Η Κοινοτική Οδηγία 79/409 και η απαγόρευση κυνηγίου των αποδημητικών πουλιών στην Ελλάδα κατά τον μήνα Φεβρουάριο

0

 

1. ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στο άρθρο αυτό γίνεται προσπάθεια ένταξης:
-της παραγράφου 4 του άρθρου 7 της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409 που αναφέρει ότι: «τα αποδημητικά πτηνά δεν πρέπει να θηρεύονται κατά την επιστροφή τους στους τόπους φωλεοποίησης» και
-της απόφασης της Ελληνικής Κυβέρνησης απαγόρευσης της θήρας τον μήνα Φεβρουάριο, στο πλαίσιο ορθολογικής διαχείρισης των αποδημητικών πτηνών στην Ευρώπη. Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι η έλλειψη επιστημονικών δεδομένων δεν επιτρέπει την ανάλυση σε επίπεδο αειφορικής κάρπωσης. Επίσης σύμφωνα με το καθεστώς θήρας που επικρατεί στην Ελλάδα, η επίδραση του κυνηγίου στην αναπαραγωγική δραστηριότητα των πτηνών όπως και στο ενεργειακό ισοζύγιο λόγω όχλησης, αποδεικνύεται ότι βρίσκεται κάτω από το επίπεδο εκείνο για το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η απαγόρευση αυτή. Εκτός των παραπάνω, διαπιστώνεται ότι η φαινολογία της μετανάστευσης δεν έχει επιστημονικώς τεκμηριωθεί. Τελικά, διεξάγεται το συμπέρασμα ότι η απαγόρευση του κυνηγίου τον μήνα Φεβρουάριο είναι ατεκμηρίωτη και εκτός αυτού, δεν λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις στην άγρια πανίδα και ο περιορισμός στα οφέλη που προσφέρει η δραστηριότητα της θήρας ιδίως στην ελληνική ύπαιθρο.

 


2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που σχετίζεται με την κάρπωση ανανεώσιμων φυσικών πόρων, πρέπει να βασίζεται σε ορθολογικό διαχειριστικό σχέδιο και να διεξάγεται με στόχο την επίτευξη της αειφορίας. Προϋπόθεση, είναι η άριστη γνώση του ανανεώσιμου φυσικού πόρου. Η δε εφαρμογή της απαιτεί την ύπαρξη επιτελείου άρτια καταρτισμένων και εκπαιδευμένων ειδικών επιστημόνων και κατάλληλους μηχανισμούς και δράσεις αποτροπής παράνομων δραστηριοτήτων (καλλιέργεια συνείδησης, ενημέρωση, φύλαξη κ.λ.π.).

Ειδικά στην περίπτωση της θήρας η ορθολογική χρήση του φυσικού ανανεώσιμου πόρου «θήραμα», βασίζεται στην διερεύνηση μιας σειράς πολύπλοκων διαδικασιών οι οποίες για να γίνουν κατανοητές απαιτούν χρόνια έρευνας και εμπειρίας. Κι όταν κάποτε γίνουν κατανοητές για να καταστούν εφαρμόσιμες απαιτούνται κατάλληλος σχεδιασμός, εφαρμογή διαχειριστικών μέτρων, κοινωνική συναίνεση, μηχανισμοί ελέγχου της κάρπωσης και αποτελεσματική φύλαξη.

Η θήρευση λοιπόν, πρέπει να σταματά στο σημείο εκείνο ώστε ο αριθμός των ατόμων που θα απομείνει για να αναπαραχθεί την επόμενη αναπαραγωγική περίοδο, να είναι τέτοιος που να παράγει την μέγιστη αειφορική κάρπωση σύμφωνα πάντα με τη φέρουσα ικανότητα του βιοτόπου. Η κάρπωση επίσης πρέπει να σταματά πριν την έναρξη της αναπαραγωγικής διαδικασίας (ανάλογα με το είδος), ώστε εάν το ένα μέλος από το ζεύγος θηρευτή, τότε το άλλο να έχει αρκετό χρόνο να ζευγαρώσει. Παράλληλα, η όχληση που προκαλείται κατά τη διεξαγωγή της θήρας πρέπει να περιορίζεται σε βαθμό που να μην εμποδίζει την χρησιμοποίηση των πόρων του βιοτόπου από τα πτηνά, γιατί διαφορετικά είναι πιθανόν να υπάρξουν επιπτώσεις στην επιβίωση, την αναπαραγωγική επιτυχία των ατόμων και κατ’ επέκταση του πληθυσμού του είδους.

Οι παραπάνω αρχές, θεωρείται ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την σύνταξη μιας Κοινοτικής Οδηγίας που αφορά τη διατήρηση της άγριας πτηνοπανίδας. Τέτοια είναι η Κοινοτική Οδηγία 79/409 που ψηφίστηκε όταν μέλη της ΕΟΚ ήταν εννέα κράτη και πριν ακόμα ενταχθεί η Ελλάδα, αλλά και δύο ακόμα μεσογειακά κράτη, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Αντικείμενο της οδηγίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 είναι: «η προστασία, η διαχείριση, η ρύθμιση και η εκμετάλλευση των ειδών της πτηνοπανίδας».

 


3. Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 7 ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 79/409
Πρόκειται για το άρθρο που έχει προκαλέσει αναστάτωση στους κυνηγούς των μεσογειακών κρατών, κυρίως, γιατί σύμφωνα με αυτό κάποιοι θεώρησαν ότι πρέπει να υπάρχει ενιαία ημερομηνία λήξης της θήρας των αποδημητικών σε όλες τις χώρες της Κοινότητας. Παρ’ ότι η παράγραφος 4 του άρθρου 7 δεν αναφέρεται σε ενιαία λήξη θήρας των αποδημητικών, το 1994 επί Ολλανδικής Προεδρίας η Επίτροπος κ. Van Putten κατέθεσε αναφορά που υιοθέτησε η Επιτροπή Περιβάλλοντος και πρότεινε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την θέσπιση ενιαίας ημερομηνίας λήξης στις 31 Ιανουαρίου. Η αναφορά έγινε αποδεκτή με οριακή πλειοψηφία εννέα ψήφων. Έκτοτε, ακολούθησε μια σειρά αντιδράσεων και ενεργειών για την τροποποίηση της συγκεκριμένης Οδηγίας με αποκορύφωμα την συγκέντρωση το Νοέμβριο του 2000, 254 υπογραφών Ευρωβουλευτών που συνηγορούσαν στην τροποποίησή της. Αξίζει να σημειωθεί, ότι στη ιστορία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ποτέ τόσοι Ευρωβουλευτές δεν υποστήριξαν παρόμοια πρόταση ακόμα και όταν επρόκειτο για θέματα πολέμων ή ναρκωτικών.

Ειδικότερα, η παράγραφος 4 του άρθρου 7, αναφέρει ότι τα Κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα αποδημητικά πτηνά να μην θηρεύονται κατά την επιστροφή τους στον τόπο φωλεοποίησης. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί, ότι με την παραπάνω πρόταση, αποδεικνύεται η έλλειψη σχεδιασμού και το επιστημονικό κενό που υπάρχει στην Ε.Ε. στην διαχείριση των αποδημητικών θηραμάτων, αφού θέσπισε ένα γενικό περιορισμό της διάρκειας της κυνηγετικής περιόδου με αποτέλεσμα σε καμία περίπτωση να μην εξασφαλίζεται η επιδιωκόμενη μέγιστη αειφορική κάρπωση. Συγκεκριμένα, όλα τα είδη ανεξαρτήτως της κατάστασης και της δυναμικής των πληθυσμών τους, όπως και της θηρευτικής πίεσης, τίθενται στην ίδια βάση λήξης της περιόδου (την ημερομηνία έναρξης της επιστροφής), χωρίς να χρησιμοποιούνται τα υπάρχον επιστημονικά δεδομένα ή να επιδιώκεται η πραγματοποίηση ερευνητικών προσπαθειών που θα καταγράψουν τις διαφορές αυτές.

Εκτός των παραπάνω, στη συνάντηση της 11ης Νοεμβρίου 1998 της Επιστημονικής Ομάδας Εργασίας (Scientific Working Group) της Επιτροπής ORNIS, με θέμα την αποσαφήνιση των εννοιών που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 4, κάποιοι ειδικοί (National Experts) ανέφεραν παραδείγματα πληθυσμών αποδημητικών πτηνών των οποίων η πολυπλοκότητα των μετακινήσεών τους καθιστούσε δύσκολη στην πράξη τη χρησιμοποίηση του ορισμού σχετικά με το τι σημαίνει και πότε αρχίζει η επιστροφή των πτηνών στους τόπους φωλεοποίησης. Επιπρόσθετα, η διερεύνηση και η γνώση της φαινολογίας της μετανάστευσης και των μεταναστευτικών τύπων, θεωρήθηκε θεμελιώδης για την εφαρμογή του ορισμού στον καθορισμό των κυνηγετικών περιόδων των ειδών των μεταναστευτικών πτηνών. Ωστόσο, οι παραπάνω βασικές γνώσεις είναι ελλιπείς ή ανύπαρκτες για πολλά είδη και αρκετές χώρες όχι μόνο από έλλειψη δεδομένων, αλλά και από αδυναμία ερμηνείας τους. Έτσι οι δυσκολίες εφαρμογής των εννοιών που περιέχονται στο συγκεκριμένο άρθρο είναι σημαντικές έως ανυπέρβλητες. Σημαντικό επίσης είναι, ότι συντάχθηκε το 1979 από κράτη – μέλη κυρίως της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης (που αποτελούν τόπους αναπαραγωγής) και φαίνεται να έχει δύο στόχους, οι οποίοι σχολιάζονται στην συνέχεια:

1) Η θήρα των αποδημητικών πρέπει να σταματά για κάποιο χρονικό διάστημα πριν την έναρξη της αναπαραγωγικής περιόδου.

Η θήρα πριν την έναρξη της αναπαραγωγικής περιόδου δεν είναι δυνατόν να δικαιολογείται στους τόπους φωλεοποίησης, δηλαδή στην βόρεια και κεντρικοανατολική Ευρώπη, όπου παρατηρήσεις δείχνουν ότι ο κύριος όγκος των πτηνών, για τα περισσότερα είδη, επιστρέφει το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου και τον Απρίλιο, λίγες μέρες δηλαδή πριν την αναπαραγωγή. Έτσι στα κράτη αυτά, όπως και ισχύει άλλωστε, δεν πρέπει να διεξάγεται η θήρα των αποδημητικών την άνοιξη που καταφτάνουν. Επίσης, μετά τον Γενάρη, στα περισσότερα από αυτά τα κράτη έχουν θεσπιστεί και εφαρμόζονται απαγορευτικές διατάξεις θήρας (για τα άτομα που παραμένουν ή επιστρέφουν νωρίς), λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικρατούν αυτή την εποχή.

Αντίθετα, στις χώρες της Μεσογείου και σ’ αυτές που βρέχονται από τον Ατλαντικό, η παρουσία των περισσότερων ειδών είναι έντονη όλο τον χειμώνα – ξεχειμωνιάζουν – ενώ οι καιρικές συνθήκες επιτρέπουν την άσκηση της θήρας.

Επίσης, αυτή την εποχή (χειμώνας) τα περισσότερα είδη δεν έχουν σχηματίσει ζευγάρια. Ενώ όσον αφορά τα υδρόβια, κυρίως του γένους Anas (επιφανειακές πάπιες) συνεχίζουν τον σχηματισμό των ζευγαριών και την άνοιξη, η θήρευση λοιπόν του ενός μέλους από το ζευγάρι τον χειμώνα, αποδεικνύεται ότι δεν στερεί το άλλο από το να ζευγαρώσει ξανά, στους ένα με δύο μήνες που μεσολαβούν μέχρι την έναρξη της αναπαραγωγικής περιόδου. Επίσης ερευνητές αναφέρουν, ότι για τα είδη πάπιας δεν υπάρχει καμία απόδειξη η οποία να συνδέει την χρονική στιγμή του σχηματισμού των ζευγαριών, με την χρονική στιγμή της φωλεοποίησης ή την επιτυχία της αναπαραγωγής. Κάτι τέτοιο όμως, έχει αποδειχθεί ότι δεν ισχύει για είδη χήνας, που άλλωστε τα τελευταία έτη στην Ελλάδα δεν ανήκουν στον κατάλογο των θηρεύσιμων.

Συμπερασματικά, για τα κράτη της Μεσογείου, σύμφωνα με τα έως τώρα επιστημονικά δεδομένα, αποδεικνύεται ότι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της θηρευτικής και της αναπαραγωγικής περιόδου, είναι τέτοιο ώστε να μην υπάρχουν επιπτώσεις στην διαδικασία αναπαραγωγής των πτηνών.

2) Η άσκηση της θήρας, δεν πρέπει να δημιουργεί όχληση σε επίπεδο που να οδηγεί στον περιορισμό της εκμετάλλευσης των πόρων του βιοτόπου από τα πτηνά, με αποτέλεσμα να ικανοποιούν σε μικρότερο βαθμό τις ενεργειακές τους απαιτήσεις για το ταξίδι επιστροφής προς τις θέσεις φωλεοποίησης και την δημιουργία ενεργειακών αποθεμάτων που θα χρησιμοποιηθούν για την αναπαραγωγή.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι, ότι το 1979 που συντάχθηκε το κείμενο της οδηγίας, καμία έρευνα σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είχε να δείξει κάποια αξιόλογα αποτελέσματα σχετικά με την όχληση του κυνηγίου στα πτηνά. Μετά από 20 έτη περίπου, σε ανασκόπηση των εργασιών με αντικείμενο την όχληση διαφόρων ανθρώπινων δραστηριοτήτων στα πτηνά, αναφέρεται ότι έχουν γίνει μόνο 18 εργασίες όσον αφορά την επίδραση της όχλησης του κυνηγίου. Ερευνητής σε άρθρο του σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό, σχολιάζει ότι οι εργασίες αυτές περιορίζονται κυρίως στο να εξετάσουν την χρήση των επιμέρους περιοχών από τα πτηνά ανάλογα με την ένταση ή μη ύπαρξη της δραστηριότητας της θήρας. Δηλαδή, έγινε απλή καταγραφή του αριθμού των πτηνών (ατόμων και ειδών), χωρίς να έχουν διερευνηθεί οι συνέπειες της όχλησης στο ενεργειακό ισοζύγιο, την επιβίωση και την δυναμική του πληθυσμού των διαφόρων θηραματικών και μη ειδών.

Έτσι, μόνο σε δύο έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στον Καναδά, έχει ακολουθηθεί μεθοδολογία τέτοια, που να εξετάζει τις επιδράσεις στα πτηνά. Συγκεκριμένα στην πρώτη μελετήθηκε η επίδραση συνδυασμού αιτιών όχλησης (θήρας και πτήσεις αεροσκαφών) σε πληθυσμό χήνας, βρέθηκε ότι το ενεργειακό κόστος δύναται να καλυφθεί από τα πτηνά μέχρι ενός ορισμένου βαθμού όχλησης. Επίσης στον Καναδά, σε άλλη έρευνα αναφέρεται ότι το κυνήγι δεν επηρεάζει την διάρκεια παραμονής της χήνας σε σύμπλεγμα των υγροτόπων του Quebec κατά την φθινοπωρινή μετανάστευση.

Επίσης για τα υδρόβια, υποστηρίζεται ότι η ανακατανομή του αριθμού των πτηνών που δημιουργεί το κυνήγι, επιτρέπει τη διατήρηση της τροφής σε συγκεκριμένες θέσεις που θα μπορούν να τις εκμεταλλεύονται τα πτηνά μετά την λήξη της θηρευτικής περιόδου. Τέλος, συστήνεται ότι οι έρευνες αυτές, πρέπει να διεξάγονται όχι μόνο σε τοπικό, αλλά κυρίως σε περιφερειακό επίπεδο, διότι τα πτηνά μπορούν να μετακινούνται σε ζώνες που δεν διεξάγεται θήρα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν ουσιαστικές συνέπειες σε αυτά.

Συμπερασματικά, για να υποστηρίξει κάποιος ότι το κυνήγι επιδρά στον πληθυσμό ενός είδους μέσω της ασκούμενης όχλησης, θα πρέπει τουλάχιστον να διερευνηθεί:

1) αν η συγκεκριμένη ένταση με την οποία ασκείται το κυνήγι, αποτελεί πηγή όχλησης για τα είδη της πτηνοπανίδας, καθώς και σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο επιδρά σ’ αυτά και

2) αν σε περιφερειακό επίπεδο, το υπάρχον δίκτυο καταφυγίων άγριας ζωής είναι ικανό (σε αριθμό και έκταση), να εξασφαλίσει στα πτηνά τους πόρους εκείνους (τροφή, ξεκούραση, κάλυψη κ.λ.π.), επιτρέποντας την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών.

Μέχρι σήμερα όμως, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την αρνητική επίδραση της όχλησης της θήρας στους πληθυσμούς των αποδημητικών πτηνών σε καμία περιοχή της Ευρώπης.

Ακόμα είναι σημαντικό, ότι τα μεταναστευτικά πτηνά ανάλογα με το είδος που διαθέτουν από ένα έως δύο μήνες που χωρίζουν το τέλος του χειμώνα μέχρις ότου ξεκινήσει η αναπαραγωγική περίοδος, έτσι είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το διάστημα αυτό είναι αρκετό ώστε τα πτηνά να αναπληρώσουν τα ενεργειακά τους αποθέματα πριν την αναπαραγωγή. Για παράδειγμα, σε έρευνα όσον αφορά την δυναμική της συσσώρευσης των ενεργειακών αποθεμάτων της Βραχυραμφόχηνας (Anser brachyrhynchus) την άνοιξη πριν την αναπαραγωγική περίοδο, τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι τα πτηνά είναι ικανά να αναπληρώσουν με γρήγορο ρυθμό την ενέργεια που καταναλώθηκε στην πτήση από την Δανία στην βόρεια Νορβηγία (όπου φωλεοποιούν) μέσα σε διάστημα πέντε με δέκα ημερών.

Επιπρόσθετα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι στην χαμηλή ζώνη της Μεσογείου (που συναντώνται και τα περισσότερα μεταναστευτικά είδη), δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η διαθεσιμότητα της τροφής είναι περιορισμένη. Συμβαίνει μάλιστα, σε αντίθεση με τις χώρες της βόρειας και ανατολικής Ευρώπης η περιεκτικότητα σε ακαθάριστη πρωτεΐνη της ποώδους βλάστησης να βρίσκεται στο μέγιστο κατά το τέλος του χειμώνα και τις αρχές της άνοιξης. Ακόμα, οι καρποί αρκετών θάμνων και δέντρων βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο ωρίμανσης (π.χ. ελιές) αποτελώντας θρεπτική τροφή για τα πτηνά. Τέλος, αρκετά είδη ασπόνδυλων (έντομα, σαλιγκάρια κ.α.) έχουν ήδη αρχίσει να δραστηριοποιούνται από τον Φεβρουάριο, ανάλογα κυρίως με τις θερμοκρασίες που επικρατούν.

Όμως, το επόμενο και ουσιαστικότερο ερώτημα που καλούμαστε ως διαχειριστές ενός φυσικού ανανεώσιμου πόρου να απαντήσουμε, είναι εάν οι πρακτικές κυνηγίου και η ισχύουσα νομοθεσία που ρυθμίζει τη δραστηριότητα της θήρας, επιτρέπει την όχληση στα πτηνά.

 


4. Όσον αφορά την Ελλάδα και για την κάθε κατηγορία θηραμάτων ισχύουν τα εξής:

Α) Επιφανειακές (Anas sp.), καταδυτικές πάπιες (Aythya sp.) και φαλαρίδα (Fulica atra)
Οι χωρίς επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση άρα αυθαίρετες απαγορεύσεις της θήρας, έχουν οδηγήσει στο να μην επιτρέπεται το κυνήγι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% της συνολικής έκτασης των ελληνικών υγροτόπων. Την ίδια στιγμή που για παράδειγμα στη Δανία, το 1997 προτάθηκε – βάση επιστημονικού σχεδιασμού ώστε να μην δημιουργείται όχληση στα πτηνά – αύξηση της έκτασης των καταφυγίων θηραμάτων από το 9% της συνολικής έκτασης των υγροτόπων σε 18% περίπου. Στη χώρα μας λοιπόν, όπου υπάρχει ένα υπερβολικά μεγάλης έκτασης δίκτυο καταφυγίων δεν δημιουργείται ουσιαστικό πρόβλημα όχλησης από το νόμιμο κυνήγι.
Στις υπόλοιπες περιοχές όπου επιτρέπεται η θήρα – κυρίως περιφερειακά των λιμνών, κατά μήκος των ποταμών και των ακτών – το κυνήγι πραγματοποιείται βασικά με καρτέρι, κατά τις μετακινήσεις των πτηνών από τις θέσεις διατροφής στις θέσεις ανάπαυσης και αντίστροφα, άρα δεν δημιουργείται καμία διατάραξη στις δραστηριότητες αυτές.

Β) Η νερόκοτα (Gallinula chloropus)
Η νερόκοτα πλην ενός πολύ μικρού τμήματος του πληθυσμού της που μεταναστεύει είναι επιδημητικό είδος οπότε και δεν εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 4 της 79/409.

Γ) Το ορτύκι (Coturnix coturnix)
Σύμφωνα με εμπειρικές παρατηρήσεις, το ορτύκι φτάνει στη χώρα μας το δεύτερο δεκαήμερο του Μαρτίου. Παρ’ όλα αυτά, ένα τμήμα του πληθυσμού του διαχειμάζει στη χώρα μας και όπως προκύπτει από τα δημοσιευμένα στοιχεία του προγράμματος «Άρτεμις», ελάχιστο είναι το ενδιαφέρον για το κυνήγι του κατά το μήνα Φεβρουάριο.

Δ) Τα μπεκατσίνια (Gallinago sp.) και καλημάνα (Vanellus vanellus)
Σε σημαντικό βαθμό ισχύουν τα ίδια με τα υδρόβια σχετικά με την έκταση των καταφυγίων. Στις υπόλοιπες περιοχές, είναι δυνατή η ύπαρξη όχλησης, εφόσον μεγάλος αριθμός κυνηγών κινείται στους εκτεταμένους χώρους διατροφής των πτηνών αυτών, δηλαδή στα υγρολίβαδα και τα πλημμυρισμένα χωράφια κάτι που είναι δύσκολο να παρατηρηθεί αφού η φύση του εδάφους δεν το επιτρέπει. Ειδικότερα η καλημάνα, βάση των κριτηρίων που δίνουν ερευνητές, είναι περισσότερο ευαίσθητη από το μπεκατσίνι όσον αφορά την απόσταση πτήσης απομάκρυνσης (flight escape distance). Άρα, μικρός βαθμός όχλησης μπορεί να παρατηρηθεί τοπικά στην καλημάνα και σε μικρότερο ακόμα βαθμό στα μπεκατσίνια.

Δ) Η μπεκάτσα (Scolopax rusticola)
Ο χώρος διαβίωσης της μπεκάτσας είναι κυρίως δάση όπου η πυκνότητα των κυνηγών βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Επιπρόσθετα, ο υψηλός βαθμός απόκρυψης του είδους, το καθιστούν σχεδόν ανεπηρέαστο όσον αφορά την όχληση της θηρευτικής δραστηριότητας.

Ε) Η φάσσα (Columba palumbus)
Παρόμοια με την μπεκάτσα, βρίσκεται κυρίως σε εκτεταμένες δασικές εκτάσεις όπου η πυκνότητα των κυνηγών είναι μικρή και παράλληλα το κυνήγι της γίνεται κυρίως με καρτέρι κατά τις μετακινήσεις των πτηνών, έτσι πρακτικά είναι αδύνατον να συμβαίνει όχληση.

ΣΤ) Οι τσίχλες (Turdus sp.)
Ο βιότοπος των διάφορων ειδών τσίχλας είναι εκτεταμένος με αποτέλεσμα να απαιτείται υψηλή πυκνότητα κυνηγών ώστε να δημιουργείται όχληση. Όχληση, που μπορεί να δημιουργείται μόνο όταν το κυνήγι γίνεται με αναζήτηση και όχι κατά το πρωινό ή απογευματινό καρτέρι, από και προς τις θέσεις κουρνιάσματος. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην Ελλάδα το κυνήγι της τσίχλας γίνεται κυρίως με καρτέρι, άρα η όχληση μπορεί να θεωρηθεί ελάχιστη και μόνο σε τοπικό επίπεδο.

Ζ) Η σιταρήθρα (Alauda arvensis)
Το ενδιαφέρον των κυνηγών για αυτό το είδος θηράματος είναι μικρό, οπότε η όχληση φαίνεται να είναι ελάχιστη.

Ανακεφαλαιώνοντας, η εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 7, αφορά την Ελλάδα μόνο αν αποδειχθεί ότι ο τρόπος και ο χρόνος άσκησης της θήρας δημιουργεί σημαντική όχληση στα θηρεύσιμα και μη είδη της άγριας πτηνοπανίδας. Όμως, από την ανάλυση της υφιστάμενης νομοθεσίας που για αρκετές παραμέτρους είναι η αυστηρότερη της Ευρώπης – και των πρακτικών κυνηγίου, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το κυνήγι δύναται να δημιουργεί όχληση μόνο σε τοπικό επίπεδο και σε περιορισμένο βαθμό στα παρυδάτια και σε κάποια είδη τσίχλας. Όχληση, που ερμηνεύεται απλώς, ως μετακίνηση των πτηνών από ένα σημείο σ’ ένα άλλο ή αύξηση των απωλειών ενέργειας λόγω των περισσότερων πτήσεων, γεγονότα που σε καμία περίπτωση δεν σημαίνουν ότι τα πτηνά αδυνατούν να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες σε γειτονικές προστατευόμενες περιοχές, τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας ή και της νύχτας ή σε κάποια επόμενη χρονική περίοδο.

Ακόμα όμως και αν κάποιος ερευνητής αποδείξει ότι δημιουργείται πρόβλημα για συγκεκριμένα είδη, είναι αρκετό, να μειωθεί απλώς η ένταση της όχλησης σε επίπεδα που να μην υπάρξουν συνέπειες στα πτηνά. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι εύκολα πραγματοποιήσιμο, όπως για παράδειγμα με ρύθμιση του τρόπου της θήρας από κυνήγι με αναζήτηση σε κυνήγι με καρτέρι. Άρα, σύμφωνα με τα έως τώρα επιστημονικά δεδομένα, αποδεικνύεται ότι η εφαρμογή του επίμαχου άρθρου δεν έχει ή δεν θα έπρεπε να έχει καμία επίπτωση στην χρονική διάρκεια άσκησης της δραστηριότητας της θήρας στην Ελλάδα, ακόμα και αν ο Φεβρουάριος είναι μήνας μετανάστευσης προς τις περιοχές φωλεοποίησης!

Τέλος, αν ο επιδιωκόμενος στόχος είναι η προστασία των πτηνών από τις δυσμενείς συνέπειες που δημιουργεί η όχληση, πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στην διερεύνηση της επίδρασης περισσότερο ισχυρών πηγών όχλησης στα πτηνά, όπως είναι πτήσεις αεροσκαφών πάνω από υγροτόπους, πλεούμενα σκάφη, ύπαρξη δρόμων με υψηλή κυκλοφοριακή κίνηση κοντά σε υγροτόπους, διενέργεια αγώνων μοτοσικλετών κ.α..

 


5. ΕΙΝΑΙ Ο ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ ΜΗΝΑΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ;
Στην προσπάθεια εφαρμογής της παραπάνω πρότασης της οδηγίας, έντονος προβληματισμός έχει επικρατήσει σχετικά με τον προσδιορισμό της έναρξης της μετανάστευσης των θηραματικών ειδών. Παρ’ όλα αυτά, σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, έχει πραγματοποιηθεί μόνο μία δημοσίευση που αναφέρεται σε θηραματικό είδος της Ευρώπης κατά τα τελευταία 20 χρόνια και εξετάζει την χρονολογία ή φαινολογία (chronology or phenology) της μετανάστευσης.

Σύμφωνα με την ερευνητική αυτή προσπάθεια στον υγρότοπο Camargue της Γαλλίας, σε μία από τις σημαντικότερες περιοχές διαχείμασης του Κιρκιριού (Anas crecca crecca) στη Μεσόγειο, ερευνήθηκε η διαδικασία αποχώρησής του από τον υγρότοπο. Έτσι, εκτιμήθηκε η πιθανότητα αναχώρησης σε διάφορες χρονικές στιγμές του έτους, βάση της μεθόδου «σύλληψη σήμανση επανασύλληψη» (capture mark recapture) που πραγματοποιήθηκε τα έτη 1956 και 1957. Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι ο όρος «μαζική έναρξη της μετανάστευσης» δεν ισχύει. Το Φεβρουάριο, η πιθανότητα αποχώρησης ενός πτηνού από τον υγρότοπο είναι υποδιπλάσια, σε σύγκριση με τον Απρίλιο όπου τα πτηνά επιστρέφουν προς τις περιοχές φωλεοποίησης. Επίσης, η εγκατάλειψη του υγροτόπου το Φεβρουάριο δεν σημαίνει ότι τα πτηνά κινούνται προς βορρά, αλλά αντίθετα, φαίνεται ότι μετακινούνται προς το νότο, κάτι που σε ένα βαθμό μπορεί να αποδειχθεί από το γεγονός ότι το Φεβρουάριο του 1956 που επικρατούσε δριμύ ψύχος αυξήθηκε η πιθανότητα αποχώρησης, κάνοντας φανερό ότι τα πτηνά μετακινήθηκαν προς νότο. Ακόμα, οι ίδιοι, αναφέρουν ότι η φαινολογία της μετανάστευσης στην Ευρώπη βασίζεται κυρίως σε αποτελέσματα απλών απογραφών, για τα οποία δίνονται πολλές αντιφατικές ερμηνείες.

Οι διαπιστώσεις αυτές, είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς δεν είναι δυνατόν να υπάρχει σαφής προσδιορισμός του χρόνου έναρξης της μετανάστευσης και ότι οι έως τώρα διαπιστώσεις βασίζονται απλώς σε εκτιμήσεις και όχι σε επιστημονικές αποδείξεις σχετικά με την μετανάστευση των ειδών. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, όπου δεν έχουν πραγματοποιηθεί έρευνες, έστω, απογραφής των υφιστάμενων πληθυσμών για τα περισσότερα είδη, είναι αδύνατο να γίνουν ακόμα και εκτιμήσεις σχετικά με την έναρξη της μετανάστευσης.

Ακόμα, χαρακτηριστικό είναι, ότι η ανομοιογένεια και η ανεπάρκεια των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν από την επιτροπή ORNIS, αντικατοπτρίζεται στα αποτελέσματα που προέκυψαν από τη διακίνηση του ερωτηματολογίου (18 Δεκεμβρίου 1998) της Γενικής Διεύθυνσης DG XI σχετικά με την έναρξη της περιόδου αναπαραγωγής και τον χρόνο έναρξης της μετανάστευσης. Για παράδειγμα, η έναρξη επιστροφής της μπεκάτσας στην Ιταλία τοποθετείται στο δεύτερο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, ενώ για την Γαλλία τοποθετείται στο τρίτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου. Άλλωστε, η Επιτροπή ORNIS επεξεργάζεται τόσο τις έννοιες και τους ορισμούς που περιέχονται στο Άρθρο 7 παράγραφος 4 όσο και τα νέα δεδομένα που διατέθηκαν από τους ειδικούς των κρατών μελών όπως αναφέρεται στα πρακτικά της συνάντησης του Επιστημονικής της Ομάδας Εργασίας την 3η Μαϊου 1999. Για το σκοπό αυτό, συστάθηκε μια μικρότερη επιστημονική ομάδα της οποίας τα μέλη συναντήθηκαν στις 17 και 18 Ιουνίου 1999 στις Βρυξέλλες και αποφάσισαν την περαιτέρω επεξεργασία των στοιχείων σε μεταγενέστερες συναντήσεις τους. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση των στοιχείων της βάσης δεδομένων της Επιτροπής ORNIS δεν είναι δυνατή, επειδή αυτά τελούν ακόμα υπό έρευνα και δεν είναι οριστικά. Επιπρόσθετα, αρκετοί πληθυσμοί των ειδών που χρησιμοποιούν την χώρα μας ως σταθμό, κατά την διάρκεια του μεταναστευτικού ταξιδιού τους, αναπαράγονται στις χώρες της βορειοανατολικής Ευρώπης και βορειοδυτικής Ασίας, από τις οποίες τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα δεν έχουν συνυπολογιστεί επειδή οι ειδικοί επιστήμονες των χωρών αυτών δεν συμμετέχουν στις επιστημονικές επιτροπές και ομάδες εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, η ανατολική κυρίως Ελλάδα, αποτελεί σταθμό διαφορετικού διαδρόμου μετανάστευσης σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., άρα θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε εκτιμήσεις οι οποίες προέρχονται από τα υπόλοιπα μεσογειακά κράτη.

Παράλληλα στην Ευρώπη, ο μήνας Φεβρουάριος είναι ένας από τους ψυχρότερους μήνες του έτους και όπως είναι γνωστό οι μετακινήσεις των πτηνών εξαρτώνται άμεσα από τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες οι οποίες διαφέρουν από έτος σε έτος. Έτσι, σ’ όλη την διάρκεια του χειμώνα, λόγω των επικρατούντων δυσμενών καιρικών συνθηκών στην κεντρική Ευρώπη ή στις χώρες της βόρειας βαλκανικής χερσονήσου, φτάνουν στη χώρα μας, κατά κύματα είδη υδροβίων πουλιών (Πάπιες – Anas sp., Φαλαρίδα – Fulica atra κ.λπ) και είδη τσίχλας (Κεδρότσιχλα – Turdus pilaris). Όταν, όμως, βελτιωθούν οι καιρικές συνθήκες επιστρέφουν στους τόπους διαχείμασης με μαζικές μετακινήσεις χωρίς να θεωρείται ότι μεταναστεύουν.

Εκτός της εν γένει δυσκολίας προσδιορισμού του χρόνου έναρξης της μετανάστευσης των αποδημητικών πτηνών στη χώρα μας όπως και σε άλλες Μεσογειακές χώρες, παρατηρείται το φαινόμενο να συνυπάρχουν διαχειμάζοντας, μεταναστευτικοί, αναπαραγόμενοι και επιδημητικοί πληθυσμοί του ιδίου είδους όπως για παράδειγμα είναι ο κότσυφας (Turdus merula). To γεγονός αυτό, επισημαίνεται από τους ειδικούς των Κρατών – Μελών στο ερωτηματολόγιο που διακίνησε η ΧΙ Γενική Διεύθυνση. Σε πολλές επίσης περιπτώσεις παρατηρείται το φαινόμενο της εσωτερικής μετακίνησης ατόμων ενός πληθυσμού λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, αλλαγών στη διαθεσιμότητα της τροφής ή άλλων άγνωστων μέχρι σήμερα αιτιών. Έτσι, από παρατηρήσεις της επιστημονικής ομάδας της ΣΤ΄ Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας Θράκης προκύπτει ότι κάποια είδη επισκέπτονται τους υγροτόπους της Κεντρικής Μακεδονίας κατά τους μήνες Οκτώβριο – Ιανουάριο και τους εγκαταλείπουν ακόμα και το μήνα Δεκέμβριο για διάφορους γνωστούς και άγνωστους λόγους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει ξεκινήσει η μεταναστευτική περίοδος προς τους τόπους φωλεοποίησης.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η πολυπλοκότητα των φαινομένων της αποδημίας, σε συνδυασμό με την έλλειψη δημοσιευμένων επιστημονικών δεδομένων, καθιστούν αδύνατο τον ορισμό της φαινολογίας της μετανάστευσης των θηρεύσιμων ειδών, ειδικά αυτών των οποίων παρατηρείται αλληλοεπικάλυψη των μεταναστευτικών και των διαχειμαζόντων πληθυσμών (κελαηδότσιχλα, κότσυφας, πρασινοκέφαλη, σφυριχτάρι, σουβλόπαπια, χουλιαρόπαπια, κυνηγόπαπια κ.λ.π.).

Τέλος, είναι γεγονός ότι τα θηραματικά είδη είναι από τα πλέον πολυπληθή της Ευρώπης, ενώ μερικά θεωρούνται ακόμα και επιβλαβή σε κάποιες Ευρωπαϊκές χώρες (Φάσσα στη Μ. Βρετανία, Χήνες στην Σκανδιναβία κ.λ.π.) και θηρεύονται όλο το έτος. Μάλιστα, αξιοσημείωτο είναι ότι στην Βρετανία και Γαλλία, χώρες που έχουν αναπτύξει την επιστήμη της Διαχείρισης της Άγριας Πανίδας, συνεχίζουν την θήρα των μεταναστευτικών κατά τον μήνα Φεβρουάριο, όπως και στην Ελλάδα.

 


6. ΟΙ ΕΠΙΠΤΏΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
Η απαγόρευση του κυνηγίου, κατά τον μήνα Φεβρουάριο είναι προφανές ότι θα οδηγήσει σε επιπτώσεις τόσο για την άγρια πανίδα όσο και στους κατοίκους, κυρίως της ελληνικής υπαίθρου, συγκεκριμένα:

1) Πολλά αποδημητικά είδη αποτελούνται από επιμέρους υποπληθυσμούς οι οποίοι λόγω των διαφορετικών μετακινήσεων τους, δύναται να βρίσκονται σε διαφορετική γεωγραφική περιοχή του μεταναστευτικού διαδρόμου σε κάθε χρονική στιγμή. Αυξάνοντας τώρα την πυκνότητα των κυνηγετικών εξόδων λόγω της μείωσης του εύρους της θηρευτικής περιόδου, είναι επόμενο η κάρπωση να επικεντρωθεί σε κάποιους από αυτούς τους υποπληθυσμούς, εκεί που πρώτα μοιράζονταν μεταξύ περισσοτέρων. Άρα η κάρπωση δύναται να επιβαρύνει σε σημαντικό βαθμό συγκεκριμένους υποπληθυσμούς. Ανάλογο φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί λόγω της διαφορετικής φαινολογίας της μετανάστευσης (differential migration) μεταξύ των φύλων ή των ηλικιακών κλάσεων.

2) Ο χρονικός περιορισμός του εύρους της θηρευτικής περιόδου, αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της πυκνότητας των κυνηγών, ιδιαίτερα ίσως κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων. Επίπτωση αυτού είναι τοπικά να αυξηθεί το επίπεδο της όχλησης στα πτηνά.

3) Μία απαγόρευση η οποία δεν γίνεται αποδεκτή, αποδεικνύεται, ότι οδηγεί σε αντιδράσεις που μεταφράζονται πολλές φορές με την εκδήλωση παράνομων πράξεων.

4) Η απαγόρευση του Φεβρουαρίου θα οδηγήσει σε μείωση του αριθμού των αδειών θήρας και κατά επέκταση μείωση των χρημάτων για φιλοθηραματικούς σκοπούς.

5) Θα υπάρξουν σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις (που ανέρχονται σε πολλά δισεκατομμύρια δραχμές) σε επαγγελματικούς κλάδους που στηρίζονται από το κυνήγι (ξενοδόχους, πρατηριούχους, πωλητές κυνηγετικών ειδών, εμπορικές επιχειρήσεις σε μειονεκτικές και δυσπρόσιτες περιοχές κ.λ.π.) και κυρίως στους απλούς κατοίκους της υπαίθρου που συμπληρώνουν το πενιχρό εισόδημά τους από τον κύκλο της κυνηγετικής δραστηριότητας.

6) Η θήρα των μεταναστευτικών πτηνών για την Ελλάδα, σύμφωνα με το πρόγραμμα ΑΡΤΕΜΙΣ, αλλά και στα υπόλοιπα κράτη της Μεσογείου, λαμβάνει χώρα κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες, σε αντίθεση με τα κράτη της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, που ξεκινά σε αρκετές περιπτώσεις από τα τέλη του καλοκαιριού έως τα μέσα του χειμώνα, έτσι με την απαγόρευση του Φεβρουαρίου γίνεται φανερό ότι αναπτύσσονται προβλήματα άδικης κατανομής της κάρπωσης προς όφελος των κρατών της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης.

7) Η προστασία των θηραματικών ειδών εξαντλείται σε απαγορεύσεις που δημιουργούν εφησυχασμό, όσον αφορά δράσεις για την προστασία, διαχείριση και αύξηση των πληθυσμών των θηραμάτων και την βελτίωση των βιοτόπων τους, πολιτική που δημιουργεί περισσότερα οφέλη συνολικά για την άγρια πανίδα.

8) Περιορισμός της θηρευτικής δραστηριότητας, σημαίνει στέρηση των ωφελειών που προσφέρει η θήρα στο σύνολο των 300.000 περίπου Ελλήνων κυνηγών.

 


7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τα συμπεράσματα που δύναται να διεξαχθούν από τα παραπάνω είναι:

1) Σύμφωνα με τα έως τώρα επιστημονικά δεδομένα, γίνεται φανερό ότι η παράγραφος 4 του άρθρου 7 της οδηγίας 79/409, δεν βρίσκει εφαρμογή για τους πληθυσμούς των αποδημητικών θηραματικών πτηνών στην Ελλάδα, ακόμα και εάν ο Φεβρουάριος είναι μήνας μετανάστευσης προς τις περιοχές φωλεοποίησης.

2) Η φαινολογία της μετανάστευσης δεν έχει επιστημονικώς τεκμηριωθεί.

3) Αναμένεται η απαγόρευση της θήρας τον μήνα Φεβρουάριο, να επιφέρει επιπτώσεις στην άγρια πανίδα και στους κατοίκους της υπαίθρου.

 



8. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

1) Να γίνει προσπάθεια από την Ελληνική Κυβέρνηση σε συνεργασία με τις άλλες μεσογειακές χώρες για την τροποποίηση της παρ. 4 του άρθρου 7 της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409.

2) Οποιαδήποτε απόφαση της Ε.Ε. ή του αρμόδιου, για θέματα θήρας στη χώρα μας Υπουργείου Γεωργίας, πρέπει να συνοδεύεται με επιστημονική τεκμηρίωση.

3) Να γίνει χρήση του δικαιώματος από το Κοινοτικό Δίκαιο (άρθρ. 189 παρ. 3) που ορίζει ότι «η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αλλά αφήνει την επιλογή του τρόπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών». Έτσι, βασική επιδίωξη των υπευθύνων της αρμόδιας Διεύθυνσης Αισθητικών Δασών Δρυμών και Θήρας πρέπει να είναι η ανταπόκριση στις ανάγκες διεξαγωγής ερευνητικών προγραμμάτων και η κατάρτιση ορθολογικών διαχειριστικών σχεδίων για είδη και βιότοπους και όχι οι ετσιθελικές και αυθαίρετες απαγορεύσεις της κυνηγετικής δραστηριότητας.

 


 

Σώκος Χρήστος, Περικλής Μπίρτσας και Όλγα Μασλαρινού
Δασολόγοι – Θηραματολόγοι
ΣΤ’ ΚΟΜΑΘ (13-7-2001)

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων