Αι δύο μπεκάτσαι … εν έτει 1917

0

Επεθύμησα να φάγω μιαν μπεκάτσαν. Τούτο δε θα ήτο εφικτόν, αλλ’ ο πωλητής μου απήντησεν αρκετά συμβιβαστικώς:

– Εννέα δραχμάς το ζευγάρι, κύριος.

Φθηνά, πολύ φθηνά οπωσδήποτε, όταν οι μεντζεσόλες μας στοιχίζουν περί τας 22 δραχμάς.

Εξήγαγον το πορτοφόλιον αλλ’ ουδέν εύρον εις αυτόν. Δι ο και επέταξα εις τον παντοπώλην εν ηχηρόν βαλάντιον με λουδοβίκεια, όπως οι ιππόται του Δουμά πατρός. Επί τέλους ήμην κάτοχος ζεύγους μπεκατσών. Και λείαν αξιοσεβάστων. Το ράμφος των ήτο τόσον μέγιστον, ώστε θα ηδύνατο να τας καταστήση και μέλη του γνωμοδοτικού συμβουλίου.

Παρετήρησα με πολλήν προσοχήν αυτό το ράμφος. Επρόκειτο περί μιας συμμετρίας τα φύσεως! Αλλά διατί τάχα έθεσε ως μύτην των νοστιμοτάτων αυτών πτηνών δύο στύλους της πλατείας Συντάγματος; Μη τυχόν αι μπεκάτσαι έχουν παμμέγιστον ράμφος, διότι τρώγουν σκουλίκια; Τότε οι πελάται των αθηναϊκών ζαχαροπλαστίων που τρώγουν πάστες σκωλικοβριθείς  έπρεπε να είχον μύτην τριπλασίαν του Σιρανό ντε Μπερζεράκ, αλλά οι ταλαίπωροι δεν έχουν διόλου μύτην, αλλέως δεν θα έτρωγαν τις πάστες. Και όσον δύναται να εξηγηθεί  η προβοσκίς του ελέφαντος, άλλο τόσον δύναται και το ράμφος μιας μπεκάτσας. Η φύσις διαπράττει πολλάς τερατωδίας. Αλλά και οι άνθρωποι όχι ολιγοτέρας.

Εννέα δραχμάς δύο μπεκάτσες. Τόσον χρηματικόν ποσόν δεν κερδίζει σήμερα μια ανθρωπίνη ύπαρξις, εργαζομένη νυχθημερόν. Με μιαν σφαίρα 12 λεπτών μπορείτε να ξεκάμετε έναν άνθρωπον ή και περισσοτέρους και όμως ένας άνθρωπος νεκρός δεν αγοράζεται από κανέναν… Όλα τα παράδοξα συμβαίνουν επομένως εις τον άνθρωπον, εν τούτοις τι απέγιναν οι μπεκάτσες που αγόρασα;

Τις παρέδωσα εις την μαγείρισσάν μου, ήτις διεμαρτυρήθει διπλά. Πρώτον διότι θα εκαλούντο να εφαρμόσει συνταγήν όχι συνηθισμένην, και δεύτερον διότι θα υποβάλλετο εις τον κόπον να μαδήση τα πτηνά. Ιδού λοιπόν, δια μιαν φορά ακόμη η ανισότης διαθέσεως εις τον κόσμον τούτον. Η μαγείρισσά μου διεμαρτυρήθη, διότι θα εμαδούσε δύο μπεκάτσας, ενώ οι έχοντες την εξουσίαν πολιτικοί είναι ευχαριστημένοι που μαδούν έναν ολόκληρο πληθυσμόν καθ’ εκάστην.

Εν τούτοις αι μπεκάτσαι εμαγειρεύθησαν, Έγιναν ψηταί εις την κατσαρόλαν, με μιαν ηδονικοτάτην σάλτσαν και με θαυμασίους πρασίνους ελαίας της Αμφίσσης. Η μπεκάτσα είναι εκτάκτως προνοητικόν πτηνόν δια τον ουρανίσκον του ανθρώπου, διότι δεν έχει μόνον λαμπρόν, ηδύτατον κρέας, αλλά και εκλεκτά εντόσθια, δια των οποίων παρασκευάζεται η θαυμασιοτέρα σάλτσα. Ιδίως όταν της προστίθενται τηγανισμένα ψωμάκια με αύθονον φρέσκο βούτυρον, εκτός αν προτιμάτε, παρακαλώ, πουρέ πατάτας, ον και τούτον προσέθεσεν η μαγείρισσά μου εις την πιατέλαν.

Το ορολόγιον της Μητροπόλεως, εσήμανε πρώτον την δωδεκάτην της μεσημβρίας, ην επανέλαβον όλα τα ορολόγια της πόλεως. Αλλ’ εγώ δεν έδωσα σημασίαν εις τοιούτον καθημερινώς επαναλαμβανόμενον θέμα. Εγώ είχα κάτι ανώτερον και μοναδικόν. Είχον τας εκλεκτάς μπεκάτσας. Έλαβον λοιπόν  εν τέταρτον  του ούζου  και εκατό δράμια τυρί τουλουμίσιο του Παρνασσού από το πρώτον εδωδιμοπωλείον αντί του ευτελούς ποσού των 18 λεπτών, μεθ’ ό επέβην εις το ταχύτερον αυτοκίνητον της πιάτσας δια να φθάσω ενωρίτερον εις το μέγαρόν μου. Εκεί εύρον εις την θύραν τον λίαν ανήσυχον και δύσθυμον σπιτονοικοκύρη μου, ον εξηυμένησα δια μας εξαμήνου προκαταβολής και διηυθύνθην εις την τραπεζαρίαν μου τρίβων τα χείρας μου και την κοιλίαν μου ενίοτε. Εκάθησα εις την δρύινον έδραν μου, ήν ο προπάππος μου εκόμισεν ποτέ εκ Βενετίας, ξεδίπλωσα την πετσέταν μου και αφαίρεσα το του σκεύους καπάκιον, έλαβον το πηρούνιον και το μαχαίριον και… εξύπνησα.

Ο ήλιος είχε ανατείλη προ πολλού εις τον λαμπρόν αττικόν ουρανόν, αλλά όχι και εις την σκοτεινήν κατοικίαν μου. Αντί μπεκάτσας, εις το κομοδίνο έκειτο μια νέα αγωγή εξώσεως. Θα αντιπαλαίσω πάλιν ηρωικώς. Μιαν αποστολήν οποσδήποτε έχει κάθε άνθρωπος εις τον κόσμον τούτον…

Αθήναι 1917

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων