Πειραματισμοί στη διαχείριση του “αγριόχοιρου”

0

Στο προσκήνιο βγάινουν και πάλι (και θα συνεχίζουν) διάφορες εκθέσεις ιδεών (ο καθένας για τους δικούς του λόγους) περί αντιμετώπισης ζημιών των δήθεν «αγριόχοιρων».

Και όταν η επιλογή των υπεύθυνων για την θηραματική πολιτική αυτής της χώρας τις περισσότερες φορές γίνεται με κριτήρια τα πολιτικά οφέλη και όχι με κριτήρια τις επιστημονικές γνώσεις και το πραγματικό ενδιαφέρον για την διατήρηση της άγριας πανίδας, τότε έχουμε και ανεπιθύμητα αποτελέσματα.

Σε πολλές περιοχές της χώρας ο πληθυσμός του «αγριόχοιρου» (η λέξη επιβάλλεται πλέον μέσα σε εισαγωγικά) βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Αυτό που επίσης παρατηρείται είναι ότι μεγαλύτεροι πληθυσμοί επικρατούν σε ημιορεινές αλλά και πεδινές περιοχές, παρά σε ορεινούς όγκους όπου επικρατούσε το είδος του αγριόχοιρου.

Βέβαια, η αύξηση αυτή -η οποία και οδήγησε τελευταία στην αλλαγή του ορίου καρπώσεως από τα 5 άτομα στα 6, αλλά και 10 σε διάφορους νομούς, όπως κατά καιρούς έχουμε επισημάνει οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, με κυριότερο, αυτόν του υβριδισμού.

Γιατί, όσο και να θέλουμε να προάγουμε την δραστηριοποίηση των κυνηγετικών οργανώσεων που σαφώς συμβάλλουν διαρκώς με διάφορες ενέργειες όπως: βελτίωση βιοτόπων, απαγορεύσεις περιοχών ορισμένης χρονικής διάρκειας, θηροφύλαξη κ.ο.κ, θα πρέπει να αποδεχτούμε και την πραγματική αλλά και βασική αιτία του προβλήματος.

Και επιτέλους, ύστερα από τόσες και τόσες αναφορές για το θέμα, έχει αρχίσει να γίνεται αποδεκτός ο διαχωρισμός «Άγρια-Υβρίδια» ακόμη και απ’ όσους προσπαθούσαν για διαφόρους λόγους έως τώρα, να τον αποφύγουν.

Άλλωστε, και να θέλουν τώρα δεν γίνεται, αφού «χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει».

Ακόμη και οι πιο απλοί άνθρωποι της υπαίθρου είναι σε θέση πια να αντιληφθούν μόνο από τον ποικίλο φαινότυπο αυτών των ζώων, πως σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπουν στο είδος του Αγριόχοιρου όπως το ήξεραν και όσοι φυσικά, είχαν την τύχη να το γνωρίσουν…

Μόνο και μόνο αν ρίξει κανείς μια ματιά στις φωτογραφίες θηρευμένων ζώων που παρουσιάζονται στο διαδίκτυο από κάθε δασική γωνιά της χώρας, θα καταλάβει για τί ζώα μιλάμε και πως το πρόβλημα ολοένα και διογκώνεται, αφού κανείς και ποτέ δεν ασχολήθηκε ουσιαστικά για λύσεις.

Και, τελικά, οδηγούμαστε στα ίδια προβλήματα που αντιμετώπισαν αλλά και συνεχίζουν ν’ αντιμετωπίζουν διάφορες άλλες χώρες, εφόσον δεν έδωσαν εγκαίρως την δέουσα προσοχή.

Τελευταία, το θέμα (της αύξησης) αυτών των ζώων στην χώρα μας απασχολεί τοπικές αυτοδιοικήσεις αρκετών περιοχών, όπου εντοπίζεται το φαινόμενο, καθώς διαπιστώνονται σοβαρές ζημιές σε καλλιέργειες αγροτών. Από τις πολλές πιέσεις των δήμων, το θέμα φτάνει στις περιφέρειες και ορισμένες εξ αυτών απευθύνονται στο αρμόδιο Υπουργείο, ζητώντας παράταση της κυνηγετικής περιόδου.

Κατατέθονται προτάσεις επιπόλαιες και απερίσκεπτες, που φυσικά όχι μόνο λύση δεν θα μπορούν να δώσουν, αλλά, αντιθέτως θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μπούμερανγκ επιφέροντας άλλα προβλήματα.

Και το επεξηγώ όσο πιο περιληπτικά μπορώ:
αύξηση του Αγριόχοιρου δεν υφίσταται. Αντιθέτως, επικρατεί μείωση των αγριόχοιρων και αύξηση των χοίρων (που ζουν μεν σε άγρια κατάσταση, αλλά κατάγονται από εξημερωμένα άτομα).

Το ίδιο το κράτος το οποίο συνετέλεσε στο μεγαλύτερο ποσοστό στη δημιουργία της υπάρχουσας κατάστασης, αφού, μέσω προγραμμάτων επιδοτήσεων βιολογικής κτηνοτροφίας ωφελούσε τους κτηνοτρόφους οπουδήποτε δίχως κανέναν έλεγχο για τήρηση των προβλεπόμενων κανονισμών, τώρα καλείται να αντιμετωπίσει το γεγονός.

Καταρχάς, δεν έχει προηγηθεί καμία επιστημονική μελέτη από κανένα εμπλεκόμενο κρατικό όργανο. Δεν ακολουθείται καμία καταγραφή πληθυσμού των εν λόγω ειδών (άγρια-υβρίδια) και δεν χαρτογραφούνται οι περιοχές, στις οποίες συγκεκριμένα, υφίσταται το πρόβλημα.

Διότι το φαινόμενο δεν εντοπίζεται παντού και δεν μπορεί το αίτημα για παράταση του κυνηγίου να αναφέρεται σε όλη την επικράτεια. Το να δοθεί η δυνατότητα περισσότερων κυνηγετικών εξόδων στο πανελλήνιο μέσω της όποιας παρατάσεως, συνεπάγεται αυτομάτως αυξημένες πιθανότητες για εξάλειψη του γνήσιου dna (κάτι που άλλωστε έχει επισημανθεί στο παρελθόν από διάφορους επιστημονικούς συνεργάτες των Κυνηγετικών Οργανώσεων) ενώ στην πραγματικότητα, είναι το επιθυμητό να διασωθεί.

Η όποια παράταση του κυνηγιού, θα ωφελούσε κατά ένα μέρος στην αντιμετώπιση του πληθυσμού των υβριδίων, καθώς αυτά ευθύνονται για την προαναφερόμενη κατάσταση (καταστροφή σοδειών) αλλά και για την όποια ανώμαλη συμπεριφορά παρουσιάζεται, όπως συχνές επιθέσεις και τραυματισμοί κυνηγών-κυνηγόσκυλων, γενικότερη απάθεια προς την ανθρώπινη παρουσία, εγκατάσταση και αναπαραγωγή κοντά σε αστικές περιοχές, μόλυνση σε παροχές τροφοδοσίας νερού, μετάδοση ασθενειών στα εναπομείναντα υγιή άτομα αγριόχοιρων, αισθητική υποβάθμιση κ.λ.π.

Το ζήτημα, όμως, είναι να δοθεί παράταση ή και συνέχιση του κυνηγίου οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, αυστηρώς, εκεί που εντοπίζεται η ύπαρξη τους, προκειμένου αυτά να εξαλειφθούν. Εξάλλου, ούτε το ηθικό κομμάτι περί κυοφορίας τους την εποχή της άνοιξης θα πρέπει να ληφθεί ως παράγοντας αποτροπής της θήρας τους, αφού (τα υβρίδια) δεν έχουν σταθερό κύκλο οίστρου και ζευγαρώνουν οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, αλλά και επειδή, όπως είπαμε δεν τίθεται κανένα θέμα προστασίας της διαιώνισης τους.

Στην διαχείριση δεν χωράνε συναισθηματισμοί, αλλά επιδιωκόμενος στόχος. Αν θέλεις να ξεμολύνεις γενετικά τον τόπο, δεν μπορεί να σκέφτεσαι «τα καημένα τα ζωάκια». Όποιος αγαπάει τα καημένα τα γουρουνάκια (υβρίδια) ας τα πάρει στον κήπο του στο κτήμα του ή όπου αλλού θέλει, όχι όμως ελεύθερα στο περιβάλλον ως εστίες γενετικής μόλυνσης και με κίνδυνο κατάρρευσης ολόκληρης της οικολογικής ισορροπίας χιλιάδων ετών!

Ομως, στις περιοχές όπου υπάρχουν ακόμη καλά γενετικά ζώα, η φύλαξη και η διατήρηση τους επιβάλλεται.

Χωρίς, ωστόσο, να έχει προηγηθεί η όποια επιστημονική μεθοδολογία για να γνωρίζουμε με ποια ζώα τελικά έχουμε να κάνουμε, δεν μπορούμε να απλοποιούμε τα πράγματα και να προβαίνουμε σε βιαστικές λύσεις.

Να επισημάνουμε, δε, πως οι αγριόχοιροι δεν υπήρξαν ποτέ σε τόσο χαμηλά υψόμετρα όπως αυτά στα οποία παρουσιάζονται (αλλά και αναπαράγονται) σήμερα, δηλαδή σε κάμπους και πεδινές περιοχές, και, αν ποτέ κάποιος άγριος πληθυσμός, λόγω διαφόρων συνθηκών, μετακινείτο -προσωρινά- προς τα εκεί, δεν επέφερε ποτέ σοβαρές ζημιές σε καλλιέργειες.
Ακόμη και παλιότερα που οι κυνηγοί αυτού του θηραματικού είδους ήταν ελάχιστοι, ο πληθυσμός του δεν υπήρξε σε μεγάλη ποσοστιαία αύξηση, καθώς η φύση ήξερε να κρατά τις ισορροπίες.

Ακόμη, όμως, κι αν η διαχείριση της κατάστασης ανατεθεί στους κυνηγούς, με τις όποιες προτάσεις εισηγούνται, άμεση λύση του προβλήματος δεν θα επέλθει.

Οι λόγοι είναι πολλοί. Καταρχάς υπάρχουν καταφύγια και συνάμα, απαγόρευση κυνηγίου σε περιοχές που διαθέτουν πληθυσμό υβριδίων, οπότε, όσα κυνηγιούνται από τις γύρω επιτρεπόμενες περιοχές, μοιραία καταφεύγουν εκεί.
Επίσης, συνεχίζεται απ’ τον καθένα δίχως κανένα έλεγχο η διατήρηση ημίαιμων χοίρων μέσα σε διάφορους βιότοπους, με αποτέλεσμα τη συνεχή αναπαραγωγή και εξάπλωσή τους.

Μέχρι πρότινος οι επιπόλαιοι εμπλουτισμοί συνεχίζονταν οπότε, το πρόβλημα δεν σταματά. Όσα και να κληθεί να «φάει» το τουφέκι, ο αριθμός του πληθυσμού των υβριδίων γρήγορα θα επανακάμπτει. Οπότε, αποτελεί προτεραιότητα οι αρμόδιοι να εστιάσουν στην πηγή τους προβλήματος και όχι στην επιφάνεια.

Όλα αυτά βέβαια δεν είναι απλά και εύκολα. Απαιτούνται χρονοβόρες και πολυέξοδες διαδικασίες, κάτι που σίγουρα λαμβάνεται υπ’όψιν απ’ όλους τους φορείς.
Όμως, θα πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσουμε να εθελοτυφλούμε για τους δικούς του λόγους ο καθένας και να λέμε τα πράγματα ξεκάθαρα όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι.

Το μόνο σίγουρο είναι πως, αφού το πρόβλημα έχει επαναλειμμένως αμεληθεί, παρά τις όποιες κατά καιρούς επισημάνσεις, σε κάποιες περιοχές θα είναι διαρκώς αυξανόμενο και θα χρειαστεί αντιμετώπιση υπό την επιστημονική καθοδήγηση κυρίως δασολόγων-περιβαλλοντολόγων και υπό την συνεργασία δασαρχείων και κυνηγετικών οργανώσεων, στο πλαίσιο στοχευμένων και εμπεριστατωμένων μελετών.

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων