Ο έλεγχος των πληθυσμών των επιβλαβών

0

803-fox.jpg

Οι κυνηγοί σαν προστάτες και χρήστες του θηραματικού κεφαλαίου έχουν λόγο και άποψη σε θέματα διαχείρισης έχοντας πάντα ως οδηγό την αρχή της αειφορίας. Με το σκεπτικό αυτό σχεδιάζουν και υλοποιούν με τη βοήθεια των αρμόδιων αρχών, όπου κρίνεται απαραίτητο, διαχειριστικά μέτρα για την ανάκαμψη ή την δημιουργία πληθυσμών θηραματικών ειδών σε κατάλληλα ενδιαιτήματα (βιότοπους). Η επιλογή των διαχειριστικών μέτρων είναι πολύπλοκη διαδικασία και απαιτεί μεγάλη εμπειρία. Ένα από τα σημαντικά εργαλεία στα χέρια των διαχειριστών είναι ο έλεγχος των πληθυσμών των αρπάγων, όπου επιδρούν δυσμενώς σε άλλα είδη της άγριας πανίδας είτε επειδή έχει αυξηθεί ο πληθυσμός τους είτε επειδή έχει μειωθεί κάποιο από τα είδη της λείας τους.
Λέγοντας άρπαγα εννοούμε κάθε θηλαστικό ή πτηνό, του οποίου η τροφή εξασφαλίζεται σκοτώνοντας άλλα ζωικά είδη. Πολλά είδη αρπάγων (πτηνά και θηλαστικά) βρίσκονται κάτω από αυστηρό καθεστώς προστασίας, επειδή οι αριθμοί τους φθίνουν λόγω διαφόρων αιτιών όπως μείωση της έκτασης του ζωτικού τους χώρου, κατακερματισμός των διαθέσιμων χώρων, έλλειψη τροφής κ.λπ. Κάποια είδη όμως (αλεπού, κουνάβι, κορακοειδή κ.λπ.) προσαρμόστηκαν σε ανθρωπογενή περιβάλλοντα και αυξήθηκαν οι πληθυσμοί τους με αποτέλεσμα να επιδρούν δυσμενώς σε πληθυσμούς ειδών που έχουν οικονομική σημασία για τον άνθρωπο. Αυτά τα είδη για συντομία στη συνέχεια και μόνο για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου θα τα βαφτίσουμε “επιβλαβή”. Εδώ και αρκετά χρόνια ο όρος “επιβλαβές” τείνει να καταργηθεί γιατί κάθε είδος επιτελεί τον ρόλο του στη φύση και δεν θεωρείται ότι προκαλεί καταστροφές κάτω από κανονικές συνθήκες. Ωστόσο αυτό συμβαίνει περισσότερο σε αδιατάρακτα οικοσυστήματα που σπανίζουν στις μέρες μας. Δεχόμαστε όμως ότι κάποιο είδος κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες και συγκυρίες, σε ορισμένο τόπο και χρόνο, μπορεί να θεωρηθεί “επιβλαβές” για κάποιο η” κάποια ζωικά είδη που ενδιαφέρουν άμεσα τον άνθρωπο.
Η ενδεχόμενη μείωση των πληθυσμών των θηραματικών ειδών όπως και κάθε είδους της άγριας πανίδας λειτουργεί ανασταλτικά στην επιβίωση των αρπάγων γιατί καταλαμβάνουν τμήμα του διαιτολογίου τους. Φροντίζοντας λοιπόν να αυξήσουμε τους πληθυσμούς των θηραματικών ειδών φροντίζουμε έμμεσα και για τα αρπακτικά που βρίσκονται στο επόμενο επίπεδο της τροφικής πυραμίδας.
Τα κυριότερα διαχειριστικά μέτρα που χρησιμοποιούν ή που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι κυνηγετικές οργανώσεις για την αύξηση των πληθυσμών των θηραματικών ειδών, αν τους δίνονταν η δυνατότητα και οι οικονομικοί πόροι, είναι η βελτίωση ενδιαιτημάτων (βιοτόπων), η αντιμετώπιση της λαθροθήρας, ο έλεγχος των πληθυσμών των “επιβλαβών”, και η εισαγωγή ή επαναεισαγωγή ειδών θηραμάτων, όπου απαιτείται. Οι περισσότερες κυνηγετικές οργανώσεις ασχολούνται με την εκτροφή και τις απελευθερώσεις θηραματικών ειδών και την θηροφύλαξη, ενώ έχουν παραμελήσει εντελώς το σημαντικότερο ίσως διαχειριστικό μέτρο που είναι η βελτίωση βιοτόπων (σπορές, φυτεύσεις, ποτίστρες, ταΐστρες). Γιατί με το να κάνουμε έργα, ως κυνηγοί, στους ορεινούς όγκους ή στους υγροτόπους δεν βοηθούμε επιλεκτικά μόνο τα θηραματικά είδη αλλά τα περισσότερα είδη της πανίδας μας κι έτσι προβάλλουμε ένα άλλο πρόσωπο προς το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας μας που πιστεύει ότι μας ενδιαφέρουν μόνο τα θηραματικά είδη.
Τι αξία έχει όμως η απελευθέρωση θηραματικών ειδών σε έναν βιότοπο που είναι πλήρης “επιβλαβών”; Απλά μια πρόσκαιρη χορήγηση πανάκριβης τροφής. Δυστυχώς όμως όχι μόνο δεν υπάρχει σχεδιασμός τέτοιου είδους παρεμβάσεων αλλά παρεμποδίζεται από μερικούς, ιδιαίτερα ευαίσθητους, οποιαδήποτε σκέψη για έλεγχο πληθυσμών “επιβλαβών”. Η διαχείριση είναι δύσκολο και πολυέξοδο εγχείρημα οπότε εφαρμόζονται τα πολύ” πιο εύκολα “απαγορεύεται”. Και τι επιτυγχάνεται μ’ αυτές τις απαγορεύσεις; Να τίθενται είδη και ενδιαιτήματα (βιότοποι) εκτός διαχείρισης.
Πολλά έχουν γραφεί από επιστήμονες για την ανάγκη, σε αρκετές περιπτώσεις, ελέγχου “επιβλαβών”. Και δεν μιλάμε φυσικά για τα είδη που αναφέρονται συνήθως ως αρπακτικά όπως είναι οι αετοί, τα γεράκια, οι βαρβακίνες οι γύπες κ.λπ. Τα είδη αυτά επιτελούν ιδιαίτερο ρόλο σε ένα οικοσύστημα και χρήζουν ειδικής διαχείρισης λόγω του περιορισμένου αριθμού τους.
Παρόλο που οι ευρωπαϊκές οδηγίες 79/409 και 92/43 απαγόρευαν την τοποθέτηση δηλητηριασμένων δολωμάτων, ο έλεγχος των επιβλαβών εφαρμοζόταν στη χώρα μας με την επίβλεψη της Δασικής Υπηρεσίας και του Υπουργείου Γεωργίας επειδή παρατηρούταν υπερπληθυσμός. Ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες κανένα μέτρο δεν ελήφθη από το Υπουργείο Γεωργίας, αφήνοντας ανεξέλεγκτους τους πληθυσμούς των “επιβλαβών”. Πριν από λίγα έτη κάτω από τις πιέσεις των Δασικών Αρχών και των τοπικών κοινωνιών, ο τότε Διευθυντής θήρας έλαβε την απόφαση της φόνευσης αλεπούδων, εκτός κυνηγετικής περιόδου, με παγάνα που θα την αποτελούσαν όργανα των κατά τόπους Δασαρχείων και μέλη Κυνηγετικών Συλλόγων. Το μέτρο αυτό ήταν η επιβεβαίωση ότι υπήρχε σοβαρότατο πρόβλημα υπερπληθυσμού αλεπούδων σε κάποιες περιοχές οι οποίες δεν είχαν κηρυχθεί αρουραιόπληκτες. Ωστόσο όμως ποτέ δεν εφαρμόστηκε όπως θα έπρεπε και ποτέ δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Απογοητευμένοι λοιπόν οι ντόπιοι κτηνοτρόφοι, γεωργοί και μεμονωμένα άτομα έπαιρναν την πρωτοβουλία να τοποθετούν δηλητηριασμένα δολώματα οποτεδήποτε και οπουδήποτε χωρίς κανέναν έλεγχο. Τα δηλητηριασμένα δολώματα περιέχουν συνήθως φυτοφάρμακα (φουραντάν, καρμπουφοράν, μεθομύλ, λανέιντ κ.λ.π.), ποντικοφάρμακα, κάψουλες με υδροκυάνιο ακόμα και στρυχνίνη, που παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας της εδώ και χρόνια , κάποιοι μπορούν να προμηθευτούν. Ως αποτέλεσμα της απώλειας ελέγχου της κατάστασης είναι η θανάτωση αετών, γυπών, λύκων, αρκούδων, αδέσποτων σκύλων και οποιουδήποτε άλλου σαρκοφάγου ζώου, προστατευόμενου ή μη, τύχαινε να περνάει από το σημείο εκείνο, θύματα έπεσαν μέχρι τώρα και εκατοντάδες κυνηγετικά σκυλιά. Έτσι αρκετές κυνηγετικές οργανώσεις έστειλαν δείγματα δηλητηριασμένων δολωμάτων στο γενικό χημείο του κράτους, στο ΕΘΙΑΓΕ και στις κατά τόπους κτηνιατρικές υπηρεσίες και επικήρυξαν με μεγάλα χρηματικά ποσά τους δράστες.
Μία από τις βασικές αρχές που διέπει τη σχέση άρπαγα – λείας είναι ότι οι άρπαγες, είτε πρόκειται για πτηνά είτε για θηλαστικά, παίρνουν από το περιβάλλον πρωτίστως τα αδύναμα και ασθενέστερα άτομα. Έτσι οι άρπαγες συντελούν στη διατήρηση ισορροπίας καθώς και στην εξυγίανση του πληθυσμού της λείας τους. Αυτό όμως είναι σωστό μέχρι ενός ορισμένου σημείου. Όταν ο άρπαγας είναι θηλαστικό όπως το λιοντάρι ή η τσίτα που είναι αναγκασμένα να καταδιώξουν ένα μεγάλο κοπάδι από οπληφόρα επιλέγοντας πάντα το πιο αδύναμο τότε επιτελούν ρόλο εξυγιαντή του πληθυσμού. Είναι λάθος όμως να πιστεύει κάποιος ότι θύματα πέφτουν μόνο τα ανήμπορα άτομα. Σε αρκετές περιπτώσεις τα θύματα είναι υγιέστατα, εύρωστα και ώριμα προς αναπαραγωγή. Γιατί οι άρπαγες δεν γνωρίζουν αν είναι περίοδος αναπαραγωγής ή περίοδος εξάρτησης των νεοσσών. Εξάλλου είναι γνωστό ότι σ’ ένα ανθρωπογενές, διαταραγμένο οικοσύστημα του οποίου έχουν ατονήσει οι φυσικοί μηχανισμοί άμυνας πρέπει να επέμβει ο διαχειριστής για να επιτύχει και να εξασφαλίσει την επιθυμητή ισορροπία.
Όταν λοιπόν κριθεί απαραίτητος ο έλεγχος “επιβλαβών” τον έλεγχο τον αναλαμβάνουν οι αρμόδιες Υπηρεσίες (Υπουργείο Γεωργίας, Δασικές Αρχές) μετά από προσεκτικό έλεγχο των διαθέσιμων στοιχείων. Τις περισσότερες φορές από τις ερευνητικές προσπάθειες προκύπτει ως συμπέρασμα ότι τα θηραματικά είδη συμμετέχουν με μικρό ποσοστό στο διαιτολόγιο των εδαφόβιων αρπακτικών. Π.χ. σε μια εργασία που αφορά τις τροφικές συνήθειες ενός εδαφόβιου αρπακτικού βρέθηκε ότι τα αγριοκούνελα αποτελούν το 60% της συνολικής του διατροφής, ενώ οι πεδινές πέρδικες και οι φασιανοί αποτελούν το 15%. Από αυτά τα στοιχεία όμως δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα γιατί δεν γνωρίζουμε τίποτα για το μέγεθος των πληθυσμών των αγριοκούνελων και των φασιανών και περδίκων. Αν οι πληθυσμοί των θηραματικών ειδών είναι σχετικά μικροί και τα εδαφόβια αρπακτικά είναι
άφθονα τότε αρκούν για να τα περιορίσουν σημαντικά. Αντίθετα τα αγριοκούνελα μπορεί να είναι πολυάριθμα ώστε να μην υπάρχει μείωση των πληθυσμών τους. Αν θέλουμε λοιπόν να διατηρήσουμε μια ισορροπία στη φύση πρέπει να παρεμβαίνουμε όπου χρειάζεται για να επιτευχθεί τελικά η πολυπόθητη αειφορία.
Οι τρόποι, που μπορούμε να επέμβουμε για να ελέγξουμε τους πληθυσμούς των “επιβλαβών” είναι πολλοί και εξαρτώνται από το είδος. Ξεκινώντας από το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία απαγορεύει την χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων πρέπει να σχεδιαστούν επιλεκτικοί μέθοδοι με ειδικές παγίδες για αλεπούδες, ποντίκια, καρακάξες, σταχτοκουρούνες κ.λ.π. Οι τύποι των παγίδων για τους εδαφόβιους άρπαγες είναι πολλοί και τοποθετούνται καμουφλαρισμένες ή όχι στα μονοπάτια διάβασης των “επιβλαβών” θηλαστικών. Πρόκειται για παγίδες που βασίζονται σε παραδοσιακές μεθόδους σύλληψης όπως είναι οι συρματοθηλιές και οι γνωστές ποντικοπαγίδες που οι περισσότεροι γνωρίζουμε. Λόγω της μορφής τους και του τρόπου τοποθέτησης τους δεν πρόκειται να κινδυνεύσει κανένα από τα αρπακτικά, θηλαστικά ή πουλιά, που κινδυνεύουν και προστατεύονται αυστηρά.
Επιτακτική όσο ποτέ εμφανίζεται η ανάγκη χάραξης συγκεκριμένης πολιτικής από τους αρμόδιους γι’ αυτό το τόσο σημαντικό θέμα ώστε να μην παρατηρούνται αυθαιρεσίες και κρούσματα τοποθέτησης δηλητηριασμένων δολωμάτων. Το Υπουργείο Γεωργίας και συγκεκριμένα η Διεύθυνση Αισθητικών Δασών Δρυμών και θήρας οφείλει να πάρει θέση και να οργανώσει, αν είναι δυνατόν, Σώμα Ελέγχου “επιβλαβών” που θα αποτελείται από άριστα εκπαιδευμένους επιστήμονες που θα καθοδηγούν τους υπευθύνους των κατά τόπους Δασικών Αρχών σ’ ένα τόσο σοβαρό έργο.

Περικής Κ. Μπρίτσας
Δρ. Δασολόγος – Θηραματολόγος

Όλγα Μ. Μασλαρίνου
Δασολόγος – Θηραματολόγος

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων