα προβλήματα δεν λύνονται κρύβοντας τα κάτω από το χαλί, αντίθετα λύνονται όταν εντοπίζονται και αναδεικνύονται. Είναι βέβαιο ότι για να υπάρξει θετική πορεία σε μία ανθρώπινη δραστηριότητα, θα πρέπει ο κάθε ένας από εμάς αφού αναζητήσει, να αξιολογήσει και να συγκρίνει όλα τα στοιχεία από την δεξαμενή των εμπειριών του και όχι επιλεκτικά κρύβοντας τις αδυναμίες. Αυτός είναι ο ποιο ενδεδειγμένος και αξιόπιστος τρόπος που εξασφαλίζει και εγγυάται την πορεία για ένα αισιόδοξο μέλλον. Πολλές φορές όμως βλέπουμε συνανθρώπους μας να ενεργούν με εντελώς διαφορετική φιλοσοφία. Ναι μεν χρησιμοποιούν από το παρελθόν στοιχεία, τα οποία όμως τα αντλούν επιλεκτικά από ξένες δεξαμενές και μάλιστα χωρίς καμία αξιολόγηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις όμως διαπιστώνετε ότι η κυριαρχία του εγωισμού σχεδόν πάντοτε επισκιάζει κάθε λογική σκέψη και οδηγεί τις περισσότερες φορές σε αρνητικά αποτελέσματα. Δυστυχώς αρκετοί συνάδελφοι χρησιμοποιούν την μέθοδο αυτή και στην κυνηγετική δραστηριότητα. Προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τις αρρωστημένες τους ορέξεις σε ότι έχει σχέση με την παράνομη θήρα, προβαίνουν αβίαστα ακόμα και σε ετεροχρονισμένες συγκρίσεις.
Το να προσπαθήσεις να υποβαθμίσεις το περιεχόμενο ενός άρθρου με μοναδικό στόχο την συγκάλυψη της προσωπικής εγωιστικής σου αδυναμίας, α μη τι άλλο είναι απαράδεκτη και ανήθικη συμπεριφορά. Είναι προφανές ότι οι συγκρίσεις που επιχειρούνται από κάποιους συνάδελφους σχετικά με την λαθροθηρία του σήμερα και την λαθροθηρία πριν τριάντα και πλέον έτη, αποσκοπούν στον ένα και μοναδικό σκοπό, στην διατήρηση της. Για να γίνει κατανοητό σε όλους αυτούς που επικρίνουν με τόση ευκολία και ανευθυνότητα , θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι υποκριτές και φαινομενικοί. Ευτυχώς υπάρχουν άνθρωποι με λογική σκέψη, με θετική διάθεση μακριά από εγωιστικές τακτικές, που πραγματικά αγαπούν και ενδιαφέρονται για την τύχη αυτής της δραστηριότητας. Δεν αμφισβητεί κανείς ότι συνάδελφοι που σήμερα αρθρογραφούν και παρουσιάζουν διάφορα θέματα σχετικά με την λαθροθηρία, να μην υπέπεσαν στο παρελθόν σε πράξη λαθροθηρίας. Αυτό όμως δεν αιτιολογεί ούτε δίνει κανένα ελαφρυντικό σε όλους αυτούς που το χρησιμοποιούν ως άλλοθι. Επειδή είμαι ένας από αυτούς που αρθρογραφώ και πολλές φορές αναφέρομαι στα αρνητικά αποτελέσματα της λαθροθηρίας, παράλληλα είμαι και ένας από τους παλαιότερους γουρουνοκυνηγούς (πάνω από τέσσερις δεκαετίες) και έχω δεχτεί αρκετές κριτικές, γιαυτό νομίζω ότι μπορώ να δώσω τις απαντήσεις εκείνες που θα αιτιολογούν τις αντιδράσεις μου απέναντι στις αρνητικές κριτικές στο παρόν άρθρο.
Ναι τα πρώτα χρόνια της κυνηγετικής μου δραστηριότητας κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, υπέπεσα και εγώ κατ’επανάληψη σε λαθροθηρία, παρότι επιφανειακά γνώριζα ότι αυτό που έκανα ήταν παράνομη πράξη. Δεν το αρνούμαι και ούτε ποτέ θα προσπαθήσω να το κρύψω, απλά από την αρνητική μου αυτή εμπειρία κρατώ τα στοιχεία εκείνα που ενδεχομένως μπορούν να φανούν χρήσιμα, για την σωστή ενημέρωση της νέας γενιάς προς αποφυγή παρόμοιων ενεργειών που υποβαθμίζουν και απαξιώνουν το κυνήγι εν γένει σήμερα. Όμως νοιώθω την ανάγκη αλλά και την υποχρέωση να αναφερθώ στις τεράστιες διαφορές της εποχής εκείνης με το σήμερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι με την μέθοδο αυτή επιχειρώ να αιτιολογήσω και να συγκαλύψω την τότε παράνομη συμπεριφορά μου. Απλά θα πρέπει να αποτρέψω αποθαρρύνοντας όλους αυτούς που επιχειρούν να συγκαλύψουν τις δικές τους αδυναμίες σήμερα, προβαίνοντας σε ανόμοιες και ανισοβαρής συγκρίσεις. Επειδή κάνω την προσωπική μου αυτοκριτική, εύλογα οι περιγραφές μου στο παρών άρθρο θα αφορούν τις απομακρυσμένες περιοχές, εκεί που διαδραματίζονταν η μεγάλη πλειοψηφία στο κυνήγι αγριόχοιρου.
α) Η ενημέρωση πριν σαράντα χρόνια τολμώ να πω ότι ήταν υποτυπώδης έως και μηδενική. Δεν υπήρχαν ούτε περιοδικά, ούτε και εφημερίδες που να διέθεταν έστω μια μικρή στήλη για το κυνήγι. Η μοναδική ενημέρωση για έναν νέο κυνηγό ήτανε η αντιγραφή γνώσεων από κάποιον παλιό και ο αυτοσχεδιασμός.
β) Τα περισσότερα απομακρυσμένα ορεινά χωριά, όπως και το δικό μου, δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά ούτε και οδικό δίκτυο. Η προμήθεια εμπορευμάτων πρώτης ανάγκης και τροφών από το πλησιέστερο κεφαλοχώρι ή κωμόπολη, απαιτούσε πάνω από πέντε και έξι ώρες χρόνο με τα τετράποδα τότε μεταφορικά μέσα τους όνους, τους ημίονους και τα άλογα. Ο συνδυασμός αυτός της μεγάλης απόστασης και της έλλειψης ηλεκτρικού ρεύματος, είχε σαν αποτέλεσμα τα χωριά αυτά να υστερούντο της ύπαρξης κρεοπωλείων, την αγορά κρέατος, πουλερικών και ψαριών Η ανάγκη επιβίωσης όμως απαιτούσε και την κατανάλωση πρωτεϊνών και θα έπρεπε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ο καθένας να βρεί τρόπους για να καλύψει τις ανάγκες των μελών της οικογένειάς. Λόγω του πενιχρού εισοδήματος των κατοίκων της εποχής εκείνης, ήταν σχεδόν απαγορευτικό το σφάξιμο ενός οικόσιτου ζώου, διότι με την πώληση αυτού θα μπορούσε να αγοράσει το λάδι, το αλεύρι, το φωτιστικό πετρέλαιο και ότι άλλο απαραίτητο για την επιβίωση της οικογένειας. Έτσι λοιπόν υπήρχαν δύο μόνον ευκαιρίες θα έλεγα για την εξασφάλιση της πρωτεΐνης. Η μία να περιμένει τον τυχαίο βαρύ τραυματισμό κάποιου οικόσιτου ζώου, ώστε μπρος στον κίνδυνο να ψοφήσει και να πεταχτεί το ζώο, σφαγιαζόταν και έτσι δινόταν η ευκαιρία κατανάλωσης πρωτεΐνης. Η δεύτερη επιλογή ήταν αυτή της αναζήτησης βοήθειας από την μητέρα φύση, η οποία πάντα απλόχερα αιώνες τώρα μας προσφέρει τόσα αγαθά. Έτσι λοιπόν μέσα από το κυνήγι κατόρθωναν να εξασφαλίζουν την πρωτεΐνη τις δύσκολες εκείνες εποχές οι κάτοικοι των περιοχών αυτών, οι οποίοι μπρος στην αγωνία και προσπάθεια επιβίωσης της οικογένειας τους, παράκαμπταν εξ ανάγκης τους κανόνες του κυνηγίου, (ημερομηνίες και επιλογή θηρεύσιμων ειδών), κατατάσσοντας τα σε δεύτερη μοίρα. Ναι αγαπητοί συνάδελφοι κάτω από αυτές τις συνθήκες συμμετείχα και εγώ σε πράξη λαθροθηρίας. Όμως αργότερα, όταν έφτασε το ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό μου, έγινε ο δρόμος και η πρόσβαση πλέον στην κοντινότερη κωμόπολη γινόταν με αυτοκίνητα και προμηθευτήκαμε τα πρώτα ψυγεία, τα πράγματα άλλαξαν. Πλέον η λαθροθηρία χρόνο με τον χρόνο αποτελούσε παρελθόν τουλάχιστον για εμένα και έκτοτε όλες οι προσπάθειές μου αποσκοπούν στην αποτροπή της λαθροθηρίας από τα νέα παιδιά δια μέσου της σωστής ενημέρωσης.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό κλίνοντας το άρθρο μου να αποκαλύψω κάτι που πιστεύω ότι θα δώσει ένα μικρό αλλά πολύ σημαντικό στοιχείο στα νέα παιδιά σήμερα, ούτως ώστε να έχουν την δυνατότητα να βγάλουν χρήσιμα για αυτούς συμπεράσματα. Όσο και αν φαίνεται σήμερα απίστευτο και αδιανόητο ξέρετε ότι για πρώτη φορά είδα και δοκίμασα κεφτέδες στα δώδεκά μου χρόνια, όταν στην πρώτη γυμνασίου μετακόμισα στην πόλη της Δράμας για την φοίτησή μου στο Γυμνάσιο; Η συγχωρεμένη η θεία μου η Κατίνα τότε, να είναι καλά εκεί που βρίσκεται, όταν την πρώτη ημέρα που γύρισα από το σχολείο, μου πρόσφερε κεφτέδες με πατάτες του φούρνου για να με ευχαριστήσει. Τότε έμαθα αγαπητοί φίλοι τι είναι κιμάς και με ποιόν τρόπο γίνεται. Για αυτό λοιπόν καλών είναι να λάβουν υπόψη τους όλες τις παραμέτρους της εποχής εκείνης, όσοι επιχειρούν να καλύψουν τις αδυναμίες τους σήμερα μέσα από ετεροχρονισμένες συγκρίσεις .

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων