Διροφιλαρίωση του σκύλου

0

1219-immitis.jpg

του Κων/νου Καψάλη – Κτηνίατρου

H Διροφιλαρίωση είναι ένα από τα σημαντικότερα και αρκετά συχνά νοσήματα του σκύλου στην Ελλάδα. Για τους σκύλους εργασίας και κυρίως τους κυνηγετικούς, η νόσος είναι ιδιαίτερα σημαντική, όχι μόνο εξαιτίας της συχνότερης εμφάνισης της σε αυτούς, αλλά και της ύπουλης μετάδοσης στους γειτονικούς σκύλους, της αιφνίδιας συχνά εμφάνισης βαριάς κλινικής εικόνας, της δαπανηρής θεραπείας της και της καταστροφής που επιφέρει στην κυνηγετική ικανότητα και αντοχή του ζώου.
Γεωγραφική και πληθυσμιακή κατανομή
Η νόσος εξαπλώνεται προοδευτικά από περιοχές με υποτροπικό κλίμα, σε περιοχές με εύκρατο. Έτσι κάθε χρόνο απαντάται συχνότερα και σε περισσότερες χώρες.
Περιοχές με συχνότερη εμφάνιση είναι η κεντρική και βορειοανατολική Αμερική (σε περιοχές των ΗΠΑ ποσοστό ως και 45% μολυσμένων ζώων όταν δεν κάνουν πρόληψη), οι μεσογειακές χώρες (κυρίως Ελλάδα, Ιταλία, βορειοανατολική Γαλλία και νότια Ισπανία), η Τουρκία και η Αυστραλία. Εισαγόμενες περιπτώσεις μολύνσεων του σκύλου από D. immitis έχουν αναφερθεί στη Μ. Βρετανία, την Ολλανδία, τη Σουηδία, την Ελβετία, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την Πολωνία και τη Γερμανία.
Όλοι οι σκύλοι στις περιοχές που είναι συχνή η νόσος είναι ευπαθείς. Οι φυλές των σκύλων που παρουσιάζουν την νόσο σε μεγαλύτερη συχνότητα είναι τα German shepherd, English pointer, setter, retriever και Beagle, ενώ οι σκύλοι που ζουν έξω, έχουν πάνω από τετραπλάσιες πιθανότητες να μολυνθούν σε σχέση με αυτούς που ζουν εντός της οικίας.
Προσβάλλονται σκύλοι κάθε ηλικίας, συνηθέστερα όμως παρατηρείται στις ηλικίες 3-8 ετών.
Αιτιολογία – τρόπος μετάδοσης
Η νόσος οφείλεται στο νηματώδες (σκωληκόμορφο) παράσιτο του αίματος Dirofilaria immitis, που στην ενήλικη μορφή του μπορεί να παρασιτεί εκτός από το σκύλο, το λύκο, την αλεπού, τη γάτα, το κουνάβι και άλλα σαρκοφάγα. Στον άνθρωπο το παράσιτο δεν μπορεί να φτάσει σε γεννητική ωριμότητα.
Στο σκύλο, το μέγεθος του αρσενικού παρασίτου μέσα στους κλάδους της πνευμονικής αρτηρίας, στην καρδιά και στην κοίλη φλέβα, φτάνει τα 20-26cm Χ 0,4-0,9 mm και του θηλυκού, τα 19-31cm Χ 0,8-1,3rnm, ενώ ο πληθυσμός τους κυμαίνεται από 1-200 ενήλικα.
Η μετάδοση από ζώο σε ζώο γίνεται με το τσίμπημα μολυσμένων

mosquito-bg.jpg

κουνουπιών. Τα κουνούπια μολύνονται μέσω της απομύζησης αίματος με μικροφιλάριες L1 από μολυσμένο ζώο. Σε διάστημα 10 -16 ημερών και με την προϋπόθεση ότι η μέγιστη ημερήσια θερμοκρασία περιβάλλοντος ξεπερνά τους 27ο C (κάτω των 14ο C η ανάπτυξη διακόπτεται), οι μικροφιλάριες μέσα στο κουνούπι εξελίσσονται σταδιακά σε μολύνουσες μορφές (προνύμφες L3) και εισβάλλουν στο επόμενο ζώο από το οποίο θα απομυζήσει αίμα το κουνούπι.
Σε διάστημα 70-110 ημερών από το τσίμπημα του μολυσμένου κουνουπιού, οι L3 προνύμφες από το δέρμα μεταναστεύουν στους υπόλοιπους ιστούς του σώματος του σκύλου και εξελίσσονται προοδευτικά σε νεαρά ενήλικα (L5) τα οποία εισβάλλουν στις φλέβες και από εκεί στην καρδιά και στους κλάδους της πνευμονικής αρτηρίας. Εκεί ενηλικιώνονται σε διάστημα περίπου τριών μηνών, γονιμοποιούνται και γεννούν μικροφιλάριες L1 οι οποίες διασκορπίζονται με την κυκλοφορία του αίματος για να απομυζηθούν από κουνούπια και να ξεκινήσει ένας νέος βιολογικός κύκλος του παρασίτου.
Οι πρώτες μικροφιλάριες εμφανίζονται στο αίμα κάτω από το δέρμα 6 με 7 μήνες μετά τη μόλυνση. Ο μέσος όρος ζωής των ενήλικων παρασίτων στο ζώο είναι 5 χρόνια, με μέγιστο χρόνο τα 9 χρόνια.

Συμπτωματολογία
Τα συμπτώματα που θα παρουσιάσει ο σκύλος εξαρτώνται από τον αριθμό των ενήλικων σκωλήκων, τη χρονιότητα του παρασιτισμού και την αντίδραση του οργανισμού στην παρασίτωση.
Η νόσος, από άποψη συμπτωματολογίας, διακρίνεται σε 3 στάδια :
Κατά το 1ο στάδιο σπάνια ο σκύλος παρουσιάζει συμπτώματα. Αν παρουσιαστούν θα είναι ελαφρά, όπως μικρή μείωση του σωματικού βάρους, μείωση της αντοχής και μερικές φορές ξηρό βήχα μετά από έντονη άσκηση.
Κατά το 2ο στάδιο η αντοχή του σκύλου στην άσκηση είναι πολύ μειωμένη και η εμφάνιση σποραδικού βήχα είναι σαφής, όπως και η μείωση του σωματικού του βάρους. Σπάνια στο στάδιο αυτό και ύστερα από έντονη καταπόνηση είναι δυνατό να εμφανιστεί αιμόπτυση. Κατά το 3ο στάδιο τα συμπτώματα είναι έντονα. Ο σκύλος παρουσιάζει κακή θρεπτική κατάσταση, γενικευμένη μυϊκή αδυναμία, έντονο βήχα, δύσπνοια και ταχύπνοια (ακόμη και κατά την ανάπαυση), αιμόπτυση και διόγκωση της κοιλιάς (ασκίτης και ηπατοσπληνομεγαλία). Στο στάδιο αυτό ο σκύλος ακόμη και μετά από μικρή άσκηση μπορεί να εμφανίσει ραγδαία επιδείνωση με οξεία δύσπνοια και πυρετό. Τα παραπάνω συμπτώματα προέρχονται από τη χρόνια πνευμονική υπέρταση και δεξιά συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και θρομβοεμβολή, ενώ μπορεί να παρουσιαστούν και προβλήματα στα νεφρά (σπειραματονεφρίτιδα). Στη βαρύτερη μορφή του σταδίου αυτού (οξύ σύνδρομο κοίλης φλέβας) ο σκύλος εμφανίζει πλήρη ανορεξία, λήθαργο, εμετούς, μεγάλη δυσκολία στην αναπνοή, αναιμία, ίκτερο (πορτοκαλί το εσωτερικό των χειλέων και των βλεφάρων), κόκκινα ούρα, καταπληξία και θάνατο.

Διάγνωση
Η διάγνωση στο πρώτο στάδιο της νόσου μπορεί να γίνει τυχαία κατά τη διενέργεια αιματολογικών εξετάσεων για άλλα νοσήματα ή κατά την εργαστηριακή προληπτική εξέταση.
Στο 2ο και 3ο στάδιο η διάγνωση βασίζεται στη συμπτωματολογία του ζώου, στην αιματολογική εξέταση, στη βιοχημική και στην ορολογική εξέταση του αίματος, όπως επίσης και σε διάφορες άλλες ειδικές και μη εργαστηριακές εξετάσεις.
Η ακτινολογική εξέταση του θώρακα είναι πολύ σημαντική λόγω της ύπαρξης τυπικών ακτινογραφικών ευρημάτων της νόσου, η έκταση των οποίων υποδηλώνει τη βαρύτητα της νόσου.
Οι κυριότερες ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις στο αίμα είναι η ανεύρεση των μικροφιλαριών (με την εξέταση νωπού παρασκευάσματος αίματος, ή με την τροποποιημένη μέθοδο Knott), η ορολογική ανίχνευση των σωματικών αντιγόνων του ενήλικου παρασίτου (με ELISA ή με αιμοσυγκόληση) και η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR).
Η ανεύρεση μικροφιλαριών θα πρέπει να συνοδεύεται πάντα από την ταυτοποίηση τους γιατί μπορεί να είναι άλλες πολύ λιγότερο παθογόνες (Dirofillaria repens) ή μη παθογόνες (Dipetalonema reconditum). Η απουσία μικροφιλαριών κατά την εξέταση δεν υποδηλώνει και απουσία νόσου (πιθανότητα σφάλματος έως και 30%).
Παρά το γεγονός ότι καμία διαγνωστική μέθοδος από μόνη της δεν αποδεικνύει 100% την ύπαρξη της Διροφιλαρίωσης στον σκύλο, ο συνδυασμός της συμπτωματολογίας με την ακτινολογική και αιματολογική διερεύνηση προσφέρει, σχετικά εύκολα, σε σχέση με άλλα νοσήματα, διέξοδο στο διαγνωστικό δίλημμα του κτηνίατρου.
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση της Διροφιλαρίωσης πρέπει να γίνεται με πολύ προσοχή και μόνο από κτηνίατρο με εμπειρία στην ιατρική του σκύλου, γιατί τα ίδια φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την ίαση, όταν δεν χρησιμοποιηθούν στο κατάλληλο θεραπευτικό σχήμα και με τη δέουσα προσοχή, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν το σκύλο στο θάνατο.
Η θεραπεία έχει ως στόχο για τα δύο πρώτα στάδια της νόσου τη θανάτωση των ενηλίκων παρασίτων και των μικροφιλαριών, ενώ για το τρίτο στάδιο αρχικά τη διατήρηση του ζώου στη ζωή και αμέσως μετά την προοδευτική μείωση των ενηλίκων και την εξάλειψη των μικροφιλαριών.
Για τη θανάτωση των ενηλίκων στη διάθεση των κτηνιάτρων υπάρχει σήμερα η μελαρσομίνη, που με την κατάλληλη χορήγηση είναι αποτελεσματικότερη και ασφαλέστερη της θειακεταρσαμίδης που χρησιμοποιήθηκε κατά αποκλειστικότητα στο παρελθόν. Η θανάτωση των μικροφιλαριών γίνεται_4-6 εβδομάδες μετά την θανάτωση των ενηλίκων και χρησιμοποιούνται η μιλμπεμυκίνη, η ιβερμεκτίνη (όχι σε Collie, Shetland Sheepdog και στους μιγάδες τους) και η μοξιδεκτίνη.
Η χορήγηση ακετυλοσαλικιλικού οξέως ή ηπαρίνης 2-3 εβδομάδες πριν έως και ένα μήνα μετά την ενηλικιοκτόνο αγωγή θεωρείται ότι βοηθά στην εξάλειψη των βλαβών των αγγείων και μειώνει τον κίνδυνο θρομβοεμβολής.
Έλεγχος της αποτελεσματικότητας της παραπάνω αγωγής θα πρέπει να γίνεται ένα μήνα μετά την μικροφιλαριοκτόνο αγωγή και στην περίπτωση θετικού αποτελέσματος απαιτείται η επανάληψη των φαρμάκων με διαφορετικό πρωτόκολλο, ενώ στην περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, να ξεκινά η μηνιαία προληπτική χορήγηση του μικροφιλαριοκτόνου φαρμάκου.
Όλα τα ζώα πρέπει να βρίσκονται υπό αυστηρό περιορισμό της κινητικής τους δραστηριότητας καθ1 όλη την διάρκεια της θεραπείας τους.
Οι σκύλοι που βρίσκονται στο δεύτερο στάδιο της νόσου και παρουσιάζουν επιπρόσθετα δεξιά συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και αυτά που βρίσκονται στο τρίτο στάδιο με προβλήματα στην καρδιά, στο ήπαρ και στους νεφρούς, θα πρέπει να ακολουθήσουν ανάλογη συμπτωματική αγωγή, πριν την ειδική αγωγή της νόσου.
Στους σκύλους που βρίσκονται στο τρίτο στάδιο και παρουσιάζουν το σύνδρομο της οπίσθιας κοίλης φλέβας θα πρέπει να προηγηθεί χειρουργική αφαίρεση ενήλικων παρασίτων με την χρήση ειδικής λαβίδας, πριν την εφαρμογή τροποποιημένης ενηλικιοκτόνου αγωγής, για να αυξηθεί η πιθανότητα επιβίωσης. Η χειρουργική αφαίρεση των παρασίτων στα ζώα αυτά είναι απαραίτητη γιατί ο αριθμός των ενήλικων παρασίτων είναι μεγάλος και όταν αυτά σκοτώνονται γίνονται περισσότερο επικίνδυνα για τον σκύλο.
Η πρόγνωση της νόσου εξαρτάται από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται. Καλή για το πρώτο στάδιο, επιφυλακτική για το δεύτερο και δυσμενής για το τρίτο. Οι σκύλοι εργασίας που βρίσκονται στο τρίτο στάδιο, σπάνια μπορούν να συνεχίσουν την εργασία τους μετά τη θεραπευτική αγωγή.
Πρόληψη
Η πρόληψη της νόσου είναι πλέον σήμερα στην χώρα μας επιβεβλημένη. Είναι γεγονός ότι, παρά τη χρήση ειδικών εντομοαπωθητικών κολάρων και σπρέι, η μόλυνση του σκύλου είναι δύσκολο να αποφευχθεί. Σε σκύλους, όμως, που μόλις μολύνθηκαν (μέχρι και 6 εβδομάδες πριν), φάρμακα όπως η μιλμπεμυκίνη και η ιβερμεκτίνη μπορούν να διακόψουν την εξέλιξη της L3 προνύμφης. (Σημ;: στην συνιστώμενη από τον κατασκευαστή προληπτική δόση η ιβερμεκτίνη μπορεί να χορηγηθεί σε όλες ανεξαιρέτως τις φυλές)
Τα φάρμακα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα για την πρόληψη της Διροφιλαρίωσης σε μηνιαία χορήγηση είναι σε μορφή χαπιών, η μιλμπεμυκίνη (Interceptor®) και η μοξιδεκτίνη (Cydectin®) και σε μορφή σταγόνων με εφαρμογή στο δέρμα (spot on), η σελαμεκτίνη (Stronghold®). Πρόκειται να κυκλοφορίσει και σε ενέσιμη μορφή η μοξιδεκτίνη (Guardian®) με διάρκεια δράσης πάνω από 6 μήνες.
Τα χάπια θα πρέπει να χορηγούνται μία φορά τον μήνα, τους μήνες που υπάρχουν κουνούπια και οπωσδήποτε από Απρίλιο μέχρι και Νοέμβριο.
Η παρουσία κουνουπιών σε πολλές περιοχές της χώρας μας, ακόμη και το χειμώνα, όταν δεν είναι πολύ βαρύς, οδήγησαν πολλούς επιστήμονες στο να συμβουλεύουν τη μηνιαία προληπτική αγωγή καθ’όλη τη διάρκεια του έτους (αν και θερμοκρασίες κάτω των 14ο C δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη των προνυμφών μέσα στα κουνούπια).
Η προληπτική χορήγηση πρέπει να αρχίζει στην ηλικία που αρχίζει και το εμβολιακό πρόγραμμα, δηλαδή περίπου δύο μηνών.
Σε περίπτωση που δεν χορηγηθεί μία δόση και περάσουν πάνω από 5 εβδομάδες από την προηγούμενη χορήγηση, η προληπτική αγωγή θα πρέπει να συνεχιστεί κανονικά σύμφωνα με την καινούρια ημερομηνία χορήγησης και μετά από 6 έως 7 μήνες να γίνει ορολογική εξέταση παρουσίας αντιγόνου ενήλικων παρασίτων.
Πριν την έναρξη της αγωγής, πρέπει να προηγείται εργαστηριακός έλεγχος του ζώου για το ενδεχόμενο να παρασιτείται ήδη από την διροφιλάρια και να παρουσιάζει μικροφιλαριαιμία. Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει πρώτα να πραγματοποιείται η θεραπεία.
Χρήσιμα συμπεράσματα
· 0 σκύλος του κυνηγού εξαιτίας του τόπου και τρόπου εργασίας του ανήκει στις κατηγορίες των συχνότερα προσβαλλόμενων από Διροφιλάρια σκύλων. Επιπρόσθετα η συμβίωση πολλών σκύλων μαζί σε περιοχές που υπάρχουν πολλά κουνούπια βοηθά στην εύκολη μετάδοση της νόσου από τον έναν σκύλο στους υπόλοιπους.
· Σε κάθε νόσημα η πρόληψη είναι προτιμότερη από την νόσηση. Ακόμη περισσότερο στη Διροφιλαρίωση, της οποίας η αντιμετώπιση απαιτεί αρκετό χρόνο, κόπο και οικονομικό κόστος και αν τελικά πετύχει, ο οργανισμός του σκύλου θα έχει υποστεί μικρές ή μεγάλες βλάβες που καθιστούν την υγεία του ευάλωτη στο μέλλον και μειώνουν την εργασιακή του αξία.
· Για την πρόληψη της νόσου, εκτός από την χορήγηση του ειδικού φαρμάκου, θα πρέπει να γίνονται τακτικοί έλεγχοι υγείας των σκύλων (τουλάχιστον σε ετήσια βάση).
Η πρόληψη πρέπει να ξεκινά από τον δεύτερο μήνα της ζωής του ζώου και να συνεχίζεται εφ’όρου ζωής κάθε μήνα του έτους που υπάρχουν κουνούπια στην περιοχή που ζει και εργάζεται ο σκύλος (οπωσδήποτε από Απρίλιο έως Νοέμβριο). Αν καθυστερήσει μία δόση λίγες μέρες, η χορήγηση συνεχίζεται κανονικά με βάση τη νέα ημερομηνία. Αν η καθυστέρηση είναι πάνω από 2 εβδομάδες, επιπρόσθετα πραγματοποιείται εργαστηριακός έλεγχος για παρουσία ενηλίκων παρασίτων 7 μήνες μετά.
· Κάθε νέος σκύλος ελέγχεται αμέσως για Διροφιλάρια.
· Φροντίζουμε να ενημερώνουμε σχετικά με τη νόσο και τους ιδιοκτήτες σκύλων που εκπαιδεύουν και κυνηγούν μαζί μας, ώστε να αποφύγουμε το ενδεχόμενο οι σκύλοι τους να αποτελούν εστίες μόλυνσης.
· Η περιοχή διαβίωσης του σκύλου θα πρέπει να καθαρίζεται τακτικά, να μην υπάρχουν στάσιμα νερά και υδατοσυλλογές και γενικά συνθήκες ευνοϊκές για τα κουνούπια (αυζ-ημένη υγρασία και θερμοκρασία). Το σκυλόσπιτο να είναι ευάερο και αν χρησιμοποιείται στρωμνή, να αλλάζεται τακτικά.
· Η χρήση εντομοπαγίδων μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο μόλυνσης και για άλλα σημαντικά νοσήματα του σκύλου που μεταδίδονται με έντομα.
· Η διάγνωση της νόσου θα πρέπει να γίνεται όσο το δυνατό νωρίτερα, για να αρχίσει έγκαιρα η θεραπεία, γι’αυτό ο ιδιοκτήτης του σκύλου θα πρέπει να απευθύνεται στον ειδικό για κάθε μεταβολή στην υγεία του ζώου.
· Οι παρενέργειες της θεραπευτικής αγωγής δεν είναι σπάνιες ακόμη και στην περίπτωση που φάρμακα και νοσηλεία πραγματοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Ο ιδιοκτήτης του σκύλου καθόλη τη διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να παρακολουθεί την κατάσταση του σκύλου του και να ενημερώνει σχετικά το θεράποντα κτηνίατρο.

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων