Ζαρκάδι. Αλμα στην Πελοπόννησο;

0

1080-zarkadi.jpg

Μπορεί να εμπλουτιστεί ένας μεσογειακός βιότοπος με ζαρκάδια;

Τι πιθανότητες έχει η εισαγωγή του συγκεκριμένου θηράματος;

Σε αυτά τα ερωτήματα απαντά σε μεγάλο βαθμό η μελέτη των Γάλλων επιστημόνων D. Maillard, C. Clange, N. Inveria kai J.C. Gaudin του γαλλικού τμήματος Θήρας.

του Νικήτα Κυπρίδημου – Εθνος Κυνήγι

Προτού προχωρήσουμε στην ανάλυση της μελέτης, να τονίσουμε ότι το γαλλικό Τμήμα θήρας απασχολεί 1.600 επιστήμονες. Όπως φαίνεται από τη μελέτη, δεν αρκούνται στις απαγορεύσεις, αλλά προχωρούν στην εφαρμοσμένη θηραματοπονία τόσο για την αύξηση της βιοποικιλότητας όσο και για την ικανοποίηση των κυνηγών. Οι συγκρίσεις με τα δικά μας είναι αναπόφευκτες και 6εν χρειάζονται περαιτέρω σχολιασμό!
Το ζαρκάδι δύσκολα αναπαράγεται στην αιχμαλωσία… Γι’ αυτό το λόγο οι γαλλικές αρχές θήρας από το 1995 έως το 1997 συνέλαβαν 52 αρσενικά και 52 θηλυκά άγρια ζαρκάδια από τη βορειοανατολική Γαλλία, τα οποία μετέφεραν στο εθνικό πάρκο του Luberon όπου και επιτρέπεται το κυνήγι. Να σημειώσουμε εδώ ότι το Luberon αντιπροσωπεύει ένα μεσογειακό τοπίο, που αρχίζει από τις νότιες ακτές της Γαλλίας κι επεκτείνεται βόρεια.
Ο χώρος όπου απελευθερώθηκαν τα ζαρκάδια ήταν ένα μέρος του πάρκου συνολικής έκτασης 3.310 εκταρίων, δηλαδή 33.100 στρεμμάτων. Η περιοχή έχει τη χαρακτηριστική μεσογειακή βλάστηση που συναντάμε και στην Ελλάδα: πεύκα, πουρνάρια και άλλα είδη βελανιδιάς. Σε αντίθεση με την περιοχή σύλληψης που είχε σχετικά ομαλά εδάφη, τα σημεία απελευθέρωσης διέθεταν τα χαρακτηριστικά του μεσογειακού τοπίου: γκρέμια, χαράδρες, ανοικτά χωράφια χωρίς φράχτες (κάτι σαν την Ελλάδα, δηλαδή).
Πριν από την απελευθέρωση οι επιστήμονες φόρεσαν ηλεκτρονικά κολάρα στα ζαρκάδια, με τα οποία τα παρακολουθούσαν. Δύο φορές την εβδομάδα γινόταν ηλεκτρονικός εντοπισμός τους προκειμένου να εξακριβωθούν οι μετακινήσεις και η διασπορά των ζώων στο νέο τους χώρο.
Οπως αναφέρουν οι επιστήμονες, αρχικά τα ζαρκάδια έμεναν γύρω από το σημείο της απελευθέρωσης. Τα μισά περίπου έμεναν σε ακτίνα 2,5 χιλιομέτρων, ενώ το 75% των ζώων παρέμενε σε ακτίνα 4 χιλιομέτρων. Τα ενήλικα θηλυκά ζαρκάδια ήταν εκείνα που επέδειξαν τη μεγαλύτερη διάθεση για την εξερεύνηση της περιοχής και την οροθέτηση ζωτικού χώρου. Επίσης η διασπορά των ζώων αναπτύχθηκε προς περιοχές που δεν είχαν φυσικά εμπόδια (π.χ. γκρεμούς και πλατιά ποτάμια).

Ευάλωτα σε ατυχήματα
Το κύριο πρόβλημα που προέκυψε κατά την απελευθέρωση ήταν η θνησιμότητα από ατυχήματα. Στην περιοχή δεν διαβιούν μεγάλα αρπακτικά, η Γαλλία δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα με ία αδέσποτα σκυλιά κι επομένως δεν υπήρχε θέμα αρπακτικότητας. Τα περιστατικά που κόστισαν τη ζωή στα ζαρκάδια ήταν πτώσεις από γκρεμούς, ατυχήματα από αυτοκίνητα και πνιγμοί.
Νεαρά ζαρκάδια (ηλικίας κάτω του ενός έτους] σε ποσοστό 57% έπεσαν
θύματα ατυχημάτων. Από τα ενήλικα ζώα (ηλικίας ενός έτους και άνω) πέθαναν λιγότερα (γύρω στο 25%). Προφανώς η απειρία του χρονιάρικου ζώου επηρεάζει τη βιωσιμότητα του σ’ ένα νέο χώρο.
Να σημειωθεί ότι στη νέα τοποθεσία με τα μεσογειακά χαρακτηριστικά τα ζαρκάδια κατέλαβαν ζωτικό χώρο μεγαλύτερο από εκείνον που παρατηρήθηκε σε άλλες μελέτες σε βορειότερα μέρη. Στη μελέτη του Luberon εξακριβώθηκε ότι ο ζωτικός χώρος κάθε ζώου ήταν 190 εκτάρια (1.900 στρέμματα). Αν και δεν το αναφέρουν οι επιστήμονες, να σημειώσουμε ότι το μεσογειακό δάσος ενδεχομένως να προσφέρει λιγότερη τροφή! Για παράδειγμα, δεν υπάρχει χόρτο το καλοκαίρι, γι’ αυτό και το ζαρκάδι αναγκάζεται να καλύψει περισσότερο χώρο για να ικανοποιήσει τις διατροφικές του ανάγκες.
Η γεννητικότητα, πάντως, των απελευθερωμένων ζαρκαδιών ήταν ίση μ’ εκείνη που παρατηρήθηκε στο δάσος απ’ όπου μεταφέρθηκαν. Σε κάθε θηλύκια αναλογούσαν 1,18 νεογέννητα, ένδειξη ότι η αναπαραγωγή τους δεν επηρεάστηκε από τη μεταφορά τους σε νέο χώρο.
Στην Ελλάδα δεν γίνονται απελευθερώσεις ζαρκαδιών. Το ερώτημα, όμως, είναι αν η μεταφορά ζώων είναι εφικτή. Το πρώτο δίδαγμα προέρχεται από μια άλλη εμπειρία, την απελευθέρωση αγριόχοιρων στην Πελοπόννησο. Τότε η αρχή έγινε με 10 ζώα που απελευθέρωσε ο Κυνηγετικός Σύλλογος Μεγαλόπολης, με τότε πρόεδρο τον Παναγιώτη Αρίδα. Εκείνος ο αρχικός πυρήνας, με δύο ακόμη σε άλλες περιοχές, εξελίχθηκε σ’ έναν πληθυσμό που κάθε χρόνο αποδίδει εκατοντάδες θηρευμένα αγριογούρουνα.
Η γαλλική μελέτη καταδεικνύει ότι το ζαρκάδι είναι ικανό να «αντέξει» τη μεταφορά σ’ έναν απολύτως διαφορετικό βιότοπο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από έναν κεντροευρωπαϊκό βιότοπο σ’ ένα τυπικό μεσογειακό τοπίο που μοιάζει πολύ με την Πελοπόννησο, τόσο μορφολογικά όσο και ως προς τη χλωρίδα.

Συγκρατημένες προσδοκίες
Επιπλέον, όπως και στην περίπτωση του Luberon, η Πελοπόννησος δεν έχει μεγάλα σαρκοβόρα. Υπάρχουν, όμως, άπειρα αδέσποτα σκυλιά που δρουν σε αγέλες και συχνά σκοτώνουν δεκάδες αιγοπρόβατα. Να θυμίσουμε το περιστατικό στο Κρανίδι πριν από κάποια χρόνια, όταν έξι αδέσποτα σκότωσαν περισσότερα από 100 αιγοπρόβατα σε λίγα λεπτά. Αποτελεί χρέος της πολιτείας, βέβαια, να μαζέψει τα αδέσποτα και να τα βάλει σε κυνοκομεία, αλλά κάτι τέτοιο -παρά την όποια νομική υποχρέωση- δεν έχει γίνει ακόμη σε κανένα σημείο της Ελλάδας.
Τα υπόλοιπα εμπόδια που αναφέρουν οι επιστήμονες (γκρεμοί, αυτοκίνητα, πνιγμοί) μάλλον δεν έχουν ανάλογη σημασία. Σε περίπτωση που τα ζαρκάδια μεταφέρονταν από τη Στερεά Ελλάδα στην Πελοπόννησο (η μορφολογία του εδάφους και στα δύο γεωγραφικά διαμερίσματα δεν διαφέρει ριζικά), τα ζαρκάδια θα ήταν εξοικειωμένα με τους κινδύνους από γκρεμούς και ποτάμια, καθώς και με το είδος της κυκλοφορίας τροχοφόρων που θα αντιμετωπίσουν.
Η μεταφορά άγριων ζαρκαδιών ελληνικής προέλευσης από τη Στερεά στην Πελοπόννησο δεν προσκρούει σε καμιά νομική απαγόρευση αφού το ζαρκάδι είναι γηγενές και όχι εισαγόμενο είδος. Η επιβάρυνση στο «φυσικό περιβάλλον» μάλιστα, την οποία συχνά επικαλούνται οι «μελετητές», δεν ευσταθεί αν εξετάσουμε τον αριθμό οικόσιτων κατσικιών που βόσκουν στην Πελοπόννησο.
Αν εξαιρέσουμε τα αδέσποτα, το ζαρκάδι φαίνεται να έχει ελπίδες να επιβιώσει και να επεκταθεί στην Πελοπόννησο, Η αύξηση και η επέκταση, όμως, δεν θα συγκρίνονται μ’ εκείνη που είχαμε στον αγριόχοιρο. Το ζαρκάδι δεν χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη γεννητικότητα του αγριόχοιρου ο οποίος γεννά δέκα μικρά ανά έτος, αλλά θα γεννήσει ένα, ίσως και δύο μικρά.
Επιπλέον δεν έχει την κινητικότητα του αγριόχοιρου. Οπως φαίνεται από τη μελέτη, ο ζωτικός του χώρος είναι 1.900 στρέμματα, δηλαδή 1,5 επί 1,5 χλμ. περίπου. Ο αγριόχοιρος διανύει δεκάδες χιλιόμετρα κάθε μέρα προς ανεύρεση τροφής, γεγονός που τον καθιστά λιγότερο ευάλωτο στη λαθροθηρία (αυτό είναι κάτι που πάντα πρέπει να υπολογίζεται σε όλες τις χώρες του κόσμου / και όχι μόνο στην Ελλάδα).
Έχοντας υπόψη τον αριθμό των αιγοπροβάτων που βόσκουν ελεύθερα στην Πελοπόννησο, είναι προφανές
ότι μερικά θα μπορούσαν να «αντικατασταθούν» με άγρια ζαρκάδια. Το ήμερο κατσίκι, άλλωστε, δεν τρώει διαφορετικά πράγματα από το ζαρκάδι.
Η διαφορά είναι ότι με την κατάλληλη διαχείριση το ζαρκάδι μπορεί να αποφέρει πολλαπλάσια κέρδη στον κτηνοτρόφο, εφόσον βέβαια αυτός συμμετέχει στη διαχείριση. Η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στα κέρδη της κυνηγετικής διαχείρισης είναι κάτι που δεν έχουμε κάνει μέχρι τώρα, γι’ αυτό και κάποια προβλήματα με τον αγριόχοιρο γίνονται πλέον αρκετά ορατά. Στο ζαρκάδι δεν χωρά τέτοια χαλαρότητα. Η κατάχρηση του πόρου θα γίνει γρήγορα αισθητή με την εξαφάνιση του.

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων