Τα ελατοδάση είναι κιβωτός πολιτισμού και βιοποικιλότητας

0

Τα ελατοδάση της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας κινδυνεύουν από μέτωπα πυρκαγιών που ξεκινούν από τα χαμηλότερα υψόμετρα και αφήνονται να κατευθυνθούν προς το βουνό, την ώρα που οι προσπάθειες κατάσβεσης εστιάζουν σε καλλιέργειες και περιουσίες. Πρέπει να αλλάξει η ιεράρχηση κατά την κατάσβεση και να αποτελούν τα ελατοδάση πρώτη προτεραιότητα: είναι πολύτιμα, αναντικατάστατα και (σε αντίθεση με τα πευκοδάση) δύσκολα ανακάμπτουν μετά τη φωτιά (με τις σημερινές συνθήκες, πολλά δεν πρόκειται να ανακάμψουν ποτέ).

Τα ελατοδάση είναι σπουδαία και αναντικατάστατα
Τα ορεινά ελατοδάση στις μεσογειακές περιοχές της Κεντρικής, Νότιας και Δυτικής Ελλάδας αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση δασών. Είναι μια σκούρα ζώνη υγρής «ψυχρής» βλάστησης, που αρχίζει από τα 700-800 μ. και καταλήγει μέχρι τα όρια της ζώνης των δέντρων, στα 1.800 μ. Πιο χαμηλά, επικρατεί η θερμή και εύφλεκτη μεσογειακή βλάστηση με σκληρόφυλλους θάμνους και πευκοδάση. Το έλατο (γένος Abies) είναι δέντρο των ψυχρών εύκρατων δασών. Τα ελατοδάση της Νότιας Ελλάδας αποτελούνται από το περίφημο Κεφαλλονίτικο Έλατο Abies cephalonica (επειδή ο αμιγής πληθυσμός του είδους υπάρχει στον εθνικό δρυμό του Αίνου στην Κεφαλλονιά – διεθνώς είναι γνωστό ως «Ελληνικό Έλατο»). Αυτό το “ελληνικό” έλατο αποτελεί εκπρόσωπο μιας ομάδας ελάτων που «ξέμειναν» από τις εποχές των παγετώνων και σιγά σιγά προσαρμόστηκαν στις σκληρές συνθήκες των βουνών των άνυδρων περιοχών της Μεσογείου, της Β. Αφρικής και της Μ. Ανατολής.

Στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης τα ελατοδάση έχουν δευτερεύουσα σημασία επειδή αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος των «ψυχρών» δασών, τα οποία έχουν αρκετά άλλα είδη από κωνοφόρα (ορεινά πεύκα, ερυθρελάτες κ.λπ.) ή φυλλοβόλα δέντρα (οξιές, σημύδες κ.λπ.). Αυτή είναι και η εικόνα που σταδιακά επικρατεί προς τη Β. Ελλάδα. Πιο νότια, όμως, σε Στερεά, Εύβοια, Πελοπόννησο (τοπικά, και στην Κ-Δ Μακεδονία) τα ελατοδάση (μερικές φορές μαζί με το Μαυρόπευκο Pinus nigra) είναι το μοναδικό απομεινάρι υγρού και (σχετικά) ψυχρού δάσους. Συχνά πρόκειται για πραγματικές οάσεις – για «νησιά» σκιερών δασών και «κάψουλες» δροσερού τοπικού μικροκλίματος ανάμεσα στις θερμές ή/και άνυδρες μεσογειακές περιοχές. Αυτό φαίνεται και από τους καλύτερους βιοδείκτες – τα πουλιά. Τον Ιούνιο θα βρούμε σε ένα ελατοδάσος της Αττικής ή της Πελοποννήσου να φωλιάζουν τσίχλες, κοκκινολαίμηδες και άλλα είδη που στα πεδινά τα γνωρίζουμε ως τυπικούς χειμερινούς επισκέπτες από το Βορρά. Μια εικόνα δροσερής εύκρατης Ευρώπης τη στιγμή που 200 μέτρα πιο κάτω όλα «ψήνονται» στον ήλιο.

Τα ορεινά ελατοδάση είναι εντυπωμένα στη συλλογική συνείδηση ως δροσερό θερινό καταφύγιο και σύμβολο της ορεινής ελληνικής παράδοσης. Στη σκιά του έλατου ξεκαλοκαίριαζαν οι οικογένειες των κτηνοτρόφων και στήνονταν τα πανηγύρια. Από τις αρχές του 20ου αιώνα αρκετά ξενοδοχεία κατασκευάστηκαν «στα έλατα» για λογαριασμό της αστικής τάξης. Τα έλατα όμως ήσαν και το ασφαλές δασικό καταφύγιο του κλέφτη, του ληστή, του αντάρτη και του κάθε δίκαια ή άδικα κατατρεγμένου. Συγκλονιστικό είναι το πόσες αφηγήσεις ανταρτών περιλαμβάνουν το ίδιο στιγμιότυπο: τον αγώνα να φτάσουν «στα έλατα» για να γλιτώσουν.

Η αξία των ελατοδασών δεν είναι μόνο ιστορική ή πολιτιστική. Παρέχουν πολύτιμες υπηρεσίες ως οικοσυστήματα. Δύο από αυτές είναι ανεκτίμητες σήμερα, τη στιγμή που η Ελλάδα και η Νότια Ευρώπη αντιμετωπίζουν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής: Διατηρούν ένα δροσερό μικροκλίμα που επηρεάζει ευνοϊκά μια ευρύτερη περιοχή γύρω από αυτά (ιδίως τα πεδινά, που δέχονται τη δροσερή αύρα του βουνού), και διατηρούν το χιόνι για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, εμπλουτίζοντας τις πηγές και εξασφαλίζοντας καθαρό νερό στα πεδινά. Χωρίς τα δάση αυτά, μεγάλες περιοχές που τώρα έχουν ευνοϊκό κλίμα και επάρκεια νερού μπορεί να γίνουν αγνώριστες. Επίσης προστατεύουν από τη διάβρωση τις απότομες πλαγιές, παρέχοντας προστασία στα πιο χαμηλά υψόμετρα.

Τα ελατοδάση απειλούνται
Η κλιματική αλλαγή ενισχύει τη σημασία που έχουν τα ελατοδάση αλλά, ταυτόχρονα, τα κάνει πιο ευάλωτα, καθώς αυτά πλέον περιστοιχίζονται από συνθήκες ολοένα πιο αφιλόξενες. Το Κεφαλλονίτικο έλατο μπορεί να αντέχει την ξηρασία και τα φτωχά εδάφη, δεν παύει όμως να είναι … έλατο. Έχει ανάγκη κάποιες ειδικές συνθήκες (σκιάς, υγρασίας κ.λπ.) για να αναπτυχθεί. Σε αρκετά ελατοδάση που βρίσκονται σε φτωχά εδάφη στο πιο χαμηλό υψομετρικό όριο ή είναι απομονωμένα αυτές οι συνθήκες συντηρούνται («μετά βίας») από το μικροκλίμα που δημιουργούν τα ίδια τα δέντρα. Αν χαθούν τα έλατα, αυτομάτως θα επικρατήσουν συνθήκες ζέστης, ξηρασίας και έντονου φωτισμού και η επαναφορά του δάσους θα είναι αδύνατη. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ο μεγάλος, μη αντιστρεπτός κίνδυνος για τα ελατοδάση από τις δασικές πυρκαγιές.

Μολονότι οι δασικές πυρκαγιές είναι μέρος του φυσικού κύκλου στη Μεσόγειο και η μεσογειακή φύση είναι προσαρμοσμένη να ανακάμπτει εύκολα μετά από αυτές, τα ελατοδάση δεν συμπεριφέρονται όπως η υπόλοιπη μεσογειακή βλάστηση. Ενώ τα μεσογειακά πευκοδάση, ιδίως εκείνα με τη Χαλέπιο και την Τραχεία Πεύκη (Pinus halepensis και P. brutia) καίγονται εύκολα αλλά και ανακάμπτουν εύκολα μετά από αυτές, τα ελατοδάση δεν είναι προσαρμοσμένα στην πυρκαγιά. Καίγονται μεν πιο δύσκολα (έχουν περισσότερη υγρασία και λιγότερο ρετσίνι) αλλά ανακάμπτουν πολύ δύσκολα ή καθόλου. Αυτό οφείλεται στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα έλατα σε σχέση με τα πεύκα σε δύο κυρίως περιπτώσεις: στο πώς ριζώνουν τα νέα δεντράκια μετά την πυρκαγιά και στο πού βρίσκονται οι σπόροι για να αρχίσει η νέα γενιά. Το πεύκο φυτρώνει αμέσως μετά τη φωτιά σε γυμνό έδαφος και οι σπόροι του δεν χρειάζεται να έρθουν από κάπου αλλού: προέρχονται από τα κλειστά κουκουνάρια των ίδιων των καμένων δέντρων (τα πεύκα φέρουν όλο το χρόνο «στοκ» από κλειστά κουκουνάρια, τα οποία είναι προγραμματισμένα να ανοίγουν μερικές μέρες αφότου καούν). Άρα, όσο μεγάλη κι αν είναι μια καλοκαιρινή καταστροφή σε ένα πευκοδάσος, το φθινόπωρο αυτό θα είναι γεμάτο με σπόρους και την επόμενη χρονιά με πευκάκια.

Το έλατο διαφέρει εντελώς από το πεύκο και στις δύο περιπτώσεις. Δεν φυτρώνει αμέσως μετά την πυρκαγιά αλλά έχει μια χρονοβόρα και απαιτητική διαδικασία για να εγκατασταθεί και να αναπτυχθεί. Στα πρώτα στάδια τα ζωής του χρειάζεται σκιά και υγρασία. Αν δεν υπάρχουν άλλα έλατα για να παρέχουν αυτές τις συνθήκες, πρέπει πρώτα να αναπτυχθούν θάμνοι και άλλα δασικά δέντρα και μετά, ανάμεσα σε αυτά, να εγκατασταθούν τα ελατάκια. Δεύτερον, με το που θα καεί το ελατοδάσος, αυτόματα χάνονται και οι σπόροι, καθώς το έλατο δεν διαθέτει ώριμα κλειστά κουκουνάρια το καλοκαίρι – όλοι οι κώνοι του ωριμάζουν τον Οκτώβριο. Άρα, αν ένα ελατοδάσος καεί, ο μόνος τρόπος να βγουν νέα ελατάκια είναι να μεταφερθούν με τον αέρα σπόροι από ζωντανά έλατα που βρίσκονται σε μια ακτίνα μερικών εκατοντάδων μέτρων. Αν αυτά δεν υπάρχουν … τέλος.

Όταν, λοιπόν, ένα ελατοδάσος χαθεί από πυρκαγιά, ακολουθούν δύο πιθανά σενάρια:

1. Αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές (μεγάλα υψόμετρα, βόρειες πλαγιές, πλούσια εδάφη, ήπιες κλίσεις και άθικτο ελατοδάσος σε κοντινή απόσταση) και δεν υπάρξει βόσκηση, οι σπόροι από έλατο θα αναπτυχθούν στη σκιά των θάμνων που θα φυτρώσουν στο ανοιχτό έδαφος. Σε εξαιρετικά καλές συνθήκες, αυτό μπορεί να γίνει σχετικά γρήγορα, ακόμη και σε κάλυψη από απλό γρασίδι ή σε σκιερά γυμνά μέρη. Συνήθως, όμως, θα περάσουν μερικές δεκαετίες μέχρι να αναπτυχθεί πρώτα ψηλή βλάστηση από μακία ή πεύκα, προτού αρχίσουν να ξεπροβάλλουν τα ελατάκια πάνω από το «προδάσος» (όπως το αποκαλούν οι δασολόγοι). Σε 100 χρόνια μπορεί να ξαναγίνει νεαρό ελατοδάσος. Θα αργήσει, αλλά θα ξαναγίνει.

2. Αν οι συνθήκες είναι αντίξοες (χαμηλά υψόμετρα, νότιες πλαγιές, απότομες κλίσεις, φτωχό ή υπερβοσκημένο έδαφος και δεν έχει μείνει ελατοδάσος σε κοντινή απόσταση) το ελατοδάσος μπορεί πρακτικά να μην επανέλθει ποτέ. Ακόμη και αν δεν υπάρξει βόσκηση, οι ηλιοκαμένες γυμνές ασβεστολιθικές πλαγιές δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποκτήσουν συνθήκες κατάλληλες για να φυτρώσουν ελατάκια. Σε πολλές περιπτώσεις, η απώλεια του ελατοδάσους οδηγεί ταχύτατα σε ερημοποίηση. Υπάρχουν ήδη αρκετές περιοχές όπου γυμνές πλαγιές στέκονται εκεί που άλλοτε υπήρχαν υγρά σκοτεινά δάση. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η Λευκάδα, όπου δεν υπάρχει ούτε ένα έλατο στον κεντρικό γυμνό ασβεστολιθικό όγκο που ονομάζεται Ελάτη. Σχεδόν γυμνό είναι και το Παναχαϊκό και μεγάλα τμήματα άλλων βουνών. Στη Σικελία, το εκεί αντίστοιχο ενδημικό έλατο (Abies nebrodensis) έχει σχεδόν εξαφανιστεί.

Είναι, συνεπώς, πολύ σημαντικό να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μη χαθούν τα ελατοδάση, διότι σε αντίθεση με τα πευκοδάση -για τα οποία η πυρκαγιά δεν είναι καταστροφή (το αντίθετο: την αξιοποιούν εξελικτικά για να απαλλαγούν από άλλα δέντρα ανταγωνιστές και να φυτρώνουν αμέσως μετά τα πεύκα μόνα τους)- για τα ελατοδάση είναι συχνά μη-αντιστρεπτή καταστροφή.

Όλοι θα συμφωνήσουν ότι είναι σημαντικό να προσέχουμε τα ελατοδάση – αυτό όμως, δεν αρκεί. Τα ελατοδάση κινδυνεύουν όχι από έλλειψη φύλαξης αλλά από έλλειψη σχεδίου και από τις αποφάσεις που παίρνονται ή δεν παίρνονται κατά την ώρα της πυρκαγιάς.
Πώς και γιατί καίγονται τα ελατοδάση
Τα ελατοδάση δεν καίγονται εύκολα, ούτε ξεκινά εύκολα μια πυρκαγιά μέσα σε αυτά. Έχουν αρκετή υγρασία, δεν έχουν πολύ ρετσίνι και συνήθως στερούνται εύφλεκτου υπόροφου από θάμνους και πευκοβελόνες. Μπορούμε να ψήνουμε και να γλεντάμε κάτω από τα έλατα χωρίς κίνδυνο να καούμε – κάτι που θα ήταν αδιανόητο μέσα σε ένα πεδινό πευκοδάσος. Είναι αλήθεια ότι υπό ορισμένες ακραίες συνθήκες (στεγνού χειμώνα -οπότε τα έλατα δεν έχουν αρκετή υγρασία- και καύσωνα το καλοκαίρι) μπορεί, θεωρητικά, μια πυρκαγιά να ξεκινήσει μέσα σε κάποιο άνοιγμα με θάμνους να κάψει και τα γειτονικά έλατα, όμως αυτό είναι σπάνιο. Επίσης, όταν τα έλατα συνυπάρχουν με μαυρόπευκα, μπορεί μαζί με τα «ξερά» (πεύκα) να καούν και τα «χλωρά» (έλατα). Όμως, αυτές οι ορεινές πυρκαγιές (συνήθως από κεραυνό) αποτελούν ειδική περίπτωση. Το πραγματικό πρόβλημα, με τα αμιγή ελατοδάση, σχετίζεται με τις πυρκαγιές που ξεσπούν στην εύφλεκτη μεσογειακή ζώνη κάτω από αυτά.

Οι πυρκαγιές, λοιπόν, δεν ξεκινούν μέσα στα ελατοδάση. Ξεκινούν στα πιο χαμηλά υψόμετρα, στη μεσογειακή ζώνη με θάμνους ή πεύκα. Από εκεί, μια συνηθισμένη μεσογειακή πυρκαγιά συνήθως σταματά όταν φτάσει στα πρώτα έλατα. Αν όμως δημιουργηθεί μεγάλο πύρινο μέτωπο, με φλόγες που θα υψωθούν δεκάδες μέτρα, ενισχυμένη από ένα δυνατό άνεμο (π.χ., ένα καυτό λίβα ή καταβάτη βοριά), σε μια πολύ ζεστή μέρα (ιδίως σε μια χρονιά με σχετικά άνυδρο χειμώνα και περιορισμένη υγρασία στα δέντρα) η πυρκαγιά μπορεί να φτάσει στο ελατοδάσος και να επεκταθεί ανεξέλεγκτη από τα πεύκα και τους θάμνους στα έλατα. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις όπου κάηκαν ελατοδάση (το 2007 και παλιότερα), το ολοκαύτωμα ξεκίνησε σε πευκοδάση και θαμνότοπους χαμηλότερων περιοχών και μετά επεκτάθηκε ως μέτωπο στο βουνό. Έτσι κάηκαν ελατοδάση στον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα, στην Αρκαδία, στην Αχαΐα (Κλωκός), στην Εύβοια και, φυσικά, στην Πάρνηθα. Σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις όλα έγιναν πολύ γρήγορα και δεν μπορούσε κανείς να αντιδράσει. Σε άλλες, όμως, η φωτιά έκαιγε για πολλές ώρες ή και μέρες σε γειτονικές περιοχές προτού επεκταθεί στα ελατοδάση.

Αυτός ο κίνδυνος πάντα υπήρχε για τα ελατοδάση και υπάρχουν ιστορικές αναφορές για πυρκαγιές σε αυτά. Όμως σήμερα ο κίνδυνος είναι πολύ μεγαλύτερος λόγω των υψηλότερων θερμοκρασιών αλλά και της εγκατάλειψης της ημιορεινής ζώνης, που έχει δημιουργήσει εκτεταμένους εύφλεκτους θαμνώνες και πευκοδάση εκεί όπου άλλοτε επικρατούσαν ανοιχτοί βοσκότοποι και το (δύσκολο να καεί) μωσαϊκό του παραδοσιακού αγροτικού τοπίου με αμπέλια και ποικίλες άλλες καλλιέργειες.

Απαιτείται ειδικό σχέδιο για τη διαφύλαξη των ελατοδασών από τις πυρκαγιές…
Επομένως, η πραγματική προτεραιότητα για τη σωτηρία των ελατοδασών δεν είναι τόσο το να φυλάσσονται τα ίδια, αλλά το να μην αφήσουμε τις πυρκαγιές που θα ξεκινήσουν σε γειτονικές περιοχές να επεκταθούν σε αυτά. Σε κάθε περιοχή όπου υπάρχουν ελατοδάση θα πρέπει να υπάρχει σχέδιο που θα προβλέπει, ανάλογα με τον άνεμο, όλα τα σενάρια επέκτασης πυρκαγιάς σε αυτά από τις περιοχές χαμηλότερων υψομέτρων που τα περιβάλουν. Τα σενάρια θα πρέπει να εστιάζουν σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα: την πιθανότητα να δημιουργηθεί μέτωπο πυρκαγιάς που θα έρθει σε επαφή με τα ελατοδάση. Σε πολλές περιοχές τα ελατοδάση είναι ασφαλή επειδή περιβάλλονται από περιοχές με αραιή βλάστηση ή καλλιέργειες που δεν καίγονται εύκολα (π.χ. αμπέλια). Αλλού, όμως, τα ελατοδάση βρίσκονται σε άμεση επαφή με πυκνούς θαμνότοπους και πεύκα. Αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν προφανή hot spot για επιφυλακή και το σχέδιο θα πρέπει να εντοπίσει τα σημεία εκείνα από όπου το μέτωπο μιας πυρκαγιάς στα χαμηλότερα υψόμετρα μπορεί να περάσει στα έλατα.

 

Δεν αρκεί όμως ούτε η επιφυλακή και το σχέδιο που θα συντάξουν ειδικοί (μολονότι προφανώς τέτοιο σχέδιο δεν υπήρχε το 2007). Το κυριότερο είναι οι κρίσιμες αποφάσεις που θα ληφθούν την ώρα της πυρκαγιάς. Χωρίς να θέλουμε να γενικεύσουμε, ή να αδικήσουμε κάποιους, είναι βέβαιο ότι υπήρξαν περιπτώσεις (το 2007 και παλιότερα) όπου την ώρα της φωτιάς η προτεραιότητα δόθηκε σε περιουσίες και καλλιέργειες, αφήνοντας το μέτωπο να «φύγει προς το βουνό». Δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη ότι «το βουνό» διαθέτει οικοσυστήματα που προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες (μόνο αυτές που αφορούν στο νερό και το κλίμα αρκούν) που, αν αποτιμηθούν σωστά, θα αποδειχτεί ότι αξίζουν πολύ περισσότερα εκατομμύρια από ότι αξίζουν μερικές δεκάδες εκτός σχεδίου κτίσματα ή μερικές εκατοντάδες ή και χιλιάδες στρέμματα καλλιέργειες. Μπορεί αυτό να φαίνεται ωμά αντικοινωνικό, όμως, στις σημερινές εφιαλτικές προοπτικές της κλιματικής αλλαγής, δεν έχουμε την πολυτέλεια να κλείνουμε τα μάτια στην πραγματικότητα. Τα ελατοδάση είναι πολύτιμα και πολλά από αυτά δεν πρόκειται να επανέλθουν αν χαθούν.

Άρα, τα ελατοδάση πρέπει να μπουν στην πρώτη γραμμή προτεραιότητας. Όπως οι κατοικημένες περιοχές, θα πρέπει να αποτελούν το πρώτο πράγμα που θα διερευνήσει κανείς αν απειλείται τη στιγμή μιας πυρκαγιάς. Μαζί με τα ώριμα ελατοδάση, προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελούν και εκείνα που ανακάμπτουν δεκαετίες μετά από προηγούμενη πυρκαγιά. Συχνά, αυτά φαίνονται ως απλοί θαμνότοποι όπου, αν προσέξουμε, θα δούμε να ξεπροβάλλουν ελατάκια, συχνά ύψους κάμποσων μέτρων, πάνω από τις κορυφές των θάμνων ή ανάμεσα στα άλλα δέντρα. Σε 20 – 30 χρόνια αυτές οι περιοχές θα είναι πλήρες δάσος που θα σκιάσει τους θάμνους και θα τους περιορίσει. Είναι κρίμα να χαθούν αυτά τα μελλοντικά δάση από μια «συνηθισμένη» μεσογειακή πυρκαγιά που θα αφεθεί να κάψει τους θάμνους που τα περιβάλουν.
Η σωτηρία των ελατοδασών είναι, τελικά, πολιτική απόφαση
Με αυτή την ανάλυση δεν επιχειρούμε να μπούμε στα χωράφια των δασικών ή των πυροσβεστών. Στόχος είναι οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι, εκείνοι, δηλαδή, που (υποτίθεται ότι) εγκρίνουν τον σχεδιασμό και που, κυρίως, δίνουν ή έχουν τη δυνατότητα να δώσουν εντολές κατά την κρίσιμη ώρα της πυρκαγιάς: δηλαδή ο Υπουργός και ο Γ.Γ. της Αποκεντρωμένης και στη συνέχεια ο Περιφερειάρχης και ο Δήμαρχος (οι δύο τελευταίο δεν έχουν δυνατότητα εντολών, ωστόσο έχουν «εδικό βάρος» κατά τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τον τόπο τους).

Οι πολιτικά υπεύθυνοι για την πολιτική προστασία πρέπει να ενημερωθούν με απλό τρόπο για την ανάγκη να αντιμετωπίζουμε ξεχωριστά τα ελατοδάση, λόγω της ιδιαίτερης αξίας που έχουν για τις ανθρώπινες κοινωνίες –ιδιαίτερα σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής- και της μεγάλης δυσκολίας ανάκαμψής τους. Στη συνέχεια, θα πρέπει να ζητούμε από αυτούς δύο απλά πράγματα:

1. Να ζητούν ειδικό σχέδιο προστασίας των ελατοδασών κατά τη φάση του σχεδιασμού πολιτικής προστασίας (τονίζουμε: όχι μόνο μέσα και γύρω από αυτά, αλλά κυρίως στην ευρύτερη πεδινή ζώνη από όπου ένα μέτωπο πυρκαγιάς μπορεί να επεκταθεί σε αυτά)
2. Να δίνουν ειδική προτεραιότητα στα ελατοδάση κατά τη φάση της πυρόσβεσης (ξανατονίζουμε: όχι μόνο όταν απειλούνται άμεσα, αλλά και όταν οι πυρκαγιές μαίνονται στην ευρύτερη πεδινή ζώνη από όπου το μέτωπο μπορεί να επεκταθεί σε αυτά) και να ζητούν από τους συντονιστές να δράσουν ανάλογα

Η σωτηρία κάποιων ελατοδασών μπορεί να εξαρτηθεί από ένα τηλεφώνημα την κρίσιμη εκείνη ώρα: από το «αρχηγέ, να μην καούν περιουσίες» να περάσουμε στο «αρχηγέ, να μην καεί το ελατοδάσος». Χρειάζεται θάρρος για αυτό, διότι μπορεί να σημαίνει ότι κάποιες δυνάμεις πυρόσβεσης θα μεταφέρουν την προσοχή τους από κάποιες καλλιέργειες ή εκτός σχεδίου κτήρια στο πώς να «κόψουν» το μέτωπο της φωτιάς πριν αυτό φύγει προς το βουνό και κάψει το ορεινό δάσος. Αυτό, δηλαδή, που, όσο διπλωματικά κι αν το εκφράσουμε, δεν έγινε στην περίπτωση της Πάρνηθας. Συνήθως, όμως, δεν θα χρειαστεί να φτάσουμε σε τέτοιο δίλημμα, αν υπάρχει από την αρχή σχεδιασμός.

Βασικός είναι και ο ρόλος των πολιτών, των οργανώσεων και των εθελοντικών ομάδων, ώστε να υπάρχει η ανάλογη πολιτική πίεση κατά την ώρα των κρίσιμων αποφάσεων. Μόνο έτσι θα αλλάξουν στάση και τα ΜΜΕ, για να περάσουν, από το στερεότυπο «δεν κινδυνεύουν κατοικημένες περιοχές» στο «οι δυνάμεις προσπαθούν να αποκόψουν το μέτωπο της πυρκαγιάς πριν αυτή φτάσει στα έλατα…».

Κατανοούμε ότι τα υπεύθυνα όργανα δασοπυρόσβεσης (υπηρεσίες και συμβούλια πολιτικής προστασίας) θα διαβεβαιώσουν ότι “μεριμνούμε για όλα”, υπονοώντας ότι μέσα σε “όλα” περιλαμβάνονται, φυσικά, και τα ελατοδάση. Δεν αρκεί αυτό. Το ζήτημα είναι πολιτικό: η κοινωνία πρέπει να γνωρίζει πως δεν μπορούν να γίνουν όλα και χρειάζονται προτεραιότητες. Και, στη σημερινή εποχή, πρέπει να βάζουμε ως πρώτη προτεραιότητα τα πολύτιμα για τον άνθρωπο οικοσυστήματα.

petrovouni.blogspot.gr/

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων