Οι 10 μεγαλύτερες εφευρέσεις στο λειόκανο και την βλητική του

0

Η ιστορία του κυνηγετικού λειόκαννου, έτσι όπως εξελίχθηκε μέχρι τις μέρες μας, σφραγίστηκε από ευρεσιτεχνίες-σταθμούς που επηρέασαν τόσο τη βλητική του συμπεριφορά όσο και την κυνηγετική δραστηριότητα στο σύνολό της.

Επιλέξαμε και σας παρουσιάζουμε τις δέκα σημαντικότερες εφευρέσειςπου μπορούμε να πούμε ότι άλλαξαν τον ρου αυτής της ιστορίας.

Η ιστορία του κυνηγετικού λειόκαννου συντίθεται από μια ατελείωτη λίστα ευρεσιτεχνιών (εφευρέσεων), κάθε μία από τις οποίες φέρει τη σφραγίδα της ιδιοφυΐας του εμπνευστή της αλλά και το στίγμα της κουλτούρας της χώρας από την οποία αυτός προέρχεται. Η υποκειμενικότητα στην επιλογή των σημαντικότερων σταθμών της εξέλιξης του λειόκαννου είναι δεδομένη, σχετίζεται με τις προτιμήσεις και την αξιολόγηση του γράφοντος, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις είναι αντικειμενική και αδιαμφισβήτητη.

Κανείς, για παράδειγμα, δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η στιγμιαία πυροδότηση της πυρίτιδας ήταν εκείνη που μετέτρεψε το κυνηγετικό όπλο από μέσο αποκομιδής τροφής σε αίτιο γέννησης του σύγχρονου κυνηγίου.

Από την άλλη, πολλοί μπορεί να θεωρήσουν ότι η κατασκευή του σύγχρονου αλληλεπίθετου δίκαννου δεν αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προόδους στην ιστορία του λειόκαννου, πολύ περισσότερο αν αναλογιστούμε ότι αυτή υπαγορεύτηκε από εμπορικά κυρίως κίνητρα, στην προσπάθεια των Βρετανών οπλοκατασκευαστών να εισβάλουν δυναμικά στην υπερατλαντική αγορά.
Μεγαλύτερη σημασία για μένα έχει ωστόσο η θεμελίωση της όποιας επιλογής, παράλληλα με την αποδοχή και το σεβασμό οποιασδήποτε αντίθετης άποψης, άποψης στην οποία ανέκαθεν οι σελίδες του περιοδικού αυτού ήταν ανοιχτές.

Οι ευρεσιτεχνίες και η πατρότητά τους

Είναι αναμφισβήτητο ότι κάποιες επινοήσεις μεταμόρφωσαν κυριολεκτικά το κυνηγετικό όπλο κι επαναπροσδιόρισαν τη φύση του κυνηγίου σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αυτό που συχνά βρίσκεται υπό αίρεση είναι η πατρότητα αυτών των επινοήσεων. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι πολλές φορές αυτός που κατέχει τελικά τη δόξα μιας επαναστατικής επινόησης στο λειόκαννο, δεν είναι ο πραγματικός εμπνευστής της ευρεσιτεχνίας.

Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Πρώτα απ’ όλα γιατί κάποιες απλές επινοήσεις κατέληξαν να είναι πραγματικά επαναστατικές για την εξέλιξη του λειόκαννου όπλου δια μέσου πολλών και συχνά μακροχρόνιων βελτιώσεων.

Είναι, λοιπόν, δύσκολο να προσδιορίσει κανείς αν αυτός που πρέπει να τιμάται για τη συγκεκριμένη επινόηση είναι ο αρχικός εφευρέτης ή κάποιος από αυτούς που στη συνέχεια βελτίωσαν την ευρεσιτεχνία και την έκαναν εφαρμόσιμη και κυρίως εύχρηστη στους οπλοκατασκευαστές.

Επιπλέον, πολλές ευρεσιτεχνίες πριν ακόμη γίνουν γνωστές, εντοπίστηκαν από οπλοκατασκευαστές και εξαγοράστηκαν με αποτέλεσμα να παραμένει στην ιστορία διάσημος ο κατασκευαστής που πρώτος χρησιμοποίησε την τάδε ή τη δείνα ευρεσιτεχνία και όχι ο πραγματικός επινοητής της.

Τέλος, κάποιες άλλες φορές, ιστορικές και νομικές έριδες ανάμεσα σε κατασκευαστές απέδωσαν κάποια ευρεσιτεχνία σε έναν εκ των δύο εμπλεκομένων, χωρίς οι ιστορικοί του λειόκαννου να μπορούν να είναι βέβαιοι για τη δίκαιη ή μη κατάληξη της διένεξης και συνακόλουθα για την πραγματική πατρότητα της ευρεσιτεχνίας.
Ούτως ή άλλως, όμως, στο συγκεκριμένο αφιέρωμα αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να καταγραφούν οι ευρεσιτεχνίες που άλλαξαν τη ροή του λειόκαννου και του κυνηγίου και δευτερευόντως να τιμηθούν οι εμπνευστές τους.

1. Η στιγμιαία πυροδότηση της πυρίτιδας

Πολλοί οπλόφιλοι και κυνηγοί γνωρίζουν τη Νυρεμβέργη από τη διάσημη έκθεση όπλων και κυνηγετικών εξαρτημάτων που πραγματοποιείται εκεί. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν ότι στην πόλη αυτή και πιο συγκεκριμένα σε μια ανακάλυψη που έγινε εκεί το 1520, οφείλεται η ίδια η ύπαρξη του κυνηγίου με τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα.

Τότε, λοιπόν, ανακαλύφθηκε στη Νυρεμβέργη η στιγμιαία πυροδότηση της πυρίτιδας, δίνοντας πλέον την ευκαιρία σε όσους επιθυμούσαν και διέθεταν την οικονομική άνεση, να προμηθεύονται περίσσεια πυρίτιδας να δοκιμάσουν βολές σε κινητό στόχο.

Μέχρι τότε, ο χρόνος που μεσολαβούσε στα περίφημα match locks με το φυτίλι, ανάμεσα στο τράβηγμα της πρωτόγονης σκανδάλης και στο άναμμα της πυρίτιδας, ήταν τόσος που όχι μόνο απαιτούσε κυνήγι στατικών θηραμάτων σε καρτέρι, αλλά ήταν απαραίτητο το θήραμα να βρίσκεται και στην πλέον ήρεμη φάση, προκειμένου για κάποια δευτερόλεπτα να μην μετακινηθεί από την αρχική του θέση.

Μέχρι την εποχή εκείνη το κυνηγετικό όπλο συνέβαλε στην αντιμετώπιση της ανέχειας και της πείνας που μάστιζε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Αυτό που αργότερα αντιμετωπίστηκε από τους ευγενείς ως «σπορ της αριστοκρατίας» δεν είχε καμία σχέση με το κυνήγι της περιόδου στην οποία αναφερόμαστε.

Στην κουλτούρα πολλών λαών και κυρίως της Βρετανίας (που έμελλε αργότερα να γίνει η «μητρόπολη» των καλύτερων χειροποίητων όπλων του κόσμου), το κυνήγι αποτελούσε δραστηριότητα των υποσιτιζόμενων. Η αδυναμία βολής κατά κινητού στόχου απέτρεπε οποιονδήποτε να το δει ως εκδήλωση δεξιοτεχνίας και ως σπορ. Όλα αυτά άλλαξαν με την ανακάλυψη της στιγμιαίας πυροδότησης της πυρίτιδας.

Για τους ιστορικούς μάλιστα, ο συντηρητισμός της τάξης των ευγενών κάθε χώρας, μπορεί άνετα να υπολογιστεί με βαρόμετρο την ταχύτητα (την εποχή) με την οποία προσεταιρίστηκε η τάξη αυτή την κυνηγετική δραστηριότητα. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η Γαλλία «εξήγαγε» κυνηγετική παιδεία σε μια περίοδο που ακόμη οι Βρετανοί θεωρούσαν το κυνήγι ως δραστηριότητα των χαμηλών τάξεων.

 

Η στιγμιαία πυροδότηση της πυρίτιδας, όμως, δεν άλλαξε μόνο τη φύση του κυνηγίου. Επιτάχυνε σημαντικά μέσα από δύο διαφορετικούς δρόμους την εξέλιξη και βελτίωση των κυνηγετικών όπλων. Πρώτα απ’ όλα με τη δυσκολία που παρουσίαζε το κυνήγι σε κινούμενο στόχο, μετέτρεψε, όπως αναφέραμε, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης το κυνήγι σε σπορ των ευγενών, εκείνων δηλαδή που είχαν την οικονομική δύναμη να πληρώσουν για την αγορά καλών όπλων και άρα για την ταχεία βελτίωση και εξέλιξή τους.

Δεύτερον ανοίχτηκε η δυνατότητα για μια σειρά βελτιώσεις από τους οπλοκατασκευαστές, προκειμένου το μεγάλο επίτευγμα της στιγμιαίας πυροδότησης να παρέχει ακόμη μεγαλύτερες ευκολίες στην παρακολούθηση του κινητού στόχου και στην επιτυχή βολή του.

Τα οικονομικά κίνητρα για τους οπλοκατασκευαστές ήταν πλέον σημαντικά κι ένας τεράστιος κατάλογος από ευρεσιτεχνίες (πατέντες) άρχισε να δημιουργείται με ταχείς ρυθμούς. Σύντομα άλλο ένα κίνητρο, εκείνο της αναγνώρισης και της δόξας, προστέθηκε στο διόλου ευκαταφρόνητο οικονομικό δέλεαρ, για τους οπλοκατασκευαστές.

2.Τα οπισθογεμή όπλα και τα πυρομαχικά τους

Για πολλούς το πέρασμα από το φυτίλι στην τσακμακόπετρα και από την τσακμακόπετρα στο εμπροσθογεμές εξώσφυρο (κοκοροντούφεκο) με χρήση καψυλλίου, αποτέλεσε μια αρμονική εξέλιξη χωρίς ουσιαστική επίδραση στη φύση και τις συνθήκες του κυνηγίου.

Αυτό που θεωρούν ότι άλλαξε τη φύση του κυνηγίου σε πρώτο επίπεδο ήταν η ανακάλυψη της στιγμιαίας πυροδότησης της πυρίτιδας. Η δεύτερη ανακάλυψη που αναμφίβολα προκάλεσε επανάσταση στο χώρο του κυνηγετικού όπλου και του κυνηγίου γενικότερα, ήταν η ανακάλυψη του οπισθογεμούς λειόκαννου. Στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Παριζιάνος κατασκευαστής όπλων Lefaucheux εγκαινιάζει στην κυριολεξία τη νεότερη ιστορία του κυνηγετικού λειόκαννου, με το οπισθογεμές pin fire όπλο του.

Μία ακίδα τοποθετημένη στο ένα άκρο της βάσης του κάλυκα είναι εκείνη που πυροδοτεί το καψούλι όταν χτυπηθεί από τη σφύρα (τον κόκορα) του όπλου. Μία μικροσκοπική εγκοπή έχει ήδη δημιουργηθεί στο πάνω και πίσω μέρος της κάννης για την υποδοχή αυτής της ακίδας και την άνετη προεξοχή της, προκειμένου αβίαστα να τη συναντήσει η σφύρα μετά το τράβηγμα της σκανδάλης.

Τώρα πια ο κυνηγός δεν έχει μόνο τη δυνατότητα να ρίχνει σε κινητό στόχο, αλλά διατηρεί το προνόμιο της ταχείας επαναγόμωσης του όπλου, κάτι που μέχρι την ανακάλυψη του Lefaucheux δεν συνέβαινε. Το όπλο του Lefaucheux, βέβαια, αποτέλεσε εξέλιξη παρόμοιων επινοήσεων που πραγματοποιήθηκαν 2 και 3 χρόνια νωρίτερα από τη δική του ανακάλυψη, όμως εκείνος έμελλε να βάλει σε μαζική παραγωγή το πρώτο οπισθογεμές όπλο και να κερδίσει τη φήμη του εφευρέτη του.

Η ιστορική ανακάλυψη του Lefaucheux

Για να είμαστε συνεπείς με την ιστορία πρέπει να διευκρινίσουμε ότι φυσίγγια σε πρωτόγονη μορφή χρησιμοποιήθηκαν αρκετά νωρίτερα και σε εμπροσθογεμή όπλα. Πρόκειτο για κυλινδρικά μορφώματα που περιείχαν το σύνολο της γόμωσης και τοποθετούνταν από το πρόσθιο τμήμα στην κάννη, πιεζόμενα προς τα πίσω, ώστε να βοηθούν στην ταχεία επαναγόμωση του όπλου.

Το κύριο χαρακτηριστικό των περισσότερων επινοήσεων αυτού του είδους ήταν ότι το περίβλημα της γόμωσης (το υποκατάστατο δηλαδή του κάλυκα) αποτελείτο από καύσιμο υλικό, προκειμένου να αποφεύγεται η άμεση ανάγκη καθαρίσματος του όπλου μετά τη βολή. Χαρτί εμποτισμένο με εύφλεκτες ουσίες ήταν το κύριο υλικό αυτών των πρόδρομων των σημερινών φυσιγγίων, που δεν περιείχαν φυσικά καψύλλιο.

Αν σε κάτι βοήθησε σημαντικά η ευρεσιτεχνία του Lefaucheux, ήταν ότι για πρώτη φορά το φυσίγγι τοποθετείτο από το πίσω μέρος στο όπλο (κερδίζοντας σημαντικό χρόνο) και πάνω απ’ όλα ότι για πρώτη φορά το καψύλλιο γινόταν πλέον αναπόσπαστο τμήμα του φυσιγγίου και όχι εξάρτημα που έπρεπε να τοποθετηθεί ξεχωριστά στο όπλο για την έναυση της πυρίτιδας.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν ισχυριζόμασταν ότι το όπλο του Lefaucheux αποτέλεσε την αφετηρία της ιστορίας του σύγχρονου λειόκαννου, αλλά παράλληλα σηματοδότησε και το τέλος των μεγάλων σημαντικών ανακαλύψεων στο χώρο του κυνηγετικού όπλου.

3. Η ανακάλυψη της άκαπνης πυρίτιδας

Μετά τις προαναφερθείσες ανακαλύψεις, το μοναδικό πρόβλημα για τον κυνηγό ήταν το πυκνό νέφος καπνού που δημιουργούσε η μαύρη πυρίτιδα, μη δίνοντας τη δυνατότητα να διατηρήσει οπτική επαφή με το θήραμα ή το κοπάδι των θηραμάτων, ώστε να έχει τη δυνατότητα για μια δεύτερη βολή.

Η ανακάλυψη της άκαπνης πυρίτιδας αποτελεί την εφεύρεση εκείνη που έδωσε λύση και σ’ αυτό το πρόβλημα, προσφέροντας ακόμη μεγαλύτερη βράχυνση του απαιτούμενου μεσοδιαστήματος ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη βολή.

Η άκαπνη πυρίτιδα (στην αρχική της μορφή νιτροκυτταρίνη και αργότερα νιτροκυτταρίνη ζελατινοποιημένη ή νιτροκυτταρίνη με νιτρογλυκερίνη) αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ανακάλυψης που η επανάσταση στη βλητική δεν προήλθε από την αρχική επινόηση, αλλά από τις βελτιώσεις και τις μετεξελίξεις της.

Η πλήρης ζελατινοποίηση

Η αρχική επινόηση της νίτρωσης της κυτταρίνης και της παραγωγής του πρόδρομου της πυρίτιδας που ονομάστηκε «ξυλοϊδίνη», αποδίδεται στον Henry Braconnot. Όμως, θα παρέμενε η ανακάλυψη αυτή μια μη εφαρμόσιμη στην πράξη παρατήρηση, χωρίς τη συμβολή δεκάδων επιστημόνων, που δοκιμάζοντας την επίδραση οξέων, αρχικά σε πριονίδι ξύλου και αργότερα σε βαμβάκι, πέτυχαν τη νίτρωση της κυτταρίνης και αργότερα τη μερική και εν συνεχεία πλήρη ζελατινοποίησή της.

Αυτή είναι που έκανε τη νιτροκυτταρίνη να έχει απόλυτα ελεγχόμενη καύση, σταθερότητα και κυρίως να παρουσιάζει αντίσταση στις θερμικές και υγρομετρικές μεταβολές. Χωρίς αυτή (την πλήρη ζελατινοποίηση) είναι βέβαιο ότι οι κυνηγοί θα προτιμούσαν να παραμείνουν στη μαύρη πυρίτιδα, με όλα τα μειονεκτήματά της και η άκαπνη πυρίτιδα θα παρέμενε μια στείρα ανακάλυψη πολύ περιορισμένης εφαρμογής.

Μαζική παραγωγή και μείωση κόστους

Μετά τον Henry Braconnot, ο Theophile Jules Belouze βελτίωσε την ξυλοϊδίνη, χρησιμοποιώντας πρώτος ως δότη κυτταρίνης το βαμβάκι αντί για πριονίδι. Οι χημικοί Cristian Friedrich Schonben και Rudolf Bottger δούλεψαν εντατικά στην κατεύθυνση της σταθεροποίησης της νιτροκυτταρίνης.

Το 1865 ο Schultze (που για πολλούς θεωρείται ο ουσιαστικός εφευρέτης της σύγχρονης πυρίτιδας), επιστρέφει στο πριονίδι αλλά επιτυγχάνει την πλήρη νίτρωσή του, βασισμένος στις προόδους και τις έρευνες του Άγγλου χημικού Abel. Η ζελατινοποίηση της πυρίτιδας ήρθε πολύ αργότερα, το 1883 από τον Max Von Duttenhofer, που ολοκλήρωσε την πρώτη φάση των ανακαλύψεων.
Από ‘δω και πέρα διαφορετικές επινοήσεις του Duttenhofer, του Vieille και κυρίως του Nobel, του Dupont, του Thomson και του Lunghe, σχετίζονται με τη μεγαλύτερη δυνατή προσαρμογή της πυρίτιδας στις μεθόδους μαζικής, βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και στη μείωση του κόστους παραγωγής της.

Η πρώτη διβασική πυρίτιδα

Στις μεγάλες ανακαλύψεις που οδήγησαν στην τελειοποίηση της άκαπνης πυρίτιδας, θα ήταν ατόπημα να παραλείψουμε τον μεγάλο εφευρέτη Nobel, που πέρα από αρκετές επινοήσεις για τη βιομηχανοποίηση της παραγωγής της πυρίτιδας, είναι ουσιαστικά και ο εφευρέτης των διβασικών άκαπνων πυρίτιδων.

Εκείνος πρώτος σκέφτηκε ότι η ζελατινοποίηση της πυρίτιδας, πέρα από τον παραδοσιακό τρόπο, που ως διαλύτης χρησιμοποιείτο μείγμα αιθέρα και αλκοόλης, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μη πτητικός (σταθερός) διαλύτης. Εφηύρε και καθιέρωσε έτσι τη νιτρογλυκερίνη ως σταθερό διαλύτη στη ζελατινοποίηση της άκαπνης πυρίτιδας, κατασκευάζοντας τη «βαλιστίτιδα», την πρώτη διβασική πυρίτιδα.

4. Οι δαμασκηνές κάννες

Οι δαμασκηνές κάννες αποτελούν ίσως την παλιότερη από όλες τις ανακαλύψεις που αναφέρονται σε αυτό το αφιέρωμα. Η οπλουργική τις δανείστηκε στην κατασκευή των καννών από τους κατασκευαστές σπαθιών.

Οι λόγοι κάθε άλλο παρά αισθητικοί ήταν, όπως πολλοί πιστεύουν στις μέρες μας. Άλλωστε, αν αισθητικοί λόγοι υπαγόρευαν την ύπαρξη των δαμασκηνών καννών, δεν θα είχαν ξεπεραστεί στη δεκαετία του ’20 και θα χρησιμοποιούνταν ακόμη μέχρι τις μέρες μας, τουλάχιστον στα ακριβά χειροποίητα όπλα, κατόπιν παραγγελίας.

Αν και είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς με ακρίβεια την ημερομηνία κατασκευής της πρώτης δαμασκηνής κάννης, είναι βέβαιο ότι η επιλογή της αποτελούσε μονόδρομο για τους οπλοκατασκευαστές, σε μια περίοδο που η μεταλλουργία ελάχιστα βήματα είχε κάνει στον τομέα της κάθαρσης του ατσαλιού, αλλά και στον εντοπισμό των βελτιωτικών προσμείξεων που αυτό μπορούσε να δεχθεί.

Ο θρύλος θέλει τους μεγάλους κατασκευαστές να αποζητούν εναγωνίως μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, σε ράγες τρένων και αλλού όσο πιο συμπαγή και ελαστικά ατσάλια γινόταν, για την κατασκευή των καννών τους. Οι δαμασκηνές κάννες είχαν δώσει πολύ νωρίτερα λύση στο πρόβλημα αυτό.

Κατασκευασμένες από αλλεπάλληλες στρώσεις ατσαλιού και σιδήρου, αναδιπλωμένες πολλές φορές και σφυρηλατημένες μπροστά στο καμίνι, μπορούσαν να εγγυηθούν ικανοποιητική αντοχή στις πιέσεις και εξαιρετική ελαστικότητα. Μοναδικά τους μειονεκτήματα, οι πολλές εργατώρες που απαιτούσε η κατασκευή τους και η επιρρέπειά τους στην οξείδωση, λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε σίδηρο.

Μεταλλουργική δεξιοτεχνία

Οι πολλοί τύποι δαμασκηνών συνθέσεων, μετά τα εντυπωσιακά σχέδια και οι ακόμα περισσότεροι τύποι βαφής τους με τις κοκκινωπές και καφέ αποχρώσεις, τις έκαναν να παραμένουν ελκυστικές στην όψη μέχρι τις μέρες μας. Όπως τα δαμασκηνά σπαθιά και μαχαίρια, έτσι και οι δαμασκηνές κάννες έγραψαν τη δική τους ιστορία, προσφέροντας στους θιασώτες τους μηχανικές ιδιότητες που θα τους προσέφεραν τα βιομηχανικά ατσάλια μετά από πολλά χρόνια.

Χωρίς τις δαμασκηνές κάννες μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, η βλητική του λειόκαννου, αλλά και του ραβδωτού, θα παρέμενε καθηλωμένη σε παραμέτρους ιδιαίτερα «χαμηλών απαιτήσεων». Αν κάτι όμως παραμένει εξίσου εντυπωσιακό, είναι όλες εκείνες οι τεχνικές κατασκευής των δαμασκηνών καννών που καλυμμένες με ένα πέπλο μυστικοπάθειας από τους μύστες τους, κατάφεραν να δημιουργήσουν έργα τέχνης αξιοζήλευτα και δυσκολομίμητα στις μέρες μας. Η αισθητική των καννών αυτών αποζητήθηκε και εκτιμήθηκε και στην περίοδο της δόξας τους.

Κατά τη γνώμη μου, κορυφαία εκδήλωση μεταλλουργικής δεξιοτεχνίας αποτελούν τα απειροελάχιστα δείγματα δαμασκηνών καννών με την τεχνική του etching, που σώζονται μέχρι τις μέρες μας. Στην τεχνική αυτή, μετά το τελείωμα της κάννης, αυτή δουλευόταν με συγκεκριμένα οξέα ήπιας δράσης, προκειμένου να μείνει ανέπαφο το ατσάλι και να πραγματοποιηθεί μια μερική αποδόμηση του σιδήρου.

Το αποτέλεσμα ήταν μια εντυπωσιακή κάννη, ανάγλυφη σε όλη την έκταση της εξωτερικής της επιφάνειας. Ο λόγος που σήμερα σώζονται ελάχιστα τέτοια όπλα είναι τόσο η δυσκολία κατασκευής τους, όσο και η ευκολία με την οποία κατακρατούσαν αυτές οι ανάγλυφες κάννες οποιαδήποτε υγρασία ή οξειδωτικά υγρά, παραμένοντας εξαιρετικά ευάλωτες στην οξείδωση. Έτσι διασώζονται στις μέρες μας ελάχιστες μόνο από τις ούτως ή άλλως λίγες που είχαν κατασκευαστεί.

5. Το κοντάκι

Οι ανακαλύψεις στις οποίες αναφέρεται το σημερινό αφιέρωμα, σχετίζονται τόσο με την εξέλιξη του λειόκαννου και των βλητικών του επιδόσεων, όσο και με την προσαρμογή του στην κυνηγετική πρακτική.

Με άλλα λόγια, στις βελτιώσεις εκείνες που μετέτρεψαν το λειόκαννο από «τουφέκι» σε «κυνηγετικό εργαλείο». Κορυφαία ανάμεσα στις ανακαλύψεις αυτές θεωρείται η εφεύρεση, σχεδίαση και σχεδιαστική προσαρμογή στις ανάγκες του κυνηγού, του κοντακιού.

Για πολλούς, η αφετηρία αυτής της ανακάλυψης χάνεται στα βάθη των αιώνων, αφού όλα τα όπλα είχαν κάποιον τύπο λαβής που μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως υποκατάστατο σύγχρονου κοντακιού. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, ο συνταγματάρχης Hawker, είναι εκείνος που μετέτρεψε τη «λαβή» σε «κοντάκι».

Ιστορική συνάντηση

Αν δεν είχε πραγματοποιηθεί η ιστορική συνάντηση και σύμπλευση του «εφευρέτη» του κοντακιού Hawker με το μεγαλύτερο οπλοκατασκευαστή της ιστορίας, τον Manton, είναι αμφίβολο αν η εξέλιξη του κυνηγετικού όπλου θα είχε την ίδια πορεία.

Ο Manton κατάφερε να δώσει στην ανθρωπότητα κάποια από τα μεγαλύτερα δείγματα «οπλοκατασκευαστικών θαυμάτων». Οι μεγάλες επινοήσεις του συνδυάζονταν πάντα με τα ψηλότερα δείγματα τεχνικής εργασίας και εφαρμογής. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτεροι Άγγλοι κατασκευαστές, ονόματα μέχρι τις μέρες μας διάσημα, μαθήτευσαν δίπλα στον Manton.

Ο Hawker, φανατικός κυνηγός της εποχής και βαθύς γνώστης των οπλοκατασκευών, συνεργάστηκε για χρόνια με τον Manton προκειμένου να προσδώσουν στο κυνηγετικό όπλο τη δυνατότητα να αποτελέσει εύχρηστο «εργαλείο» στα χέρια του κυνηγού.

Αμέτρητοι τύποι κλίσεων

Από τότε μέχρι σήμερα τα κοντάκια εξειδικεύτηκαν σε αμέτρητους τύπους κλίσεων (προκειμένου να προσαρμοστούν στο σωματομετρικό τύπο διαφορετικών κυνηγών) και σε αρκετούς τύπους–τεχνοτροπίες σχήματος. Ο οπλολάτρης μπορεί να εντοπίσει από λιτά αγγλέ κοντάκια με λεπτή ψάθα, μέχρι ιδιόρρυθμους συνδυασμούς κοντακιών «μοντεκάρλο» με μάγουλο, δανεισμένο από την αυστρογερμανική σχολή.

Μπορεί να συναντήσει σε δημοπρασίες και παλαιοπωλεία, κοντάκια σκαλιστά με παραστάσεις ή κοντάκια σε σχήμα «S», για να μπορεί ο δεξιόχειρας που έχασε το δεξί του μάτι, να επωμίζει κανονικά και να σκοπεύει με το αριστερό μάτι. Έχουμε την πολυτέλεια σήμερα να αναλώνουμε ώρες σε μετρήσεις και να δοκιμάζουμε πέλματα και κλίσεις, με διαφορά ελάχιστων χιλιοστών μεταξύ τους.

Οι μεγάλοι οπλουργοί και οπλοκατασκευαστές διαθέτουν «αρθρωτά» try – guns για να επαληθεύει στην πράξη ο πελάτης τους τη σωστή επιλογή μέτρων για το κοντάκι του. Όλα αυτά, πέρα από την ευκολία χρήσης που προσφέρουν στον κάτοχο ενός όπλου, έχουν και μια άλλη παράμετρο: μετατρέπουν το λειόκαννο από απλό εργαλείο σε προσωπικό αντικείμενο.

Και αν κανείς θέλει να διαπιστώσει την τεράστια σημασία της ανακάλυψης του κοντακιού (για την ακρίβεια της μετεξέλιξης της λαβής σε κοντάκι) δεν έχει παρά να αναλογιστεί ότι το πρώτο και κύριο σημείο ελέγχου σε ένα καινούργιο όπλο μαζικής παραγωγής που διαπραγματευόμαστε την αγορά του, είναι κατά πόσο ταιριάζουν τα μέτρα του κοντακιού του στο σωματομετρικό μας τύπο.

6. Η πρόοδος της μεταλλουργίας

Όλες οι ανακαλύψεις και οι ευρεσιτεχνίες στο λειόκαννο, στόχευαν στη μεγαλύτερη δυνατή απλότητα του μηχανισμού και στην αύξηση της αξιοπιστίας του. Η ποιότητα των πρώτων υλών στα τέλη του προπερασμένου αιώνα αποτέλεσε αναμφισβήτητα τη μεγαλύτερη τροχοπέδη στα σχέδια και τα οράματα των οπλοκατασκευαστών.

Η μελέτη πάνω στη δομή του ατσαλιού, οι μέθοδοι παραγωγής του, η μειωμένη καθαρότητά του και οι ελλιπείς γνώσεις ως προς τα χαρακτηριστικά που μπορούσαν να προσφέρουν οι διάφορες προσμίξεις στη μάζα του, δεν είχαν ακόμη προχωρήσει τόσο, ώστε να προάγουν τις οπλοκατασκευές.

Το δαμασκηνό «ατσάλι» (σίδερο με ατσάλι σφυρηλατημένα και αναδιπλωμένα εν θερμώ) δεν αποτέλεσε σίγουρα συγκεκριμένο σταθμό γιατί η χρήση του στις κάννες δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια πότε ξεκίνησε.

Μικρό πάχος, μεγάλη αντοχή

Σταθμό σημαντικό αποτέλεσαν τα ατσάλια τύπου «Γουίτγουορθ», που έδωσαν τη δυνατότητα για πρώτη φορά να κατασκευαστούν κάννες μικρότερου πάχους και μεγαλύτερης αντοχής στις πιέσεις. Η πρόοδος της μεταλλουργίας προσέφερε σημαντική βοήθεια στις οπλοκατασκευές.

Στις μέρες μας τρομάζει κανείς παρατηρώντας το πάχος τοιχώματος κάποιων καννών και διαπιστώνοντας παράλληλα τις υπερβολικές πιέσεις στις οποίες αυτές έχουν δοκιμαστεί. Μεγάλα ονόματα τύπων ατσαλιού εξακολουθούν να είναι περιζήτητα και τα όπλα που τα διαθέτουν στις κάννες τους να πετυχαίνουν στην αγορά μεταχειρισμένων λειόκαννων σαφώς ψηλότερες τιμές.

Δεν είναι λίγα τα επώνυμα αλληλεπίθετα και πλαγιόκαννα που γίνονται περιζήτητα αν αναγράφουν στις κάννες τους τις μαγικές λέξεις «Bohler Antinite». Μολυβδένιο, χρώμιο, νικέλιο και άλλες προσμίξεις επιστρατεύονται κατά το δοκούν για να προσφέρουν στις οπλοκατασκευές και ειδικότερα στις κάννες, τα ζητούμενα χαρακτηριστικά.

Κατασκευαστικές ακρότητες

Η πρόοδος της μεταλλουργίας οδήγησε τους κατασκευαστές καννών και σε κάποιες ακρότητες. Κατασκευάστηκαν, για παράδειγμα, στη Σκανδιναβία κάννες από τόσο ισχυρά ατσάλια, που με ελάχιστο πάχος μπορούσαν να αντέξουν πίεση ως και 2.500 ατμόσφαιρες.

Όμως οι κάννες αυτές τέθηκαν γρήγορα σε αχρηστία γιατί τα ατσάλια αυτά, σε περίπτωση θραύσης, είχαν την τάση να δημιουργούν θραύσματα, λειτουργώντας ως χειροβομβίδες. Και βέβαια στο ενδεχόμενο ακούσιας έμφραξης της κάννης από ξένο σώμα, δεν είναι ποτέ απίθανη η διάρρηξή της, όποια κι αν είναι η αντοχή του ατσαλιού της. Σήμερα προτιμώνται κράματα ατσαλιού που έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν αντοχή στις πιέσεις και υψηλού βαθμού ελαστικότητα.

Τα φυσίγγια μπορούν άφοβα να αναπτύξουν ψηλότερες πιέσεις από ότι στο παρελθόν και συνακόλουθα μεγαλύτερες αρχικές ταχύτητες. Όμως, η σημαντικότερη προσφορά της σύγχρονης μεταλλουργίας στις οπλοκατασκευές βρίσκεται στη δυνατότητα κατασκευής ανθεκτικών καννών και παράλληλα πολύ περιορισμένου βάρους. Και αυτό το στοιχείο είναι που διέσωσε το ζύγισμα και τη γενικότερη ποιότητα στις σύγχρονες βιομηχανοποιημένες οπλοκατασκευές.

7. Η σύσφιγξη των καννών (τσοκ)

Η ανακάλυψη της άκαπνης πυρίτιδας είχε πέρα από τη σημαντική συμβολή στη συρρίκνωση του χρόνου ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη βολή, λόγω εξάλειψης του πυκνού σύννεφου καπνού της μαύρης πυρίτιδας, πολλές άλλες ευεργετικές επιδράσεις στην εξέλιξη της βλητικής του λειόκαννου.

Μία από αυτές, που ελάχιστα αναφέρεται από τους μελετητές αλλά κατά τη γνώμη μου είναι πολύ σημαντική, είναι ότι άνοιξε το δρόμο στην κατασκευή βραχύκαννων κυνηγετικών όπλων.

Η μαύρη πυρίτιδα παρέτεινε την καύση της σε πολύ μεγάλο μέρος του συνολικού μήκους της κάννης, με αποτέλεσμα ένα βραχύκαννο όπλο να υστερεί σε αρχικές ταχύτητες στη γόμωση. Αντίθετα, η άκαπνη πυρίτιδα μπορούσε να ολοκληρώσει την καύση της στα πρώτα 25 περίπου εκατοστά από το στόμιο της θαλάμης και την έναρξη του κώνου συναρμογής.

Βραχύκαννα και μακρύκαννα όπλα, επομένως, μπορούσαν να έχουν πρακτικά με ίδια γόμωση, τα ίδια περίπου βλητικά χαρακτηριστικά, με εξαίρεση βέβαια την ακρίβεια σκόπευσης στην οποία πάντα θα υπερτερεί ένα μακρύκαννο όπλο. Αυτό που διαφοροποίησε ουσιαστικά το δραστικό βεληνεκές των λειόκαννων (μαύρης και άκαπνης πυρίτιδας) είναι η ανακάλυψη των συσφίγξεων (τσοκ).

Η επινόηση αυτή ανήκει αναμφισβήτητα στον Άγγλο οπλοκατασκευαστή Pape. Η χρήση της, όμως, σε ευρεία γκάμα οπλοκατασκευών, μπορεί να αποδοθεί στον Greener, που την ιδιοποιήθηκε δύο χρόνια αργότερα, όταν ο Pape άφησε απλήρωτη την επέκταση της κατοχύρωσης αυτής της ευρεσιτεχνίας.

Αύξηση δραστικού βεληνεκούς

Η επινόηση της σύσφιγξης (τσοκ) επέκτεινε σημαντικά τις δυνατότητες του λειόκαννου, αυξάνοντας σε μεγάλο βαθμό το δραστικό βεληνεκές του. Όμως, παράλληλα με την αύξηση του δραστικού βεληνεκούς, αυξήθηκαν και οι σκοπευτικές απαιτήσεις. Μπορεί μια κάννη με πλήρη σύσφιγξη (full τσοκ) να διαθέτει ικανή φονική συγκέντρωση σκαγιών σε απόσταση περίπου 15 ως 20 μέτρα μεγαλύτερη από ότι ο κύλινδρος, παρέχει όμως στο χρήστη της πολύ μικρότερες ανοχές και διορθώσεις σε σκοπευτικά σφάλματα.

Το καταναλωτικό κοινό πείσθηκε γρήγορα και εύκολα για τις δυνατότητες της νέας αυτής ανακάλυψης. Δεν πείσθηκε, όμως, καθόλου εύκολα για την απόλυτη συρρίκνωση της σημασίας του μήκους της κάννης στο δραστικό βεληνεκές. Ακόμη και σήμερα οι κυνηγοί που αγαπούν το καρτέρι και τις θεαματικές μακρινές βολές, προτιμάνε ένα μακρύκαννο όπλο γιατί θεωρούν ότι το μήκος της κάννης εξακολουθεί να συμβάλει σε σημαντικό βαθμό στην αύξηση του δραστικού βεληνεκούς.

Στην πραγματικότητα, ενώ ξεκινάνε από λάθος σκεπτικό, καταλήγουν συνήθως στη σωστή επιλογή. Γιατί μπορεί το μήκος της κάννης να σχετίζεται ελάχιστα με το δραστικό βεληνεκές, βρίσκεται όμως σε άμεση αντιστοιχία με το μήκος της σκοπευτικής ευθείας, από το οποίο εξαρτάται η ακρίβεια της σκόπευσης.

8. Οι συγκεντρωτήρες

Μπορεί στις μέρες μας να νοσταλγούμε τη μυρωδιά καμένου μαλλιού που ανέδιδαν οι ριγμένοι κάλυκες από τις μάλλινες τάπες των παλιών καλών καιρών. Μπορεί οι μάλλινες λιπασμένες τάπες να γίνονται σήμερα όλο και πιο δυσεύρετες και περιζήτητες για φυσίγγια «ειδικών απαιτήσεων».

Μπορεί η απόσταση του χρόνου να μεγεθύνει στο μυαλό των παλιών κυνηγών, το δραστικό βεληνεκές των παλιών όπλων και φυσιγγίων. Μπορεί να αγανακτούμε όταν ανακαλύπτουμε ότι τα φυσίγγια «μάλλινης τάπας» που αγοράσαμε, έχουν μέσα τάπα από χαρτοπολτό ή «ακυρώνουν» πολλές από τις ιδιότητες της μάλλινης τάπας, έχοντας κάτω από αυτή ένα δίσκο πολυαιθυλένιου, ίδιο με τη «φούστα» του συγκεντρωτήρα.

Στην πραγματικότητα όμως η ανακάλυψη των υλικών βυσμάτωσης από πολυαιθυλένιο χαμηλής πυκνότητας, και κυρίως ο συγκεντρωτήρας, αποτέλεσε επανάσταση στη βλητική του λειόκαννου. Πρόδρομοι αυτής της ανακάλυψης ήταν σίγουρα διάφορες επινοήσεις των Γάλλων κατασκευαστών φυσιγγίων που χρησιμοποιούσαν πάνω από τη μάλλινη τάπα (και παλιότερα πάνω από τις τάπες φελλού) κυλινδρικό χαρτί για την προστασία της γόμωσης των σκαγιών από την επαφή με το εσωτερικό της κάννης.

Προστασία των σκαγιών και της κάννης

Όμως, οι επινοήσεις αυτές παρέμειναν στα πλαίσια χρήσης μιας μικρής μόνο μερίδας Γάλλων κυνηγών. Ο συγκεντρωτήρας καθιέρωσε την προστασία αυτή, βοηθώντας τα σκάγια να διατηρούν τη σφαιρικότητά τους και απαλλάσσοντας το εσωτερικό της κάννης από περιττές μολυβδώσεις.

Επιπλέον, η διαμόρφωση της βάσης του συγκεντρωτήρα έχει την ικανότητα, τόσο λόγω σχήματος όσο και λόγω υψηλής διάχυσης πρώτης ύλης, να προσφέρει εξαιρετικού βαθμού έμφραξη, μειώνοντας τη διαφυγή αερίων. Στα πλεονεκτήματα αυτά πρέπει να προστεθεί και το χαμηλό κόστος παραγωγής που συμβάλλει να διατηρούν λογικά επίπεδα τιμών τα φυσίγγια με συγκεντρωτήρα.

Τα πλεονεκτήματα του αμορτισέρ

Ένα ακόμα πλεονέκτημα των συγκεντρωτήρων είναι η δυνατότητα που έχουν να περιλαμβάνουν στη σχεδίασή τους, ποιοτικά αμορτισέρ ανάμεσα στη βάση (φούστα) και στο κυρίως κυάθιό τους. Το αμορτισέρ αυτό μειώνει αισθητά την παραμόρφωση των σκαγιών στη βάση της κολώνας της γόμωσης, με αποτέλεσμα να προάγει την ισοκατανομή της βολής και την ποιότητα της κατανομής.

Ελαστικότητα, βέβαια, που παρείχε τα ίδια αποτελέσματα, διέθεταν και οι μάλλινες τάπες του παλιού καιρού, αλλά μόνον οι ποιοτικές, λιπασμένες. Αν στις μέρες μας εξακολουθούν πολλοί να προτιμούν τη μάλλινη τάπα από το συγκεντρωτήρα και να αποζητούν τέτοια φυσίγγια δυσεύρετα στην αγορά, αυτό έχει να κάνει με μια γενικότερη έκπτωση ποιότητας που παρατηρείται στα υλικά βυσμάτωσης.

Όπως οι δυσεύρετες τάπες που συναντάμε πια είναι συνήθως από φυτικές ίνες ή χαρτοπολτό και όχι μάλλινες, έτσι και οι συγκεντρωτήρες συχνά διαθέτουν χαμηλής ποιότητας πρώτη ύλη (πολυαιθυλένιο) ή κακή σχεδίαση κυρίως στη βάση τους (φούστα).

Το αποτέλεσμα στην πρώτη περίπτωση (με κακής ποιότητας πολυαιθυλένιο) είναι να γίνεται εύθρυπτο και ευάλωτο κατά την πυροδότηση, λόγω της απότομης αύξησης της θερμοκρασίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση (κακή σχεδίαση) να μην παρουσιάζει η βάση του την απαιτούμενη «διάχυση» και συνακόλουθα έμφραξη.

Όλα αυτά όμως σχετίζονται με προθέσεις κατασκευαστών και σε τίποτα δεν μπορούν να μειώσουν την αξία της ανακάλυψης του συγκεντρωτήρα. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στις μέρες μας μπορεί εύκολα να εντοπίσει κανείς και εξαιρετικής ποιότητας συγκεντρωτήρες.

9. Το σύγχρονο αλληλεπίθετο (super pose)

Η αλήθεια είναι ότι το αλληλεπίθετο δίκαννο σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε υπό την πίεση εμπορικών παραμέτρων. Για την ακρίβεια, η ανάγκη των Άγγλων οπλοκατασκευαστών να εισβάλλουν δυναμικά στη μεγάλη αμερικανική αγορά, όπου τα όπλα τους τύγχαναν μεγάλης αναγνώρισης, οδήγησε στη σχεδίαση και κατασκευή του σύγχρονου αλληλεπίθετου.

Παρ’ ότι υπάρχει η φήμη ότι και λίγο πριν το 1909 εισάγονταν στην Αγγλία ημιτελή γερμανικά αλληλεπίθετα δίκαννα και ολοκληρωνόντουσαν εκεί, η πατρότητα του σύγχρονου αλληλεπίθετου αποδίδεται στη λονδρέζικη φίρμα Boss και πιο συγκεκριμένα στην πατέντα της του 1909.

Οι δύο πρωτοπόροι

Θα αξιολογήσουμε το αλληλεπίθετο αυτό όχι με κριτήριο τα εμπορικά κίνητρα κατασκευής του, αλλά με δύο άλλες πολύ σημαντικές παραμέτρους. Πρώτον λαμβάνοντας υπόψη ότι από τότε μέχρι σήμερα οι περισσότεροι μελετητές του λειόκαννου συμφωνούν ότι το μοντέλο του 1909 της Boss, μαζί με το μοντέλο του 1913 της Woodward, αποτέλεσαν τα τελειότερα λειόκαννα της ιστορίας.

Ωστόσο, η ακριβή τιμή τους οδήγησε σε σημαντικό περιορισμό τα κομμάτια που κατασκευάστηκαν (σύμφωνα με πρόσφατη εκτίμηση του Chris Austyn, μέχρι σήμερα έχουν κατασκευαστεί 450 περίπου αλληλεπίθετα Boss και 500 περίπου αλληλεπίθετα Woodward, συνυπολογίζοντας και τα αλληλεπίθετα της πατέντας αυτής που κατασκευάστηκαν από την εταιρεία Purdey μετά το 1948, η οποία αγόρασε την πατέντα του Woodward).

Και τα δύο αυτά όπλα, όμως, κατασκευάζονται ακριβώς ίδια μέχρι σήμερα, παραμένοντας τα ακριβότερα λειόκαννα της αγοράς και αυτό λέει πολλά.

Επιπλέον, σ’ αυτά τα δύο όπλα βασίστηκαν όλα τα αλληλεπίθετα δίκαννα που κατασκευάστηκαν μέχρι σήμερα. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτά δεν αποτέλεσαν βελτιώσεις των «πρωτοπόρων», αλλά απλώς κατασκευές με δανεικά στοιχεία και τροποποιήσεις στο βωμό της μείωσης του κόστους παραγωγής και όχι της βελτίωσης.

Η δεύτερη παράμετρος είναι ότι ανεξάρτητα από τα κίνητρα που οδήγησαν στην κατασκευή του σύγχρονου λειόκαννου, σήμερα σε αυτή την κατηγορία όπλων ανήκει το 1/3 περίπου της παγκόσμιας παραγωγής λειόκαννων όπλων κυνηγίου, ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο.

Το «απόλυτο σκοπευτικό όπλο»

Η πατέντα του Boss, όπως και εκείνη του Woodward, μπορούν μέχρι σήμερα να συγκινήσουν τόσο τους λάτρεις του αλληλεπίθετου δίκαννου, που αποτελούν όνειρό τους, όσο και τους θιασώτες του πλαγιόκαννου, χάρη στο ιδιαίτερα χαμηλό προφίλ τους.
Το αλληλεπίθετο δίκαννο δεν πρόλαβε και δεν κατάφερε να επικρατήσει στους αγώνες περιστεροβολίας του περασμένου αιώνα, εκεί που τα υπέρογκα ποσά των στοιχημάτων έκαναν τους έμπειρους σκοπευτές εξαιρετικά προσεκτικούς στην επιλογή όπλου και τις επιλογές χωρίς οικονομικό περιορισμό.

Πήρε όμως τη ρεβάνς στα σκοπευτήρια όλου του κόσμου, στα αγωνίσματα κινητού στόχου του λειόκαννου, όπου δεν πέτυχε απλώς την πρωτιά σε συμμετοχές, αλλά αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι σήμερα το «απόλυτο σκοπευτικό όπλο».
Η αργή αλλά σταθερή στροφή των Ευρωπαίων και Αμερικανών κυνηγών από τα αυτογεμή προς άλλους τύπους λειόκαννου, επιφυλάσσει αναμφίβολα στο αλληλεπίθετο δίκαννο ένα ακόμα λαμπρότερο μέλλον.

10. Ο μηχανισμός Anson Deeley

Όταν αναφερόμαστε σε έναν σημαντικό μηχανισμό ή μοντέλο όπλου, το θαυμασμό μας κερδίζουν συνήθως πανάκριβες κατασκευές που απευθύνονται στους λίγους τυχερούς που μπορούν να τις αποκτήσουν. Αυτό δεν είναι λάθος, γιατί όπως συνηθίζουμε να λέμε, αν δεν γνωρίσει κανείς το ιδανικό δεν μπορεί να αποκτήσει τα κριτήρια που χρειάζεται για την αξιολόγηση ενός προϊόντος μέσης ποιότητας.

Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες ανακαλύψεις που σχετίζονται με όπλα φθηνότερα από αυτά που αποκαλούμε «κορυφαία». Κάποιες ανακαλύψεις που προσέφεραν και στις οπλοκατασκευές και στους κυνηγούς κάτι πολύ σημαντικό: τη δυνατότητα συνδυασμού προσβάσιμης τιμής και αξιοπιστίας! Το σύστημα Anson Deeley ή boxlock στα πλαίσια ξενομανούς γενίκευσης, ή «μισές φωτιές» στα πλαίσια εξελληνισμένης γενίκευσης, άνοιξε το δρόμο σε πολλούς τέτοιους άθλους.

Ένα καλοφτιαγμένο όπλο με μισές φωτιές, με ελατήρια σπιράλ στο μηχανισμό του, μπορεί να ξεπεράσει σε αξιοπιστία ένα μέσης κατασκευής όπλο με ολόκληρες φωτιές. Επιπλέον μπορεί να κατασκευαστεί με σύγχρονες βιομηχανικές μεθόδους, παρέχοντας τη δυνατότητα σε πολλούς κυνηγούς να το αποκτήσουν, χωρίς μεγάλες οικονομικές θυσίες.

Μπροστά σε δίλημμα

Σίγουρα η τοποθέτηση του μηχανισμού κεντρικά και πίσω στη βάση, δεν προσφέρει τις στιβαρότερες οπλοκατασκευές. Όμως, κι ένα όπλο με ολόκληρες φωτιές (side lock) εξ ορισμού δίνει ευαίσθητα κοντάκια, ευάλωτα σε θραύσεις. Επιπλέον, η θραύση ενός ελατηρίου «V» σε ένα καλό side lock θέτει σε αχρηστία τη μία από τις δύο φωτιές, μέχρι την επίσκεψη στον οπλουργό.

Αντίθετα, ένα σπιράλ ελατήριο με οδηγό, από εκείνα που διαθέτουν τα περισσότερα Anson Deeley, ακόμη κι αν σπάσει σε τρία ή τέσσερα κομμάτια, εξακολουθεί να δουλεύει κανονικά, επιμηκύνοντας απειροελάχιστα το χρόνο πυροδότησης. Το σύστημα Anson Deeley έμελλε να αποτελέσει το μηχανισμό και την κατασκευαστική φιλοσοφία της συντριπτικής πλειονότητας των πλαγιόκαννων δίκαννων, ενώ πολλές παραλλαγές του εξακολουθούν να «στεγάζονται» στη βάση πολλών αλληλεπίθετων δίκαννων.

Η εξαιρετική αξιοπιστία του αποδείχθηκε στην πράξη έναν ολόκληρο αιώνα τώρα, διαψεύδοντας τους επικριτές του, φανατικούς θιασώτες των «side locks για λίγους». Στις μέρες μας, όλο και περισσότεροι οπλολάτρεις βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα: «Ένα μέτριο side lock ή ένα καλό box lock;».

Η απλότητα του μηχανισμού

Είναι γεγονός ότι πολλοί αξιολογούν έναν μηχανισμό ή ένα μοντέλο όπλου με κύριο κριτήριο την τιμή πώλησής του ή τη δυσκολία κατασκευής του. Μια τέτοια θεώρηση αδικεί κατάφορα ένα όπλο με μηχανισμό Anson Deeley, γιατί το εντυπωσιακότερο προσόν του είναι η απλότητα του μηχανισμού και η συνακόλουθη ευκολία βιομηχανικής παραγωγής του.

Άλλωστε, βασισμένοι στο ίδιο μοντέλο αξιολόγησης, δεν υποτίμησαν για χρόνια οι οπλολάτρεις και το σύστημα ένωσης καννών μέσω μονομπλόκ; Για να φτάσουμε στις μέρες μας τα όπλα με κάννες ντεμί μπλοκ να είναι ελάχιστα, ενώ εκείνα με σύστημα μονομπλόκ όχι μόνο είναι η πλειονότητα, αλλά και ως σύστημα το μονομπλόκ έρχεται πρώτο στην προτίμηση πολλών οπλόφιλων. Ακριβώς το ίδιο σενάριο ακολουθήθηκε και με την αναγνώριση του συστήματος Anson Deeley.

Χ. Χατζιώτης, 2009,
τεύχος Ιουνίου, περιοδικό ΚΥΝΗΓΟΣ & ΦΥΣΗ

www.knf.gr/

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων