Η προστασία των υγροτόπων μέσω των διεθνών συμβάσεων

0

ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ – Στέλεχος ΥΠΕΣΔΔΑ, Υπ. Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο πλαίσιο του διεθνούς ενδιαφέροντος για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, οι υγρότοποι κατέχουν ιδιαίτερη θέση εξαιτίας των πολύπλοκων και σημαντικών λειτουργιών που επιτελούν και των αξιών που απορρέουν από αυτές. Αποτελούν ευπαθή οικοσυστήματα, τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, αφενός λόγω της πλούσιας βιολογικής ποικιλότητάς τους και αφετέρου εξαιτίας της αυξανόμενης υποβάθμισής τους.

Ειδικότερα, όσον αφορά τη μεσογειακή λεκάνη και πιο συγκεκριμένα τον Ελλαδικό χώρο οι υγρότοποι αποτελούν πολύτιμο φυσικό κεφάλαιο, λόγω του εξαιρετικά μεγάλου οικολογικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν. Η οικολογική ισορροπία της Μεσογείου θάλασσας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στους υγροτόπους και ειδικότερα στην πλούσια βιολογική ποικιλία που συνδέεται με την ύπαρξη των υγροτοπικών συστημάτων. Γι΄ αυτό και είναι αδήριτη ανάγκη να προστατευτεί το φυσικό αυτό κεφάλαιο, το οποίο διαχρονικά έχει καταστεί αντικείμενο αμετροεπούς ανθρώπινης εκμετάλλευσης.

Η συνειδητοποίηση της σπουδαιότητας των υγροτόπων καθιστά επιτακτική την ανάγκη λήψης αυστηρών μέτρων προστασίας και υιοθέτησης περιβαλλοντικά ορθών μεθόδων διαχείρισης. Η αποτελεσματικότητα της προστασίας και διαχείρισης προϋποθέτει τη συνεργασία και το συντονισμό όλων των κρατών της διεθνούς κοινότητας, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις με διασυνοριακή διάσταση. Η διεθνής κοινότητα έχει ανταποκριθεί μέχρι σήμερα θετικά, με τη δημιουργία ανάλογων θεσμών και ρυθμίσεων. Η θέσπιση των ρυθμίσεων αυτών έχει συμβάλλει σε μια τυποποίηση προτεινόμενων διαδικασιών και πρακτικών, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου περιβάλλοντος, προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα προαναφερθέντα προβλήματα.

Στο παρόν άρθρο εξετάζεται, λοιπόν, η διεθνής διάσταση της προστασίας των υγροτόπων. Η ανάλυση επικεντρώνεται σε δύο άξονες: Ο πρώτος αναφέρεται στις αρχές του διεθνούς εθιμικού δικαίου σχετικά με το περιβάλλον και την προστασία των υγροτόπων, οι οποίες είναι απόρροια της πρακτικής και της πεποίθησης δικαίου των κρατών της διεθνούς κοινότητας (συστατικά στοιχεία των εθιμικών αρχών). Οι αρχές αυτές δεσμεύουν όλα τα κράτη της διεθνούς κοινότητας, ανεξάρτητα από το αν συνέβαλαν ή όχι στη διαδικασία διαμόρφωσής τους. Πρόκειται για στοιχείο κρίσιμο για την προστασία των υγροτοπικών συστημάτων, αφού μία χώρα, ακόμη και αν δεν έχει προσχωρήσει σε κάποια περιβαλλοντική σύμβαση για τους υγροτόπους, δεσμεύεται καταρχάς από τις αρχές του διεθνούς εθιμικού δικαίου για το περιβάλλον.

Ο δεύτερος άξονας εξετάζει τέσσερις βασικές διεθνείς συμβάσεις (Ραμσάρ, Βέρνης, Βόννης και Βιοποικιλότητας), μέσω των οποίων σκιαγραφείται το καθεστώς διεθνούς προστασίας των υγροτόπων, καθώς και ο μηχανισμός εφαρμογής των παραπάνω συμβάσεων. Αναδεικνύονται, έτσι, οι νέες τάσεις στο διεθνές δίκαιο για την προστασία των υγροτόπων, καθώς και η διαφαινόμενη δυναμική στο χώρο της διεθνούς κοινότητας προς μία επαυξημένη προστασία των εν λόγω ευπαθών οικοσυστημάτων.

ΙΙ. ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΘΙΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ·[1]

Η υποχρέωση για το σεβασμό του περιβάλλοντος άλλων κρατών και περιοχών, πέραν κρατικής δικαιοδοσίας αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του διεθνούς εθιμικού δικαίου περιβάλλοντος[2]. Ο κανόνας αυτός απαντάται για πρώτη φορά στην «Αρχή 21» της Διακήρυξης της Στοκχόλμης, ενώ επαναλαμβάνεται στη Διακήρυξη του Ρίο («Αρχή 2») και αναγνωρίζεται (από το 1995 και εντεύθεν) από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (στο εξής ΔΔΔ) ως πρωταρχικός κανόνας για τη ρύθμιση των διεθνών περιβαλλοντικών σχέσεων. Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ η επιταγή της «Αρχής 21» της Διακήρυξης της Στοκχόλμης συσχετίστηκε καταρχήν από μέρος της θεωρίας, και λόγω της διττής υπόστασής της, με την επίκληση της απόλυτης ισχύος του δικαιώματος χρήσης των φυσικών πόρων εκ μέρους του ρυπαίνοντος κράτους, το ΔΔΔ (επ΄ ευκαιρία της παροχής της συμβουλευτικής γνωμοδότησής του επί της απειλής ή χρήσης των πυρηνικών όπλων, καθώς επίσης και στο πλαίσιο της απόφασής του επί της ουγγρο-σλοβακικής διαφοράς σχετικά με τα έργα στο Cabcikovo-Nagymaros) προέβη σε έναν ευφυέστατο εννοιολογικό «απεγκλωβισμό» της επιταγής για την επίδειξη περιβαλλοντικής μέριμνας από το κυριαρχικό δικαίωμα της χρήσης των πόρων, προσδίδοντας με αυτόν τον τρόπο έμφαση στη δικαιική αυτοτέλεια των υποχρεώσεων που απορρέουν από την περιβαλλοντική συνιστώσα της θεμελιώδους αυτής αρχής[3].

Μία άλλη σημαντική εθιμική αρχή είναι η αρχή της πρόληψης, η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο του κανόνα για τη μη πρόκληση ζημίας σε ξένο έδαφος και η οποία θα πρέπει να διακρίνεται από την (αναγνωρισμένη από μέρος της θεωρίας αλλά και αρκετά κράτη ως εθιμική) αρχή της προφύλαξης. Τα προληπτικά μέτρα (preventive measures) λαμβάνονται σε περιπτώσεις βεβαιότητας περί του επαπειλούμενου κινδύνου και χαρακτηρίζονται από τη διαπίστωση πως τα έξοδα που σχετίζονται με τη λήψη τους είναι λιγότερα από τα έξοδα που σχετίζονται με την αντιμετώπιση των συνεπειών από την πιθανή έλευση του κινδύνου. Στα μέτρα προφύλαξης (precautionary measures), αντίθετα, τόσο το περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος όσο και η πιθανότητα επέλευσης του επαπειλούμενου κινδύνου χαρακτηρίζονται από έκδηλη επιστημονική αβεβαιότητα[4].

Η έννοια της αρχής της προφύλαξης εμφανίστηκε αρχικά στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας [όπου η αρχή αυτή προβλήθηκε (ήδη από τη δεκαετία του 1970) ως μία από τις βασικές αρχές της περιβαλλοντικής πολιτικής], ενώ η πρώτη ρητή αναφορά σ΄ αυτήν, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου περιβάλλοντος, χρονολογείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Περαιτέρω, η εν λόγω αρχή έχει καθιερωθεί ρητά στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο (άρ. 174 συνθ ΕΕ), αλλά και στο Πρωτόκολλο της Καρθαγένης για τη Βιοασφάλεια[5].

Μία εθιμική αρχή που προβλήθηκε κυρίως από την πλευρά των αναπτυσσόμενων κρατών είναι αυτή της κοινής αλλά διαφοροποιημένης ευθύνης των κρατών, η οποία έρχεται να εμπλουτίσει τόσο τον κανόνα για τη μη πρόκληση περιβαλλοντικής ζημίας όσο και την έννοια του κοινού συμφέροντος. Η εν λόγω αρχή σχετίζεται με μία ουσιαστική διαφοροποίηση των υποχρεώσεων μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων κρατών (εξυπακούεται μία επιεικής μεταχείριση όσον αφορά στις αναπτυσσόμενες χώρες), ενώ σε διαδικαστικό επίπεδο απορρέει η υποχρέωση των αναπτυγμένων κρατών να ενισχύουν (π.χ. μέσω τεχνογνωσίας) τις αναπτυσσόμενες χώρες, ώστε οι τελευταίες να είναι σε θέση να προστατεύουν το περιβάλλον[6].

Εξίσου σημαντικός εθιμικός κανόνας είναι αυτός της περιβαλλοντικήςσυνεργασίας (αλλά και ο παρεμφερής κανόνας της καλής γειτονίας, ο οποίος παραπέμπει σε διαδικασίες και πρακτικές σχετικά με τη διακρατική συνεργασία[7]). Ο κανόνας επιβάλλει σε όλα τα κράτη να συνεργάζονται και να συμμετέχουν στον προσδιορισμό των κοινών (διασυνοριακών και παγκόσμιων) περιβαλλοντικών προβλημάτων και να καταβάλλουν καλόπιστες προσπάθειες για την εξεύρεση κοινών συνεργατικών λύσεων. Η σημασία του αρκεί να τον καταστήσει ικανό να επηρεάσει, σε σημαντικό βαθμό, αφενός τον ακριβέστερο εννοιολογικό προσδιορισμό άλλων αρχών και κανόνων του διεθνούς δικαίου περιβάλλοντος και αφετέρου την ερμηνεία των διατάξεων των συνθηκών, οι οποίες σχετίζονται με την διαχείριση και προστασία του περιβάλλοντος[8].

Η αρχή της περιβαλλοντικής συνεργασίας, πάντως, εξυπηρετεί κυρίως την πληρέστερη ερμηνεία των συνθηκών περιβαλλοντικής συνεργασίας και όχι τη διακρίβωση ποιοι ειδικοί κανόνες συνεργασίας ανήκουν στο εθιμικό δίκαιο. Εξάλλου, η εν λόγω αρχή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη της σχετικής βούλησης δέσμευσης των κρατών, ούτε να τύχει γενικευμένης επίκλησης, ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε συμβατικού πλαισίου. Στο πλαίσιο των σύγχρονων σχολών σκέψης του διεθνούς δικαίου περιβάλλοντος, που θεωρούν την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης ως το νέο άξονα γύρω από τον οποίο στρέφεται η διαδικασία γέννησης και μορφοποίησης νέων νομικών κανόνων για τη διαχείριση και προστασία του περιβάλλοντος, η αρχή της περιβαλλοντικής συνεργασίας ερμηνεύεται, μάλιστα, ως το κύριο νομικό μέσο για τη σταδιακή πραγμάτωση του σκοπού της βιώσιμης ανάπτυξης και από τα αναπτυσσόμενα κράτη[9].

Η αρχή της αειφορίας, ειδικά μετά τη Συνδιάσκεψη του Γιοχάνεσμπουργκ για την Αειφόρο Ανάπτυξη (Αύγουστος 2002), φαίνεται επίσης να γίνεται αποδεκτή ως αρχή του εθιμικού δικαίου, με ιδιαίτερη έμφαση στην περιβαλλοντική της πτυχή.Το νέο «μοντέλο» πρόσληψης της έννοιας της αειφορίας (ιδιαίτερα όπως αυτό αποκρυσταλλώθηκε με βάση το Σχέδιο Εφαρμογής, αλλά και την πολιτική διακήρυξη που υιοθετήθηκε στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης του Γιοχάνεσμπουργκ για την Αειφόρο Ανάπτυξη) περιλαμβάνει τρεις συνιστώσες: την οικονομική ανάπτυξη (αύξηση της παραγωγής, ενίσχυση του διεθνούς εμπορίου κυρίως μέσω της απελευθέρωσής του, διευκόλυνση της πρόσβασης των προϊόντων των αναπτυσσόμενων χωρών στις διεθνείς αγορές, παροχή αναπτυξιακής βοήθειας, μεταφορά τεχνολογίας και δημιουργία υποδομών), την κοινωνική συνοχή (καταπολέμηση φτώχειας, εκπαίδευση και αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού) και την περιβαλλοντική προστασία (αντιστροφή της τάσης για μείωση της βιοποικιλότητας, σταδιακός περιορισμός των ιδιαίτερα επικίνδυνων χημικών ουσιών, ορθολογική διαχείριση των υδάτινων πόρων, αλλαγή των μη αειφόρων προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης και διασύνδεση της ανθρώπινης υγείας με την ποιότητα του περιβάλλοντος)[10] [11].

Τέλος, σύμφωνα με μέρος της θεωρίας, διεθνές εθιμικό δίκαιο συνιστά και η οικολογικήαρχή, που αφορά την προστασία της φύσης γενικότερα, ενώ πέρα από τις προαναφερόμενες γενικές εθιμικές αρχές υφίστανται και ειδικές, όπως π.χ. αυτή της επαυξημένης προστασίας την οποία απολαύει η βιοποικιλότητα.Επαυξημένη προστασία σημαίνει πως τα κριτήρια για τη διακρίβωση του αν υφίσταται παραβίαση ενός διεθνούς κανόνα είναι πιο αυστηρά από ότι στις λοιπές περιπτώσεις. Αρκούν συνεπώς και οχλήσεις όχι ιδιαίτερα βαριάς μορφής για να στοιχειοθετήσουν καταρχήν την παραβίαση του σχετικού διεθνούς κανόνα.[12] Καθώς δε στα υγροτοπικά συστήματα απαντάται πλούσια βιοποικιλότητα, η σημασία της εν λόγω αρχής καθίσταται προφανής.

ΙΙΙ. ΤΟ ΣΥΜΒΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Α. Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΡΑΜΣΑΡ
Α1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 2 Φεβρουαρίου 1971, στην πόλη Ραμσάρ του Ιράν, υπεγράφη (υπό την αιγίδα της UNESCO) η «Διεθνής Σύμβαση για την Προστασία των Υγροτόπων Διεθνούς Σημασίας, ιδιαίτερα ως οικοτόπων υδρόβιων πτηνών[13]», παγκόσμια γνωστή ως σύμβαση Ραμσάρ, από 23 καταρχάς χώρες[14]. Η Συνδιάσκεψη Ραμσάρ είναι σε μεγάλο βαθμό μία συνέχεια των συνδιασκέψεων και των διεθνών συναντήσεων της δεκαετίας 1960-1970 που είχαν σαν σκοπό την προαγωγή της προστασίας των υγροτόπων και των υδρόβιων πτηνών και την προετοιμασία σχετικού διεθνούς συμβατικού καθεστώτος.Αποτέλεσε δε όχι μία συνηθισμένη διεθνή διάσκεψη με περιβαλλοντικό περιεχόμενο, αλλά ταυτόχρονα ένα διεθνές επιστημονικό forum για τη συζήτηση, τη μελέτη, την προβολή και την ανταλλαγή γνώσεων και εμπειριών ανάμεσα στους ειδικούς της επιστήμης και στις μεγάλες διεθνείς περιβαλλοντικές οργανώσεις σχετικά με τη διατήρηση και προστασία των υγροτόπων και των αποδημητικών πτηνών σε παγκόσμιο επίπεδο. Τον ίδιο μεικτό χαρακτήρα, της διεθνούς συνδιασκέψεως που καλείται να λάβει αποφάσεις αφενός και του διεθνούς βήματος στο οποίο αναπτύσσεται γόνιμος διάλογος αφ΄ετέρου, διατηρούν έκτοτε σταθερά όλες οι σύνοδοι της Διασκέψεως των κρατών-μερών της σύμβασης[15].

Σύμφωνα με τη σύμβαση, το θεμελιώδες χαρακτηριστικό ενός υγροτόπου είναι το υγρό στοιχείο, δηλ. το νερό που καλύπτει πρόσκαιρα ή μόνιμα μία έκταση, αδιακρίτως πηγής προέλευσης και ιδιοτήτων του, που μπορεί να είναι ακόμη και θαλάσσιο μικρού βάθους (ή ακόμη και θαλάσσιο μεγάλου βάθους, αρκεί να συνορεύει με υγρότοπο, νησί, λιμνοθάλασσα… και επιπροσθέτως να έχει υγροτοπική αξία, π.χ. κοραλλιογενείς ύφαλοι). Ο ορισμός των υγροτόπων που υιοθετείται από τη σύμβαση θεωρείται, πάντως, από τμήμα της επιστήμης ότι περιέχει περισσότερο πολιτικά παρά επιστημονικά χαρακτηριστικά, διότι επιχειρεί για λόγους σκοπιμότητας, που συνίστανται στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη διεύρυνση της έννοιας των υγροτόπων, να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία για το παγκόσμιο υγροτοπικό σύστημα. Η στόχευση αυτή γίνεται γενικώς αποδεκτή[16].

Από το προοίμιο της σύμβασης, σε συνδυασμό με τον τίτλο και το υπόλοιπο κείμενό της, προκύπτουν δύο βασικοί σκοποί: ο πρώτος, που μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν άμεσος και στενότερος, αφορά στην αναγκαιότητα εξειδικευμένης και κατά προτεραιότητα προστασίας των υγροτόπων (αναχαίτιση συνεχούς καταπάτησης-απώλειας των υγροτοπικών συστημάτων), ενώ ο δεύτερος, που είναι έμμεσος και ευρύτερος, επιδιώκει τη συνολικότερη προστασία των υγροτόπων, σε συνδυασμό με τα υδρόβια πτηνά αλλά και με την υπόλοιπη χλωρίδα και πανίδα (εξασφάλιση διατήρησης των υγροτοπικών συστημάτων, λόγω της σημασίας που έχουν για τις οικολογικές διεργασίες, καθώς και για την πλούσια χλωρίδα και πανίδα τους)[17].

Όσον αφορά στον άμεσο σκοπό, αυτός δεν εξαντλείται στη διαρκή προστασία των υγροτόπων από κινδύνους οριστικής απώλειας (προοδευτική καταπάτηση, αλλαγή χρήσης). Περαιτέρω αναφέρονται ενδεικτικά και επιπλέον απειλές (ρύπανση, μόλυνση, υποβάθμιση) που με ορισμένες ρυθμίσεις επιδιώκεται η εξουδετέρωση ή ο μετριασμός των αρνητικών τους συνεπειών για τους υγροτόπους. Από την άλλη πλευρά, ο ευρύτερος και έμμεσος σκοπός της σύμβασης Ραμσάρ προκύπτει από τις διεργασίες της μακρόχρονης προετοιμασίας της, αλλά κυρίως από το ίδιο το κείμενο (προοίμιο) και συνίσταται στη συνολική προστασία των υγροτόπων, με επίκεντρο τα υδρόβια πτηνά και ειδικότερα τα αποδημητικά, αλλά και στη διατήρηση της υπόλοιπης χλωρίδας και πανίδας των οικοσυστημάτων αυτών[18].

Α2. ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Το ουσιαστικό διεθνές καθεστώς προστασίας της σύμβασης Ραμσάρ στηρίζεται στην ιδέα της δημιουργίας ενός Καταλόγου Υγροτόπων Διεθνούς Ενδιαφέροντος (στο εξής: ΚΥΔΕ), του οποίου τον πυρήνα αποτελούν οι (υποχρεωτικά εγγραφόμενοι) υγρότοποι των κρατών που καθίστανται συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της σύμβασης υπάρχει υποχρέωση αμέσως μόλις κάποιο κράτος αποκτήσει την ιδιότητα του συμβαλλόμενου μέρους, να υποδείξει έναν τουλάχιστον υγρότοπό του και μελλοντικά να υποδείξει όσους εμπίπτουν στα κριτήρια που θέτει η σύμβαση, ώστε να περιληφθούν στον ΚΥΔΕ[19]. Η σύμβαση Ραμσάρ καθιερώνει έξι κριτήρια, με βάση τα οποία πρέπει να γίνεται η επιλογή των υγροτόπων που θα χαρακτηρισθούν «διεθνούς ενδιαφέροντος» και θα περιληφθούν ως εκ τούτου στον ΚΥΔΕ. Κοινό γνώρισμα όλων των κριτηρίων χαρακτηρισμού των υγροτόπων είναι ο σημαντικός (“important”) για ορισμένη ευρύτερη περιοχή χαρακτήρας τους από πλευράς οικολογικής, βοτανικής, ζωολογικής, λιμνολογικής ή υδρολογικής[20].

Η πρώτη τακτική σύνοδος της Διασκέψεως των συμβαλλομένων μερών (Κάλιαρι, 1980) επαναπροσδιόρισε τα κριτήρια επιλογής των υγροτόπων διεθνούς ενδιαφέροντος. Ειδικότερα, τα κριτήρια διαιρέθηκαν σε τρεις κατηγορίες: α) κριτήρια για τον χαρακτηρισμό των υγροτόπων ως διεθνούς ενδιαφέροντος ειδικά για τα υδρόβια πτηνά, β) κριτήρια για τον χαρακτηρισμό των υγροτόπων ως διεθνούς ενδιαφέροντος ειδικά για τα φυτά και τα ζώα, και γ) κριτήρια για το χαρακτηρισμό των υγροτόπων ως διεθνούς ενδιαφέροντος λόγω του μοναδικού και αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα τους.

Ο τελευταίος επαναπροσδιορισμός των κριτηρίων έλαβε χώρα κατά την 7η Διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών (Κόστα Ρίκα, 1999). Τα κριτήρια (τα οποία έχουν τη μορφή Συστάσεων, μη υποχρεωτικού χαρακτήρα) είναι πλέον οκτώ και εμπεριέχονται σε δύο κατηγορίες (κατηγορία περιοχών που περιέχουν αντιπροσωπευτικούς, σπάνιους ή μοναδικούς τύπους υγροτόπων και κατηγορία περιοχών διεθνούς σπουδαιότητας για τη διατήρηση της βιολογικής ποικιλομορφίας[21].

Τα συμβαλλόμενα μέρη διατηρούν το δικαίωμα αφενός να προσθέτουν στον ΚΥΔΕ και άλλους υγροτόπους που βρίσκονται στην επικράτειά τους (σύμφωνα με τα οριζόμενα, στη σύμβαση Ραμσάρ, κριτήρια) και αφετέρου να διευρύνουν τα όρια των υγροτόπων τους που είναι ήδη καταχωρημένοι στον ΚΥΔΕ, δίχως αυτή η καταχώρηση να συνεπάγεται περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας στην επιφάνεια του υγροτόπου. Υφίσταται εν προκειμένω διακριτική ευχέρεια των κρατών μερών για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, δίχως να απαιτείται καμία αιτιολόγηση της σχετικής απόφασης[22].

Προς την αντίθετη κατεύθυνση κινείται το δικαίωμα που αναγνωρίζεται στα κράτη μέρη, όταν για λόγους επείγοντος εθνικού συμφέροντος (“urgent national interest”) μπορούν να προβούν σε διαγραφή ή περιορισμό των ορίων ενός υγροτόπου του ΚΥΔΕ. Στην περίπτωση αυτή τα κράτη μέρη οφείλουν να μεριμνήσουν για την αποκατάσταση της υγροτοπικής απώλειας (“…it could as far as possible compensate any loss of wet land resources”), ενημερώνοντας ταυτόχρονα το Μόνιμο Γραφείο της σύμβασης. Η έννοια της διατάξεως αυτής είναι ότι εάν ένα κράτος μέρος, επικαλούμενο επείγοντες λόγους εθνικού συμφέροντος, προβαίνει στη διαγραφή υγροτόπου καταχωρημένου στον ΚΥΔΕ, οφείλει σε αντιστάθμισμα να δημιουργήσει άλλο υγρότοπο απολύτως ισοδύναμο με τον βλαβέντα, δηλ. υγρότοπο ίσης γεωγραφικής εκτάσεως, στην ίδια ή σε άλλη περιοχή (“… of an adequate portion of the original habitat”), ο οποίος θα μπορεί πρακτικά αφενός να εξασφαλίζει τις ίδιες με εκείνον συνθήκες σε ίσο πληθυσμό υδροβίων πτηνών και αφετέρου να εξασφαλίζει μακροπρόθεσμα την πλήρη ανανέωση και προστασία του οικοσυστήματός του, δηλ. την αειφορία του[23].

Σκοπός επομένως της αποκατάστασης είναι η εξασφάλιση αδιατάρακτου του αυτού επιπέδου προστασίας του υγροτοπικού συστήματος, ώστε να εξασφαλίζεται πρακτικά η ακώλυτη συνέχιση του κύκλου εξέλιξης των βιολογικών εργασιών που συντελούνται σε αυτό. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζεται η πραγματικότητα ότι η ανάγκη διαγραφής-περιορισμού των ορίων των υγροτοπικών συστημάτων εμφανίζεται κυρίως στις φτωχότερες και πιο πυκνοκατοικημένες χώρες του πλανήτη, που για λόγους πληθυσμιακής εκρήξεως έχουν ανάγκη συνεχούς επεκτάσεως των καλλιεργειών, της κτηνοτροφίας, της βιομηχανικής εκμετάλλευσης κ.λπ. Ο «κίνδυνος» μπορεί να προέλθει από την αναγωγή της ικανοποιήσεως της επισιτιστικής ανάγκης του πληθυσμού, σε «επείγοντα λόγο εθνικού συμφέροντος», κάτι το οποίο είναι δύσκολο να αντικρουστεί[24].

Πάντως από νομικής πλευράς, η διάταξη περί αποκαταστάσεως είναι μόνο ηθικής φύσης (soft law), περιέχουσα απλώς τη διατύπωση ευχής προς τα συμβαλλόμενα μέρη. Εμπερικλείει δηλ. ένα είδος γενικής αρχής (δεοντολογικού περιεχομένου) που συνιστά υπόδειξη ενεργειών προς τα συμβαλλόμενα μέρη, μη δυνάμενη να δημιουργήσει νομική δέσμευση. Επομένως, από την άποψη αυτή, η εν λόγω διάταξη δεν προσφέρει την εγγύηση ότι η υγροτοπική αποκατάσταση θα λάβει πράγματι χώρα[25].

Μέχρι σήμερα, πάντως, κανένας υγρότοπος διεθνούς σημασίας δεν έχει διαγραφεί από τον ΚΥΔΕ, ενώ περιορισμός ορίων έχει γίνει στη Γερμανία, την Ιταλία, το Ιράν, τη Νορβηγία, το Πακιστάν κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της αποκατάστασης συνιστά ένα μεγάλο πρακτικό πρόβλημα. Υπό την έννοια αυτή, ακόμη και όταν επιδιώκεται μεθοδικά και ειλικρινά, δεν μπορεί να εγγυηθεί την αειφορία-βιωσιμότητα του υγροτοπικού συστήματος, διότι σπανίως οδηγεί σε πλήρη άρση της οικολογικής ζημίας που προκαλείται με την αρνητική υγροτοπική μεταβολή. Αυτό οφείλεται κυρίως σε λόγους που ανάγονται στην ίδια τη φύση[26].

Στον ΚΥΔΕ έχουν μέχρι τώρα εγγραφεί 1.236 περιοχές υγροτόπων με συνολική επιφάνεια 106 εκατ. εκτάρια. Στον κατάλογο αυτό η Ελλάδα έχει καταχωρήσει 11 υγροτόπους: το Δέλτα του Έβρου, τη λίμνη Ισμαρίδα με τους παρακείμενους υγροτόπους (λιμνοθάλασσες Ροδόπης), τη λίμνη Βιστωνίδα με την παρακείμενη θάλασσα του Πόρτο Λάγος, το Δέλτα του Νέστου, την τεχνητή λίμνη Κερκίνης, τις λίμνες Βόλβη και Κορώνεια, το Δέλτα των ποταμών Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα και την Αλυκή Κίτρους Πιερίας, τη Λίμνη Μικρή Πρέσπα, τον Αμβρακικό Κόλπο, τη Λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και τη Λιμνοθάλασσα Κοτύχι και το παρακείμενο αισθητικό δάσος της Στροφιλιάς. Ο αριθμός των Ελληνικών υγροτόπων από το 1995 έχει περιορισθεί σε 10, ύστερα από τη δήλωση της Ελληνικής κυβέρνησης προς το Μόνιμο Γραφείο της σύμβασης Ραμσάρ, με την οποία θεωρεί ως ένα ενιαίο υγρότοπο αφενός τον υγρότοπο της λίμνης Ισμαρίδας με τους παρακείμενους υγροτόπους της και αφετέρου τη λίμνη Βιστωνίδα με τη λιμνοθάλασσα του Πόρτο Λάγος[27].

Από το 1990 υφίσταται και δεύτερος Κατάλογος. Συγκεκριμένα, η τέταρτη Συνδιάσκεψη των μερών (Μοντρέ, 1990) κατάρτισε τον «Κατάλογο του Μοντρέ» (“The Montreux Record”), ο οποίος τηρείται με την επιμέλεια του Μόνιμου Γραφείου της σύμβασης, σε συνεργασία με τις ενδιαφερόμενες χώρες μέρη της σύμβασης. Στον Κατάλογο αυτό καταχωρούνται οι υγρότοποι διεθνούς ενδιαφέροντος, οι οποίοι έχουν υποστεί (ή κινδυνεύουν να υποστούν) δυσμενή μεταβολή των οικολογικών τους χαρακτηριστικών. Η καταχώρηση τυχόν υγροτόπου στον παραπάνω Κατάλογο οφείλει να περιέχει και λεπτομερειακή παράθεση των συγκεκριμένων υποχρεώσεων στις οποίες δεν ανταποκρίνεται η χώρα μέλος για την οποία πρόκειται.

Με τον τρόπο αυτό, η καταχώρηση ενός υγροτόπου στον Κατάλογο του Μοντρέ έχει το χαρακτήρα της έντονης υπόδειξης προς τις ενδιαφερόμενες χώρες να προβούν στη λήψη συγκεκριμένων μέτρων, αλλά και έμμεσης διεθνούς καταγγελίας εις βάρος τους για τη μη εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση Ραμσάρ. Αξίζει να σημειωθεί ότι όσον αφορά στην Ελλάδα, εκτός από τρεις υγροτόπους (Δέλτα Έβρου, Λίμνη Κερκίνης και Λίμνη Μικρής Πρέσπας), οι οποίοι από το 1998 έχουν εξέλθει από τον Κατάλογο του Μοντρέ, όλοι οι υπόλοιποι (καταγεγραμμένοι στον ΚΥΔΕ) υγρότοποι είναι καταχωρημένοι στον παραπάνω Κατάλογο[28], [29].

Ανάμεσα στις βασικές υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών συγκαταλέγονται και αυτές που αφορούν στην υποχρέωση κάθε κράτους-μέρους να περιγράψει τα όρια κάθε υγροτόπου κατά τρόπο σαφή πάνω σε χάρτη, να καταρτίσει και να εφαρμόσει εθνικό σχέδιο διαχείρισης κατά τρόπο που να ευνοεί τη συντήρηση και την ορθολογική διαχείριση των διεθνούς ενδιαφέροντος υγροτόπων του που περιλαμβάνονται στονΚΥΔΕ, να δημιουργήσει περιοχές ειδικής προστασίας εντός των υγροτόπων του (αδιακρίτως αν πρόκειται για υγροτόπους του ΚΥΔΕ ή για τους λοιπούς υγροτόπους) και να λάβει μέτρα μέριμνας και φρουρήσεώς τους[30].

Η εύνοια πάντως που παρέχει η σύμβαση Ραμσάρ στους υγροτόπους διεθνούς ενδιαφέροντος έχει την έννοια ότι η προστασία αυτών προηγείται, χωρίς ωστόσο να παραμελείται η προστασία και ορθολογική διαχείριση των υπολοίπων. Είναι όμως γεγονός πως η μειωμένη (αλλά σε καμιά περίπτωση αμελητέα) προστασία που παρέχει η σύμβαση στους εκτός ΚΥΔΕ υγροτόπους έχει αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα κράτη μέρη. Η προτεραιότητά της για την προστασία των σημαντικών υγροτόπων αφήνει ένα ευρύ πεδίο δυνατοτήτων για παντός είδους και σοβαρής μορφής παρεμβάσεις και προσβολές, με αντικείμενο υγροτόπους δευτερεύουσας ή μικρής σημασίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις στοιχειοθετείται παράβαση των διατάξεων της σύμβασης, δύσκολα όμως ελέγξιμη όχι μόνο από τα όργανα της σύμβασης αλλά και από τα κράτη που βαρύνονται με τις παραβιάσεις αυτές[31].

Περαιτέρω, τα κράτη μέρη οφείλουν να μεριμνούν για την αύξηση των πληθυσμών των υδρόβιων πτηνών στους υγροτόπους, με την άσκηση κατάλληλης διαχείρισης[32].Στο κείμενο της σύμβασης δεν περιγράφονται όμως μέτρα προστασίας. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι η εξέλιξη των πληθυσμιακών μεγεθών εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες για κάθε είδος υδρόβιων πτηνών. Επιπλέον, είναι εξαιρετικά δύσκολη (αν όχι αδύνατη) η όποια επίδραση στους πληθυσμούς των πτηνών, γιατί οι παράγοντες που προσδιορίζουν τα πληθυσμιακά μεγέθη είναι σύνθετοι και πολλές φορές εκτείνονται πέραν των εδαφικών ορίων ενός κράτους[33].

Επίσης, η σύμβαση καθιερώνει την υποβολή «Αναφορών» (Reports) ως υποχρέωση των συμβαλλόμενων κρατών, οι οποίες έχουν ως περιεχόμενο θετικές και αρνητικές αλλαγές στους υγροτόπους του ΚΥΔΕ και σκοπεύουν στην ενημέρωση και πληροφόρηση των οργάνων της σύμβασης και των συμβαλλόμενων μερών, κυρίως όμως αποβλέπουν στη δημοσιοποίηση των αρνητικών (δυσμενών) αλλαγών.Οι παραπάνω Αναφορές (οι οποίες προϋποθέτουν, σύμφωνα με τη σύμβαση, την ύπαρξη εσωτερικής υποδομής σε κάθε κράτος, ικανής να παρακολουθεί επιστημονικά, να καταγράφει και να διαβιβάζει τις οικολογικές μεταβολές στον αρμόδιο κυβερνητικό φορέα) συντελούν στην ουσιαστική ενημέρωση, λειτουργούν όμως παράλληλα και ως κίνητρα για συμμόρφωση των κρατών μερών σε θετική συμβατική συμπεριφορά[34].

Ειδικότερα, στην περίπτωση θετικών μεταβολών στους υγροτόπους του ΚΥΔΕ (προσθήκη νέων υγροτόπων, επέκταση ορίων υφιστάμενων κ.λπ.), η σχετική δημοσιοποίηση συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας ελκυστικής διεθνούς εικόνας για το συμβαλλόμενο κράτος σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα. Αντίθετα, η δημοσιοποίηση αρνητικών μεταβολών (διαγραφή υγροτόπου, περιορισμός ορίων κ.λπ.) εγκυμονεί «κινδύνους» κριτικής και αντιπαράθεσης στο πλαίσιο λειτουργίας της σύμβασης[35]. Πάντως ο θεσμός των Αναφορών, αν και χρήσιμος, δεν θα μπορούσε τελικά να υποκαταστήσει την αναγκαιότητα θεσμοθέτησης περιοδικών υποχρεωτικών Αναφορών με ακριβές περιεχόμενο. Η έλλειψη αυτή καλύφθηκε από τη Συνδιάσκεψη του Κρόνιγκεν (1984) με σχετική Σύσταση[36].

Η επιστημονική έρευνα δεν θα μπορούσε να μην αποτελεί αντικείμενο και επιδίωξη της σύμβασης Ραμσάρ. Επειδή η ερευνητική δραστηριότητα σχετικά με τα υγροτοπικά συστήματα καθίσταται άμεση και επιτακτική ενόψει της αποτελεσματικής τους προστασίας, τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν να ενθαρρύνουν την επιστημονική έρευνα και την ανταλλαγή στοιχείων και δημοσιευμάτων σχετικά με τους υγροτόπους, τη χλωρίδα και την πανίδα τους[37].

Η σύμβαση προβλέπει επίσης τη συνεργασία των συμβαλλομένων μερών. Αυτά οφείλουν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες και απόψεις σχετικά με το βαθμό εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τη σύμβαση, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για διασυνοριακούς υγροτόπους (“shared resources”), δηλ. υγροτόπους που εκτείνονται στην επικράτεια δύο ή περισσοτέρων κρατών μερών[38]. Οι συμβαλλόμενοι, οφείλουν συγχρόνως, να μεριμνούν για το συντονισμό και την ενεργή υποστήριξη της παρούσας και της μελλοντικής πολιτικής και νομοθεσίας τους σχετικά με τη διατήρηση των υγροτόπων.

Η υποχρέωση, πάντως, συντήρησης των υγροτόπων δεν εξαντλείται μόνο στη λήψη θετικών μέτρων (νομοθετικών-διοικητικών), τα οποία αφορούν τη διατήρηση-πρόληψη-αποκατάσταση. Η υποχρέωση αυτή συνίσταται και στην απαγόρευση κάθε βλαπτικής ενέργειας που θα μπορούσε να οδηγήσει στην υποβάθμιση ή καταστροφή τους. Είναι αξιοσημείωτο, ότι στη σύμβαση Ραμσάρ δεν υπάρχει ειδική (ρητή) διάταξη προστασίας που να έχει αρνητικό χαρακτήρα. Δεν υφίσταται δηλ. ρητή επιβολή απαγορεύσεως υγροτοπικών επεμβάσεων[39]. Η ύπαρξη, όμως, υποχρεώσεων αρνητικού χαρακτήρα εξυπακούεται, δεδομένου ότι τα κράτη μέρη υπέχουν υποχρέωση αποχής από οποιαδήποτε ενέργεια που από τη φύση της θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποβάθμιση και πολύ περισσότερο σε καταστροφή του υγροτοπικού πλούτου. Οι απορρέουσες, μάλιστα, από τη σύμβαση απαγορεύσεις δυσμενούς υγροτοπικής επέμβασης, παρά το γεγονός ότι δεν ορίζονται ειδικώς, πρέπει να θεωρούνται κανόνες hard law, διότι έχουν τη δυνατότητα αυτοτελούς και άμεσης εφαρμογής, η οποία δεν εξαρτάται από την έκδοση πράξεων εσωτερικού δικαίου[40].

Σύμφωνα με τη σύμβαση, αναγκαίο μέσο για την επίτευξη της προστασίας των υδρόβιων πτηνών αποτελεί η ορθολογική χρήση (wise use)των υγροτόπων, στους οποίους ζουν και από τους οποίους εξαρτώνται τα πτηνά αυτά. Η ορθολογική χρήση (χωρίς διάκριση ανάμεσα σε υγροτόπους που είναι καταχωρημένοι ή όχι στον ΚΥΔΕ) είναι βασικός άξονας των επιμέρους πολιτικών προστασίας τους από τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης Ραμσάρ[41]. Στο κείμενο όμως της σύμβασης δεν περιέχεται περαιτέρω εξειδίκευση, ενώ οι πρώτες σχετικές προσπάθειες που έγιναν στις Συνδιασκέψεις του Κάλιαρι (1980) και του Κρόνινγκεν (1984) δεν έδωσαν ικανοποιητική λύση στο θέμα αυτό[42]. Το πρόβλημα επιχείρησε να επιλύσει η Συνδιάσκεψη της Ρεγκίνας (1987) με τη Σύσταση 3.3. Σύμφωνα με την παραπάνω Σύσταση, ο όρος ορθολογική χρήση περιλαμβάνει την «θεσμικά εξασφαλισμένη και επιστημονικά διαρθρωμένη διαχείριση των υγροτόπων, η οποία εξασφαλίζει τη διαρκή και σταθερά επωφελή για την ανθρωπότητα χρήση τους και συγχρόνως διατηρεί τα φυσικά και βιολογικά συστατικά τους στη στατική και δυναμική τους μορφή». Η ορθολογική χρήση αναφέρεται δηλ. στην οικονομική εκμετάλλευση, με παράλληλη προστασία των φυσικών χαρακτηριστικών του χώρου από κάθε καταστροφή, αλλοίωση ή υποβάθμιση[43].

Αναλυτικότερα, ορθολογική χρήση σημαίνει αποδοτική εκμετάλλευση των υγροτοπικών πόρων προς όφελος του ανθρώπου, κατά τρόπο συμβατό με τη διατήρηση των φυσικών ιδιοτήτων του οικοσυστήματος, αλλά και χρήση των υγροτόπων από τον άνθρωπο κατά τέτοιο τρόπο που να αποφέρει σταθερά τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη στις σημερινές γενιές, διατηρώντας παράλληλα το δυναμικό των πόρων για τη κάλυψη των αναγκών και των επιδιώξεων των μελλοντικών γενεών (sustainable utilization). Έτσι, τα κράτη μέρη καλούνται αφενός να πάρουν συγκεκριμένα μέτρα προστασίας των υγροτόπων από κάθε προσβολή που επιφέρει καταστροφή ή υποβάθμιση και αφετέρου να ενσωματώσουν την απαίτηση για ορθολογική χρήση των υγροτοπικών πόρων στη γενικότερη χωροταξική και αναπτυξιακή τους πολιτική[44].

Το 1990, στην Διάσκεψη του Μοντρέ υιοθετήθηκαν οδηγίες για την εφαρμογή της έννοιας της ορθολογικής χρήσης. Αυτές απαιτούν την καθιέρωση των εθνικών πολιτικών για τους υγροτόπους, καλύπτοντας όλα τα σχετικά προβλήματα και τις δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των θεσμικών και οργανωτικών ρυθμίσεων, καθώς και των νομοθετικών και κυβερνητικών πολιτικών. Η έννοια της ορθολογικής χρήσης εμφανίζεται όμως και μεταγενέστερα, υπό μορφή δήλωσης για την αποστολή που καλείται να εκπληρώσει η συνθήκη Ραμσάρ, στο πλαίσιο του Στρατηγικού Σχεδίου που υιοθετήθηκε κατά την 6η Συνδιάσκεψη των Μερών στο Μπισμπαίην της Αυστραλίας (Μάρτιος 1996)[45], [46].

Συγκεκριμένα, ως αποστολή της σύμβασης τίθεται «η προστασία και η ορθολογική χρήση των υγροτόπων μέσω εθνικής δράσης και διεθνούς συνεργασίας, ως μέσο για την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης στον κόσμο»[47]. Περαιτέρω, η 8η Διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών (Ισπανία, Νοέμβριος 2002) αναγνώρισε ως αποστολή της συνθήκης Ραμσάρ «τη συντήρηση και ορθολογική χρήση όλων των υγροτόπων μέσω των τοπικών, περιφερειακών και εθνικών ενεργειών και της διεθνούς συνεργασίας, ως συμβολή προς την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης σε όλο τον κόσμο»[48].

Η 8η Διάσκεψη υιοθέτησε (ως συνέχεια του προηγούμενου) το Στρατηγικό Σχέδιο 2003-2008. Το δεύτερο αυτό Σχέδιο αναγνωρίζει την υιοθέτηση, από τη συνθήκη, μιας ευρύτερης προσέγγισης σχετικά με τη συντήρηση των υγροτόπων και τη βιώσιμη χρήση, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της παγκόσμιας Συνόδου Κορυφής του 2002 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (Γιοχάνεσμπουργκ). Ανάμεσα στους γενικούς στόχους του ξεχωρίζουν ιδιαίτερα αυτοί που αφορούν στην ορθολογική χρήση των υγροτόπων, στην προώθηση της διεθνούς συνεργασίας, καθώς και στην παγκοσμιότητα της εφαρμογής της σύμβασης[49].

Σήμερα η συνθήκη καθορίζει την ορθολογική χρήση των υγροτόπων ως τη «βιώσιμη χρησιμοποίησή τους προς όφελος του ανθρώπινου είδους με έναν τρόπο συμβατό με τη συντήρηση των φυσικών ιδιοτήτων του οικοσυστήματος» και τη βιώσιμη χρησιμοποίηση ως «την ανθρώπινη χρήση ενός υγροτόπου, έτσι ώστε να μπορεί να παράγει το μέγιστο συνεχές όφελος για τις ανάγκες της παρούσας γενιάς, διατηρώντας όμως τη δυνατότητά του να ικανοποιήσει τις ανάγκες και τις φιλοδοξίες των μελλοντικών γενεών»[50].

Το 1993, στη Διάσκεψη του Kushiro, τα κράτη μέρη της σύμβασης Ραμσάρ δρομολόγησαν τη συνεργασία της με τη σύμβαση για την προστασία της Βιοποικιλότητας[51], ενώ η 6η Διάσκεψη Ραμσάρ στο Μπισμπαίην (1996) αποφάσισε τη συνεργασία των δύο συνθηκών[52]. Περαιτέρω, η συνεργασία των δύο συμβάσεων συνεχίστηκε με την υιοθέτηση ενός Κοινού Σχεδίου Εργασίας, που κάλυπτε το διάστημα 1998-1999[53].Με τη λήξη του Κοινού Σχεδίου Εργασίας, συμφωνήθηκε ένα νέο, για την περίοδο 2000-2001[54], ενώ ένα τρίτο Κοινό Σχέδιο Εργασίαςεπικυρώθηκε από την 6η Διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης για τη βιολογική ποικιλομορφία (Απρίλιος 2002, Χάγη) και από την 8η Διάσκεψη των συμβαλλομένων μερών της σύμβασης Ραμσάρ (Νοέμβριος 2002).

Το τρίτο αυτό Κοινό Σχέδιο καλύπτει την περίοδο 2002-2006 και θα εφαρμοστεί κυρίως μέσω των θεσμικών διασυνδέσεων μεταξύ των δύο συμβάσεων, που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του υπομνήματος συνεργασίας του 1996: της συνεργασίας δηλ. μεταξύ του Μόνιμου Γραφείου της Συνθήκης Ραμσάρ και της Γραμματείας της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλομορφία[55]. Η πιο σημαντική πάντως πρωτοβουλία του εν λόγω Σχεδίου το οποίο συμπεριλαμβάνει τις προτεινόμενες ενέργειες εφαρμογής του Στρατηγικού Σχεδίου 2003-2008 που υιοθέτησε η 8η Διάσκεψη Ραμσάρ αφορά στην προώθηση και υποστήριξη της ορθολογικής διαχείρισης των υγροτόπων, των βιολογικών λεκανών ποικιλομορφίας και των ποταμών παγκοσμίως[56].

Από το Φεβρουάριο του 1997 υφίσταται εξάλλου συνεργασία μεταξύ της σύμβασης Ραμσάρ και της σύμβασης της Βόννης. Το σχετικό μνημόνιο συνεργασίας αφορά την κοινή δράση στη συλλογή και ανταλλαγή στοιχείων μεταξύ των δύο συμβάσεων, την προσπάθεια καθιέρωσης και εφαρμογής νέων συμφωνιών σχετικά με τα αποδημητικά είδη και τον προσδιορισμό και την ορθολογική διαχείριση των οικοτόπων εκείνων στους οποίους υφίστανται απειλούμενα υπό εξαφάνιση είδη κ.λπ.[57]

Α3. O ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Το σημαντικότερο από άποψη αρμοδιοτήτων και ιεραρχικά ανώτατο όργανο της σύμβασης Ραμσάρ είναι η Διάσκεψη των Συμβαλλόμενων Μερών (“Conference of the Contracting Parties”), που έχει ως σκοπό την εξέταση και προώθηση της εφαρμογής των διατάξεων της σύμβασης (“… to review and promote the implementation…”). Οι σχετικές τακτικές συναντήσεις, οι οποίες έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα, πραγματοποιούνται σε διαστήματα όχι μεγαλύτερα από τρία έτη[58].

Στις αντιπροσωπείες των συμβαλλόμενων κρατών-μερών, οι οποίες λαμβάνουν μέρος στη Διάσκεψη, συμμετέχουν ειδικοί (“experts”), η ειδίκευση των οποίων κρίνεται με βάση την εμπειρία και τις γνώσεις που έχουν αποκτήσει με την εκτέλεση επιστημονικού ή διοικητικού ή άλλου συναφούς έργου σε θέματα υγροτόπων ή υδρόβιων πτηνών[59]. Η Διάσκεψη συνεδριάζει σε συνόδους, κατά τη διάρκεια των οποίων αποφασίζεται η λήψη σειράς μέτρων με τη μορφή άλλοτε Αποφάσεων (Resolutions) και άλλοτε Συστάσεων (Recommendations)[60].

Η ιδιαίτερη για τη σύμβαση σημασία του οργάνου αυτού έγκειται στη δημοσιότητα η οποία περιβάλλει τη λειτουργία του, αποτελώντας στην πράξη ένα ισχυρό διεθνές forum καταγγελίας σε βάρος όσων κρατών μερών δυστροπούν στη συμμόρφωσή τους προς τις ρυθμίσεις της σύμβασης και γενικά στο πνεύμα της παγκόσμιας συνεργασίας που αναπτύσσεται στο πλαίσιό του για την προστασία των υγροτόπων και των υδρόβιων πτηνών. Με δεδομένο, εξάλλου, το γεγονός ότι στη σύμβαση Ραμσάρ δεν υπάρχει δυνατότητα άμεσου εξαναγκασμού των κρατών μερών για την εφαρμογή των διατάξεών της, η καταγγελία ενώπιον της Διάσκεψης και η συνακόλουθη έκθεση του συγκεκριμένου κράτους στα μάτια της διεθνούς κοινότητας αποτελεί εκ των πραγμάτων το πιο αποτελεσματικό (διαθέσιμο) μέσο εξαναγκασμού προς συμμόρφωση των δυστροπούντων κρατών μερών. Κατά τα λοιπά, η συμμόρφωση αποτελεί θέμα ευαισθησίας του κάθε κράτους μέρους. Πρόκειται για την (υιοθετημένη από τη σύμβαση) μέθοδο της οικειοθελούς αυτοδέσμευσης των κρατών μερών, η οποία όμως πολλές φορές δεν στερείται αποτελεσματικότητας[61].

Τέλος, η σύμβαση Ραμσάρ θίγει το ζήτημα της διεθνούς ευθύνης των κρατών μερών (σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 6 της σύμβασης, τα κράτη μέρη οφείλουν…να λαμβάνουν υπόψη τις διεθνείς ευθύνες τους…). Απουσιάζει όμως ο προσδιορισμός του είδους και της εντάσεως των κυρώσεων, στις οποίες συνίστανται οι διεθνείς ευθύνες των παραβατών, όπως επίσης (απουσιάζει) και ο καθορισμός του αρμόδιου οργάνου που θα επιληφθεί σχετικά. Παρ΄ όλα αυτά, η αόριστη έστω αναφορά σε αυτές δεν στερείται παντελώς πρακτικών συνεπειών, διότι στο βαθμό που οι διεθνείς ευθύνες συνδυασθούν με τους «επείγοντες λόγους εθνικού συμφέροντος» (του άρθρου 2 παρ. 5 της σύμβασης) ως προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος των κρατών μερών να προβούν σε αρνητική μεταβολή του ΚΥΔΕ, μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω περιορισμό του περιεχομένου του εν λόγω δικαιώματος των κρατών μερών[62].

Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί πως αν και η πρόβλεψη του άρθρου 2 παρ. 6 αφορά ευθέως τα συμβαλλόμενα μέρη (σκοπεύοντας στην προαγωγή της υλοποίησης της σύμβασης), επιπλέον έχει ένα ευρύτερο κύκλο επιρροής και σε μη συμβαλλόμενα μέρη, χωρίς βέβαια να μπορεί να τεκμηριωθεί απόλυτα η εθιμική ισχύς της[63].

Α4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η σύμβαση Ραμσάρ αποτελεί σταθμό στη διεθνή οικολογική συνεργασία όχι μόνο λόγω της σπουδαιότητας των ρυθμίσεών της αλλά και γιατί συνιστά την πρώτη διεθνή σύμβαση με αποκλειστικό σκοπό την προστασία των υγροτόπων. Επιπλέον, είναι το πρώτο νομικό κείμενο παγκόσμιας σημασίας που αποσκοπεί στην προστασία ενός συγκεκριμένου τύπου οικοσυστήματος και θέτει ως στόχο τη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου προστασίας υγροτόπων, που είναι απαραίτητοι για την επιβίωση των πληθυσμών των υδρόβιων πτηνών[64].

Όμως η εν λόγω σύμβαση παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες. Η πραγματοποίηση του σκοπού της προϋποθέτει εγγραφή στον ΚΥΔΕ των σημαντικών για τη διατήρηση των υδρόβιων πτηνών υγροτόπων. Η σχετική διάταξη όμως δεν προσδιορίζει με σαφήνεια τι είναι υγρότοπος διεθνούς σημασίας και ποια είναι τα κριτήρια χαρακτηρισμού του ως τέτοιου. Επίσης το ποιος υγρότοπος εγγράφεται στον ΚΥΔΕ αποτελεί πρωτοβουλία και απόφαση αποκλειστικά του κράτους μέρους, με κίνδυνο να καταχωρούνται σ΄ αυτόν υγρότοποι αντικειμενικά υποδεέστεροι σε υγροτοπική αξία από άλλους, οι οποίοι έχουν μεγαλύτερη υγροτοπική αξία, αλλά (παρ΄όλα αυτά) δεν συμπεριλαμβάνονται στον ΚΥΔΕ[65].

Μία ακόμη αδυναμία της σύμβασης είναι η παράλειψή της να προσδιορίσει τις έννομες συνέπειες του χαρακτηρισμού ενός υγροτόπου ως «διεθνούς σημασίας», αναφορικά με την προστασία του. Αυτές φαίνονται περιορισμένες, διότι η σύμβαση δεν περιγράφει συγκεκριμένα μέτρα προστασίας (π.χ. για τον έλεγχο της ρύπανσης ή των αποξηράνσεων), ούτε προβλέπει συγκεκριμένα τις απαραίτητες κοινές ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβούν τα κράτη μέρη για την υγροτοπική προστασία, με αποτέλεσμα η πρακτική υιοθέτηση της αρχής της ορθολογικής χρήσης να είναι διαφορετική σε κάθε χώρα[66].

Τέλος, οι ρυθμίσεις της σύμβασης έχουν μειωμένη κανονιστική δύναμη, αποτελώντας διατάξεις soft law (εκφράζοντας ευχές και υποδείξεις προς τα συμβαλλόμενα κράτη, ώστε τα τελευταία να ασκήσουν πολιτικές υπέρ των υδρόβιων πτηνών και των υγροτόπων), στερούμενες των εγγυήσεων για το νομικό-δικαστικό έλεγχο της εφαρμογής τους. Ως εκ τούτου, η άμεση εφαρμογή τους στην εσωτερική έννομη τάξη αποκλείεται ή πάντως είναι δυσχερής, εφόσον εξαρτάται από πρόσθετες ρυθμίσεις, η θέσπιση των οποίων ανήκει στην αρμοδιότητα (και διακριτική ευχέρεια) του εθνικού νομοθέτη[67]. Ωστόσο, δεν θεωρείται σπάνια η περίπτωση που στο διεθνές δίκαιο και ειδικότερα στο διεθνές δίκαιο του περιβάλλοντος κείμενα με χαρακτήρα soft law έχουν πρακτικά αποδώσει περισσότερους καρπούς από αντίστοιχα κείμενα με υποχρεωτικό χαρακτήρα[68].

Β. Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ ΤΩΝ ΑΓΡΙΩΝ ΖΩΩΝ

Η Σύμβαση για τη Διατήρηση των Αποδημητικών Ειδών των Άγριων Ζώων υιοθετήθηκε (στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης κρατών στη Βόννη) στις 23-6-1979[69], [70]. Η υιοθέτηση της εν λόγω σύμβασης, η οποία είναι γνωστή ως σύμβαση της Βόννης, συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τον ίδιο κύκλο (οργανισμοί, κράτη και φυσικά πρόσωπα) που υιοθέτησε τη σύμβαση Ραμσάρ, ενώ παράλληλα το προστατευτικό της καθεστώς αποτελεί χρήσιμο συμπλήρωμα της σύμβασης Ραμσάρ σε επίπεδο προστασίας της υδρόβιας αποδημητικής πτηνοπανίδας[71].

Σκοπός της σύμβασης είναι να εξασφαλίσει, για τις παρούσες και τις μέλλουσες γενιές, την άγρια αποδημητική πανίδα του πλανήτη και τις αξίες που περικλείει από την αύξουσα υποβάθμιση, με την προαγωγή της συντονισμένης διεθνούς συνεργασίας των χωρών, τα όρια των οποίων η πανίδα αυτή διασχίζει στις ετήσιες αποδημίες της. Ο σκοπός αυτός απορρέει από τη λογική πως για να υπάρξει αποτελεσματική προστασία της μεταναστευτικής άγριας πανίδας πρέπει να υπάρξει συντονισμένη δράση και συνεργασία όλων των κρατών, στα οποία αυτά τα είδη περνούν μέρος του κύκλου της ζωής τους. Το καθεστώς προστασίας που θεσπίζει βασίζεται στη γενική παραδοχή πως η άγρια πανίδα αποτελεί κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας, ενώ τα αποδημητικά είδη αποτελούν κοινό φυσικό πόρο, από τον οποίο μπορούν να εξαχθούν αξίες αλλά συγχρόνως γεννώνται και υποχρεώσεις προστασίας και ορθολογικής διαχείρισης[72].

Για την επίτευξη του σκοπού της, η σύμβαση της Βόννης χρησιμοποιεί μια πρωτότυπη για το Διεθνές Δίκαιο της Άγριας Ζωής τεχνική, με ενδιαφέρουσες πρακτικές συνέπειες. Συγκεκριμένα, η σύμβαση λειτουργεί σε δύο επίπεδα ως προς τα συμβαλλόμενα μέρη, μέσω της καθιέρωσης δύο Παραρτημάτων: για τα απειλούμενα είδη του πρώτου Παραρτήματος έχει άμεση ισχύ, ενώ για τα αποδημητικά είδη του δεύτερου Παραρτήματος που παρουσιάζουν συγκριτικά καλύτερη κατάσταση διατηρήσεως αποτελεί σύμβαση-πλαίσιο για την περαιτέρω σύναψη εξειδικευμένων συμφωνιών προστασίας από τα συμβαλλόμενα κράτη[73].

Το πρώτο Παράρτημα απαρτίζεται από απειλούμενα αποδημητικά είδη, ενώ γενικά για την εγγραφή σχετικού είδους απαιτείται η απόδειξη «βάσει των κατά το δυνατόν πληρέστερων επιστημονικών στοιχείων, ότι το είδος απειλείται». Ωστόσο, η εγγραφή ενός είδους ως απειλούμενου δεν είναι μόνιμου χαρακτήρα, αλλά η Συνδιάσκεψη των Μερών (βλ. παρακάτω) έχει τη δυνατότητα να απαλείψει συγκεκριμένο είδος από το πρώτο Παράρτημα, εάν διαπιστωθεί ότι συντρέχουν δύο λόγοι: α) ότι με βάση τα κατά το δυνατόν πληρέστερα επιστημονικά στοιχεία αποδεικνύεται πως το συγκεκριμένο είδος δεν είναι πλέον απειλούμενο, και β) ότι η προηγούμενη διαγραφή από το πρώτο Παράρτημα (και συνεπώς η περαιτέρω μειωμένη προστασία) δεν εγκυμονεί κινδύνους για το είδος αυτό[74], [75].

Το καθεστώς προστασίας των ειδών αυτών περιέχει υποχρεώσεις θετικού χαρακτήρα, αποχής από αρνητικές παρεμβάσεις, ενώ συγχρόνως καθιερώνει και κάποιες εξαιρέσεις. Ειδικότερα, υπάρχει σαφής υποχρέωση διατήρησης των οικοτόπων, ενώ περαιτέρω επιβάλλεται («όπου αυτό είναι εφικτό ή σκόπιμο») η ανάληψη θετικών μέτρων αποκατάστασης (π.χ. απορρύπανση) των οικοτόπων που θεωρούνται σημαντικοί για τη βελτίωση της κατάστασης συγκεκριμένου αποδημητικού είδους και τον αποχαρακτηρισμό του ως απειλούμενου με εξαφάνιση σε περιφερειακό ή παγκόσμιο επίπεδο. Η διάταξη αυτή, παρά τη χαλαρή υποχρεωτικότητά της, είναι ιδιαίτερα σημαντική για την προστασία των υγροτόπων και γενικότερα των οικοτόπων της άγριας πτηνοπανίδας, στο βαθμό που λειτουργεί παράλληλα ή συμπληρωματικά με συναφείς υπάρχουσες διεθνείς ρυθμίσεις (βλ. σύμβαση Ραμσάρ) και έτσι ενισχύεται αμοιβαία το καθεστώς τους[76].

Περαιτέρω, προβλέπεται η (με κάθε τρόπο) διευκόλυνση των αποδημιών, οι οποίες αποτελούν το βασικό και κρίσιμο για την επιβίωση βιολογικό χαρακτηριστικό των ειδών αυτών. Στις περιπτώσεις αυτές τα κράτη μέρη οφείλουν να εξαλείψουν (ή να ελαχιστοποιήσουν) και να επανορθώσουν τις προηγούμενες αρνητικές καταστάσεις που ματαιώνουν ή εμποδίζουν σε σημαντικό βαθμό τις ετήσιες αποδημητικές μετακινήσεις[77]. Ειδικότερα, ως προς την άμεση προστασία των αποδημητικών ειδών προβλέπεται για τα κράτη μέρη της σύμβασης η απαγόρευση σύλληψης (taking) ζώων αυτών των ειδών[78]. Ωστόσο, το καθεστώς των απαγορεύσεων σχετικοποιείται με μία σειρά εξαιρέσεων. Συγκεκριμένα, η σύλληψη επιτρέπεται όταν λαμβάνει χώρα για επιστημονικούς σκοπούς, για τη βελτίωση της διάδοσης και επιβίωσης του είδους, για την ικανοποίηση των αναγκών επιβίωσης παραδοσιακών κοινωνιών και όταν έκτακτες περιστάσεις το απαιτούν[79].

Ως προς τα είδη του δεύτερου Παραρτήματος, αυτά δεν προστατεύονται άμεσα αλλά έμμεσα, αφού τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να συνάψουν περαιτέρω εξειδικευμένες συμβάσεις, το περιεχόμενο των οποίων προσδιορίζεται από τις βασικές κατευθύνσεις της σύμβασης της Βόννης και ειδικότερα του άρθρου 5[80]. Αντικείμενο των μελλοντικών εξειδικευμένων συμβάσεων είναι τα αποδημητικά είδη που περιέχονται στο δεύτερο Παράρτημα. Το σχετικό Παράρτημα περιλαμβάνει είδη των οποίων η κατάσταση διατηρήσεως είναι δυσμενής και η προστασία τους απαιτεί σύναψη διεθνών συμφωνιών, καθώς και αποδημητικά είδη των οποίων η κατάσταση διατηρήσεως θα ωφελούνταν σημαντικά από τη διεθνή συνεργασία που θα απέρρεε από μία διεθνή συμφωνία[81].

Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα ένα είδος του πρώτου Παραρτήματος να εγγραφεί και στο δεύτερο Παράρτημα. Η πρόβλεψη αυτή ενισχύει το καθεστώς προστασίας συγκεκριμένων απειλούμενων ειδών του πρώτου Παραρτήματος, τα οποία έτσι καθίστανται και αντικείμενο εξειδικευμένης διεθνούς συνεργασίας από συμβάσεις περιφερειακού επιπέδου[82].

Η Συνδιάσκεψη των Μερών αποτελεί το αποφασιστικό όργανο λήψης αποφάσεων, ελέγχου εφαρμογής της σύμβασης και διαβουλεύσεων, που καθίστανται ουσιαστικές με την ευρεία δυνατότητα συμμετοχής παρατηρητών. Το εν λόγω όργανο αξιολογεί το καθεστώς προστασίας των μεταναστευτικών ειδών και της προόδου που σημειώνεται προς τη συντήρησή τους και υποβάλλει συστάσεις στα συμβαλλόμενα μέρη[83].

Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι στο πλαίσιο λειτουργίας της σύμβασης επισημάνθηκαν τομείς συνεργασίας με άλλα διεθνή κείμενα που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της σύμβασης και στη γενικότερη προστασία των αποδημητικών ειδών. Πρόκειται για διεθνή κείμενα όπως οι συμβάσεις Ραμσάρ, Βέρνης και Βιοποικιλότητας. Ωστόσο, στην πράξη τόσο οι εργασίες των Συνδιασκέψεων των Μερών όσο και μέρος των Αποφάσεών τους αποδεικνύουν ότι η κύρια μέριμνα της σύμβασης της Βόννης προσανατολίζεται στην προστασία των οικοτόπων και των ειδών που άμεσα ή έμμεσα καλύπτει η σύμβαση Ραμσάρ. Η τάση αυτή αποτελεί μία ρεαλιστική εγκατάλειψη των αρχικών φιλοδοξιών για παγκόσμια προστασία όλων των αποδημητικών ειδών και μια εκ νέου εκτίμηση των άμεσων προτεραιοτήτων που συμπίπτουν με την προστασία αντικειμένων για τα οποία η σύμβαση Ραμσάρ έχει ήδη δημιουργήσει μία ισχυρή υποδομή[84].

Η σύμβαση της Βόννης είναι από θεωρητική άποψη ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο που ίσως προηγείται χρονικά της εποχής του, πρακτικά όμως δεν κατόρθωσε ακόμη να προωθήσει τους φιλόδοξους στόχους που αρχικά είχε θέσει. Έχει δε καταστεί μία σχετικά αδιάφορη (αλλά και ασύμφορη) σύμβαση για τις περισσότερες χώρες του τρίτου κόσμου, με αποτέλεσμα σήμερα τόσο οι συμμετοχές κρατών και διεθνών οργανισμών όσο και οι ουσιαστικές προσπάθειες για την προώθησή της να προέρχονται από το χώρο της Ευρώπης[85].

Η αρνητική αυτή κατάσταση δεν φαίνεται να βελτιώνεται στο άμεσο μέλλον, αφού θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να διευρυνθεί σημαντικά ο κύκλος των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης. Αντίθετα, κρίνεται ορθότερη η πολιτική της ανεξάρτητης υιοθέτησης περιφερειακών συμβάσεων προστασίας των πτηνών που ήδη έχει αποδώσει καρπούς (π.χ. Β. Αμερική), ενώ θα ήταν ενδιαφέρουσα η προοπτική δημιουργίας μιας παγκόσμιας σύμβασης για τη διατήρηση των υδρόβιων αποδημητικών πτηνών (με πρότυπο τη σύμβαση της Βόννης), η οποία θα αποτελούσε συμπλήρωμα της σύμβασης Ραμσάρ σε επίπεδο προστασίας των αποδημητικών πτηνών που χρησιμοποιούν υγροτόπους, αξιοποιώντας έτσι την υπάρχουσα σημαντική υποδομή της παραπάνω σύμβασης[86].

Γ. Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΡΙΑΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΟΙΚΟΤΟΠΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΗΣύμβαση για τη Διατήρηση της Άγριας Ζωής και των Φυσικών Οικοτόπων της Ευρώπης υιοθετήθηκε κατά την Τρίτη Ευρωπαϊκή Υπουργική Συνδιάσκεψη για το Περιβάλλον (στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης), η οποίαπραγματοποιήθηκε στη Βέρνη, στις 19-9-1979 (το κείμενο αυτό είναι ευρύτερα γνωστό ως σύμβαση της Βέρνης)[87], [88]. Σκοπός της εν λόγω σύμβασης (άρθρο 1) είναι η προστασία της άγριας χλωρίδας και πανίδας καθώς και των οικοτόπων της, κυρίως δε των ειδών και των οικοσυστημάτων που απαιτούν διεθνή συντονισμένη προσπάθεια[89].

Το προστατευτικό καθεστώς της σύμβασης της Βέρνης διαμορφώνεται σε αναφορά με τέσσερα Παραρτήματα τα οποία περιέχουν: αυστηρά προστατευόμενα είδη χλωρίδας (πρώτο Παράρτημα), αυστηρά προστατευόμενα είδη πανίδας, με επίκεντρο τα πτηνά και ειδικότερα τα υδρόβια (δεύτερο Παράρτημα), προστατευόμενα είδη πανίδας (τρίτο Παράρτημα) και απαγορευμένα μέσα και μεθόδους θανάτωσης, σύλληψης και άλλων μεθόδων εκμετάλλευσης των πτηνών (τέταρτο Παράρτημα)[90].

Η προστασία των οικοτόπων ρυθμίζεται από το άρθρο 4, όπου προβλέπεται υποχρέωση υιοθέτησης μέτρων για τη διατήρηση των οικοτόπων των ειδών που περιέχονται στο πρώτο και δεύτερο Παράρτημα, καθώς και για τους απειλούμενους με εξαφάνιση βιότοπους. Τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά τη διαμόρφωση της χωροταξικής και αναπτυξιακής τους πολιτικής, πρέπει να συνυπολογίζουν και τις προηγούμενες υποχρεώσεις για δημιουργία προστατευόμενων οικοτόπων, ώστε να αποφεύγονται οι αρνητικές επιπτώσεις από τις σχετικές δραστηριότητες στα οικοσυστήματα αυτά[91].

Ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται στη δημιουργία και προστασία ζωνών για τα αποδημητικά πτηνά του δεύτερου και τρίτου Παραρτήματος σε χώρους που είναι απαραίτητοι για τις αποδημητικές μετακινήσεις (διαχείμαση, συγκέντρωση, διατροφή, αναπαραγωγή, αλλαγή πτερώματος). Επίσης, η σύμβαση προβλέπει υποχρεώσεις για συνεργασία, συντονισμό και έρευνα των συμβαλλόμενων μερών σε θέματα προστασίας των φυσικών οικοτόπων που εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του άρθρου 4 της σύμβασης και τέμνονται από εθνικά σύνορα[92].

Η προστασία των ειδών καθορίζεται από τα άρθρα 5-9. Το άρθρο 7 αφορά τα αυστηρά προστατευόμενα είδη πανίδας του δεύτερου Παραρτήματος. Ειδικότερα, για τα είδη αυτά προβλέπεται απαγόρευση κάρπωσης, διατάραξης συνθηκών αναπαραγωγής, συλλογής αυγών κ.λπ., καθώς επίσης και υποβάθμισης ή καταστροφής των τόπων αναπαραγωγής ή των περιοχών αναπαύσεώς τους. Κάθε απαγορευμένη ενέργεια σε βάρος των ειδών αποδοκιμάζεται όμως από το διεθνή νομοθέτη όταν γίνεται «εκ προθέσεως». Πρόκειται για ρύθμιση που κρίνεται ως αρνητική, εφόσον ακόμη και για περιπτώσεις συλλογής αυγών πρέπει να διαπιστωθεί πρόθεση για να συντρέχει περίπτωση μη νόμιμης πράξης. Επίσης, από την άποψη της αποτελεσματικής προστασίας είναι αρνητικό ότι στην ίδια ρύθμιση που αφορά άμεσα την προστασία ειδών υπάρχει και διάταξη που απαγορεύει την «εκ προθέσεως υποβάθμιση ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των περιοχών αναπαύσεως» των ειδών του δεύτερου Παραρτήματος[93].

Είναι έτσι προφανές ότι το σχετικό άρθρο 6 της σύμβασης είναι ευάλωτο σε καταστρατήγηση των προστατευτικών διατάξεων, εφόσον οι επίδοξοι συλλέκτες σπάνιων αυγών, αλλά και όσοι συστηματικά υποβαθμίζουν ή καταστρέφουν οικοτόπους έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε απαγορευμένες πράξεις χωρίς να υφίστανται κυρώσεις, στηριζόμενοι στις συχνά αξεπέραστες δυσκολίες τεκμηρίωσης του καταλογισμού της (σε βάρος τους) πρόθεσης που απαιτείται για την αποδοκιμασία της πράξης τους[94].

Ένας εκτεταμένος κατάλογος εξαιρέσεων από το απαγορευτικό καθεστώς της σύμβασης παρατίθεται στο άρθρο 9, επιτείνοντας έτσι κάποια αρνητικά σημεία που αφορούν το καθεστώς προστασίας της σύμβασης. Συγκεκριμένα, ως προϋπόθεση ενεργοποίησης των εξαιρέσεων τίθεται η μη ύπαρξη άλλης ικανοποιητικής λύσης και εφόσον η παρέκκλιση δεν βλάπτει την επιβίωση του συγκεκριμένου πληθυσμού (άρθρο 9 παρ. 1)[95].

Ως προς τη λειτουργία της σύμβασης, το γενικό συντονισμό της εφαρμογής της έχει η Διαρκής Επιτροπή[96]. Το όργανο αυτό δικαιούται να πραγματοποιεί αυτοψίες με δικούς του ειδικούς στο κράτος-μέρος για το οποίο εκκρεμεί καταγγελία, ενώ μπορεί να προβαίνει στην υιοθέτηση συστάσεων για τη βελτίωση της εφαρμογής της σύμβασης. Τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να υποβάλλουν εκθέσεις στη Διαρκή Επιτροπή σχετικά με τις πολιτικές συντήρησης των ειδών και των οικοσυστημάτων τους κάθε τέσσερα έτη[97]. Για θέματα παραβίασης των διατάξεων της σύμβασης η Διαρκής Επιτροπή δέχεται καταγγελίες, τις οποίες παραπέμπει προς εξέταση στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία αποφασίζει αν θα προχωρήσει σε σύσταση ή ψήφισμα εναντίον του συγκεκριμένου κράτους ή όχι[98].

Η ουσιαστική προστασία που έχει προσφέρει μέχρι σήμερα η σύμβαση της Βέρνης στην άγρια ζωή και ιδιαίτερα την πτηνοπανίδα της Ευρώπης είναι μάλλον περιορισμένη, παρά την υποδομή που διαθέτει ένας σημαντικός διεθνής οργανισμός, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης. Από ορισμένα μάλιστα συμβαλλόμενα μέρη θεωρείται από ουσιαστική άποψη κείμενο μάλλον μειωμένης υποχρεωτικότητας, στο βαθμό που πρακτικά αγνοείται σε μεγάλο βαθμό, παρότι τυπικά είναι κείμενο του hard law. Είναι γεγονός άλλωστε ότι παρά τις συνειδητές προσπάθειες που καταβλήθηκαν από τους συντάκτες για τη διαμόρφωση μιας σύμβασης με προηγμένο και αποτελεσματικό προστατευτικό καθεστώς, τελικά προέκυψε ένα κείμενο συμβιβαστικό προς όλες τις κατευθύνσεις και αρκετά αμφιλεγόμενο. Περαιτέρω, εκτός από τις προσπάθειες του Συμβουλίου της Ευρώπης, η σύμβαση της Βέρνης δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την ευρεία συμμετοχή και στήριξη των παραγόντων που εμπλέκονται ενεργά στη διαχείριση της άγριας ζωής[99].

Είναι προφανές, λοιπόν, πως αν και θεωρητικά η σύμβαση της Βέρνης μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό συμπληρωματικό παράγοντα προστασίας σε σχέση με το καθεστώς των συμβάσεων Ραμσάρ και Βόννης για τα πτηνά και τους οικοτόπους τους, στην πράξη έχει αποδειχτεί ανεπαρκής. Η δραστηριοποίηση, πάντως, του Συμβουλίου της Ευρώπης, που συνδέεται άμεσα με τη δημιουργία (και το μέλλον) του σχετικού κειμένου, μπορεί να το καταστήσει πρακτικά σημαντικό και εξελίξιμο για την περίπτωση της πτηνοπανίδας[100].

Δ. Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ[101]

Η σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα ή Βιοποικιλότητα, υπογράφηκε στις 5-6-1992 στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία), με τη συμμετοχή 153 κρατών[102], [103]. Η εν λόγω σύμβαση έχει ως πρωταρχικό στόχο τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την αειφορική χρήση των συστατικών της, ενώ αποτελεί την πιο σύγχρονη συμφωνία σε παγκόσμιο επίπεδο για την προστασία και διατήρηση της ποικιλίας των ζώντων οργανισμών κάθε προέλευσης, περιλαμβανομένων των χερσαίων, θαλασσίων και άλλων υδατικών οικοσυστημάτων και οικολογικών συμπλεγμάτων[104].

Η βασική φιλοσοφία που διέπει τη σύμβαση συμπυκνώνεται στην άποψη ότι αποτελεσματικότερη οδός προστασίας των ειδών και των φυσικών οικοσυστημάτων του πλανήτη είναι η άμεση και σε υλική κυρίως βάση σύνδεση με τις κοινωνίες και τα κράτη που εμπλέκονται στη διαχείρισή τους. Στο πλαίσιο αυτό, αντί της απόλυτης («μουσειακής») διατήρησης, επιλέγεται η οδός της βιώσιμης χρήσης της βιοποικιλότητας[105].Η βιώσιμη χρήση καθίσταται ένας από τους βασικούς στόχους της συνθήκης για τη Βιοποικιλότητα και παράλληλα αποτελεί το «κλειδί» για την επίτευξη του ευρύτερου στόχου της βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ συνεπάγεται την εισαγωγή και την εφαρμογή κατάλληλων μεθόδων και τεχνικών για τη χρησιμοποίηση της βιοποικιλότητας, ώστε να αποτραπεί η απώλειά της και με αυτόν τον τρόπο να διατηρηθεί η δυνατότητά της να ικανοποιήσει τις τρέχουσες και μελλοντικές ανθρώπινες ανάγκες[106].

Το ουσιαστικό καθεστώς της σύμβασης περιέχει δύο κατηγορίες ρυθμίσεων. Η πρώτη αφορά υποχρεώσεις διατήρησης και βιώσιμης χρήσης της βιοποικιλότητας (προστασία ειδών και οικοσυστημάτων), ενώ η δεύτερη αναφέρεται κυρίως στη βιοτεχνολογία και στο σύνολο των προβλημάτων που προκύπτουν από τη χρήση της[107]. Επίκεντρο και στόχος των ουσιαστικών αυτών ρυθμίσεων είναι η διαμόρφωση ενός πλαισίου συνύπαρξης και συνεργασίας μεταξύ των αναπτυσσόμενων χωρών (κατόχων των 2/3 της βιοποικιλότητας) και των αναπτυγμένων κρατών, που διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς πόρους και τεχνολογία[108].

Δημιουργείται, λοιπόν, ένα πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπου βασική προϋπόθεση για τη βιώσιμη χρήση της βιοποικιλότητας καθίσταται η προσφορά γενετικών πόρων από το Νότο και η διάθεση οικονομικοκοινωνικής βοήθειας από το Βορρά.Υπό την έννοια αυτή, η σύμβαση συνιστά, κατά κύριο λόγο, μία προσπάθεια συμβιβασμού της αξίωσης των αναπτυγμένων κρατών για ελεύθερη πρόσβαση στους γενετικούς πόρους, με την απαίτηση των αναπτυσσόμενων κρατών για μεταφορά προς αυτά της απαιτούμενης τεχνολογίας[109].

Ειδικότερα, για την επίτευξη των στόχων της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα κράτη, μεταξύ άλλων, οφείλουν: α) να αναπτύσσουν εθνικές στρατηγικές και προγράμματα προστασίας (άρθρο 6), β) να διακρίνουν και να προστατεύουν τα κρισιμότερα συστατικά της βιολογικής ποικιλότητας (άρθρο 7), γ) να προάγουν την προστασία των οικοσυστημάτων (άρθρο 8), και δ) να ελέγχουν τους τρόπους χρήσης των βιολογικών πόρων. Επίσης, καλούνται να λαμβάνουν τα πρόσφορα οικονομικο-κοινωνικά μέτρα για τη δημιουργία κινήτρων προς διατήρηση της βιοποικιλότητας (άρθρο 11), ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται αναφορικά με την υποχρέωση των συμβαλλομένων αφενός για εξειδικευμένη έρευνα και επιμόρφωση των επιστημόνων (άρθρο 12) και αφετέρου για εκπαίδευση και συνεχή ενημέρωση του κοινού σε σχετικά ζητήματα (άρθρο 13).

Η εν λόγω σύμβαση δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην insitu διατήρηση της βιοποικιλότητας, δηλ. στην προστασία των ειδών και οικοσυστημάτων της άγριας ζωής κυρίως μέσα στο φυσικό χώρο προέλευσης και ανάπτυξής τους. Το άρθρο 8 αφιερώνει (σχετικά με την insitu διατήρηση) μία μακροσκελή και λεπτομερειακή αναφορά, με την οποία εξειδικεύονται επί μέρους μέτρα και πολιτικές, κυρίως προληπτικού αλλά και διορθωτικού χαρακτήρα. Ειδικότερα προβλέπεται η εκπόνηση πλαισίου επιλογής και διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών, ενώ το καθεστώς προστασίας συμπληρώνεται με συναφές κατάλληλο καθεστώς για τους φυσικούς χώρους που περιβάλλουν τις προηγούμενες περιοχές, αλλά και με περαιτέρω ρυθμίσεις διατήρησης της βιολογικής ποικιλομορφίας και εκτός των περιοχών προστασίας[110].

Το επίσης σημαντικό άρθρο 14 αναφέρεται στο θέμα της αξιολόγησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών συνεπειών σε διεθνές κυρίως επίπεδο (επί της βιοποικιλότητας), ενώ οι υπόλοιπες ρυθμίσεις του ίδιου άρθρου σκοπεύουν στην πρόληψη των αρνητικών συνεπειών. Για το σκοπό αυτό καθιερώνονται από τα Συμβαλλόμενα Μέρη η πληροφόρηση, η αλληλεγγύη, η συνεργασία αλλά και η ευθύνη αποζημίωσης ως βασικοί άξονες της διακρατικής περιβαλλοντικής πολιτικής[111].

Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι το επίπεδο δεσμευτικότητας και υποχρεωτικότητας των παραπάνω διατάξεων σχετικοποιείται με τη συχνή χρήση εκφράσεων όπως: «… σύμφωνα με τις ειδικές περιστάσεις και δυνατότητες…» (άρθρο 6), «… κατά το μέτρο του δυνατού και του ενδεδειγμένου…» (άρθρα 7,8,11,12,13), ενώ για το σοβαρό θέμα της περιβαλλοντικής ευθύνης η περαιτέρω εξειδίκευση και υλοποίηση επαφίεται στη Διάσκεψη των Συμβαλλόμενων Μερών[112].

Οι διατάξεις των επόμενων άρθρων (15-19) αναφέρονται και διαμορφώνουν τους όρους και τις προϋποθέσεις χρήσης της βιολογικής ποικιλομορφίας για βιοτεχνολογικούς σκοπούς. Ιδιαίτερα αντιμετωπίζονται η πρόσβαση στους γενετικούς πόρους, η μεταφορά τεχνολογίας, η ανταλλαγή πληροφοριών και τεχνογνωσίας, ο τρόπος κατανομής μεταξύ όσων ωφελούνται από τη βιοτεχνολογία κ.λπ. Οι σχετικές ρυθμίσεις κινούνται στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας και της συνεργασίας, ενώ γίνεται ειδική μνεία για την προνομιακή μεταχείριση των αναπτυσσόμενων χωρών[113].

Το τμήμα της σύμβασης που αφορά την τεχνική της λειτουργία κινείται στα πλαίσια της πρακτικής ανάλογων διεθνών συμβατικών κειμένων. Ειδικότερα, η Διάσκεψη των Μερών αποτελεί το κεντρικό αποφασιστικό και ελεγκτικό όργανο της σύμβασης, αναθεωρεί την πρόοδο στο πλαίσιο της συνθήκης, προσδιορίζει τις νέες προτεραιότητες, θέτει τα σχέδια εργασίας για τα κράτη μέρη και γενικότερα προωθεί την εφαρμογή της συνθήκης μέσω των αποφάσεων που παίρνει στις περιοδικές συνεδριάσεις του. Οι τακτικές συνεδριάσεις της Διάσκεψης των Μερών λαμβάνουν χώρα κάθε δύο χρόνια[114].

Πρόσφατο «επίτευγμα» τη Διάσκεψης των Μερών αποτελεί το Στρατηγικό Σχέδιο 2002-2010, το οποίο υιοθετήθηκε κατά την 6η Διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών (Χάγη, Μάρτιος 2002). Το Σχέδιο έχει ως γενικό στόχο «τη σημαντική μείωση της απώλειας της βιοποικιλότητας, ώστε να εξασφαλιστεί η συνοχή των ευεργετικών χρήσεών της μέσω της συντήρησης και της βιώσιμης χρήσης των συστατικών της και της δίκαιης διανομής των οφελών που προκύπτουν από τη χρήση των γενετικών πόρων», ενώ ένας από τους σημαντικότερους στρατηγικούς στόχους αναφέρεται στη ανάγκη (τεχνικής και επιστημονικής) συνεργασίας μεταξύ όλων των σχετικών διεθνών οργάνων και διαδικασιών που αφορούν στη βιοποικιλότητα[115].

Η Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα αποτελεί το πλέον σύγχρονο διεθνές κείμενο παγκόσμιας εμβέλειας για την προστασία του συνόλου των ειδών και των οικοτόπων τους, το δε περιεχόμενό της είναι ευρύτερο απ΄ότι υπονοεί ο τίτλος και τα αντικείμενα ρύθμισης ιδιαίτερα πολύπλοκα. Επίσης, διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό από το σύνολο των διεθνών κειμένων που έχουν προηγηθεί και συγκροτούν το παραδοσιακό Διεθνές Δίκαιο που αφορά τα είδη και τους οικοτόπους τους. Η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει κυρίως επειδή ως ουσιαστικό αντικείμενο της σύμβασης υπεισέρχεται η βιοτεχνολογία-γενετική μηχανική σε συνάρτηση με τη χρήση της βιοποικιλότητας για οικονομικές, επιστημονικές και άλλες δραστηριότητες[116].

Ίσως σημαντικότερο μειονέκτημα της σύμβασης να αποτελεί η επιλογή της επίλυσης του ζητήματος της μεταφοράς τεχνολογίας στο πλαίσιο ενός γενικότερου κειμένου για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, ενώ κρίνεται σκόπιμο το θέμα αυτό να αποτελέσει αντικείμενο μιας εξειδικευμένης διεθνούς σύμβασης[117]. Πάντως τα τελευταία χρόνια η σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη αίγλη, γεγονός που αποδίδεται στην ευρύτατη συμμετοχή κρατών και μη κυβερνητικών οργανώσεων, στο ευρύ πεδίο εφαρμογής της, στο υψηλό επίπεδο επιστημονικής και τεχνολογικής υποστήριξης, στη διεθνή οικονομική ενίσχυση για την εκτέλεση εθνικών προγραμμάτων δράσης (κυρίως μέσω του Παγκόσμιου Ταμείου για το Περιβάλλον)[118], καθώς επίσης και στο γεγονός ότι αναγνωρίστηκε ρητά από τα κράτη μέρη της σύμβασης η οικοσυστημική προσέγγιση (ecosystem approach)[119].

Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές πως το ζήτημα της διαχείρισης και αποτελεσματικής προστασίας της βιοποικιλότητας γίνεται οξύτερο και περιπλοκότερο, με συνέπεια την αναγκαιότητα περαιτέρω διεύρυνσης και εκσυγχρονισμού των μηχανισμών προστασίας. Η εν λόγω σύμβαση εντάσσεται ακριβώς σ΄ αυτήν την διαδικασία αντιμετώπισης των σύγχρονων προβλημάτων που απειλούν τη βιοποικιλότητα και μάλιστα πρόκειται για το σημαντικότερο δείγμα μιας «νέας γενιάς» διεθνών κειμένων στο γενικότερο πλαίσιο της εξέλιξης του Διεθνούς Δικαίου που αφορά τα είδη και τους οικοτόπους τους[120].

IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

– Το ζήτημα της διατήρησης των υγροτόπων και των ειδών χλωρίδας και πανίδας που εξαρτώνται οικολογικά από αυτούς συνθέτει ένα κλασικό διεθνές (συχνά διασυνοριακό) πρόβλημα, το οποίο διαχρονικά έχει συγκεντρώσει το ειδικό ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας και έχει αποτελέσει επίκεντρο σημαντικών σχετικών εξελίξεων και διεργασιών. Ειδικότερα στη χώρα μας, στην οποία απαντάται ένας μεγάλος, τόσο σε αριθμό όσο και σε έκταση υγροτοπικός πλούτος, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη προστασίας τους, εξαιτίας της συνεχούς υποβάθμισής τους που οφείλεται στη μη ορθή περιβαλλοντικά ανθρώπινη εκμετάλλευση.

– Σε επίπεδο διεθνούς προστασίας των υγροτοπικών συστημάτων, τα διάφορα συμβατικά κείμενα συμβάλλουν στη διατήρηση ενός περιβαλλοντικού status quo, επιτυγχάνοντας ορισμένες φορές τη βελτίωση και αποκατάσταση των εν λόγω συστημάτων, ενώ κάποιες άλλες ο βαθμός αποτελεσματικότητάς τους κινείται στο πλαίσιο της ελεγχόμενης υποβάθμισης των υγροτόπων (controlled degradation)[121].

– Τα κράτη είναι ιδιαίτερα δύσπιστα ως προς την αναγνώριση οποιασδήποτε μορφής διεθνικότητας σε υγροτόπους, οι οποίοι ευρίσκονται εντός των ορίων της εθνικής τους κυριαρχίας. Όμως διεθνή κείμενα, όπως π.χ. η σύμβαση Ραμσάρ, έχουν δρομολογήσει μια πορεία συνεχούς διεθνοποίησης περιοχών υγροτόπων, συμβάλλοντας έτσι σε μια τυποποίηση προτεινόμενων διαδικασιών και πρακτικών στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου περιβάλλοντος.

– Η προστασία των υγροτόπων φαίνεται ότι αποβάλλει σταδιακά τον αμυντικό της (απόλυτο) χαρακτήρα και διέπεται πλέον από τη λογική της ορθολογικής χρήσης (wise use), η οποία αναφέρεται στην οικονομική εκμετάλλευση μέσα από την ανάπτυξη ήπιων μορφών δραστηριοτήτων, με παράλληλη προστασία των φυσικών χαρακτηριστικών του χώρου από κάθε καταστροφή, αλλοίωση ή υποβάθμιση. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η σύζευξη των αναπτυξιακών και προστατευτικών πολιτικών που αφορούν στην υγροτοπική προστασία.

– Αναφορικά με τα προβλήματα που ανακύπτουν σε περιπτώσεις διασυνοριακά εκτεινόμενων υγροτοπικών συστημάτων, η αποτελεσματικότητα των δράσεων που αποσκοπούν στην προστασία τους εξαρτάται κυρίως από το βαθμό συνεργασίας και συντονισμού των εμπλεκόμενων κρατών. Ωστόσο, η προώθηση συνεργατικών λύσεων δεν συνιστά πάντα ένα εύκολο εγχείρημα, καθώς προκύπτουν ζητήματα που σχετίζονται κυρίως με το (παραδοσιακά απόλυτο) δικαίωμα άσκησης κρατικής κυριαρχίας, την πολιτική βούληση για διεθνή περιβαλλοντική συνεργασία και το άνισο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης των επιμέρους κρατών.

– Συμπερασματικά, οι υγρότοποι θα εξακολουθήσουν να θέτουν προβληματισμούς σχετικά με την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των μεθόδων και πρακτικών προστασίας τους, αφού ούτε οι αιτίες υποβάθμισης θα πάψουν άμεσα να υφίστανται, ούτε οι διεθνείς ρυθμίσεις και θεσμοί αναμένεται να καταστούν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί, στο βαθμό που λειτουργούν μέσα σε ένα δεδομένο οικονομικο- κοινωνικο-πολιτικό διεθνές πλαίσιο, με τους ανάλογους περιορισμούς και τις δυνατότητες που αυτό συνεπάγεται.

– Ως εκ τούτου, απαιτείται η διαρκής επαγρύπνηση και ενεργοποίηση, τόσο των εμπλεκόμενων μερών με αυξημένη περιβαλλοντική ευαισθησία όσο και της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνίας των πολιτών, που μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλοί πίεσης για την επίτευξη της απαιτούμενης συναίνεσης σχετικά με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων διατήρησης και βιώσιμης διαχείρισης, με στόχο τη συντονισμένη περαιτέρω ενδυνάμωση του καθεστώτος της προστασίας των υγροτόπων.

· Οι παραπομπές γίνονται στο όνομα του συγγραφέα και στη χρονολογία της έκδοσης του έργου στο οποίο γίνεται η αναφορά, ενώ στο τέλος του άρθρου παρατίθεται η βιβλιογραφία με τα πλήρη στοιχεία των παραπεμπόμενων έργων.

[1] Το διεθνές έθιμο, το οποίο εμπεριέχει ως στοιχεία διαμόρφωσής του την πρακτική των κρατών και την πεποίθηση δικαίου αποτελεί κύρια πηγή του διεθνούς δικαίου και δεσμεύει όλα τα κράτη της διεθνούς κοινότητας, ανεξάρτητα από το αν συνέβαλαν ή όχι στη διαδικασία διαμόρφωσής του.

[2] Πατρώνος, 1998, σ. 98, Πατρώνος, 2002, σ. 3.

[3] Βλ. σχετ. Πατρώνος, 1998, σ. 99 και Πατρώνος, 2002, σ. 3.

[4] Σηφάκης, 2000, σ. 53-55.

[5] Βλ. σχετ. Καραγεώργου, 2002, σ. 504.

[6] Βλ. σχετ. Πατρώνος, 2002.

[7] Ορισμένες από τις διαδικασίες αυτές αφορούν την ανταλλαγή περιβαλλοντικά χρήσιμων πληροφοριών, την έγκαιρη προειδοποίηση σε περίπτωση περιβαλλοντικών κινδύνων, τη διεξαγωγή συμβουλευτικών διαπραγματεύσεων, την υιοθέτηση κοινών προγραμμάτων περιβαλλοντικής δράσης, κ.λπ.

[8] Πατρώνος, 1997, σ. 496, Πατρώνος 2002, σ. 5.

[9] Βλ. σχετ. Πατρώνος, 1997, σ. 496 και 518.

[10] Καραγεώργου, 2002, σ. 503-504. Επίσης, για την έννοια της αειφόρου ανάπτυξης βλ. Πατρώνος, 2002, σ. 6-8.

[11] Ο ορισμός της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης εισήχθη επίσημα στη διεθνή πολιτική με την έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη το 1987 (γνωστή ως έκθεση Brundtland). Σύμφωνα με την έκθεση, ως αειφόρος ανάπτυξη νοείται η ανάπτυξη που σέβεται το φυσικό κεφάλαιο, ώστε αυτό να μην μειωθεί και να μην «πληγούν» οι μελλοντικές γενιές. Για την εν λόγω έκθεση βλ. Γρηγορίου, Σαμιώτης, Τσάλτας, 1993, σ. 29 κ.ε.

[12] Σε δογματικό επίπεδο, η επαυξημένη αυτή προστασία ανταποκρίνεται πλήρως στην αναγνώριση της βιοποικιλότητας ως κοινού συμφέροντος της ανθρωπότητας («κοινή κληρονομιά»). Βλ. σχετ. Πατρώνος, 1998, σ. 100.

[13] Υδρόβια (“waterfowl birds”) είναι τα πτηνά εκείνα, τα οποία εξαρτώνται από τον υγρότοπο όχι μόνο για την εξασφάλιση της τροφής τους, αλλά και για την αναπαραγωγή τους. Υπάρχει δηλ. πλήρης οικολογική εξάρτησή τους από τον υγρότοπο. Βλ. σχετ. Παπαγρηγορίου, 2000, σ. 53.

[14] Η σύμβαση Ραμσάρ τέθηκε σε ισχύ την 21-12-1975, ενώ κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Νομοθετικό Διάταγμα 191/74. Η σύμβαση αριθμεί σήμερα 136 μέλη. Ιστοσελίδα Ραμσάρ, 2003.

[15] Σαμιώτης, 1991, σ. 478 και Παπαγρηγορίου, 2000, σ. 19.

[16] Βλ. σχετ. Παπαγρηγορίου, 2000, σ. 44-47.

[17] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1996.

[18] Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το διεθνές κίνημα για την προστασία των υγροτόπων δεν ήταν αυτόνομο, αλλά προέκυψε από το ενδιαφέρον και τη μέριμνα για την προστασία κυρίως των υδρόβιων αποδημητικών πτηνών. Έτσι, η προστασία των υγροτόπων ήταν conditio sine qua non για τη διατήρηση των υδρόβιων πτηνών. Σαμιώτης, 1991, σ. 492.

[19] Υπό αυτή την έννοια, η εγγραφή ενός τουλάχιστον υγροτόπου στον ΚΥΔΕ της σύμβασης αποτελεί έμμεσα και προϋπόθεση συμμετοχής ενός κράτους στην εν λόγω σύμβαση.

[20] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1996.

[21] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1991, σ. 603-604, Παπαγρηγορίου, 2000, σ. 72-73 και ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003.

[22] Βλ. σχετ. άρ. 2, παρ. 3 και 5 σύμβασης Ραμσάρ.

[23] Βλ. σχετ. Παπαγρηγορίου, 1999.

[24] Βλ. σχετ. Παπαγρηγορίου, 1999.

[25] Βλ. σχετ. Παπαγρηγορίου, 2000.

[26] Βλ. σχετ. Παπαγρηγορίου, 1999, σ. 20-29.

[27] Βλ. σχετ. Παπαγρηγορίου, 1999, σ. 5 και ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003.

[28] Βλ. σχετ. Παπαγρηγορίου, 2000, σ. 85-86 και WWF, 2001, σ. 12.

[29] Όσον αφορά στο θέμα της υπόδειξης (εθνικών) υγροτόπων διεθνούς σημασίας, μπορεί να θεωρηθεί αντισυμβατική η συμπεριφορά κράτους μέρους, το οποίο αν και διαθέτει μεγάλο αριθμό υγροτόπων, εκ των οποίων μέρος τους είναι εξαιρετικά σημαντικό για τα υδρόβια πτηνά, παρόλα αυτά δεν έχει υποδείξει επαρκή αριθμό υγροτόπων (για εγγραφή στον ΚΥΔΕ) ή επίσης οι υποδείξεις του δεν αφορούν τους σημαντικότερους της επικράτειάς του. Σαμιώτης, 1991, σ. 516.

[30] Η Διάσκεψη των κρατών μερών στο Kushiro (Ιαπωνία, Ιούνιος 1993), υιοθέτησε κατευθυντήριες οδηγίες για τη δημιουργία τέτοιων σχεδίων, τα οποία θα ευνοούν τη διατήρηση των εγγεγραμμένων στον ΚΥΔΕ υγροτόπων και, κατά το δυνατό, την ορθολογική χρήση των υγροτόπων που βρίσκονται στο έδαφός τους (Resolution 5.6). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θεμελιώνεται η υποχρέωση της άμεσης σύνδεσης των προγραμμάτων διαχείρισης των υγροτόπων με τα εθνικά αναπτυξιακά σχέδια. Η υποχρέωση αυτή ανταποκρίνεται στην αυταπόδεικτη πλέον αναγκαιότητα αρμονικής ένταξης της περιβαλλοντικής προστασίας σε γενικότερες αναπτυξιακές, οικονομικές και άλλες κρατικές πολιτικές. Βλ. σχετ. Λαζαρέτου, 1995, σ. 71 και Κρητικός, 1999, σ. 61.

[31] Βλ. σχετ. Παπαγρηγορίου, 2000.

[32] Βλ. άρθρο 4 παρ. 4 της σύμβασης Ραμσάρ.

[33] Λαζαρέτου, 1995, σ. 74.

[34] Βλ. σχετ. Παπαγρηγορίου, 2000.

[35] Βλ. σχετ. Παπαγρηγορίου, 2000.

[36] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1991, σ. 521 και 536.

[37] Βλ. άρθρο 4 παρ. 3 της σύμβασης Ραμσάρ.

[38] Βλ. άρθρο 5 της σύμβασης Ραμσάρ.

[39] Βλ. σχετ. Καράκωστας, 1998, σ. 45.

[40] Βλ. σχετ Παπαγρηγορίου, 2000, σ. 61.

[41] Βλ. άρθρο 3 παρ. 1 της σύμβασης Ραμσάρ.

[42] Η πρώτη συνεδρίαση της Διάσκεψης των συμβαλλόμενων μερών στο Κάλιαρι (1980) προσδιόρισε με τη Σύσταση 1.5 την έννοια της ορθολογικής χρήσης ως «τη διαχείριση που περιλαμβάνει τη διατήρηση του οικολογικού χαρακτήρα των υγροτόπων». Παπαγρηγορίου, 2000, σ. 78 και ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003.

[43] Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι με Απόφαση της Διάσκεψης των μερών στη Ρεγκίνα, η έννοια της ορθολογικής χρήσης (wise use) κατέστη συνώνυμη με την έννοια της βιώσιμης (αειφόρου) χρήσης (sustainable use). Πολίτης, 1998, σ. 118.

[44] Σαμιώτης, 1991, σ. 647, Λαζαρέτου, 1995, σ. 72.

[45] Το εν λόγω Σχέδιο αφορά τους στόχους και τις δράσεις της σύμβασης Ραμσάρ για την περίοδο 1997-2002. Συγκεκριμένα τέθηκαν οι εξής οκτώ γενικοί στόχοι: 1) Συμμετοχή όλων των κρατών της γης στη συνθήκη, 2) επίτευξη της ορθολογικής χρήσης των υγροτόπων μέσω της εφαρμογής και περαιτέρω βελτίωσης των κατευθυντήριων γραμμών της συνθήκης προς την ορθολογική χρήση, 3) άνοδος του επιπέδου ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης γύρω από την αξία και τις λειτουργίες των υγροτόπων σε όλο τον κόσμο και σε όλα τα επίπεδα, 4) ενίσχυση της θεσμικής ικανότητας σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος με στόχο την επίτευξη της προστασίας και ορθολογικής χρήσης των υγροτόπων, 5) εξασφάλιση της προστασίας όλων των περιοχών που περιλαμβάνονται στον ΚΥΔΕ, 6) διεύρυνση του ΚΥΔΕ με εκείνους τους υγροτόπους, οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια της συνθήκης, ειδικά με τύπους υγροτόπων με μικρή αντιπροσωπευτικότητα στον ΚΥΔΕ και με διασυνοριακούς υγροτόπους, 7) κινητοποίηση της διεθνούς συνεργασίας και οικονομικής βοήθειας για την προστασία και ορθολογική χρήση των υγροτόπων, σε συνεργασία με άλλες συμβάσεις και διεθνείς οργανισμούς, και 8) εξασφάλιση των απαιτούμενων πόρων και θεσμικών μηχανισμών για τη λειτουργία και επίτευξη των στόχων της συνθήκης. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το Σχέδιο καθορίζει νέους προσανατολισμούς για το μέλλον της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης έμφασης στα προγράμματα εκπαίδευσης και δημόσιας ευαισθητοποίησης και της ανάγκης ενεργοποίησης της χρηματοδότησης για τη συντήρηση των υγροτόπων στις αναπτυσσόμενες χώρες. Βλ. σχετ. Πολίτης, 1996, σ. 50 και Ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003.

[46] Μία πολύ σημαντική απόφαση της 6ης Διάσκεψης Ραμσάρ ήταν αυτή που αφορούσε τη συνεργασία της σύμβασης Ραμσάρ με τη σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα. Εξάλλου, η εν λόγω Διάσκεψη καθιέρωσε το «Βραβείο Ραμσάρ», το οποίο απονεμήθηκε το έτος 1999 στην «Εταιρεία Προστασίας των Πρεσπών», μία δραστήρια μη κυβερνητική περιβαλλοντική οργάνωση, με σκοπό την προστασία των δύο λιμνών. Βλ. σχετ. Παπαγρηγορίου, 2000, σ. 89.

[47] Η παραδοχή ότι αποστολή της συνθήκης Ραμσάρ είναι η συνεισφορά στις προσπάθειες για τη επίτευξη της αειφορίας, την τοποθετεί στο κέντρο της αντίληψης της Ατζέντας 21 και του πλαισίου που διαμορφώθηκε (και αναπτύχθηκε) από την εποχή της Διάσκεψης του Ρίο. Βλ. σχετ. Πολίτης, 1996, σ. 50.

[48] Ιστοσελίδα Σύμβασης Ραμσάρ, 2003.

[49] Βλ. σχετ. ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003

[50] Βλ. σχετ. ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003.

[51] Πρόκειται για τη «δήλωση Kushiro», η οποία σημειώνει ότι «?θα είναι φυσικό για τη συνθήκη Ραμσάρ να συνεργαστεί με τη συνθήκη σχετικά με τη Βιολογική Ποικιλομορφία?». Βλ. σχετ. ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003.

[52] Το υπόμνημα συνεργασίας περιελάμβανε, ανάμεσα σε άλλα, θεσμική συνεργασία, ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειρίας, συντονισμό των προγραμμάτων εργασίας κ.λ.π. Βλ. σχετ. ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003.

[53] Το Σχέδιο αυτό βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στους γενικούς στόχους που τέθηκαν στο Στρατηγικό Σχέδιο της σύμβασης Ραμσάρ για την περίοδο 1997-2002. Βλ. σχετ. ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003.

[54] Το 2ο Κοινό Σχέδιο Εργασίας αφορούσε κυρίως τη συνεργασία σχετικά με την προστασία των κλειστών υδάτων, καθώς και των θαλάσσιων και παράκτιων οικοσυστημάτων. Βλ. σχετ. ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003.

[55] Οι δύο Γραμματείες, για το συντονισμό της εφαρμογής του Σχεδίου, θα χρησιμοποιήσουν μέσα όπως: διαβουλεύσεις και ανταλλαγή πληροφοριών, προώθηση της διάδοσης των πληροφοριών και των περιπτωσιολογικών μελετών στα συμβαλλόμενα μέρη των δύο συμβάσεων κ.λπ.

[56] Βλ. σχετ. ιστοσελίδα Ραμσάρ, 2003.

[57] Ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003.

[58] Ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003.

[59] Παπαγρηγορίου, 2000, σ. 82-83 και ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003.

[60] Σε ορισμένες συνόδους, η Διάσκεψη προβαίνει σε υιοθέτηση “Εγγράφων”, τα οποία αφορούν έντονες υποδείξεις-καταγγελίες σε βάρος κρατών μερών που δεν εκπληρώνουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.

[61] Παπαγρηγορίου, 2000.

[62] Παπαγρηγορίου, 2000.

[63] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1991, σ. 517 και Παπαγρηγορίου, 2000, σ. 77, 93 και 124.

[64] Παπαγρηγορίου, 2000, σ. 111.

[65] Βλ. σχετ. Λαζαρέτου, 1995, σ. 75-76 και Παπαγρηγορίου, 2000, σ. 127. Παρά το γεγονός ότι όλες σχεδόν οι Διασκέψεις των μερών της σύμβασης προσπάθησαν να εξειδικεύσουν τα σχετικά κριτήρια, οι αντίστοιχες προτάσεις δεν είναι υποχρεωτικού χαρακτήρα, με συνέπεια να μην υπάρχει άμεσος τρόπος εξαναγκασμού των κρατών μερών να τα εφαρμόζουν επακριβώς.

[66] Η εξειδίκευση των επιτρεπόμενων εθνικών παρεμβάσεων στους υγροτόπους του ΚΥΔΕ έχει αφεθεί στα συμβαλλόμενα μέρη και σε σχετικές διεθνείς -μη υποχρεωτικές- ρυθμίσεις που υιοθετούν, στα εθνικά δικαστήρια, στη δημόσια διοίκηση κ.λπ. Η συνήθης πρακτική των κρατών, πάντως, είναι ο καθορισμός (στον οριοθετημένο χώρο των υγροτόπων) εξειδικευμένου νομικού καθεστώτος ζωνών κλιμακούμενης προστασίας, με περαιτέρω απαρίθμηση (ή γενικό προσδιορισμό) των δραστηριοτήτων που θεωρούνται θεμιτές ή απαγορεύονται. Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1991, σ. 526, Λαζαρέτου, 1995, σ. 77 και Παπαγρηγορίου, 2000, σ. 127.

[67] Παπαγρηγορίου, 2000.

[68] Γρηγορίου, Σαμιώτης, Τσάλτας, 1993, σ. 79.

[69] Σύμφωνα με την εν λόγω σύμβαση, το αποδημητικό είδος προσδιορίζεται ως «το σύνολο του πληθυσμού ή κάθε ξεχωριστό τμήμα του πληθυσμού κάθε είδους ή κάθε κατώτερης ταξινομικής μονάδας αγρίων ζώων, σημαντικό τμήμα του οποίου διασχίζει περιοδικά και κατά τρόπο προβλεπόμενο ένα ή περισσότερα όρια εθνικής δικαιοδοσίας». Βλ. σχετ. άρθρο 1 της σύμβασης.

[70] Η σύμβαση της Βόννης, στην οποία έχουν ήδη προσχωρήσει 80 κράτη, τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1983, ενώ η Ελλάδα την κύρωσε το 1999, με το ν. 2719/99. Ιστοσελίδα σύμβασης Βόννης, 2003.

[71] Παρόλ΄αυτά, η σχετική προσπάθεια για την υιοθέτηση σύμβασης προστασίας των αποδημητικών ειδών δεν συνδέεται άμεσα με τη σύμβαση Ραμσάρ, αλλά έχει ως υπόβαθρο συναφείς δραστηριότητες στο παρελθόν, ενώ ως πλησιέστερη και ορατή αφετηρία της θεωρείται η Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για το Ανθρώπινο Περιβάλλον (Στοκχόλμη,1972). Σαμιώτης, 1991, σ. 665.

[72] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1991, σ. 670 και WWF, 2001, σ. 14.

[73] Σαμιώτης, 1991, σ. 668 και 679, Νόμος+Φύση, 1999, σ. 800. Μέχρι σήμερα έχουν υιοθετηθεί αρκετές πολυμερείς συμβάσεις όπως η Συμφωνία για τη διατήρηση περί των 30 ειδών νυχτερίδων στην Ευρώπη (1991), η Συμφωνία για τη διατήρηση 14 ειδών μικρών θηλαστικών στη Βαλτική και Βόρεια Θάλασσα (1992), η Συμφωνία για τη διατήρηση των αφρικανικών-ευρασιατικών μεταναστευτικών πτηνών (1995) κ.λπ.

[74] Βλ. σχετ. άρθρο 3 της σύμβασης της Βόννης.

[75] Το 1979, το πρώτο Παράρτημα περιελάμβανε σαράντα είδη, ενώ σήμερα έχουν ξεπεράσει τα ογδόντα πέντε, αφού καινούργια είδη άγριας πανίδας έρχονται να προστεθούν στον κατάλογο των απειλούμενων ειδών, εξαιτίας της συνεχούς επέκτασης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων σε ευαίσθητα οικοσυστήματα. Νόμος+Φύση, 1999, σ. 800, ιστοσελίδα σύμβασης Βόννης, 2003.

[76] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1991, σ. 681.

[77] Βλ. σχετ. άρθρο 3, παρ. 4β της σύμβασης.

[78] Σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 1,θ της σύμβασης, ως σύλληψη νοείται «η αρπαγή, θήρα, αλιεία, παρενόχληση, εκ προθέσεως φόνος, ή απόπειρα οποιασδήποτε των προαναφερόμενων ενεργειών».

[79] Βλ. άρθρο 3, παρ. 5α, β, γ, δ της σύμβασης.

[80] Οι σχετικές συμφωνίες παραμένουν ανοιχτές για προσχώρηση κρατών είτε είναι Συμβαλλόμενα Μέρη της σύμβασης της Βόννης είτε όχι. Σαμιώτης, 1991, σ. 685.

[81] Βλ. σχετ. άρθρο 4 παρ. 1 της σύμβασης.

[82] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1996.

[83] Οι συναντήσεις της Διάσκεψης λαμβάνουν χώρα σε διαστήματα όχι μεγαλύτερα των τριών ετών, ιστοσελίδα σύμβασης Βόννης, 2003. Η τελευταία Διάσκεψη πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 2002 στη Βόννη.

[84] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1996.

[85] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1996.

[86] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1996.

[87] Η σύμβαση της Βέρνης, η οποία συνιστά κείμενο περιφερειακής ρύθμισης, με τη συμμετοχή 43 κρατών, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 1982, ενώ στην Ελλάδα κυρώθηκε με το ν. 1337/83. Ιστοσελίδα σύμβασης Βέρνης, 2003.

[88] Πρόκειται για το μοναδικό, υποχρεωτικής φύσης (hard law), συμβατικό κείμενο για τη συνολική προστασία της άγριας ζωής στην Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενσωμάτωσε τη σύμβαση στο δίκαιό της με την Απόφαση 82/72. Βλ. σχετ. Ρούσσης 2002, σ. 87-88 και WWF, 2001, σ. 12.

[89] Σύμφωνα με τη Διακήρυξη του Μονακό (1994), οι στόχοι της σύμβασης της Βέρνης συμφωνούν κατά ένα μεγάλο μέρος με τους στόχους της συνθήκης για τη Βιοποικιλότητα. Ως εκ τούτου μπορεί να υποστηριχτεί ότι η Σύμβαση της Βέρνης αποτελεί ένα θεμελιώδες περιφερειακό όργανο για την εφαρμογή των διατάξεων της παραπάνω συνθήκης σε θέματα σχετικά με τη διατήρηση της βιολογικής ποικιλομορφίας και τη βιώσιμη χρήση των συστατικών της. Ιστοσελίδα σύμβασης Βέρνης, 2003.

[90] WWF, 2001, σ. 13.

[91] Βλ. ειδικότερα άρθρο 4 παρ. 2 τηςσ ύμβασης.

[92] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1996.

[93] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1996.

[94] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1991, σ. 741.

[95] Η έκταση των εξαιρέσεων θεωρείται μάλλον υπερβολική για το επίπεδο ανάπτυξης της Δ. Ευρώπης, ενώ είναι ιδιαίτερα αρνητικό ότι με το άρθρο 9 καθιερώνεται δυνατότητα εξαιρέσεων ακόμη και στο καθεστώς προστασίας των οικοτόπων. Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1991, σ. 642.

[96] Η Διαρκής Επιτροπή συνέρχεται κάθε έτος. Μέχρι σήμερα έχει εγκρίνει 90 Συστάσεις και επτά Ψηφίσματα. Ιστοσελίδα σύμβασης Βέρνης, 2003.

[97] Ιστοσελίδα σύμβασης Βέρνης, 2003.

[98]WWF, 2001, σ. 13. Το 1992 η Ελλάδα παραπέμφθηκε (κατόπιν καταγγελιών σε βάρος της) από τη Διαρκή Επιτροπή, στην Επιτροπή Υπουργών, για παραβιάσεις που αφορούσαν τη χελώνα Caretta-Caretta στην περιοχή του Θαλάσσιου Πάρκου της Ζακύνθου. (Το εν λόγω Πάρκο αποτελεί έναν από τους βασικότερους βιότοπους ωοτοκίας των προαναφερόμενων θαλάσσιων χελωνών στη Μεσόγειο, ενώ στον ευρύτερο χώρο του εκτείνονται κάποιες πολύ αντιπροσωπευτικές των μεσογειακών οικοσυστημάτων ομάδες βλάστησης). Η Επιτροπή των Υπουργών απέφυγε να καταδικάσει την Ελλάδα, επαναφέροντας το θέμα στη Διαρκή Επιτροπή, η οποία, το 1995, προχώρησε στην υιοθέτηση Σύστασης προς την Ελλάδα, υποδεικνύοντας στην τελευταία την ανάγκη λήψης των απαιτούμενων μέτρων για την προστασία της χελώνας. Το θέμα «πάγωσε» το 1999, λόγω της διαδικασίας που κίνησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για το ίδιο θέμα, αλλά αυτή τη φορά για παραβίαση της Κοινοτικής οδηγίας 92/43 (Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας). Η Ελλάδα καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (υπόθεση C-103/2000, απόφαση 30-1-2002) και τυπικά το θέμα έχει ανοίξει και πάλι για τη Διαρκή Επιτροπή της σύμβασης της Βέρνης, χωρίς ωστόσο να έχει σημειωθεί κάποια πρόθεση από την πλευρά της για υιοθέτηση νέας Σύστασης προς την Ελλάδα, ή νέας παραπομπής του θέματος στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης.

[99] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1996.

[100] Σαμιώτης, 1991, σ. 744.

[101] Με τον όρο βιοποικιλότητα εννοούμε την ποικιλία των ζώντων οργανισμών πάσης προέλευσης, των οικοσυστημάτων, καθώς και την ποικιλία εντός των ειδών, δηλ. του γενετικού υλικού. Βλ. σχετ. άρθρο 2 της εν λόγω σύμβασης.

[102] Η σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα είχε ως αφετηρία τη δραστηριοποίηση του Προγράμματος του Ο.Η.Ε. για το Περιβάλλον (UNEP) και είναι έργο σχετικής Επιτροπής που εργάσθηκε για το σκοπό αυτό από το 1988 έως το 1992, οπότε ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις και υιοθετήθηκε το τελικό κείμενο, το οποίο περαιτέρω τέθηκε για υπογραφή στη Συνδιάσκεψη του Ρίο. Σαμιώτης, 1996, σ. 741.

[103] Η σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα κυρώθηκε στη χώρα μας με το ν. 2204/94, ενώ είχε ήδη τεθεί σε ισχύ από τις 29-12-1993. Αριθμεί δε σήμερα 187 συμβαλλόμενα μέρη. Ρούσσης, 2002α, σ. 41 και ιστοσελίδα σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα, 2003.

[104] Νόμος + Φύση, 1995, σ. 233-234, Σαμιώτης, 1996, σ. 742.

[105] Γρηγορίου, Σαμιώτης, Τσάλτας, 1993.

[106] Βλ. σχετ. ιστοσελίδα σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα, 2003.

[107] Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 22 της σύμβασης, το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις της συμφωνίας με τις υπόλοιπες διεθνείς συμβάσεις, ιεραρχεί την υποχρέωση για την προστασία της βιολογικής ποικιλότητας ως τη σημαντικότερη έναντι των άλλων διεθνών υποχρεώσεων των κρατών μερών, σε περίπτωση που η ταυτόχρονη εκπλήρωσή τους καθίσταται αδύνατη.

[108] Σαμιώτης, 1996.

[109] Σαμιώτης, 1996, σ. 743 και Πατρώνος, 1997, σ. 507.

[110] Βλ. σχετ. Γρηγορίου, Σαμιώτης, Τσάλτας, 1993, σ. 151-152.

[111] Ειδικότερα, τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να υιοθετήσουν διαδικασίες εκπόνησης σοβαρών και αξιόπιστων μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στις οποίες (όπου ενδείκνυται) να προβλέπεται και η δυνατότητα συμμετοχής των πολιτών. Βλ. σχετ. Γρηγορίου, Σαμιώτης, Τσάλτας, 1993.

[112] Σαμιώτης, 1996.

[113] Βλ. σχετ. Γρηγορίου, Σαμιώτης, Τσάλτας 1993, σ. 151.

[114] Σαμιώτης, 1996.

[115] Ιστοσελίδα σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα, 2003.

[116] Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1996.

[117] Πρβλ. Σαμιώτης, 1996, σ. 745.

[118] Νόμος+Φύση, 1999, σ. 275.

[119] Η οικοσυστημική προσέγγιση αναφέρεται στη θεώρηση του περιβαλλοντικού συστήματος ως συνόλου επιμέρους υποσυστημάτων, τα οποία διέπονται από σχέσεις αλληλεπίδρασης. Βλ. σχετ. ιστοσελίδα σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα, 2003, 6η Διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών, Απόφαση V1/12.

[120] Σαμιώτης, 1996, σ. 745.

[121] Με τον όρο ελεγχόμενη υποβάθμιση υπονοείται μία σαφώς θετική συμβολή του Διεθνούς Δικαίου των ειδών και των οικοτόπων τους στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, η οποία αφενός μεν ανακόπτει τις τάσεις ραγδαίας περιβαλλοντικής υποβάθμισης, αφετέρου δε, δίνει τη δυνατότητα για επαναπροσέγγιση (και πιθανότατα ριζικότερη και ουσιαστικότερη αντιμετώπιση, μέσω μιας μελλοντικής διορθωτικής παρέμβασης από καταλληλότερες ρυθμίσεις και θεσμούς) του περιβαλλοντικού προβλήματος. Βλ. σχετ. Σαμιώτης, 1996, σ. 750.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

· Αθανασοπούλου Χαρίκλεια, 2000, Σύγχρονες τάσεις του διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου, στο “Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου”, τ. 2.
· Γρηγορίου Π., Σαμιώτης Γ., Τσάλτας Γ., 1993, Η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, εκδ. Παπαζήση.
· Καραγεώργου Βίκυ, 2002, «Η Παγκόσμια Διάσκεψη του Γιοχάνεσμπουργκ για την Αειφόρο Ανάπτυξη», στο Περιβάλλον και Δίκαιο, τεύχ. 21.
· Καράκωστας Ι., 1998, Το ιδιωτικού δικαίου δικαίωμα χρήσεως των υγροτόπων στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης, στο “Η προστασία των υγροτόπων στην Ελλάδα”, πρακτικά συνεδρίου, εκδ. Σάκκουλα.
· Κρητικός Μ., 1999, Η προστασία των υγροτόπων στη διεθνή, κοινοτική και Ελληνική έννομη τάξη, Περιβάλλον και Δίκαιο, τ.1.
· Λαζαρέτου Θ., 1995, Η νομική προστασία των υγροβιοτόπων στην Ελλάδα, εκδ. Σάκκουλα.
· Νόμος + Φύση, 1995, τεύχος 1.
· Νόμος + Φύση, 1999, τεύχος 1.
· Παπαγρηγορίου Β., 1999 Η αρχή του δημοσίου συμφέροντος, οι υγρότοποι διεθνούς συμφέροντος και η διεθνής σύμβαση του Ραμσάρ, Τετράδια Εργασίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
· Παπαγρηγορίου Β., 2000, Οι υγρότοποι διεθνούς ενδιαφέροντος, εκδ. Σάκκουλα.
· Πατρώνος Π., 1997, Διεθνές δίκαιο συνεργασίας και προστασία του περιβάλλοντος, στο “Νόμος+Φύση”, τ. 3.
· Πατρώνος Π., 1998, Η προστασία των παραμεθόριων υγροτόπων βάσει του διεθνούς δικαίου, στο “Η προστασία των υγροτόπων στην Ελλάδα”, πρακτικά συνεδρίου, εκδ. Σάκκουλα.
· Πατρώνος Π., 2002, «Περιβαλλοντική προστασία και αειφόρος ανάπτυξη στο διεθνές δίκαιο και το διεθνές σύστημα», εκπαιδευτικές σημειώσεις του τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Περιφερειακής Ανάπτυξης, της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης.
· Πολίτης Γ., 1996, Η Ραμσάρ στην Αυστραλία, Η Νέα Οικολογία, τ. 144.
· Πολίτης Γ., 1998, Φορείς διαχείρισης των υγροτόπων, στο “Η προστασία των υγροτόπων στην Ελλάδα”, πρακτικά συνεδρίου, εκδ. Σάκκουλα.
· Ρούσσης Α., 2002, Η ρύπανση του περιβάλλοντος, εκδ. Ψυχάλλου.
· Ρούσσης Α., 2002α, Διεθνείς πολιτικές και περιβάλλον, στο “Ευρωπαϊκή Έκφραση”, τ. 44.
· Σαμιώτης Γ., 1991, Διεθνής προστασία υγροτόπων και υδρόβιων αποδημητικών πτηνών, Τόμοι 1 και 2, Διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
· Σαμιώτης Γ., Τσάλτας Γ., 1990, Διεθνής προστασία του περιβάλλοντος, Τόμος 1, Διεθνείς πολιτικές και Δίκαιο του περιβάλλοντος, εκδ. Παπαζήση.
· Σαμιώτης Γιώργος, 1996, Το διεθνές δίκαιο της άγριας ζωής, εκδ. Σάκκουλα.
· Σηφάκης Αντώνης, 2000, Η αρχή της προφύλαξης στο διεθνές δίκαιο του περιβάλλοντος, στο Νόμος+Φύση, τεύχ. 1-2/2000.
· WWF, 2001, Θεσμικό πλαίσιο για τις προστατευόμενες περιοχές και άλλες σχετικές με την προστασία της φύσης διατάξεις.

Ιστοσελίδες
· Ιστοσελίδα σύμβασης για τη διατήρηση των Αποδημητικών Ειδών των Άγριων Ζώων (σύμβαση Βόννης), 2003, www.wcmc.org.uk/cms.
· Ιστοσελίδα σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα, 2003, www.biodiv. org.
· Ιστοσελίδα σύμβασης για τη Διατήρηση της Άγριας Ζωής και των Φυσικών Οικοτόπων της Ευρώπης (σύμβαση Βέρνης), 2003, www.coe. int.
· Ιστοσελίδα σύμβασης Ραμσάρ, 2003, www.ramsar.org.

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων