Η Διαχείριση του Κυνηγίου των Υδρόβιων και Παρυδάτιων Πτηνών στην Ευρωπαϊκή Ένωση

0

Για πολλές χιλιάδες Ευρωπαίων κυνηγών από την Μεσόγειο ως την Σκανδιναβία, η λέξη υγρότοπος έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Είναι ένας τόπος που τους φέρνει κοντά στην ζωή, κοντά στο μεγαλείο της φύσης, παίρνοντας τους μακριά από τις ασχολίες της καθημερινότητας. Πολλοί από αυτούς, δεν επισκέπτονται τους υγρότοπος μόνο για να καρπωθούν τα αγαθά που τους χαρίζει, αλλά και για να προσφέρουν άμεσα (εκτός από έμμεσα) την διατήρηση και βελτίωση των οικοσυστημάτων αυτών.
Αποτέλεσμα είναι, η θήρα να έχει αναγνωριστεί από την επιστημονική κοινότητα ως μία από τις αξίες των υγροτόπων. Αξία, που όσο είναι ανάγκη να συνεχίσει να υπάρχει σε οποιαδήποτε περιοχή, άλλο τόσο είναι ανάγκη να ασκείται στο πλαίσιο της ορθολογικής χρήσης. Στο άρθρο αυτό, παρουσιάζονται στοιχεία όσον αφορά την θήρα των υδροβίων πτηνών στην Ευρώπη, αναφέρονται οι ιδιαιτερότητες που υπάρχουν μεταξύ των κρατών και τέλος γίνονται υποδείξεις για την διαχείριση των πληθυσμών τους στην Ε.Ε. και την Δυτική Παλαιαρκτική γενικότερα ως ένα ενιαίο σύνολο.

Εισαγωγή
Η ολοκληρωμένη προστασία και διαχείριση των πληθυσμών των υδρόβιων και παρυδάτιων , όπως και όλων των αποδημητικών πτηνών, γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τους διαδρόμους μετανάστευσης. Η Ευρώπη, περιλαμβάνεται στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Παλαιαρκτικής, η οποία εκτείνεται από τις περιοχές αναπαραγωγής στην Σκανδιναβία και τη Δυτική Σιβηρία, μέχρι τις περιοχές διαχείμασης στη Νότια και Δυτική Αφρική.

Οι μεταναστευτικοί αυτοί διάδρομοι, περνούν από περισσότερα 50 κράτη της Ευρώπης και Αφρικής, με περίπου αντίστοιχο αριθμό διαφορετικών νομικών συστημάτων, ιδιοκτησιακών καθεστώτων και κυνηγετικών παραδόσεων. Η συνεργασία και ο συντονισμός επομένως της διαχείρισης των πληθυσμών των υδροβίων, είναι κάτι ιδιαίτερα δύσκολο για να επιτευχθεί γεγονός που αποτελεί βασική διαφορά σε σχέση με την Βόρειο Αμερική.

Η περιπλοκότητα αυτή στη δημογραφική σύνθεση, σημαίνει ότι ακόμα και βασικά στοιχεία όπως είναι ο συνολικός αριθμός κυνηγών, μπορούν μόνο κατά προσέγγιση να εκτιμηθούν. Όσον αφορά τα 15 κράτη μέλη της Ε.Ε. προσθέτοντας τη Νορβηγία και την Ελβετία, υπάρχουν συνολικά 7,5 εκατομμύρια κυνηγοί. Το υψηλότερο ποσοστό παρουσιάζεται στη Φιλανδία, όπου σχεδόν ένας στους 17 κάτοικους έχει άδεια κυνηγίου. Οι Σκανδιναβικές χώρες προηγούνται σε σχέση με τις Μεσογειακές, όπου ένας στους 35 Έλληνες ή Γάλλους και ένας στους 39 Ισπανούς ή 62 Ιταλούς έχουν άδεια κυνηγίου. Χαρακτηριστικό είναι, ότι το χαμηλότερο ποσοστό συναντάται στις χώρες που έχουν “γερμανικού” τύπου κυνηγετικές παραδόσεις με έμφαση στις ιδιωτικές κυνηγετικές περιοχές. Στη Γερμανία ειδικότερα, αντιστοιχούν μόνο τρεις κυνηγοί ανά χίλιους κατοίκους και μόνο δύο στις χώρες της Ολλανδίας και του Βελγίου.

Σχετικά λίγοι από αυτούς, κυνηγούν υδρόβια πτηνά. Ένας τυπικός Ευρωπαίος διευθυντής εταιρείας, τις περισσότερες φορές κυνηγά πέρδικες ή φασιανούς και ελάφια, δεδομένου ότι “οι κυνηγοί υδροβίων” (όπως είναι γνωστοί στη Βρετανία ως “wildflowers”), είναι κυρίως κάτοικοι της υπαίθρου και εργάτες. Έτσι, η τάξη ή καλύτερα το επάγγελμα, μέχρις ενός ορισμένου σημείου, παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην εκλογή του θηράματος.

Το κυνήγι των υδροβίων δεν έχει τον ίδιο βαθμό δημοτικότητας σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.. Είναι φυσικό, ότι το ποσοστό των κυνηγών υδρόβιων πτηνών σε κάθε χώρα εξαρτάται από την έκταση των παράκτιων περιοχών και των λοιπών υγροτοπικών οικοσυστημάτων. Έτσι ένα μεγάλο ποσοστό των Δανών πηγαίνει για υδρόβια περισσότερο τακτικά, ενώ από την άλλη, οι Γερμανοί και οι Ελβετοί προτιμούν τριχωτά θηράματα όπως είναι τα ελάφια και τα αγριογούρουνα.

Νομικό πλαίσιο
Τα κυνηγετικά δικαιώματα στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης, σχετίζονται άμεσα στο μεγαλύτερος μέρος τους με την ιδιοκτησία γης. Τα δημόσια κυνηγετικά δικαιώματα, εκτός από το σύνολο σχεδόν της Ελλάδας, συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμα σε μερικές ακτογραμμές της Γαλλίας, Σκοτίας και Σκανδιναβίας και σε ελάχιστες περιοχές, που συνεχώς μειώνονται στην Μεσογειακή λεκάνη. Για τα περισσότερα κράτη, ο ιδιοκτήτης της περιοχής είναι αυτός που έχει τα κυνηγετικά δικαιώματα και την επιλογή της κράτησης ή της χρήσης ή της προσωρινής παραχώρησης αυτών σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Σε κάποιες χώρες, όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Γερμανία, είναι απαραίτητο να υπάρχει μια ελάχιστη έκταση πριν επιτραπεί το κυνήγι σε ένα κτήμα (από 25 έως 80 εκτάρια). Στη Γαλλία, τα κυνηγετικά δικαιώματα για κτήματα που είναι μικρότερα από 20 εκτάρια μεταφέρονται αυτόματα στον τοπικό κυνηγετικό σύλλογο.

Όσον αφορά τα επιτρεπόμενα για κυνήγι υδρόβια πτηνά και τις κυνηγετικές περιόδους, η Ε.Ε. υιοθέτησε ένα νομοθετικό πλαίσιο το 1979, τη λεγόμενη “Οδηγία για τα πτηνά 79/409”. Η οδηγία αυτή, θέτει τις κατευθυντήριες γραμμές στην διαχείριση των ειδών και αναφέρει τα είδη στα οποία είναι δυνατόν να επιτραπεί το κυνήγι σε κάθε κράτος μέλος.

Για τα οποία θα είναι τελικά, τα είδη των υδροβίων και παρυδάτιων, που οι διάφορες χώρες κατατάσσουν ως επιτρεπόμενα θηράματα, εξαρτάται από το ποσοστό των κυνηγών υδροβίων από το ενδιαφέρον τους για τα διάφορα είδη υδροβίων πτηνών και βέβαια το σπουδαιότερο κριτήριο, θα πρέπει να είναι η κατάσταση των πληθυσμών τους. Έτσι, οι επιφανειακές πάπιες (πρασινοκέφαλη, σφυριχτάρι, κ.α.) αποτελούν θηράματα σχεδόν σε όλη την περιοχή διαβίωσής τους, ενώ οι καταδυτικές και οι θαλάσσιες πάπιες θηρεύονται σε λιγότερες χώρες.

Γενικά, η κυνηγετική περίοδος των υδροβίων στην Ευρώπη, διαρκεί από τα μέσα του Αυγούστου μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου ή Φεβρουαρίου. Συγκεκριμένα, στην Πορτογαλία και Ολλανδία το κυνήγι της πρασινοκέφαλης (Anas platyrhychos) ξεκινά από 15/8, στην Βρετανία το μπεκατσίνι (Gallinago gallinago) κυνηγιέται από 12/8, ενώ στην Φιλανδία για το αρσενικό της πουπουλόπαπιας (Somateria mollisima) επιτρέπεται η θήρα από 1/6, από την άλλη, η περίοδος κλείνει στη Γαλλία, Ελλάδα και Βρετανία τον Φεβρουάριο. Το κυνήγι δεν επιτρέπεται απαραίτητα κάθε μέρα της κυνηγετικής περιόδου. Έτσι, ορισμένες χώρες απαγορεύουν το κυνήγι την ημέρα της Κυριακής και κάποιες άλλες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, επιτρέπουν την άσκηση του κυνηγιού μόνο για συγκεκριμένες μέρες. Επίσης, άξιο λόγου είναι, ότι σε ελάχιστα κράτη υπάρχουν όρια κάρπωσης ανά κυνηγετική έξοδο (στην Ελλάδα επιτρέπονται μέχρι δώδεκα πτηνά για το σύνολο των ειδών πάπιας και φαλαρίδας και μέχρι δέκα πτηνά για την νερόκοτα, μπεκατσίνι και καλημάνα). Άρα, το επίπεδο της κάρπωσης, περιορίζεται με έμμεσο τρόπο από την διάρκεια της περιόδου, το αριθμό των ημερών κυνηγίου ανά εβδομάδα ή μήνα και από χωρικούς περιορισμούς (κυρίως, λόγο κυριότητας γης.) Αποτέλεσμα, είναι να μην υπάρχει καμιά εγγύηση ότι η κάρπωση των θηραμάτων γίνεται μέσα στα πλαίσια της αειφορίας. Και βέβαια, τι είναι αυτό που μας βεβαιώνει ότι η άσκηση του κυνηγιού, προχωρά παράλληλα με τη διατήρηση και βελτίωση των υγροτόπων, ως χώρων ανάπτυξης των πληθυσμών των υδροβίων;

Η απάντηση, για αρκετές χώρες της Ε.Ε., αναφέρεται στο προσωπικό συμφέρον. Λόγω του γεγονότος, ότι το μεγαλύτερο μέρος των περιοχών βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών, είτε είναι ένα συγκεκριμένο άτομο, είτε ένας κυνηγετικός σύλλογος, υπάρχει στενή σχέση μεταξύ του κυνηγού και της “περιοχής του”. Αυτή η σχέση, δίνει ένα ισχυρό κίνητρο στους κυνηγούς και στους ιδιοκτήτες γης ώστε να ρυθμίζουν το βάθος των υδάτων, τον έλεγχο του πληθυσμού των αρπάγων, την βελτίωση της βλάστησης, την δημιουργία κατάλληλων θέσεων φωλεοποίησης και αν καλλιεργούν τη γη μπορούν να αποφύγουν την αποξήρανση των υγροτόπων ή την απόθεση υπερβολικών νιτρικών. Με άλλα λόγια, έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν ενδιαιτήματα για την υδρόβια πτηνοπανίδα και επομένως να διασφαλίσουν για τους εαυτούς τους, τη μέγιστη κάρπωση των θηραμάτων. Και βέβαια, εδώ δεν μπορεί παρά να διερωτηθεί κανείς:
– πώς είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν δράσεις, από την μοναδική πολυπληθή κοινωνική ομάδα που ασχολείται με το περιβάλλον και είναι οργανωμένη σε τοπικό επίπεδο στην Ελλάδα (που δεν είναι άλλοι από τους κυνηγούς) όταν υπάρχει η ολική απαγόρευση του κυνηγίου στο 80% περίπου της έκτασης των ελληνικών υγροτόπων όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Δανία, ανέρχεται σε 20%;
– ακόμα, υπάρχει πολιτική τέτοια, ώστε τα μέλη ενός τοπικού κυνηγετικού συλλόγου στην Ελλάδα, να φτάσουν σε επίπεδο ώστε να ασχοληθούν με την βελτίωση του υγροτόπου της περιοχής τους;

Η διαχείριση των πληθυσμών των υδροβίων στην Ε.Ε. στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα.
Η διατήρηση των ενδιαιτημάτων, αν και είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας δεν αποτελεί την ολοκληρωμένη λύση από μόνη της. Αυτό συμβαίνει, γιατί και να δημιουργήσουμε ή να συντηρήσουμε κατάλληλα ενδιαιτήματα για τα πτηνά και αυτό πάλι δεν είναι αρκετό, εάν απαιτούμε την ορθολογική χρήση των πληθυσμών τους.

Για να γίνει κατανοητό αυτό, η Ε.Ε. και γενικότερα οι χώρες της Δυτικής Παλαιαρκτικής, δεν έχουν από το να παραδειγματιστούν από την διαχείριση των πληθυσμών των υδροβίων στην Βόρεια Αμερική, όπου:
1) Γίνονται προσπάθειες, ώστε οι πληθυσμοί να διατηρούνται στα επιθυμητά επίπεδα, με αποτέλεσμα να δίνουν την μέγιστη αειφορική κάρπωση. Στόχος, που επιτυγχάνεται με περιγραφή της δυναμικής των πληθυσμών και γνώση του αριθμού των πτηνών που θηρεύονται.
2) Τα αποτελέσματα των ερευνών, σχετικά με την οικολογία και βιολογία των ειδών υπάρχει η δυνατότητα εφαρμογής τους, μέσω των κατάλληλα στελεχωμένων υπηρεσιών και της χρηματοδότησης και εθελοντικής εργασίας από μέρους των κυνηγών.
3) Η χρήση των σκαγιών από μόλυβδο έχει ολοκληρωτικά απαγορευτεί στους υγρότοπους.
Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, όπου επιεικώς θα μπορούσε να χαρηκτηρισθεί ότι είναι μισό αιώνα πίσω από την Β. Αμερική (εκτός από μερικές χώρες όπως Βρετανία, Γαλλία, κ.α.), οι στόχοι που θα πρέπει να γίνουν προσπάθειες ώστε να επιτευχθεί κάποια πρόοδος για την επόμενη δεκαετία, φαίνεται να είναι:

Α) Η μη χρήση σκαγιών από μόλυβδο για το κυνήγι στους υγρότοπους.
Στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε για την “Δηλητηρίαση από Μόλυβδο των Υδρόβιων Πτηνών” το οποίο οργάνωσε η IWRB στις Βρυξέλλες τον Ιούνιο του 1991, οι Ευρωπαίοι κυνηγοί συμφώνησαν, ότι ο μόλυβδος από τα σκάγια εναποτίθεται στους υγρότοπους, με αποτέλεσμα την δηλητηρίαση των υδροβίων. Αν και η επακόλουθη θνησιμότητα είναι χαμηλή, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εναρμονίζεται στα πλαίσια της ορθολογικής χρήσης, βάση της οποίας θα πρέπει να διεξάγεται η θήρα.

Ο δρόμος που θα πρέπει να ακολουθηθεί έχει τρεις πτυχές. Πρώτον, να διατεθούν στην αγορά μη τοξικά φυσίγγια, τα οποία θα έχουν τιμή πώλησης που θα είναι ανάλογη με αυτή των φυσιγγίων από μόλυβδο και παράλληλα θα αποδίδουν την ίδια ενέργεια, που είναι απαραίτητη για το θάνατο του θηράματος ώστε να μην αυξηθεί το ποσοστό των τραυματισμένων. Αυτά τα φυσίγγια, δεν θα πρέπει να αναπτύσσουν πιέσεις οι οποίες θα είναι υπερβολικές για τα ευρωπαϊκά όπλα. Δεύτερον, θα πρέπει να τεθούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες σε ρεαλιστικά χρονοδιαγράμματα για την αντικατάσταση των φυσιγγίων. Τρίτον, θα πρέπει ο κάθε κυνηγός να ενημερωθεί για την ανάγκη αυτών των μέτρων και για την ασφάλειά του κατά την χρήση των νέων φυσιγγίων. Η απαγόρευση της χρήσης μολύβδου, έχει ήδη επιτευχθεί από τις κυβερνήσεις αρκετών κρατών της Ε.Ε. όπως είναι η Δανία, η Ολλανδία, η Γερμανία και η Βρετανία.

Τέλος, στην Αφρικανό-Ευρασιατική Συμφωνία για τα Υδρόβια Πτηνά (AEWA) που έχει υπογραφεί από την Ελλάδα, αναφέρεται στο σχέδιο δράσης, ότι οι χώρες που συνεχίζεται η χρήση μολύβδου, θα πρέπει από το 2000 να ξεκινήσουν ενέργειες για την απαγόρευσή του.

Β) Διεύρυνση της καταμέτρησης των πληθυσμών των υδροβίων.
Οι μεσοχειμωνιάτικες καταμετρήσεις που πραγματοποιούνται στην Δυτική Παλαιαρκτική, διεξάγονται, διεξάγονται σε ικανοποιητικό βαθμό στην βόρεια, δυτική και κεντρική Ευρώπη, αντίθετα στην νότια και ανατολική Ευρώπη (και στην Ελλάδα), στην μέση Ανατολή, Ασία και Αφρική υπάρχουν πολλές περιοχές (ακόμα και ολόκληρες χώρες), όπου δεν πραγματοποιούνται καταμετρήσεις (σύμφωνα με στοιχεία από το Wetlands International).

Γ) Εφαρμογή αξιόπιστων μεθόδων εκτίμησης της κάρπωσης.
Ήδη, έχουν γίνει σημαντικά βήματα όσον αφορά τις στατιστικές κάρπωσης σε αρκετές χώρες, απαιτείται όμως βελτίωση ώστε να συγκεντρώνονται περισσότερα και πιο ακριβή στοιχεία. Έτσι γίνεται αντιληπτό, ότι και στην Ελλάδα είναι ανάγκη η αξιόλογη προσπάθεια της Συνομοσπονδίας μέσω του προγράμματος Άρτεμις, να στηριχθεί από όσο το δυνατόν περισσότερους κυνηγούς και ιδιαίτερα από αυτούς που ασχολούνται με τον ευαίσθητο τομέα του κυνηγίου των υδροβίων.

Δ) Επαρκής επιμόρφωση των κυνηγών και εφαρμογή των νόμων.
Αυτά είναι θεμελιώδη συστατικά για να εφαρμοστεί το κυνήγι στο πλαίσιο της ορθολογικής χρήσης. Προς την κατεύθυνση αυτή, είναι αξιόλογες οι προσπάθειες πολλών κρατών της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης. Δυστυχώς όμως, στα υπόλοιπα κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα η εκπαίδευση των κυνηγών σχεδόν δεν υφίσταται.

Οι υποδείξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορούν να θεωρηθούν ως στοιχειώδεις και μαζί φιλόδοξες, αφού αφορούν ένα μεγάλο αριθμό κρατών, με την κάθε χώρα να έχει το δικό της νομικό σύστημα και επίπεδο εφαρμογής της θηραματοπονίας. Έτσι, φαίνεται ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει καμιά εγγύηση ότι όλα αυτά μπορούν να επιτευχθούν στο άμεσο μέλλον. Μπορεί απλά να διατυπωθεί, ότι αυτοί είναι οι πιο επιτεύξιμοι στόχοι για να γίνουν κάποια βήματα προς την αρχή της ορθολογικής χρήσης.
Για τον σκοπό αυτό, τον Ιούνιο του 1995, υπογράφηκε από την Ελλάδα και άλλες 17 χώρες της Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας η Αφρικανό-Ευρωσιατική Συμφωνία για τα Υδρόβια Πτηνά (AEWA). Η Συμφωνία αυτή, εμπεριέχει τα παραπάνω στοιχεία και θεωρείται ότι θα αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο για μια ουσιαστική πολιτική διαχείρισης των υδροβίων πτηνών. Βασικοί στόχοι του Σχεδίου Δράσης της Συμφωνίας, είναι η διατήρηση των ειδών και των ενδιαιτημάτων, η διευθέτηση των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, η διεξαγωγή ερευνών καθώς και η εκπαίδευση και πληροφόρηση. Η κάθε χώρα υποχρεώνεται να συνεισφέρει οικονομικά, αλλά υπάρχει και η προτροπή προσφοράς τεχνικής και οικονομικής βοήθειας μεταξύ γειτονικών κρατών.

Συμπεράσματα
Στην Ευρώπη και γενικότερα στην Δυτική Παλαιαρκτική, θα πρέπει να ληφθούν δράσεις οι οποίες θα οδηγήσουν στην εγκατάλειψη τη φιλοσοφίας “προστατεύω απαγορεύοντας”, που έχουν ως αποτέλεσμα την μείωση της αξίας των υγροτόπων και εφαρμοστούν οι πρακτικές της Β. Αμερικής της φιλοσοφίας “διαχειρίζομαι για να έχω αειφορική κάρπωση”.

Πρέπει να σημειωθεί, ότι μια τέτοια πολιτική θα πρέπει να περιλαμβάνει την από κοινού σύσκεψη και έρευνα όλων των μερών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, καθώς και την εύρεση ρεαλιστικών λύσεων. Ο αποκλεισμός μιας οποιαδήποτε ομάδας συμφερόντων, μπορεί μόνο να προκαλέσει την αποξένωση ενός τομέα του οποίου η συνεργασία είναι απαραίτητη για να εφαρμοστεί αυτή η πολιτική.

Οι κυνηγετικές οργανώσεις της Ευρώπης που απαρτίζουν την FACE, συναισθάνονται πλήρως την ευθύνη που έχουν οι κυνηγοί απέναντι στους πληθυσμούς των υδρόβιων και παρυδάτιων πτηνών και είναι έτοιμοι να συνεισφέρουν σε όλες τις σοβαρές πρωτοβουλίες οι οποίες στοχεύουν την διατήρηση αυτού του πολύτιμου πόρου.

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΥΔΡΟΒΙΩΝ ΘΗΡΑΜΑΤΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ
ΕΙΔΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ (1) 1970-1990 ΠΟΝΤΟΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΣ (2) ΣΤΟΙΧΕΙΑ 19944 ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ (3) 1968-76 – 1982-92: σύγκριση μέσων όρων
Anser anser*
σημαντικά
αυξανόμενος – κυμαίνεται
Anser albifrons* αυξανόμενος – κυμαίνεται
Anas Penelope σταθερός 50% μείωση από το 1982 84.000 – 64.000
Anas crecca
ελαφρώς
μειούμενος σταθερός 53.000 – 38.000
Anas
Platyrhynchos
σταθερός 75% μείωση από το 1986 37.400 – 23.000
Anas acuta μειούμενος 75% μείωση από το 1967 47.000 – 28.000
Anas
querquedula
σημαντικά μειούμενος μείωση –
Anas clypeata μειούμενος – 11.000 – 14.000
Aythya ferina σταθερός μείωση 39.000 – 45.000
Aythya fuligula σημαντικά
αυξανόμενος – 5.800 – 4.700
Callinula
chloropus σταθερός – –
Fulica atra αυξανόμενος – 125.170 – 74.000
Vanellus vanellus σημαντικά μειούμενος – –
Gallinago
gallinago
σημαντικά μειούμενος – –
Lymnocryptes
Minimus * σταθερός – –
* είδη που τα τελευταία χρόνια δεν επιτρέπεται η θήρα τους
(1) The EBCC Atlas of European breeding birds, 1997, (2) Rose P.M 1994,
(3) Handrinos G. & T. Akriotis, the birds in Greece, 1997

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΙΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΥΔΡΟΒΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΥΔΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Σφυριχτάρι (Anas Penelope)
15/9 – 28/2
Πρασινοκέφαλη (Anas plathyrynchos)
15/9 – 20/2
Κιρκίρι (Anas crecca)
15/9 – 28/2
Σαρσέλα (Anas querquedula)
15/9 – 20/2
Χουλιαρόπαπια (Anas clypeata)
15/9 – 20/2
Κυνηγόπαπια (Aythya ferina)
15/9 – 20/2
Τσικνόπαπια (Aythya fuligula)
15/9 – 28/2
Φαλαρίδα (Fulica atra)
15/9 – 20/2
Νερόκοτα (Callinula chloropus)
15/9 – 20/2
Μπεκατσίνι (Gallinago gallinago)
15/9 – 28/2
Καλημάνα (Vanellus vanellus)
15/9 – 20/2

Από το βιβλίο “ΠΑΝ-ΘΗΡΑΣ”

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων