Μελέτη των κορακοειδών στην Ελλάδα

0

1891-korakia.jpg

του Ευστάθιου Τσαχαλίδη
Αν. Καθηγητή ΔΠΘ
Τμ. Δασολογίας και Διαχείρισης
Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων
ΠΑΝ-ΘΗΡΑΣ

Τα κορακοειδή ανήκουν στην τάξη των στρουθιομόρφων (Passeriformes) και στην οικογένεια κορακίδες (Corvidae). Η οικογένεια περιλαμβάνει πάρα πολλά είδη που έχουν παγκόσμια εξάπλωση.
Στην Ελλάδα έχουν ευρεία κατανομή τα παρακάτω είδη της οικογένειας αυτής:
χαβαρόνι (Corvus frugilegus),

raka_pw_051226.jpg

κόρακας (Corvus corax),cora-5.jpg

μαυροκουρούνα (Corvus corone corone),

kraai_corvus-corone-th.jpg

σταχτοκουρούνα (Corvus corone cornix),

300px-corvus_corone_cornix_0379.jpg

κάργια (Corvus monedula),euja-1.jpg

καρακάξα (Pica pica), garsa-pica-pica.jpg

κίσσα (Garrulus glandarius), jay.jpg

Τα κύρια μορφολογικά χαρακτηριστικά των περισσοτέρων ειδών πού απαντώνται στην Ελλάδα, είναι: ο σκούρος χρωματισμός τον πτερώματος, η μακριά ουρά, οι μεγάλες φτερούγες και το μακρύ και ισχυρό ράμφος. Τα είδη δεν εμφανίζουν φυλετικό διμορφισμό ως προς το μέγεθος και τον χρωματισμό (τα δύο φύλα είναι όμοια) και έτσι είναι δύσκολη η διάκρισή τους. Η οικογένεια περιλαμβάνει πτηνά μεγάλου και μέσου μεγέθους, από 20 – 60cm. Τα περισσότερα είδη ζουν σε ανοικτές περιοχές, κοντά σε γεωργικές εκτάσεις. Είναι παμφάγα και το διαιτολόγιο τους περιλαμβάνει μεγάλο εύρος ειδών λείας, τόσο φυτικής, όσο και ζωικής προέλεύσης. Αυτή η τροφική συμπεριφορά συμβάλλει στην επιβίωση των ειδών, διότι λόγω τον μεγάλου τροφικού φάσματος δεν έχουν κανένα πρόβλημα ως προς τους πόρους διατροφής, πού παίζουν καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της αναπαραγωγής και στην αύξηση του πληθυσμού τους.

Ο πληθυσμός τους είναι πολύ μεγάλος και μάλιστα κατά τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί πάρα πολύ, με αποτέλεσμα ορισμένα από τα είδη της οικογένειας αυτής που έχουν πολύ μεγάλους πληθυσμούς, να θεωρούνται επιβλαβή, διότι προκαλούν σημαντικές ζημιές τόσο στη γεωργία, καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες δημητριακών (σιτάρι, καλαμπόκι, κ.ά), όσο και στην θηραματοπανίδα, διότι τρώνε αβγά και νεοσσούς θηραμάτων. Πριν από λίγα χρόνια ορισμένα είδη της οικογένειας ήταν επικηρυγμένα (καρακάξα, κάργα, σταχτοκουρούνα).
Τα είδη που ζουν ως επί το πλείστον σε χαμηλές περιοχές και κυρίως κοντά σε γεωργικές εκτάσεις, όπως: μαυροκουρούνα, σταχτοκουρούνα, κάργια και καρακάξα είναι πολύ κοινά είδη, δεν υπόκεινται σε καθεστώς προστασίας και θεωρούνται επιβλαβή λόγω τον μεγάλου πληθυσμού και της τροφικής συμπεριφοράς τους, ενώ τα είδη: κοκκινοκαλιακούδα, χαβαρόνι και κόρακας, προστατεύονται και δεν επιτρέπεται η θήρευσή τους. Τα υπόλοιπα είδη, όπως: η κίσσα ή κίσσα η βαλανιδοφάγος και καρυδοσπάστης ζουν σε ορεινές περιοχές, οι πληθυσμοί τους είναι μικροί και δεν θεωρούνται επιβλαβή.
Με βάση την βλαπτική συμπεριφορά των ειδών και για να τεκμηριωθεί η βλαπτικότητα τους, το Εργαστήριο Οικολογίας και Διαχείρισης θηραμάτων τον Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, σε συνεργασία με την ΣΤ’ Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας και Θράκης και τους κυνηγετικούς Συλλόγους αυτής, έχει σε εξέλιξη ένα πρόγραμμα ελέγχου και μελέτης της τροφικής συμπεριφοράς των παραπάνω ειδών.
Το πρόγραμμα, είναι διάρκειας τριών (3) ετών, εκ των οποίων τα δυο (2) έτη αφορούν τη συλλογή των υπαίθριων στοιχείων και το υπόλοιπο διάστημα αφορά την επεξεργασία και ανάλυση των βιολογικών δειγμάτων και την σύνταξη του τελικού παραδοτέου.
Η έρευνα θα πραγματοποιηθεί σε περιοχές των νομών της Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, κυρίως σε περιοχές όπου υπάρχει επαρκής πληθυσμός πεδινής πέρδικας (Perdix perdix).
Ειδικότερα, θα μελετηθούν, το διαιτολόγιο και η διαχρονική τροφική συμπεριφορά των ειδών. Επίσης, θα γίνει αναγνώριση του φύλου με βάση την επισκόπηση των γονάδων (διάνοιξη θώρακα και αναγνώριση των γονάδων – φύλου), καθόσον τα υπό μελέτη είδη δεν παρουσιάζουν φυλετικό διμορφισμό και στη συνέχεια, θα πραγματοποιηθούν μορφομετρικές μετρήσεις, που αφορούν το βάρος, το ολικό μήκος σώματος, το μήκος ράμφους, ταρσού, κεφαλής (κρανίο -ράμφος) και της
φτερονγας.
‘Ερευνα αυτής της μορφής, επιχειρείται για πρώτη φορά στη χώρα μας και έχει μεγάλο ενδιαφέρον προκειμένου να διαπιστωθεί η επίδραση των ειδών της παραπάνω οικογένειας στην πτηνοπανίδα και ιδιαίτερα στο είδος Perdix perdix (πεδινή πέρδικα), που απαντάται σε ικανοποιητικούς πληθυσμούς στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης και άλλων νομών (Tsachalidis 2005).
Σχετικές εργασίες με τα από μελέτη είδη δεν έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα στη χώρα μας. Μελέτες σχετικές με το διαιτολόγιο και την τροφική συμπεριφορά και τα σωματομετρικά στοιχεία έχουν πραγματοποιηθεί μόνο για το ευρωπαϊκό ορτύκι (Tsachalidis et α1. 2004),.
Στο διεθνή χώρο εργασίες, που έχουν σχέση με το διαιτολόγιο και την τροφική συμπεριφορά των υπό μελέτη ειδών της οικογένειας Corvidae, έχουν πραγματοποιηθεί πολύ λίγες (Lockie 1956, Holyoak 1968, Birkheadi 1991, Madge Soler et α1 1993 and Hilary 1994,). Επίσης, σχετικές με τις μορφομετρικές μετρήσεις και το φυλετικό διμορφισμό είναι οι εργασίες που πραγματοποίησαν οι (Koljberg and Van Eerden 1985, Bedart et α1. 1995, Glahn and Mc Coy 1995, Gruickίng et α1. 2004, Lo Valvo 2001, Albertsen et α1. 2002, Wysocki 2002, Genovart et aL 2003).
Η συλλογή των υπαίθριων στοιχείων θα πραγματοποιηθεί με εθελοντική προσφορά κυνηγών, μελών των Κυνηγετικών Συλλόγων της ΣΤ’ Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας και Θράκης, Η θήρευση των ειδών θα πραγματοποιηθεί σε όλη τη διάρκεια των ετών 2005 και 2006, με βάση ειδικής άδειας Θήρευσης τον Υπουργείου Γεωργίας και Τροφίμων.
Τα αποτελέσματα ενδιαφέρουν άμεσα και το Υπουργείο.
Για τη λήψη των στοιχείων της τροφικής συμπεριφοράς, θα καταγραφούν σε ειδικό φύλλο, η περιοχή θήρευσης, η ημερομηνία, η ώρα, οι καιρικές συνθήκες και το ενδιαίτημα των θηρευομένων ειδών. Το κάθε δείγμα (πτηνό) θα είναι εφοδιασμένο με πληροφορίες σχετικές με την ημερομηνία, τον τόπο συλλογής καθώς και με σύντομα σχόλια, απαραίτητα για την περιγραφή και αξιολόγηση τον ενδιαιτήματος.

Από κάθε δείγμα θα αφαιρε0εί το στομάχι το οποίο θα αριθμηθεί. Τα βιολογικά δείγματα θα τοποθετηθούν στην κατάψυξη (-20°C) για περαιτέρω ανάλυση. Για την έρευνα αυτή εκτιμάται ότι κατά μήνα θα απαιτηθούν τουλάχιστον 25 στομάχια για κάθε είδος και συνολικά και για τα τέσσερα (4) είδη, σε ετήσια βάση, 1200 δείγματα και με την ολοκλήρωση του Προγράμματος 2400 δείγματα.
Τα βιολογικά δείγματα με την επίβλεψη τον υπευθυνου Καθηγητή θα τα επεξεργασθούν Φοιτητές τον Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Δ.Π.Ο. Αυτό αποτελεί μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας τον Τμήματος (Σεμιναριακές ή Πτυχιακές εργασίες). Η παρουσίαση των αποτελεσμάτων θα γίνει με βάση την απόλυτη και σχετική συχνότητα εμφάνισης των ειδών της τροφής που βρέθηκαν στα στομάχια των ειδών.

Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να μελετηθεί η σύνθεση του διαιτολογίου και η διαχρονική τροφική συμπεριφορά των προς μελέτη ειδών της οικογένειας Corvidae σε περιοχές των νομών της κεντρικής Μακεδονίας. Από τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής θα διαπιστωθεί κατά πόσο τα είδη αυτά επιδρούν στην πτηνοπανίδα και ειδικότερα στην πεδινή πέρδικα. Επίσης από την επεξεργασία των σωματομετρικών στοιχείων και σε συνδυασμό με την αναγνώριση του φύλου, θα διερευνηθεί κατά πόσο είναι δυνατόν να υπάρχει σχέση μεταξύ αυτών και να εξαχθεί η σχετική καμπύλη (εξίσωση). Επίσης, θα διερευνηθεί κατά πόσο τα αποτελέσματα των μορφομετρικών μετρήσεων είναι δυνατόν να συμβάλλουν στον προσδιορισμό του φύλου.
‘Ερευνες αυτής της μορφής αποτελούν σημαντικό εργαλείο διαχείρισης διότι με βάση τα αποτελέσματα θα προταθούν διαχειριστικά μέτρα που θα συμβάλλουν στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και στην προστασία και αύξηση των πληθυσμών διαφόρων θηραμάτων και γενικότερα της πανίδας.

(το κείμενο έχει δημοσιευθεί στην έκδοση ΠΑΝ-ΘΗΡΑΣ 2006 της ΚΟΜΑΘ)

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων