Τι συγκροτεί και τι ορίζει το γουρουνόσκυλο

0

Ένα από τα αφηγήματα που έχει υιοθετήσει μια μεγάλη μερίδα, κυρίως, νεόκοπων κυνηγών είναι εκείνο του ότι τα κυνηγόσκυλα σε όποιο θήραμα και αν τα στρέψεις αυτό και θα κυνηγήσουν, αλλά και ότι η έννοια του «γουρουνόσκυλου» είναι δημιουργήματα κάποιων ρομαντικών της παλαιότερης εποχής. Πολλές φορές μάλιστα θα έχουμε ακούσει το στερεότυπο «το καλύτερο γουρουνόσκυλο προέρχεται από λαγόσκυλο». Όλα αυτά βέβαια αποτελούν αποκυήματα επιφανειακών γνώσεων και δεν συνάδουν σε γνώστες κυνηγούς του μεγάλου θηράματος.

 

Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή τόσο πριν από τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, στην επανασύσταση και την δημιουργία -νέων- κυνηγετικών φυλών σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες αλλά και από τα τέλη του 2ου (παγκ. πολέμου) θα διαπιστώσουμε ότι οι σκύλοι που προορίζονταν για τα μεγάλα θηράματα διέθεταν κάποια κοινά χαρακτηριστικά αλλά και ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία. Ωστόσο, το πέρασμα του Ελληνικού έθνους από την αρχαία του δόξα στην Ρωμαϊκή και κατόπιν στην Οθωμανική του υποδούλωση σήμαινε την αποκοπή του από τα τεκταινόμενα της Δύσης, συμπεριλαμβανομένου και αυτό της κυνολογίας-κυνοτεχνίας.

Εκεί που οι άλλοι λαοί δημιουργούσαν συνεχώς διάφορες φυλές για αντίστοιχα καθήκοντα, εκεί που επένδυαν πάνω στην κυνοτεχνία, εμείς μέχρι προ ολίγου σφαδάζαμε ανάμεσα σε συγκεχυμένες ταυτότητες μπάσταρδων σκύλων όπως αυτή του περιβόητου «γκέκα». Δηλαδή την φυλή της αλάνας και του καφενείου όπου ο καθένας την περιέγραφε (ακόμη και σήμερα) με βάσει τα δικά του πιστεύω.

Στη χώρα μας όποιοι σκύλοι χρησιμοποιούνται δίχως κανένα ιστορικό υπόβαθρο για ένα τριχωτό κυνήγι τους αποδίδουμε και την αντίστοιχη ορολογία όπως, «λαγόσκυλα», «γουρουνόσκυλα», «αλεπόσκυλα» κ.ο.κ.
Με λίγα λόγια, για να καταλάβουμε πόσο σαθρό είναι αυτό το επιχείρημα αν φέρ’ ειπείν ένας σκύλος την μία μέρα κυνηγήσει έναν λαγό και την άλλη ένα γουρούνι ποια νομίζουμε από τις δύο «ταυτότητες» ότι θα πρέπει να του αποδοθεί;
Αν λάβουμε υπόψη ότι ο οποιοσδήποτε σκύλος μπορεί να «κυνηγάει» (ασαφής ο όρος) αγριογούρουνα, ακόμη και ένας ποιμενικός που φυλάει τα πρόβατα τότε, βάσει του παραπάνω σκεπτικού (των πολλών) θα μπορούσε ευλόγως να αποκαλείται και ως «γουρουνόσκυλο».

Όμως, ακόμη και αν κάποιες ιδιότητες «ταιριάξουν» σε ένα σκύλο ώστε να συμπεριφέρεται ως γουρουνόσκυλο δεν αρκεί ώστε να φέρει τον τίτλο. Και πράγματι το να συμπεριφέρεται ένας σκύλος ως γουρουνόσκυλο απέχει παρασάγγας από το να «είναι».

Ανέκαθεν οι σκύλοι που προορίζονταν για το μεγάλο θήραμα είχαν κατά κύριο λόγο ανεπτυγμένο το αίσθημα του θάρρους. Ο παράγοντας θάρρος που χαρακτηρίζει ένα σκύλο μεγάλου θηράματος και απαιτείται να αναδειχθεί στον ανάλογο βαθμό και μορφή σε συνδυασμό με την ευστροφία. Αυτή η ιδιότητα είναι που ξεχωρίζει το «σκυλί» από τα σκυλιά. Τα γουρουνόσκυλα δίνουν εν γνώσει τους μια άνιση μάχη.
Εκεί είναι που πραγματικά θαυμάζει κανείς τα προσόντα ενός ιχνηλάτη αγριόχοιρων που υπερισχύουν έναντι των άλλων κυνηγετικών σκύλων αφού το επιτάσσει η φύση αυτού του θηράματος. Πέρα από τα ψυχικά χαρίσματα καθοριστικό ρόλο παίζουν και τα σωματικά, ώστε να ανταποκριθούν στο δύσκολο έργο που καλούνται να εκτελέσουν. Ψηλά και γερά πόδια για να διανύουν μεγάλες αποστάσεις, μακρύ και αθλητικό σώμα για ταχύτητα και ηχηρή φωνή (είτε ψιλή είτε βαριά) που να ακούγεται σε απόσταση. Όλες αυτές οι ιδιότητες, όμως, τείνουν πολλές φορές να αποδειχθούν ανεπαρκείς όταν καραδοκεί ο θάνατος. Εκεί είναι που πρέπει η αρετή του θάρρους να υπερτερεί των υπολοίπων.

Ένα ακόμη στοιχείο που χαρακτηρίζει ένα γουρουνόσκυλο είναι η έμφυτη τάση του να ακολουθεί τις «βαριές» μυρωδιές . Και εδώ είναι που η προγενετική διάθεση κάθε άλλο παρά αμελητέα παράμετρος μπορεί να είναι. Έρχεται σε ευθεία σύγκρουση για να καταρρίψει το εν Ελλάδι συνήθως στερεότυπο «τα σκυλιά κυνηγούν όπου και αν εσύ τα στρέψεις». Είναι διαφορετικό, όμως, να πασχίζεις να εκπαιδεύσεις ένα σκύλο για να ακολουθεί κατά κόρον μία συγκεκριμένη μυρωδιά μέσω επίκτητης διαδικασίας και άλλο αυτό να αποτελεί κληρονομική αρχή. Καθώς όπως ξέρουμε για παράδειγμα ακόμη και τα λυκόσκυλα μπορούν να εκπαιδευτούν ώστε να ακολουθούν συγκεκριμένες μυρωδιές.

Ένα γουρουνόσκυλο, λοιπόν, θα πρέπει να προέρχεται από αντίστοιχους προγόνους που κυνηγούσαν εξ ολοκλήρου «συστηματικά» και όχι «περιστασιακά» αγριόχοιρους φέροντας συνάμα όλα εκείνα τα στοιχεία που το συγκροτούν. Πρέπει να λειτουργεί με αυτάρκεια ως «μονάδα» όπου μία ομάδα κυνηγών μπορεί να στηρίζεται εξ ολοκλήρου πάνω του.

Η ολοκλήρωση του τίτλου έπεται και με την συνέχεια του. Δηλαδή πέρα από ευχάριστες κυνηγετικές αναμνήσεις που αφήνει ένας τέτοιος σκύλος, οφείλει να αφήσει το έργο του μέσω των απογόνων του. Ως εκ τούτου, ένα ολοκληρωμένο γουρουνόσκυλο θα πρέπει να λειτουργεί και ως φορέας πολύτιμων γονιδίων.

Όλα αυτά έχουν επιτευχθεί στο πέρασμα των χρόνων και συνεχίζουν να επιτυγχάνονται με μία διαδικασία. Αυτή της επιλεκτικής αναπαραγωγής.

Η επιλεκτική αναπαραγωγή σκύλων είναι η διαδικασία της αναπαραγωγής που σκοπεύει να παράγει, να διατηρήσει ή να αφαιρέσει συγκεκριμένα φυσικά και διανοητικά χαρακτηριστικά, συνθήκες υγείας, δεξιότητες και ικανότητες. Η πρώτη χρήση της επιλεκτικής αναπαραγωγής σκύλων είναι να εξειδικεύσουν τα σκυλιά, ακόμη περισσότερο από το να είναι καθαρόαιμα. Πολύ πριν από τη γέννηση των Kennel Clubs , εδώ και αιώνες οι άνθρωποι έχουν εξιδανικεύσει και εξειδικεύσει τα σκυλιά να εκτελούν συγκεκριμένα καθήκοντα . Προφανώς, κάθε επιθυμητός σκύλος έπρεπε να ενσωματώσει διαφορετικές ιδιότητες ,απαραίτητες για να υπερέχει σε αυτό που έπρεπε να κάνει.

Πολλοί θα συνεχίζουν πάντα να αναρωτιούνται αν τα «κορυφαία» γουρουνόσκυλα γεννιούνται ή γίνονται. Και πάντα σε διάφορες συζητήσεις θα επικρατούν διαφορετικές και αντικρουόμενες προσεγγίσεις πάνω στο θέμα.

Σίγουρα, πρώτα-πρώτα, ένας σκύλος πρέπει να φέρει εκείνα τα γενετικά χαρακτηριστικά που τον βοηθούν ώστε να ξεχωρίσει από τους άλλους. Ο γενετικός παράγων παίζει σημαντικό ρόλο. Όμως, οφείλω να τονίσω πως ακόμα και οι πιο προικισμένοι -από τη φύση- σκύλοι, αν δεν «εκπαιδευτούν» καταλλήλως, δεν εξελίξουν τα χαρίσματά τους, δεν θα καταφέρουν να φτάσουν πολύ ψηλά. Αντίθετα, έχουμε δει λιγότερο προικισμένους σκύλους, αλλά με πείσμα και πάθος γι’ αυτό που κάνουν να εκπαιδεύονται στον ρόλο του «αρχηγού», να αξιοποιούν την κάθε εμπειρία και εν συνεχεία να διαπρέπουν. Για κάτι τέτοιο, σαφώς και απαιτούνται τα «κατάλληλα» χέρια που τον «οδηγούν».

Είναι γνωστό πλέον, ότι τα γονίδια αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον σε μια συνεχή ενεργοποίηση και απενεργοποίηση. Στην πραγματικότητα, τα ίδια γονίδια έχουν και εκφράζουν διαφορετικά κατά περίπτωση αποτελέσματα σε διαφορετικό περιβάλλον.

Βέβαια στο κόσμο των σκύλων η λέξη «Γουρουνόσκυλο» ίσως για να επιτευχθεί αποτελεσματικά θα συνεχίζει να «είναι» το πιο δύσκολο πράγμα από το να… «φαίνεται».

-Γιάννης Αμπατζίδης-

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων