Περδικοκυνήγι, εκεί που σμίγουν η λεβεντιά και το κυνηγετικό μεράκι.

0

Σίγουρα στο «κυνηγετικό παρονομαστή» των ενδημικών θηραμάτων το λαγοκυνήγι και το περδικοκυνήγι, έχουν μιαν άλλη “αίσθηση”, αποπνέουν ένα διαφορετικό “κυνηγετικό αέρα”, είναι κυνήγια «μοναχικά», επίπονα και κουραστικά και συνάμα, τόσο ευχάριστα και «χαλαρωτικά» όταν υπάρχει κάρπωση έστω και οριακή…βγάζουν από μέσα σου αυθόρμητα και πρωτόγνωρα συναισθήματα, κυνηγετικής χαράς και αγαλλίασης, συναισθήματα που δύσκολα ίσως σου βγάζει άλλο κυνήγι τριχωτού ή φτερωτού, τόσο αυθόρμητα…

Ίσως η θέληση, η υπομονή, η καρτερικότητα, η προσμονή από μια “συνάντηση”… όλα αυτά και μια ανεξήγητη «εσωτερική παρόρμηση» οδηγούν γοργά τα βήματα στα βράχια και στα γκρέμια, η αδημονία για την ποθούμενη συνάντηση με τη «βασίλισσα» που αγέρωχη στέκει πάνω στα διάσελα, κάνουν τον κυνηγό ανθεκτικό, έτοιμο να αντιμετωπίσει τις φυσικές προκλήσεις και τις κακουχίες, τις αντιξοότητες, για να βρεθεί «κοντά» της, με την ελπίδα να έχει μια επιτυχημένη κυνηγετική έξοδο…

Πραγματικά τυχερός όποιος είχε ή έχει τη τύχη να γευτεί αυτά τα «γλυκόπικρα συναισθήματα», που χαρίζει το συγκεκριμένο κυνήγι, αυτός που το πρωινό, αχάραγα, θα σταθεί εκστατικός στα «ριζά» του βουνού ακούγοντας τα μελωδικά «κακαρίσματα», αυτός που θα κάνει βίωμα και πράξη χειροπιαστή πρώτα απ΄ όλα την συνεργασία με τους ακούραστους συντρόφους του τα σκυλιά, σε μέρη άγρια δύσκολα και απρόσιτα, εκείνος που θ’ ακούσει τους «βαριούς χτύπους» της καρδιάς του να τον «συντροφεύουν», μη μπορώντας πολλές φορές να ξεχωρίσει, αν είναι από το δρασκέλισμα στις «ορθοπλαγιές» και την αναπόφευκτη κούραση ή από την συγκίνηση που τον πλημμυρίζει όταν προσπαθεί να «αλώσει» το περδικοτόπι…

Πόσοι από μας σαν παιδιά και μετά νέοι κυνηγοί, δεν “ζηλεύαμε” τους παλιούς λαγάδες και κυρίως τους περδικοκυνηγούς, όταν γύριζαν πίσω, στο χωριό, με επιτυχημένο αποτέλεσμα… πόσοι δεν θεωρούσαμε ότι αυτοί ήταν ο «ορισμός» του κυνηγού, του αθλητή, του πρωτοπόρου που κατόρθωνε να προσεγγίσει, να αντιμετωπίσει και να «δαμάσει», δυο, από τα πιο ξακουσμένα θηράματα της πατρίδας μας…

Πόσοι από μας στη πορεία, δεν διαπιστώσαμε εξ “ιδίας εμπειρίας”, ότι η κυνηγετική δεξιότητα, η φυσική αντοχή και ρώμη, η κυνηγετική οξυδέρκεια, το κυνηγετικό πάθος, η βούληση, το μεράκι τους, να υπερνικήσουν κάθε εμπόδιο και να βρεθούν σε μια τίμια «αναμέτρηση» απέναντι στη βασίλισσα των ελληνικών βουνών, στα μέρη που κατοικεί και «διαφεντεύει», ήταν οι αποκλειστικοί “οδηγοί” τους …

Τότε καταλάβαμε τον ψυχισμό τους, όταν «γευτήκαμε» τις πρώτες αποτυχίες, όταν ξαφνιασμένοι, σχεδόν αλαφιασμένοι, από το βούισμα και το απότομο και θορυβώδες σήκωμα του κοπαδιού, μείναμε άφωνοι και χωρίς αντίδραση στα αυτονόητα, απλοί παρατηρητές και θαυμαστές, όταν μας «συνεπήρε» η πρώτη επιτυχία και μείναμε ποιος ξέρει πόση ώρα, να κοιτάζουμε αποσβολωμένοι και σαστισμένοι, τον “κώτσο” που έπεσε μη πιστεύοντας αυτό που ζούσαμε και βλέπαμε…όταν κατεβήκαμε με το «πολύτιμο» αυτό θήραμα από το βουνό, χωρίς να νοιώθουμε την ελάχιστη κούραση, με τα πόδια μας να «πετάνε», ανάλαφροι και τη καρδιά μας να «πάλλεται» και να την «διαπερνούν» ανεπανάληπτες σκηνές κυνηγετικής ευωχίας… «κυνηγετικά πράγματα» που ζεις και είναι ίσως αδύνατο να περιγράψεις και να αποτυπώσεις…

Τότε καταλάβαμε ό,τι τους ανθρώπους αυτούς, τους θαυμάζαμε, δεν τους ζηλεύαμε, γιατί συνταίριαζαν τόσο αγνά και απροσχημάτιστα, τη κυνηγετική λεβεντιά και το μεράκι, πόσο ενδόμυχα θέλαμε να τους μοιάσουμε… και τι δεν θα δίναμε γιαυτό και τη συμμετοχή μας μαζί τους, σε ένα «βασιλικό κυνήγι πέρδικας», πόσο τυχεροί είμαστε όσοι τα καταφέραμε…

Όπως και νάχει και παρά τα ουσιαστικά και αντικειμενικά προβλήματα που έφεραν τη «νέα τάξη πραγμάτων» στο κυνήγι της πέρδικας και στα ενδιαιτήματά της, παραμένει δικαίως το πιο αγαπημένο και τραγουδισμένο πουλί, από τα ενδημικά είδη, της άγριας πανίδας της χώρας μας, ένας ζωντανός θρύλος…

Παραμένει το αδάμαστο πουλί που άλλοτε η μυθολογία το ήθελε όμορφη νύφη, της οποίας τα θέλγητρα κι η ομορφιά εξόργισαν τη μητέρα των θεών την Ήρα και τη «γκρέμισε» με εκδικητική μανία από την Ακρόπολη. Αυτή όμως χάρις όμως στη μεγαλοψυχία της «Παλλάδας Αθηνάς» που τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πουλί, κοσμεί τα ελληνικά βουνά, πούναι το «βασίλειο» της, από τότε και αντιλαλούν αυτά, από το κελάηδημα της…

Ή άλλοτε, που η λαϊκή παράδοση, ήθελε τη πέρδικα μια «ψηλομύτα» και εγωίστρια γυναίκα. Μια μέρα, όπως καθόταν κοντά σε ένα πουρνάρι, είδε τον Δαίδαλο, να θάβει τον σκοτωμένο γιο του, τον Ίκαρο. Αντί όμως να τον λυπηθεί άρχισε να τον χλευάζει και να τον ειρωνεύεται προκαλώντας την οργή του Δία, που έξαλλος τη μεταμόρφωσε σε πουλί με το όνομα «πέρδικα»…

Και άλλοτε, η αδιαμφισβήτητη «πρωταγωνίστρια» στα δημοτικά τραγούδια, στα ποιήματα, στους μύθους και στις λαϊκές ιστορίες και αφηγήσεις και πάντοτε, η ανθρώπινη λεβεντιά, η γυναικεία ομορφιά και το περπάτημα, να «προσομοιάζουν» με τη λυγερή κορμοστασιά και τη «περίσσια χάρη» της πετροπέρδικας…

Ας δείξουμε όλοι μας, αυτό που οφείλουμε, τον αναγκαίο σεβασμό σ΄ αυτό το λεβέντικο πουλί φροντίζοντας να πάρουμε, αν τα καταφέρουμε, το «κυνηγετικό τόκο», αφήνοντας «άθικτο» το κυνηγετικό κεφάλαιο, σε αυτό το κυνήγι δεν χωράνε ανόητοι εγωισμοί και άκρατοι ανταγωνισμοί, είναι ένα κυνήγι μοναχικό, «πρόκληση» στη κυνηγετική «πολυκοσμία», την οχλοβοή και τα διάφορα τεχνολογικά ηλεκτρονικά «εφευρήματα», ένα κυνήγι που αποπνέει ακόμη το «ρομαντισμό» από παλιότερες εποχές…και ας αφήσουμε τη «ρήγισσα» να «παινεύεται» και να «καυχιέται» μέσα από την έμμετρη δημοτική παράδοση:
«Μια πέρδικα καυχήθηκε σ’ ανατολή και δύση,
πως δεν ευρέθη κυνηγός για να την εκυνηγήσει,
κι ο κυνηγός που τα’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη,
στήνει τα βρόχια στο βουνό, τα ξόβεργα στους κάμπους…
Μόνο ναρθείς την άνοιξη, που βάνω τα καλά μου,
που βλαστοσούρνουν τα κλαριά κι αριδαμώνει ο τόπος,
που κιτρινίζει ασπάλαθος κι αθεί το κατσοπρίνι,
και από τα ξεροχάρακα, μοσκόχορτο φυτρώνει.
Ν’ ακούσεις πετροκότσυφα στα φρούδια να σφυρίζει,
Και την αυγή τη πέρδικα να κράζει τα πουλιά της,
Ν’ ακούσεις κυπροκούδουνα και λύρα στσι πρινιάδες,
Να δεις στα πλάγια κοπελιές, στα σύργιακα ανεράϊδες,
Βόσκισες λυγερόκορμες και περδικοστηθάτες,
Και νιούς αλαφροκόκκαλους και ανοιχτοκουταλάτους,
Να κάτσεις στο κρυγιό νερό που δροσοκουρταλίζει,
Να βρέξεις πανωκαύκαλο κι αθότυρο να κόψεις,
Να φας οφτό στα κάρβουνα κι αρνί ξεροψημένο,
Να πιείς κι αθάνατο νερό από τα κουτσουνάρια»…

Έτσι πρέπει και «της πρέπει»…αντάξια των θρύλων και των μύθων που την συνοδεύουν χιλιάδες χρόνια τώρα…
Ίσως γιαυτό οι περδικοκυνηγοί να θελήσουν κάποτε, να “εντυπώσουν” με το φωτογραφικό φακό και να “αρχειοθετήσουν” τις στιγμές μιας ανεπανάληπτης κυνηγετικής μαγείας, κυνηγετικές εικόνες, που πριν να αποτελέσουν «κυνηγετικές μνήμες», θέλουν χωρίς υποκρισία και επιτήδευση να τις “μοιραστούν”…θαυμασμός πρέπει και (τους) αξίζει, όχι ζήλια, φθόνος και μνησικακία…

Σίγουρα ένα τέτοιο στιγμιότυπο, με μια δυο πέρδικες, δεν «προσβάλλει» και δεν «προκαλεί», απλά απεικονίζει ένα “μικρό άθλο” και ένα “κυνηγετικό κατόρθωμα”, δεν στοχεύει σε “άγρα” εντυπώσεων, η πέρδικα ήταν και παραμένει το λεβέντικο πουλί των βουνών μας που (μας) καλεί σε “αναμέτρηση”, σ΄ένα κυνήγι ακόμη “αθλητικό”, οριακών συνθηκών και πολλές φορές απρόβλεπτων καταστάσεων …

Στο τέλος κάθε περδικοχρονιάς, οι αναμνήσεις και οι συγκινήσεις, γεμίζουν τη καρδιά και τη ψυχή όσων θέλησαν να την κυνηγήσουν και θα τους «συντροφεύουν» νοερά μέχρι την επόμενη χρονιά, γιαυτό και όσοι ξέρουν, καταλαβαίνουν και νοιώθουν…γιατί εξακολουθεί να είναι και να παραμένει «της λεβεντομάνας γιός, ο περδικοκυνηγός»…

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων