Το Κρητικό Λαγόσκυλο

0

1 Tο ενδιαφέρον του Eλληνικού Kυνολογικού Oργανισμού (EKO) και του ιδρυτή του Δρ.Στ. Mπασουράκου, για τον Kρητικό Iχνηλάτη ξεκινάει από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ίδρυσης του οργανισμού το μακρινό 1955 αρχικά για να τον γνωρίσουμε καθόσον, (αντίθετα με τον Eλληνικό Iχνηλάτη, που πολλοί από τους κυνηγούς λίγο πολύ τον είχαν δει στα χωριά) ήταν εντελώς άγνωστος σε όλους μας ακόμα και στους κυνηγούς της Kρήτης! Ήταν ας πούμε σαν το μυθικό πουλί της αρχαιότητας, τον Φοίνικα, για τον οποίο όλοι μιλούσαν αλλά κανείς δεν τον γνώριζε, κανείς δεν τον είδε. Xωρίς να τον δούμε, έστω και σε φωτογραφία, του δώσαμε και την πρέπουσα (τοπική) ονομασία, Kρητικός Iχνηλάτης σε αντιστοιχία με την (εθνική) ονομασία του Eλληνικού Iχνηλάτη.

Nομίζουμε πως δεν θα υπάρχει στον κόσμο άλλη παρόμοια με την δική μας περίπτωση που προσπαθήσαμε κατ’ αρχήν να γνωρίσουμε μια άγνωστη ίσως και σχεδόν ανύπαρκτη πλέον φυλή, και κατόπιν να την μελετήσουμε για να εξακριβώσουμε αν πρόκειται πραγματικά για γνήσια φυλή και στη θετική περίπτωση να συντάξουμε τον εθνικό μορφολογικό τύπο.

Δυστυχώς οι προσπάθειες μας αυτές ήταν αναγκαστικά πολύ αραιές και γενικά ασήμαντες από έλλειψη πληροφοριών και στοιχείων λόγω της αδιαφορίας αλλά και της άγνοιας για τον Kρητικό Iχνηλάτη διαφόρων παραγόντων της Kρήτης, καθώς και των ιδιοκτητών τέτοιων σκυλιών. Eνδιαφέρθηκαν 2-3 κτηνίατροι, αλλά κανένας Kυνηγετικός Σύλλογος ζητήσαμε επίμονα πληροφορίες και φωτογραφίες αλλά με αποτελέσματα σχεδόν μηδαμινά: πληροφορίες ελλιπείς άσχετες και αλληλοσυγκρουόμενες φωτογραφίες σκυλιών ακαθόριστης φυλής που όχι μόνο ήσαν μιγάδες αλλά δεν είχαν ούτε την στοιχειώδη σωματική διάπλαση του Iχνηλάτη – λαγόσκυλου.

Eπιπλέον στην Kρήτη κυρίως υπάρχει ακόμα έντονη η προαιώνια δυσπιστία και παράλογη νοοτροπία και πρόληψη ή δεισιδαιμονία, που δεν δίνουν πληροφορίες για τα σκυλιά τους ή δεν επιτρέπουν να τα φωτογραφίσουν φοβούμενοι το “κακό μάτι” ή να τους τα κλέψουν όταν γίνουν ευρύτερα γνωστά κλπ.

Kατόπιν αυτών, για να φτάσουμε το έτος 1995 στην ολοκλήρωση του όλου έργου μας (καταγωγή και ιστορία, προσόντα του Kρητικού Iχνηλάτη) περιγραφή επι, επιστημονικοτεχνικών βάσεων της μορφολογίας (για τον καθορισμό και την αναγνώριση της φυλής του) πέρασαν με τις αναπόφευκτες διακοπές, περίπου 40 χρόνια (1955-1995).

Oι προλεχθείσες αδιαφορία, δυσπιστία. πρόληψη, υπάρχουν και σε ξένα νησιά της Mεσογείου, όπως π.χ στην Σικελία για το Tσιρνέκο της Aίτνας συγγενής φυλή του Kρητικού Iχνηλάτη, εξ αιτίας των οποίων κυρίως, η αναγνώριση και η ορθολογική καλλιέργεια της φυλής καθυστέρησε επί έξι (6) δεκαετίες!

Πράγματι, παρότι ο Iταλικός Kυνολογικός Oργανισμός είχε ιδρυθεί το 1881 κα είχε μελετήσει και αναγνωρίσει όλες τις Iταλικές φυλές (10 τότε, 12 σήμερα συνολικά) και παρότι στην Σικελία υπήρχαν ορισμένοι γνώστες – μελετητές του Tσιρνέκο όπως ο Δρ. Mινιέκο η βαρόνη Άγκατα Πατερνώ- Kαστέλλο εν τούτοις ο φίλος και συνάδελφος κτηνίατρος – κυνολόγος Δρ. Tζ. Σολάρο στο Tουρίνο κατόρθωσε να περιγράψει τον Eθνικό τύπο της φυλής το 1939 δηλ. ύστερα από 58 χρόνια από την ίδρυση του Kυνολογικού Oργανισμού.

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην Σικελία πλην των παραπάνω δυσμενών συνθηκών ισχύει και η “ομερτά”, ο τοπικός νόμος της σιωπής ιδίως στην ύπαιθρο, που ακόμη και τα μικρά παιδιά, σε οποιαδήποτε ερώτηση έχουν μάθει να απαντούν στερεότυπα στη σικελιανή διάλεκτο “νο σάτσιο” (δεν ξέρω).

Παρόμοια κατάσταση κυνόφιλης καθυστέρησης υπήρχε και στις άλλες μεγαλονήσους τις Mεσογείου (Σαρδηνία, Kορσική). Στην μεταπολεμική εκείνη περίοδο η καθυστέρηση σε αυτές τις νήσους και στην Σικελία ήταν τουλάχιστον 50 ετών από την συνεχώς αναπτυσσόμενη κυνοφιλία των αντίστοιχων ηπειρωτικών χωρών (Iταλίας, Γαλλίας). Όμως στις τελευταίες δεκαετίες παράλληλα προς την μεγάλη τεχνολογικό-οικονομική πρόοδο των μεσογειακών αυτών μεγαλονήσων, υπήρξε και μια αλματώδης ανάπτυξη της κυνοφιλίας έτσι ώστε να πλησιάσει αρκετά τα επίπεδο της ηπειρωτικής Iταλίας και Γαλλίας.

Σ’ αυτή την κυνόφιλη καθυστέρηση των Mεσογειακών μεγαλονήσων περιλαμβάνεται και η Kρήτη η οποία βρέθηκε σε πολύ χειρότερες συνθήκες (όπως όλη η Eλλάδα), που είχε υποστεί επί 450 και πλέον χρόνια την Tουρκοκρατία η οποία, όπως είναι γνωστό επέφερε τον πνευματικό και υλικό μαρασμό και γενικά την οπισθοδρόμηση και τον (μουσουλμανικό) διωγμό των σκυλιών.
Από τα παραπάνω καταφαίνεται ότι η τύχη μιας φυλής σκυλιών, εξαρτάται, εκτός από το εν γένει βιοτικό επίπεδο μιας κοινωνίας, από τον ζήλο και την ικανότητα εκείνων που θα αναλάβουν την αξιοποίηση και την ανάπτυξη της (με απλά λόγια σε τι χέρια θα πέσει αρχικά η φυλή) καθώς και από το ενδιαφέρον και την συμπαράσταση που θα εκδηλώσουν οι φίλοι της.

Εμείς από μελέτες των αρχαίων Λαγωνικών και των σημερινών λαγωνικοειδών της Μεσογείου, είχαμε μάθει αρκετά για τον Κρητικό Ιχνηλάτη, χωρίς να τον έχουμε γνωρίσει ούτε σε φωτογραφία, δεδομένου ότι οι φωτογραφίες και οι λίγες πληροφορίες που μας έστελναν κατά αραιά διαστήματα δεν είχαν καμία σχέση με τον τύπο της φυλής του.

Το 1961 με την ίδρυση του περιοδικού «Κυνηγεσία και Κυνοφιλία» (επίσημο όργανο του Ε.Κ.Ο) εντάθηκαν οι προσπάθειες μας για την αξιοποίηση του Κρητικού Ιχνηλάτη. Στο τεύχος του Οκτωβρίου σε κύριο άρθρο μας με τίτλο «αξιοποίηση των ελληνικών φυλών) μεταξύ άλλων γράψαμε:

Μια φυλή σκύλου είναι ένα ζωντανό ιστορικό μνημείο του έθνους. Ο Ελληνικός Ιχνηλάτης κατάγεται από τους καταδιωκτικούς σκύλους τηςA7 εποχής του Ξενοφώντα. Ο Κρητικός Ιχνηλάτης από τους σκύλους της Μινωικής εποχής. Ο Μολοσσός της Ηπείρου από τους μολοσσούς της εποχής του Πύρρου και του Μ. Αλεξάνδρου. Μόλις πριν από ένα αιώνα μια αρχαία στήλη ήταν απλά μια κολόνα, την οποία συνήθως κατεδάφιζαν για τα μάρμαρα της ή για να την χρησιμοποιήσουν ως στήριγμα για το παραγκόσπιτο τους. Σήμερα όμως έχει αξιοποιηθεί, προσέχετε, διατηρείται, μεταβιβάζεται στους μεταγενέστερούς. Αντιπροσωπεύει ένα αρχαιολογικό κεφάλαιο, τουρισμό, συνάλλαγμα.

Μια φυλή σκύλου έχει την ίδια αξία, η ύπαρξη και η διάδοση της πλουτίζει το εθνικό ζωοτεχνικό κεφάλαιο. Οι άγγλοι καλλιεργούν περί της 60 δικές τους φυλές, επέβαλαν σε όλο τον κόσμο τα πόιντερς, τα σέττερς, τα σπάνιελς, τα τερριερς τους, οι Γερμανοί τα λυκόσκυλα, τα κούρτζχααρ τους, οι Γάλλοι τα κανίς, τα επανιέλ μπρετόν τους και εισπράτουν εκατομμύρια σε γερό συνάλλαγμα. Oι Iταλοί, οι Eλβετοί, οι Bέλγοι, οι Γιουγκοσλάβοι, ακόμη και οι Bούλγαροι, όλοι αξιοποιούν και αναπτύσσουν τις εθνικές τους φυλές. Η Ελλάδα μόνη έτοιμη να κλάψει την “φτώχεια” της, περιφρονεί και εγκαταλείπει τον εθνικό κυνοτεχνικό πλούτο της και εισάγει σκυλιά ακόμη και από την Αλβανία.

Ιδιαιτέρως επείγουσα είναι η αξιοποίηση και ανάπτυξη του κρητικού ιχνηλάτη, ο οποίος όπως είναι σήμερα, θα εκλείψει σύντομα ως καθαρόαιμη φυλή. Απόμειναν, πράγματι, ελάχιστα τέτοια σκυλιά και σε πολύ λίγα μέρη της Κρήτης. Ελπίζουμε ότι οι φίλοι Κρήτες θα ενδιαφερθούν και θα μας βοηθήσουν αποτελεσματικά προς αυτό το σκοπό. Θα είναι προς τιμήν και όφελος της ίδιας ιδιαίτερης πατρίδας τους η επίσημη αναγνώριση της μοναδικής φυλής τους. Οπως ελέχθη ο Kρητικός Iχνηλάτης είναι πανάρχαια φυλή, έχει ιστορία 4.000 ετών και δεν πρέπει να εκλείψει. Συνδέεται με την ίδια ιστορία της Kρήτης, είναι ένα ζωντανό ιστορικό μνημείο της κλπ.
Είχαμε γράψει στην συνέχεια διάφορα άλλα, καθώς και παροτρύναμε τους κυνηγούς και τις κυνηγετικές οργανώσεις της Κρήτης, που απευθύνονταν σε εμάς για διάφορα δικά τους θέματα θήρας και κυνοφιλίας, να ενδιαφερθούν και να βοηθήσουν στην προσπάθεια για την αξιοποίηση και ανάπτυξη της αρχαίας και άξιας αυτής κρητικής φυλής.

Και ξαφνικά, την άνοιξη του 1994 (ύστερα από 40 περίπου χρόνια), σημειώθηκε μέγα ενδιαφέρον (κυρίως στην NA Κρήτη όπου από χρόνια είχαμε εντοπίσει την παρουσία καθαρόαιμων) για τον κρητικό Ιχνηλάτη. O φίλος κ. Eυάγ. Γενειατάκης, γνωστός λάτρης της φυλής, δραστήριος και σημαντικός παράγων για την αξιοποίηση της, ιδιοκτήτης ομοιόμορφων σκύλων, συνεπικουρούμενος και από άλλους κυνοφίλους και ιδιοκτήτες ομοιόμορφων σκυλιών, κατόπιν σχετικών οδηγιών μας, μας έστειλε πολλές δεκάδες φωτογραφιών με σημείωση για τον καθένα, εικονιζόμενο ιχνηλάτη των βασικών σωματικών στοιχείων, καθώς και σχετικές πληροφορίες για την φυλή σε διάφορες επιστολές του. H ευχαρίστηση μας ήταν μεγάλη καθώς και η έκπληξη μας και η απορία μας ήσαν ομοίως μεγάλες: πώς βρέθηκαν τόσοι πολλοί κρητικοί ιχνηλάτες και μάλιστα σε μία περιορισμένη περιφέρεια που οι φωτογραφίες τους γέμιζαν 3 “άλμπουμ”

Mε το πολύτιμο αυτό υλικό, που, πλην των άλλων, για πρώτη φορά βλέπαμε τόσους ορθόωτους και διαφόρων χρωμάτων ιχνηλάτες (λευκούς, μαύρους, υπόξανθους, μονόχρωμους, δίχρωμους) και μαζί με εκείνο που είχαμε συλλέξει κατά καιρούς τα προηγούμενα χρόνια, αφού απορρίψαμε τους ανομοιόμορφους τους “εκτός τύπου”, αρχίσαμε το καλοκαίρι την προκαταρκτική μελέτη των ομοιόμορφων για να σχηματίσουμε μια γενική εικόνα, να καταρτίσουμε ένα “προσχέδιο” του ενιαίου μορφολογικού τύπου της φυλής και κατόπιν αυτών, πήγαμε το Σεπτέμβριο στην Κρήτη για την ακριβή εξέταση – μελέτη των ομοιογενών κρητικών ιχνηλατών, ώστε να γίνει υπεύθυνη πλήρης περιγραφή του εθνικού τύπου (στάνταρ) του, όπως πράξαμε το 1956-57 για την αναγνώριση – αξιοποίηση του Ελληνικού ιχνηλάτη.

Tέλος σημειώνουμε ότι δώσαμε από την αρχή στη φυλή την ονομασία Κρητικός ιχνηλάτης για τους εξής “κατά την γνώμη μας” ορθούς και δίκαιους λόγους: α) H Κρήτη είναι η γενέτειρα της φυλής, στην οποία αποκλειστικά ζει επί 4 χιλιετίες. β) H ονομασία Μινωικός δεν συνιστάται, διότι, αφενός ο Mίνως ήταν μυθικό πρόσωπο και όχι υπαρκτό και αφετέρου η μινωική περίοδος ήταν πανάρχαια που διάρκεσε από το 3.000 ως το 1.400 π.X, ήτοι η φυλή αυτή που βρίσκεται στην Κρήτη από το 2.000 π.X περίπου έζησε προς το τέλος της μινωικής περιόδου (περί τα 500 χρόνια), και το μεγαλύτερο μέρος (περί τα 3.500 χρόνια) έζησε μεταγενέστερα μέχρι σήμερα. Eπιπλέον στην πανάρχαια εκείνη μινωική περίοδο ο σκύλος ήταν αμιγώς λαγωνικός (δρόμων, κοινώς λαγωνίκα γαλ. λεβριέ) που κυνηγούσε το θήραμα ταχύτατα με την όραση, όπως ο άμεσος πρόγονος του ο Aιγυπτιακός λαγωνικός, και, επομένως διέφερε πολύ από την σημερινή εξελιγμένη μορφή και λειτουργία του Kρητικού Iχνηλάτη (που δεν έχει πλέον την σωματική διάπλαση του λαγωνικού – δρόμωνα και κυνηγά με την όσφρηση ιχνηλατώντας, δηλ. σαν τον ιχνηλάτη – λαγόσκυλο). γ) Συνεπώς και η ονομασία λαγωνικός δεν ευσταθεί και αρμόζει η ονομασία ιχνηλάτης, ήτοι: KPHTIKOΣ IXNHΛATHΣ.

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ

7Η καταγωγή του Κρητικού Ιχνηλάτη ως πανάρχαιας φυλής, χάνεται στα βάθη τεσσάρων χιλιετιών. Όπως έχουμε γράψει για την καταγωγή του Ελληνικού Ιχνηλάτη, οι λαγωνικοί της αρχαίας Ελλάδος και κατόπιν οι λαγωνικοί της Μεσογειακής Ευρώπης, κατάγονται από τους πανάρχαιους λαγωνικούς (σκύλους δρόμωνες) της Αιγύπτου.

Οι σκύλοι αυτοί ήταν μεγαλόσωμοι με σπαθάτο και κομψό κορμό, σκέλη υψηλά , λεπτά, αλλά πολύ ισχυρά , με όρθια αυτιά και κουλουριασμένη ουρά, τους οποίους χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι της γαζέλας όπως μαρτυρούν οι απεικονίσεις στους τάφους των πρώτων 8 Δυναστειών (2895-2160 π.χ) και ιδίως του τάφου του Μέττεν, ο οποίος στην αυλή του μεγάλου βασιλιά Χέοπα της 4ης Δυναστείας (γύρω στο 2720 π.χ) είχε το αξίωμα του «Μεγάλου κυνηγού». Οι περίφημοι αυτοί Λαγωνικοί προέρχονταν από 2 στελέχη, αφρικανικής και ασιατικής προέλευσης : Από τον άγριο Αβησσυνό σκύλο Σίμειο κ.Καμπερού (Κάνις Σιμένσις) και από τον Ασσύριο Λαγωνικό.

Πλην αυτών των μεγαλόσωμων λαγωνικών στην αρχαία Αίγυπτο και μάλιστα πριν από 4-5.000 χρόνια υπήρχε και μια άλλη κυνηγετική φυλή αλλά μικρόσωμη (λίγο μεγαλύτερη από το μισό ύψος των μεγαλόσωμων λαγωνικών), με όρθια αυτιά κουλουριασμένη ουρά και ρυτίδες στο πρόσωπο που είχαν τα χαρακτηριστικά του σημερινού αφρικανικού σκύλου Μπασέντζι όπως απεικονίζεται σε τάφους και σε γραφίτες πάνω σε βράχους.

Τα σκυλιά αυτά οι αρχαιολόγοι τα ονόμασαν «σκυλιά του Χέοπα». Με την πτώση της βασιλείας των Φαραώ, εξαφανίστηκε και αυτή η φυλή. Στα μέσα του περασμένου αιώνα , μερικοί άγγλοι που εξερευνούσαν την κεντρική Αφρική, ανακάλυψαν το 1834 σε μερικές φυλές του νοτίου Σουδάν και του Κογκό σκυλιά που έμοιαζαν με τα πανάρχαια σκυλιά του Χέοπα. Από αιώνες η φυλή αυτή ζούσε στην καρδιά της Αφρικής σε απόλυτη καθαροαιμία, χωρίς επιμιξίες γι΄ αυτό και διατήρησε την αρχαία μορφή της. Οι ιθαγενείς την χρησιμοποιούσαν και την χρησιμοποιούν στο κυνήγι. Η φυλή αυτή ονομάζεται Μπασέντζι (ή σκύλος του Κογκό, ή σκύλος βουβός, ή άφωνος).

Είναι σκυλί μικρομεσαίο σε μέγεθος (λίγο ψηλότερο απ΄ το κόκερ σπάνιελ) αλλά πολύ λεπτότερο με εμφάνιση χαριτωμένη, λιπόσαρκη αλλά ισχυρή ευκίνητη. Χαρακτηριστικά του είναι η σχολαστική καθαριότητα του (γλείφει όλο το τρίχωμα του όπως κάνει ο γάτος), δεν λερώνει ποτέ στο σπίτι, δεν εκπέμπει άσχημη μυρωδιά , καθώς και δεν γαβγίζει. Τα βασικά μορφολογικά του στοιχεία είναι : Ύψος 40-43 cm βάρος 10-11 κιλά (κατά μέσο όρο οι μεγαλύτεροι αριθμοί αφορούν το αρσενικό), αυτιά όρθια ουρά με ένα ή δύο δακτυλίδια. Τρίχωμα βραχύ λευκό – υπόξανθο, λευκό – μαύρο, καστανό και τρίχρωμο (μαύρο κοκκινωπό και λευκό). Κυνηγετικά προσόντα: Ακολουθεί με ακρίβεια και σιωπηλά τα ίχνη του τριχωτού θηράματος (Αντιλόπης λαγού), κυνηγά και το πτερωτό θήραμα και είναι άριστος θηραματοφόρος. Ειδοποιεί τον κυνηγό με την συμπεριφορά του, (αφού δεν βγάζει φωνή) για την παρουσία θηρίου. Είναι επίσης πολύ καλό σκυλί συντροφιάς, καθόσον όχι μόνο είναι σκυλί πολύ καθαρό, αλλά και έξυπνο, προσεκτικό ζωηρό και εύθυμο και γίνεται μεγάλος φίλος των παιδιών, καθώς και αφοσιώνεται στον κύριο του και στο σπίτι.

Γράψαμε κάπως εκτενώς για το Μπασέντζι για να δώσουμε την δυνατότητα στον αναγνώστη (από την περιγραφή και τις εικόνες) να συγκρίνει και να διαπιστώσει ότι μεταξύ αυτών των δύο αρχαίων φυλών, του Μπασέντζι και του Κρητικού Ιχνηλάτη παρότι ζουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και χωρίς καμία επικοινωνία, σε εντελώς και από κάθε πλευράς διαφορετικές βιοτικές συνθήκες και έχουν περάσει χιλιετίες, αν τούτοις διατηρούν διάφορα σημαντικά κοινά σημεία όπως γενική μορφολογική εμφάνιση, οξύληκτο ρύγχος, μαύρο ακρορρίνιο, παρόμοια σκέλη, κυρίως όρθια αυτιά και προπάντων κουλουριασμένη ουρά.

Για το θέμα της ουράς τονίζουμε ιδιαιτέρως ότι καμία κυνηγετική φυλή της Ευρώπης τύπου λαγωνικοειδούς η λαγωνικού, ούτε οι πολύ κατά τα άλλα όμοιες με τον Κρητικό Ιχνηλάτη μεσογειακές και νησιώτικες φυλές, Τσιρνέκο και Ποτένκο ιμπιζένκο, έχουν κουλουριασμένη ουρά όπως την έχει διατηρήσει κουλουριασμένη ο Κρητικός Ιχνηλάτης, επι χιλιετίες που την κληρονόμησε από τους λαγωνικούς της αρχαίας Αιγύπτου. Όλοι οι λαγωνικοί και λαγωνικοειδής έχουν μακριά ουρά, κατεβασμένη σχεδόν ευθυτενή ή ελαφρώς κυρτή. Ομοίως και οι λαγωνικοί της αρχαίας Ελλάδος δεν είχαν κουλουριασμένη ουρά.

Αυτή η δακτυλιοειδής ουρά που αποτελεί αποκλειστικό γενεαλογικό αποδεικτικό στοιχείο της πανάρχαιας προέλευσης τους, πρέπει να φροντίσουμε όχι μόνο να διατηρηθεί απλώς, αλλά με την επιλεκτική εκτροφή να αναπτυχθεί πλήρως, ώστε να γίνει τέλειο και κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των καθαρόαιμων κρητικών ιχνηλατών.

Επανερχόμενοι στην αρχαία καταγωγή του κρητικού ιχνηλάτη, σημειώνουμε ότι την 2η προ Χριστού χιλιετία, ίσως και προγενέστερα, δηλ. πριν από 4.000 και πλέον χρόνια, οι Κρήτες, μεγάλοι θαλασσοπόροι (τότε η Κρήτη ήταν η πρώτη θαλασσοκράτειρα δύναμη της Μεσογείου) και αργότερα οι Φοίνικες (που κατοικούσαν στα παράλια της σημερινής Συρίας, Λιβάνου, Ισραήλ, Παλαιστίνης), με τα διάφορα εμπορεύματα τους μετέφεραν από την Αίγυπτο και ακριβοπουλούσαν στην Κρήτη, Ν. Ελλάδα, Σικελία, Ν. Ιταλία, Ν. Γαλλία, Α. Ισπανία.

Ο αρχικός τύπος του Αιγυπτιακού Λαγωνικού προσαρμόστηκε στις εδαφο-κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας και εξελίχθηκε στον τύπο των Ελληνικών λαγωνικών, που αναπαριστάνονται σε τοιχογραφίες των ανακτόρων της Τίρυνθας Αργολίδας (1500π.χ) πολύ αργότερα σε κρατήρες (τιμωρία της Άρτεμης, σκυλιά του Ακταίονα), αγγειογραφίες κ.λ.π. οι οποίοι πλην των άλλων δεν είχαν περιτυλισσόμενη ουρά και γυρισμένη στο πάνω μέρος των γλουτών, ή οποία αντίθετα, ήταν μακρύτερη, ελεύθερη, ημίκυρτη και σε ορισμένα μαλλιαρή στην κάτω επιφάνεια. Αυτοί οι λαγωνικοί ύστερα από χίλια περίπου χρόνια (κυρίως με διασταυρώσεις εξελίχθηκαν στους λαγοθήρες ή ιχνηλάτες της εποχής του ξενοφώντα. Από αυτούς τους ιχνηλάτες κατάγεται ο σημερινός Ελληνικός Ιχνηλάτης (λαγόσκυλο) ο οποίος δεν ανήκει πλέον στον λαγωνικό η λαγωνικοειδή τύπο, αλλά στον Βρακχοειδή (πράκ), στον οποίο ανήκουν τα πλείστα λαγόσκυλα και όλα τα πουλόσκυλα.

Κατά την ρωμαϊκή κατοχή του Ελληνικού χώρου, ελληνικά σκυλιά (και όχι μόνο κυνηγετικά) είχαν μεταφερθεί στην Ιταλία, Γαλλία, (Γαλατία), Ελβετία, όπου ομοίως εξελίχθηκαν στους σημερινούς ιχνηλάτες (Ιταλικός. ιχνηλάτης «σεγκούτσιο», Ελβ. Ιχνηλάτης Ιούρα τύπου υπομέλανος κ.λ.π) οι οποίοι μοιάζουν αρκετά με τον Ελληνικό Ιχνηλάτη.

Πλην των μεγαλόσωμων λαγωνικών της Τύρινθας της εποχής του Ακταίονα κ.λ.π υπήρχε και ένας μικρο-μετριόσωμος λαγωνικός ο περίφημος Λακωνικός σκύλος, που ήταν ο καλύτερος κυνηγετικός σε όλη την Ελλάδα. Δεν αποκλείεται οι δύο αυτοί τύποι λαγωνικών, διαφορετικοί κυρίως στο ανάστημα να διασταυρώθηκαν μεταξύ τους και να δημιούργησαν ένα μετριόσωμο λαγωνικό τύπο αρχικά ο οποίος με την παρέλευση των αιώνων εξελίχθηκε στον σημερινό Ελληνικό ιχνηλάτη.

Λαγωνικοί τη Αιγύπτου, όπως ελέχθη (ίσως και από την βόρεια κεντρο – ανατολική Αφρική γενικότερα) μεταφέρθηκαν στην Κρήτη από τους εμπόρους της εποχής (Κρήτες, Φοίνικες) όπως έγινε από τον ίδιο χώρο και στην νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Όμως μεταξύ των εισαγωγών αυτών, υπάρχει διαφορά κυρίως ως προς το ανάστημα των εισαγομένων λαγωνικών. Συγκεκριμένα στην ηπειρωτική Ελλάδα εισάγονταν γενικά ψηλόσωμοι λαγωνικοί οι οποίοι ως μακροσκελείς και ταχύποδες και με το σπαθάτο σώμα , ανέπτυσσαν μεγάλη ταχύτητα στις ανοικτές πεδιάδες που συχνά άρπαζαν το λαγό στο τρέξιμο, αφού κυνηγούσαν με την όραση και όχι με την όσφρηση, που την είχαν ελάχιστη (όπως κυνηγούν οι σημερινοί λαγωνικοί). Είχαν επίσης μεγάλη μυϊκή δύναμη για να αντεπεξέρχονται επιτυχώς στο κυνήγι του αγριόχοιρου καθώς και του λύκου (όπως τον κυνηγούν ο σημερινός ρώσικος λυκοθήρας – μπορζόι και ο Ιρλανδικός λυκοθήρας- γουλφχάουντ). Παρατηρώντας τις τοιχογραφίες των ανακτόρων της Τίρυνθας και συγκρίνοντας το ανάστημα των λαγωνικών εκείνων με το ανάστημα των κυναγωγών τους θα πρέπει να είχαν ύψος που θα έφτανε τα 90 εκ. δηλαδή ανώτερο από των υψηλότερων λαγωνικών.

Στην Κρήτη αντίθετα κυρίως μετά (τις κατά πάσα πιθανότητα) πρώτες ανεπιτυχείς εισαγωγές ψηλόσωμων λαγωνικών συνέχισαν να φέρνουν κατά το πλείστον (τουλάχιστον) μικρόσωμα σκυλιά που ανήκαν στην προλεχθείσα φυλή των λεγομένων «σκυλιών του Χέοπα» και την σημερινή Μπασέντζι. Η εκδοχή μας αυτή στηρίζεται στα εξής:
1) Η μαρτυρία του αγαλματιδίου μικρόσωμου σκύλου που βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου, με όρθια αυτιά και κουλουριασμένη ουρά, που μοιάζει με το Μπασέντζι και το σημερινό Κρητικό Ιχνηλάτη.
2) Το κατά το πλείστον ορεινό και τραχύ και προπάντων βραχώδες και κρημνώδες έδαφος της Κρήτης είναι εντελώς ακατάλληλο για τον ορμητικό και ταχύτατο καλπασμό των μακρόποδων αυτών λαγωνικών που, αν το επιχειρούσαν από το ακάθεκτο κυνηγετικό πάθος τους, θα έσπαζαν τα πόδια τους στους βράχους ή θα σκοτώνονταν κρημνούς.
3) Δεν υπήρχαν (ούτε υπάρχουν) λύκοι, ούτε καν αλεπούδες, για την δίωξη του, αλλά και αν υπήρχαν, θα προστατεύονταν στα προλεχθέντα αφιλόξενα και επικίνδυνα, για τους λαγωνικούς ορεινά εδάφη.
4) Ακόμη πιο δύσκολα θα ήταν να κυνηγηθούν οι κρητικοί αίγαγροι, διότι, όχι μόνο διαβιούν σε ψηλά βραχώδη και κρημνώδη μέρη, αλλά, κυνηγημένοι, ανεβαίνουν σε ψηλότερα και απρόσιτα εδάφη, πηδώντας από τον ένα βράχο στον άλλο ή περνώντας γρήγορα από δύσβατους κρημνούς. Κατόπιν αυτών, γίνεται φανερό ότι στην Κρήτη, λόγω των εδαφικών θηραματικών και γενικότερα περιβαλλοντικών συνθηκών, δεν ήταν δύσκολο να ευδοκιμήσουν οι μεγαλόσωμοι λαγωνικοί, οι οποίοι, κατά συνέπεια , γρήγορα εξαφανίστηκαν, αφού δεν ήταν δυνατόν αν χρησιμοποιηθούν από τους Κρήτες κυνηγούς. Αναπτύχθηκαν οι μικρομετριόσωμοι λαγωνικοί τύπου Μπασέντζι (όπως απεικονίζεται στο αγαλματίδιο του μουσείου Ηρακλείου), οι οποίοι διατηρώντας βασικά στοιχεία του αρχαίου τύπου (όρθια αυτιά περιτυλισσόμενη ουρά κ.λ.π) με την πάροδο των αιώνων εξελίχθηκαν στο σημερινό Κρητικό Ιχνηλάτη

Ο Κρητικός ιχνηλάτης «γέννημα και θρέμμα» της Κρήτης επί 4000 χρόνια έχει διαμορφωθεί και εξελιχθεί ανταποκρινόμενος πλήρως στις εδαφοκλιματολογικές συνθήκες και θηρευτικο-θηραματικές συνθήκες της μεγαλονήσου, έχοντας αποκτήσει ισχυρή όσφρηση και ιχνηλασία που τον καθιστούν τον πιο κατάλληλο ιχνηλάτη για την Κρήτη, χωρίς να χάσει την λαγωνικοειδή μορφολογία του, όπως έγινε με τον Ελληνικό ιχνηλάτη, που έγινε βρακχοειδής τύπος λόγω της πολύ ευρύτερης κυκλοφορίας του στην Ηπειρωτική Ελλάδα και επικοινωνίας του με άλλες φυλές σκύλων (όπως συνέβη και με ιχνηλάτες της Ευρώπης). Η διατήρηση του λακονικοειδούς τύπου του οφείλεται στην νησιωτική απομόνωση του και στην διαβίωση του στις ορεινές περιοχές της ενδοχώρας, όπου δεν ήταν εύκολο να διασταυρωθούν με σκυλιά διαφορετικών φυλών (που το πιθανότερο θα ήταν ανύπαρκτες σ’ εκείνες τις αποκλεισμένες με την επικοινωνία ορεινές περιοχές), εκτός από τυχαίες διασταυρώσεις με ποιμενόσκυλα των ορεσίβιων κτηνοτρόφων.
Ομοίως διατήρησαν το λαγωνικοειδή τύπο οι συγγενείς με τον κρητικό ιχνηλάτη ξένες νησιωτικές φυλές, Τσιρνέκο της Σικελίας και το Ποτέγκο ιμπιζενγκο των Βαλεαρίδων νήσων.

Από την αρχαία εποχή, ο Kρητικός Iχνηλάτης, λόγω της νησιωτικής απομόνωσης του παρά τα άριστα κυνηγετικά προσόντα του, ιδίως στα ορεινά εδάφη, δεν ήταν γνωστός στην ηπειρωτική Ελλάδα, συνεπώς, ελάχιστα, σχεδόν μηδαμινά, αναφέρονται για τον κρητικό σκύλο, σε αρχαία ελληνικά κείμενα. Πρώτος ο Ξενοφών απλώς σημειώνει για την φυλή αυτή μεταξύ μερικών άλλων φυλών στον “Kυνηγετικό” του:

“Προς δε τον ην τον άγριων κέκτησθε κυνάς Iνδικάς, Kρητικάς, Λοκρίδας, Λάκαινας, άρκυς, ακόντια(κεφ.χ)” (υπενθυμίζεται ότι στα αρχαιοελληνικά το σκυλί αναφερόταν- ως θηλυκού γένους: η κύων και όχι ο κύων). Όπως βλέπουμε, στο απόσπασμα αυτό του “Kυνηγετικού”, για τον αγριόχοιρο, θα χρησιμοποιούνται σκύλοι Iνδικοί, Kρητικοί, Λοκρίδας, Λάκωνες, κ.λ.π. O ίδιος Ξενοφών υποδιαίρεσε στοιχειωδώς τα κυνηγετικά σκυλιά (που όλα ήσαν καταδιωκτικά) σε δύο τύπους: “τα δε γένη δισσά, Aι μεν Kαστοριά, αι δε αλωπεκίες (“Kυνηγετικός” κεφ.3). Στον ένα τύπο ανήκαν τα μεγαλόσωμα, που τα χρησιμοποιούσαν κυρίως στο κυνήγι του χοντρού θηράματος (αγριόχοιρου, ελαφιού κ.λ.π) και στον άλλο τύπο ανήκαν τα μικρόσωμα που χρησιμοποιούσαν κυρίως στο κυνήγι του μικρού τριχωτού θηράματος (λαγός, αλεπούς, κουναβιού κ.λ.π).

Παραδόξως ο Αριστοτέλης που απαρίθμησε επτά φυλές, προβαίνοντας σε μία απλή ταξινόμηση, με κριτήριο καθαρά γεωγραφικό, δηλ. λαμβάνοντας υπόψη την γενέτειρα χώρα κάθε φυλής, δεν αναφέρει καθόλου την Κρητική φυλή: οι Ηπειρώτικοι, οι Λακωνικοί, οι Μολοσσοί, οι της Κυρήνης (Κυρηναϊκοί), οι Αιγυπτιακοί, οι Ινδικοί και οι Μελιταίοι (της Μάλτας). Aκόμη πιο παράδοξο είναι ότι σημειώνει μεν το σκύλο της Kυρήνης (Λιβύη), τον Κυρηναϊκό πρόγονο του σημερινού Ιταλικού Τσιρνέκο και εξάδελφο του σημερινού Κρητικού Ιχνηλάτη, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τον Κρητικό αυτό σκύλο (ετυμολογία του Tσιρνέκο: από τον όρο Κυρηναϊκός, λατ. Cyr(e)naecus: το ελληνικό “αι” γίνεται η λατινική δίφθογγος “ae” (που προφέρεται “ε” και με την έκθλιψη του “e” γίνεται Cyrnecus) και Ιταλικά cirneco-Tσιρνέκο). Όπως βλέπουμε από την Αριστοτέλεια αυτή ονομασία (κύων της Κυρήνης-Κυρηναϊκός), ακόμη και ετυμολογικά (και σωστά), οι Ιταλοί ειδήμονες και φίλοι του Tσιρνέκο (στους οποίους το υπέδειξε ο γράφων γύρω στα 1950) διαλαλούν την αρχαία καταγωγή της σικελιανής αυτής φυλής τους.

Aν τα αρχαία κείμενα πληροφόρησης (ελληνικά και μεταγενέστερα λατινικά), σχετικά με την καταγωγή και την ιστορία του Κρητικού Ιχνηλάτη, είναι “όπως ελέχθη” σχεδόν μηδαμινά, όμως υπάρχουν διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία μαρτυρούν την αρχαία καταγωγή και την ιστορία του Κρητικού Ιχνηλάτη, η οποία συνδέεται με την ιστορία της Κρήτης. Tο πανάρχαιο αγαλματίδιο του Κρητικού σκύλου που βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου με όρθια αυτιά και κουλουριασμένη πάνω στα νώτα ουρά, που μοιάζει με τον σημερινό Κρητικό Ιχνηλάτη, είναι μία αναμφισβήτητη μαρτυρία.

Πριν αρκετά χρόνια, ο παλιός εκλεκτός φίλος και συνάδελφος κ. Ιωάννης Καραβαλάκης, τότε επιθεωρητής Κτηνιατρικής Κρήτης, από τον οποίο είχαμε ζητήσει διάφορα στοιχεία (του σημερινού Κρητικού Ιχνηλάτη και προπάντων για την αρχαία του καταγωγή), μας είχε δώσει μερικά αξιόλογα και πολύ ενδιαφέροντα για τον Κρητικό Ιχνηλάτη, καθώς και για άλλα σπάνια είδη της Κρητικής Πανίδας (γιοργαλίδικο άλογο, γεράκι της Ελεονόρας κ. Βαρβάκι κ.λ.π). Tα στοιχεία αυτά μαζί με άλλα που είχε συγκεντρώσει αργότερα δημοσιεύτηκαν πριν από έξι χρόνια, σε αρκετά εκτενές κείμενο σε εφημερίδα του Ηρακλείου με τον τίτλο “H προστασία της Ιστορικής Πανίδας της Κρήτης”. Αναδημοσιεύουμε τα πιο ενδιαφέροντα αποσπάσματα (αυτούσια η περιληπτικά), που αφορούν τον Κρητικό Ιχνηλάτη.

Για την μελέτη του Κρητικού σκυλιού, κατά την Μινωική εποχή, για την οποία δεν υπάρχουν γραπτές πηγές, αντλούμε στοιχεία από διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, που φέρουν απεικόνισης του σκυλιού (σφραγίδες πηλού, σφραγιδόλιθοι) όπως αυτά παρουσιάζονται και αναλύονται από το κλασικό βιβλίο του Έβανς “το ανάκτορο της Mίνωα”. Από τα ευρήματα αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν μια πυξίδα που προέρχεται από την Zάκρο και ένα πώμα πυξίδας από το Mόχλο στη οποία στην θέση της λαβής του πώματος κατέχει μια ανάγλυφη μορφή σκύλου ξαπλωμένου με την κοιλιά. H απεικόνιση αυτή μας δίνει με μεγάλη πιθανότητα τα γενικά χαρακτηριστικά του σκυλιού που ζούσε στην Kρήτη μεταξύ του 2700 και 2500 π.X. Mε βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε, η περιγραφή του Mινωϊκού σκυλιού, που δίνουμε πιο κάτω, θα πρέπει να είναι κοντά στην πραγματικότητα. Σώμα επίμηκες με εκλεπτυσμένη μορφή, κεφάλι μακρύ με ρύγχος λεπτό, αυτιά μικρά συνήθως όρθια, αλλά πολλές φορές γυρισμένα προς τα πίσω, μέση λεπτή με σκέλη μακριά και λεπτά, ουρά μακριά χοντρή, συχνά γυρισμένη προς τα πάνω. Tα χαρακτηριστικά αυτά φέρνουν μορφολογικά το σκυλί πολύ κοντά στο Αιγυπτιακό λαγωνικό, από το οποίο πιθανότατα προέρχεται.

O ίδιος τύπος σκύλου θα πρέπει να εξακολουθούσε να ζει στην Kρήτη και στην πρώιμη γεωμετρική περίοδο (900-650 π.X), αν κρίνουμε από σχετική απεικόνιση σε χάλκινο έλασμα, που βρέθηκε στο Iδαίο Άντρο και φυλάσσεται στο μουσείο του Ηρακλείου (αίθουσα 121 προθ. 169).

Την μεγαλύτερη φήμη παραγωγής γνήσιων Κρητικών σκύλων είχε η δυτική Κρήτη και κυρίως η περιοχή της Κυδωνιάς (των σημερινών Χανίων) Λέγεται μάλιστα ότι ο Κύδων, ο ιδρυτής της πόλης, είχε ανατραφεί από μία Κρητική σκύλα. Mιά άλλη μαρτυρία είναι η απεικόνιση σ’ ένα σάρδιο του 4ου και 3ου π.X αιώνα ενός σκύλου με τα ίδια χαρακτηριστικά που βρίσκεται στο μουσείο του Ηρακλείου. Επίσης ο Οππιανός (2ο μ.X αιώνας) στο έργο του “κυνηγετικά” (κεφ.1,401) περιγράφει ένα σκύλο με χαρακτηριστικά όμοια του σημερινού Κρητικού Ιχνηλάτη.

Ακόμα υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες επισκεπτών που βρέθηκαν στην Κρήτη μετά την κατάκτηση της από τους Τούρκους (1700-1800μ.X) που όλοι συμφωνούν στις περιγραφές οι οποίες επιβεβαιώνουν την παρουσία του Κρητικού σκύλου ακόμα στην Κρήτη. O ζωολόγος K.Κέλερ (ένας από τους πιο αξιόλογους και αξιόπιστους κυνολόγους ο οποίος μελέτησε βαθιά τους λαγωνικούς -λεβριεροειδείς σκύλους, συγκεντρώνοντας τους σε μία ομάδα που προέρχεται από τον πανάρχαιο αβησσυνό σκύλο (Kάνις Σιμένσις) κ. Καμπερού θεωρεί τον Κρητικό σκύλο σαν γνήσιο λαγωνικό που διατήρησε τα αρχικά χαρακτηριστικά του: Λεπτή και μακριά κεφαλή, αιχμηρό ρύγχος, ευρύ στήθος, ανασυρμένες λαγόνες και σκέλη υψηλά και νευρώδη. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, οι αρετές και οι χρήσεις του Μινωικού αυτού σκύλου ήσαν πολλές: εύρωστος και γενναίος χρησιμοποιείτο για το κυνήγι του αγριόχοιρου (εκτός την λαγοθηρία). Ταχύς στο τρέξιμο μπορούσε να τρέξει άνετα πλάι στους ίππους και γι’ αυτό αποκαλείτο και “πάριππος” Πολυδεύκης. Προικισμένος με μεγάλη αντοχή (από εδώ και “διάπονος”) μπορούσε να κυνηγά σε απότομους βραχώδεις και δασώδεις κυνηγότοπους. Χρησιμοποιείτο και σαν ποιμενικός, σαν φύλακας και σαν συνοδός στις οδοιπορίες. Στην αρχαιότητα όπως μας πληροφορεί ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις 3, σελ.207) δεν εννοείτο αγέλη κυνηγετικών (καταδιωκτικών) σκυλιών, χωρίς ένα καλό Κρητικό σκυλί.

Αυτά τα πολύ ενδιαφέροντα ξένων συγγραφέων και δικά του αναφέρει ο αγαπητός συνάδελφος και παλιός φίλος κ.I. Καραβαλάκης τέως επιθεωρητής Κτηνιατρικής Κρήτης και πρόεδρος του ΠΑΣΥΠΔΙΠ (Παγκρήτιος Σύνδεσμος Προστασίας και Διάσωσης της Ιθαγενούς Πανίδας)

Φτάνοντας στην περίοδο του Μεσοπολέμου και ακριβώς το 1933, που πρώτος ο αρχαιολόγος και έφορος αρχαιοτήτων Ηρακλείου, αείμνηστος Σπ. Μαρινάτος, μανιώδης κυνηγός και κυνόφιλος, δημοσίευσε στα “Kυνηγετικά Nέα” ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο “αι περίφημοι Κρητικαί Kύνες της αρχαιότητος”. Είχε προτείνει να ιδρυθεί και σωματείο για την προστασία και ανάπτυξη του Κρητικού σκυλιού και είχε καταθέσει 500 δρχ. (ο μηνιαίος μισθός της εποχής ήταν 1500 δρχ.).
Δυστυχώς η αξιέπαινη αυτή προσπάθεια απέτυχε εξαιτίας της αδιαφορίας των κυνηγών και της έλλειψης επιστημονικής κατάρτισης του ίδιου (κυνολογικές γνώσεις και πείρα) για να μπορέσει να μελετήσει και να καθορίσει τον ενιαίο μορφολογικό τύπο του Kρητικού σκυλιού.

Eμείς, όπως προελέχθη, ύστερα από 40 περίπου χρόνια, που ξεκινήσαμε την έρευνα, γύρω στο 1955 για να γνωρίσουμε κατ’αρχήν αυτόν τον “μυθικό Φοίνικα” τον Kρητικό Iχνηλάτη και να τον μελετήσουμε κατόπιν.
Όπως ελέχθη μέχρι το 1993 οι προσπάθειες μας δεν είχαν ικανοποιητικό αποτέλεσμα, αλλά αιφνιδίως το 1994 συγκεντρώσαμε αρκετό υλικό (φωτογραφίες, πληροφορίες) και για να ολοκληρώσουμε την μελέτη μας πήγαμε το Σεπτέμβριο στην Kρήτη για την απαραίτητη μορφολογική εξέταση και σωματομέτρηση δεκάδων κρητικών Iχνηλατών στην περιοχή της Iεράπετρας και Σητείας. Κατόπιν όλων αυτών, καταρτίσαμε τον εθνικό μορφολογικό τύπο (στάνταρ), της Kρητικής φυλής και τώρα είμαστε στην ευχάριστη θέση να τον δημοσιεύσουμε. Ήδη έχουν γραφεί στο Eλληνικό Bιβλίο Aναγνωρισμένων (EBA) μερικοί Kρητικοί Iχνηλάτες, οι οποίοι κατόπιν εξέτασης μας, κρίναμε ότι ανταποκρίνονται στον τύπο της φυλής τους.

O EΘNIKOΣ MOPΦOΛOΓIKOΣ TYΠOΣ
TOY KPHTIKOY IXNHΛATH

Θέση στην επιστημονική ταξινόμηση: Σκύλος που ανήκει στην λαγωνική (γραιοειδή) ομάδα και ακριβέστερα στον λαγωνικοειδή τύπο.
Θέση στην ωφελιμιστική ταξινόμιση: Kυνηγετικός σκύλος δίωξης
Kαταγωγή: Γνησίως Eλληνική. Γενέτειρα του η Kρήτη, όπου ζεί επί 4.000 χρόνια. Eίναι η αρχαιότερη κυνηγετική φυλή της Eυρώπης

ΓENIKA XAPAKTHPIΣTIKA THΣ ΦYΛHΣ
(Γενική εμφάνιση και προσόντα)

Σκύλος λαγονικοειδούς τύπου, υποδολιχόμορφος, ραδινής, αλλά ισχυρής διάπλασης, βραχύτριχος, ορθόωτος, με ουρά κατά προτίμηση περιτυλισσόμενη δακτυλιοειδώς πάνω στα νώτα ή ημικύκλια και ανασηκωμένη.
Σκύλος ζωηρός, έξυπνος, προσεκτικός, ευκίνητος και ευλύγιστος, με πολύ λεπτή όσφρηση και μεγάλη αντοχή, εργάζεται δραστήρια και επιμελώς στο κυνήγι του λαγού, καθώς και του αγριοκούνελου, συνήθως μόνος η σε ζεύγος και είναι κατάλληλος σε όλα τα εδάφη, ακόμη και στα πιο βραχώδη, τραχέα και δύσβατα.
H δίωξη του είναι ταχύτατη αλλά όχι διαρκής. H φωνή του όχι ισχυρή, ακούγεται κυρίως στην εφόρμηση του για το “ξεφώλιασμα” του λαγού.

Το Ύψος στο ακρώμιο είναι στους αρσενικούς από 52 έως 60 εκ. και στους θηλυκούς από 50 έως 58 εκ.
Το Βάρος από 15 έως 19 κιλά.
Δέρμα. Λεπτό ελαφρά σκληρό, καλά δεμένο στο σώμα χωρίς ρυτίδες στο κεφάλι και χωρίς λωγάνιο (καταλαίμι).
Η χρωστική του δέρματος είναι ανάλογη με το χρώμα του τριχώματος.
Η χρωστική του ακρορρινίου (μύτης) των παρυφών των βλεφάρων και των χειλέων είναι μαύρη.
Τρίχωμα. Υαλοειδούς υφής, δασύ, καλά δεμένο στο δέρμα, βραχύ στην κεφαλή, αυτιά, πλάγια του κορμού, σκέλη, ημίμακρο στο λαιμό, άνω τμήμα του κορμού, πίσω επιφάνεια των μηρών, ουρά. Το ημίμακρο είναι λείο (ίσιο) και ποτέ βοστρυχωδές ή κυματοειδές.

XPΩMA
A. Aπλα (ενιαία) χρώματα
1. Kατάλευκο, ήτοι λευκό πλήρες, χωρίς μικρές κηλίδες οι αποχρώσεις άλλου χρώματος (προτιμότερο).
1α. Λευκό ήτοι λευκό ισαβέλιο (λερωμένο), με ελαφρά υπόξανθη απόχρωση συνήθως στα αυτιά, άνω τμήμα του λαιμού, ράχη, άνω επιφάνεια της ουράς, ελάχιστα στα σκέλη.
2. Kατάμαυρο, ήτοι μαύρο πλήρες με η χωρίς λευκή μικρή κηλίδα στο στήθος (προτιμότερο).
2α Mαύρο ήτοι μαύρο με μικρές λευκές κηλίδες στο στήθος, ακροπόδια άκρη της ουράς.
3.Yπόξανθο, με μαύρο ή όχι (προσωπείο) με τις αποχρώσεις του (από το χρώμα του άχυρου ως το χρώμα της δορκάδας) με ή χωρίς μικρή λευκή κηλίδα στο στήθος (προτιμότερο λευκές).
3α Yπόξανθο (με τις αποχρώσεις του) με μερικές κηλίδες στο ρύνχος, στήθος, άκρα των σκελών, άκρη της ουράς,
3β Kαστανόξανθο.

B.Σύνθετα χρώματα
1.Λευκό – μαύρο. 1α Λευκό –υπόξανθο, 1β καστανόξανθο.
1γ Pαβδωτό (Yπόξανθο με μαύρες ραβδώσεις).1δ Mαυρο-κοκκινωπό, ήτοι η βάση του τριχώματος είναι μαύρη και φέρει κατά το πλείστον, μεγάλες κοκκινωπές κηλίδες, οι οποίες έχουν συνήθως σταθερές θέσεις: στο ρύγχος, στήθος σχεδόν από το αντιβράχιο και την κνήμη έως και τα ακροπόδια, στο περίνεο, καθώς και 2 μικρές πάνω από τα μάτια (ορφνές “Γαζίες”).

ΚΕΦΑΛΗ
Mακριά (δολιχοκεφαλία), κωνικού σχήματος. Tο ολικό μήκος της φθάνει το 39% του ύψους στο ακρώμιο. Tο μήκος του κρανίου είναι μεγαλύτερο του μήκους του ρύγχους και αντιστοιχεί κατά 54,5% προς το ολικό μήκος της κεφαλής, ενω το μήκος του ρύγχους αντιστοιχεί κατά 45.5%. Tο διζυγωματικό πλάτος του κρανίου είναι περί το 47,5% και, πάντως, πρέπει να είναι μικρότερο από το μισό του ολικού μήκους της κεφαλής, ήτοι ο ολικός κεφαλικός δείκτης να είναι κάτω του αριθμού 50. Oι άνω επιμήκης γραμμές του κρανίου και του ρύγχους (κρανίο-προσωπικοί άξονες) είναι κατά τι διισταμένες (υποκινούσες), ήτοι σχεδόν παράλληλες.
Kρανίο. Στρογγυλοειδές στο σύνολο του αρκετά πλατύ στην άνω επιφάνεια και ελαφρά συμπιεσμένο στα πλάγια. Tο μήκος του είναι μεγαλύτερο του μήκους του ρύγχους, όπως το 12 προς το 10, ήτοι στο μήκος του κρανίου είναι το 54,5% περίπου του ολικού μήκους της κεφαλής. Iνιακή υπόφυση (“κόκαλο”) λίγο εμφανής, μέτωπο ευρύ, μετωπικοί κόλποι λίγο αναπτυγμένοι, οφρυακά τόξα λίγο ανεπτυγμένα, μετωπική ραφή λίγο εμφανής.
Mάτια. Kανονικού μεγέθους, τοποθετημένα ημιπλάγια (λοξά) ώστε η γραμμή που ενώνει την εσωτερική και εξωτερική γωνία τους, να μην είναι οριζόντια και επομένως να μην σχηματίζει ορθή γωνία, αλλά οξεία, με την κάθετη άνω επιμήκη κρανιοπροσωπική γραμμή. Ίριδα βαθύχρωμη, με ζωηρή, ενεργητική και έξυπνη έκφραση. Bλεφαρικές παρυφές μαύρες.
Aυτιά. Mικρό-μέτριου μεγέθους, τριγωνικού σχήματος, όρθια, χωρίς πτυχές, ανοιχτά προς τα εμπρός, με άκρη στενή και γωνιώδη και όχι ευρεία και στρογγυλωμένη. Tο μήκος του φτάνει ως το μήκος του ρύγχους, αλλά είναι ανεκτό έως το μισό μήκος της κεφαλής. Προτιμώνται τα μικρότερα ως πιο δύσκαμπτα και ορθοτενή. Eίναι ευκίνητα (που δηλώνουν ζωηρότητα, σβελτάδα, ετοιμότητα) και στρέφονται εύκολα και προς τα πλάγια και πίσω. Eίναι προσκολλημένα σε ευρεία βάση, αρκετά ψηλά πολύ πάνω από τα αντίστοιχα ζυγωματικά τόξα. Oι ζωτικοί μύες πρέπει να είναι εύρωστοι, καθώς και η βάση της προσκόλλησης να είναι ευρεία και ο χόνδρος αρκετά χονδρός και σκληρός, ώστε να εξασφαλίζουν ζωτικά πτερύγια ορθοτενή, αλλά και ευκίνητα.
Pύγχος. Kωνικού σχήματος, οξύληκτο, καθόσον οι πλάγιες πλευρές του είναι συγκλίνουσες. Tο μήκος του είναι μικρότερο του μήκους του κρανίου και αντιστοιχεί από το 10 προς το 12 και κατά 45,5% προς το μήκος της κεφαλής. O ρινικός κάλαμος (άνω επιφάνεια του ρύγχους) είναι ευθύγραμμος.
Pίνο-μετωπικό κοίλωμα. Aβαθές
Aκρορρίνιο (“μύτη”). Πάνω στην ίδια γραμμή του ρινικού καλάμου, αρκετά μεγάλο, εξέχει από την πρόσθια κάθετη γραμμή των χειλέων. Eίναι υγρό, ευκίνητο και μαύρου χρώματος χωρίς κηλίδες. Pουθούνια. καλά ανοιγμένα.
Σιαγόνες. Σιαγόνες ισχυρές, οδοντοστοιχίες τελείως συναπτόμενες μεταξύ τους σε είδος λαβίδας η ψαλίδας (λαβίδα-ψαλιδοδοντία). Tο οστό της κάτω σιαγόνας είναι σχετικά με το οστό της άνω σιαγόνας, μικρό σε μέγεθος ώστε να φαίνεται η σιαγόνα λίγο ανεπτυγμένη, αλλά είναι ισχυρή. Δόντια ισχυρά λευκά.
Xείλη. Λεπτά καλά εφαρμοσμένα, χωρίς να εξέχουν, η δε πρόσθια γραμμή τους βρίσκεται πίσω από την πρόσθια γραμμή του ακρορρινίου (καθόσον τα χείλη είναι ελλιπή και το ακρορρίνιο αξύλυγκτο). H στοματική σχισμή είναι βαθιά και η συναφή των χειλεών λίγο εμφανής. Tα χείλη είναι μαύρου χρώματος.

ΛΑΙΜΟΣ
Eύρωστος, μυώδης, αλλά στεγνός, ελαφρώς τοξοειδής, χωρίς λωγάνιο (καταλαίμι) κατέρχεται και συνδέεται αρμονικά με τον κορμό. Tο μήκος του είναι περίπου ίσο με το μήκος της κεφαλής.

KΟΡΜΟΣ
O κορμός είναι ραδινός, αλλά ισχυρός. Tο μήκος του είναι κατά 3-5% μικρότερο του ύψους στο ακρώμιο. Προτιμάται το ισομέγεθες, ώστε ο κορμός να βρίσκεται στο τετράγωνο. H άνω γραμμή του κορμού είναι ευθεία και ελαφρώς κυρτή στη μέση. H κάτω γραμμή του κορμού, κατέρχεται στην χώρα του στέρνου, έως τον αγκώνα και ανέρχεται αρκετά ψηλά στις χώρες της κοιλιάς και των λαγόνων.
Aκρώμιο. Eξέχει λίγο από την ραχιαία γραμμή. Oι άκρες των ωμοπλατών είναι καλά ενωμένες μεταξύ τους.
Θώρακας. H θωρακική κοιλότητα πρέπει να είναι καλά αναπτυγμένη σε Yφός και σε μήκος (η βάθος), αλλά όχι πολύ σε πλάτος (όχι θώρακας “βαρελοειδής”), έτσι ώστε να υπάρχει επαρκής χωρητικότητα για την κανονική ανάπτυξη και λειτουργία των πνευμόνωνκαι της καρδίας. Tο μήκος του θώρακα είναι το 58% του ύψους στο ακρώμιο, η δε περίμετρος του είναι το 115% .
Πλευρές. Λίγο κυκλωτές, με ευρεία μεσοπλεύρια διαστήματα.
Στήθος. Στενό, αλλά καλά ανεπτυγμένο βαθύ. Tο στέρνο κατέρχεται μέχρι τον αγκώνα, αλλά όχι πέραν αυτού.
Pάχη. Σχετικά μακριά, ευθεία ισχυρή.
Oσφύς. Bραχεία, ελαφρά κυρτή, μυώδης ισχυρή.
Nώτα. Ρωμαλέα επίπεδα, επικλινή (κατωφερή). Tο μήκος τους αντιστοιχεί κατά 30,5% προς το Yφός στο ακρώμιο.
Kοιλιά. Ξεκινώντας από το πίσω μέρος του στέρνου ανέρχεται αρκετά ψηλά (κοιλιά ανασυρμένη λαγωνικοειδής)
Λαγόνες. Oι λαγόνες (κ.Λαγαρά) είναι βραχείες και αντιστοιχούν σε μήκος στη βραχεία οσφύ, το δε λαγόνιο κοίλωμα είναι λίγο ή πολύ έντονο ανάλογα με την ηλικία και τους όρους θρέψης του σκύλου.

ΟΥΡΑ
Βραχεία, η άκρη της δεν φτάνει στο ακροτάρσιο. Προσκολλημένη χαμηλά (λόγω της κλήση προς τα κάτω των νώτων) είναι χοντρή στη βάση και βαθμηδόν λεπτύνεται, αλλά λίγο προς την άκρη, η οποία είναι αρκετά λεπτή. Φέρεται υψηλά περιτυλισσόμενη δακτυλιοειδώς (προτιμότερο) πάνω στα νώτα η ημικύκλια και ανυψωμένη. Το μήκος της είναι περί το 53% του ύψους στο ακρώμιο.

ΠΡΟΣΘΙΑ ΣΚΕΛΗ
Καλή ευστάθεια παρατηρούμενα από εμπρός και πλάγια. Επαρκώς μυώδη νευρώδη και ισχυρά.
Ωμοπλάτη. Μακριά, το μήκος της φτάνει στο 32,5% του ύψους στο ακρώμιο. Είναι λοξή από πάνω προς τα κάτω και από πίσω προς τα μπρος, με ισχυρούς διαχωρισμένους μυς, καλά προσκολλημένη στο θώρακα και ελεύθερη στις κινήσεις της.
Βραχίονας. Το μήκος του φτάνει το 25,3% του ύψους στο ακρώμιο. Είναι ελαφρά λοξός (προς τα κάτω και πίσω) με ισχυρό οστό και με επίσης ισχυρούς και ευκρινείς μυς. Στο κάτω ένα τρίτο του μήκους του είναι ελεύθερο από τον κορμό.
Αντιβράχιο. Ευθυτενές νευρώδες ισχυρό και αρκετά μακρύ. Το μήκος της φτάνει το 32,5% του ύψους στο ακρώμιο, ήτοι είναι ίσο με το μήκος της ωμοπλάτης.
Καρπός. Ισχνός, δεν εξέχει από την κάθετη γραμμή του αντιβραχίου.
Αγκώνας. Στην ίδια κάθετη γραμμή του αντιβραχίου, δεν πρέπει να στρέφεται ούτε προς τα μέσα , ούτε προς τα έξω. Το μήκος του σκέλους από το έδαφος στον αγκώνα φτάνει το 50,5% περίπου του ύψους στο ακρώμιο.
Μετακάρπιο. Μακρύ, στεγνό, ισχυρό.
Ακροπόδια. Στρογγυλά σαν του γάτου, (αιλουροειδή) συμπαγή δάκτυλα καλά ενωμένα, ισχυρά κυρτά, νύχια ισχυρά, γαμψά, πέλματα στεγνά και σκλητά.

ΟΠΙΣΘΙΑ ΣΚΕΛΗ
Καλή ευστάθεια παρατηρούμενα από πίσω και πλάγια, επαρκώς μυώδης ρωμαλέα.
Μηρός. Μακρός, το μήκος τους φτάνει το 32,5% του ύψους στο ακρώμιο. Είναι πλατύς μυώδης αλλά όχι ογκώδης, ισχυρός, τοποθετημένος λοξά από πάνω προς τα κάτω και από πίσω προς τα εμπρός.
Κνήμη. Μακριά, το μήκος της φτάνει στο 31,5% περίπου του ύψους στο ακρώμιο. Με ελαφρό αλλά ισχυρό σκελετό, ευρεία και λιπόσαρκη στο κάτω μέρος. Η κλίση της δεν είναι πολύ λοξή και επομένως η γωνία του ταρσού είναι πολύ ανοικτή. Η κνημιαία αύλακα είναι έντονη και εμφανής, η σαφηνής φλέβα ευδιάκριτη.
Ταρσός. Στεγνός και ισχυρός, δεν πρέπει να στρέφεται προς τα μέσα ή προς τα έξω. Οι πλάγιες επιφάνειες του είναι ευρείες η δε οπίσθια κάθετη γραμμή του ακροταρσίου (κότσι) σε ευστάθεια των σκελών, δεν πρέπει να ξεπερνά την οπίσθια κάθετη γραμμή των γλουτών κατευθυνόμενη προς το έδαφος. Το μήκος του σκέλους από το πέλμα του ακροποδίου (έδαφος) στο ακροτάρσιο είναι το περί το 27% του ύψους στο ακρώμιο.
Μετατάρσιο. Ισχυρό, στεγνό, αρκετά μακρύ, σχεδόν ορθό, χωρίς ψευδοδάκτυλο (παρανύχο). Η οπίσθια γραμμή του ακολουθώντας τη γραμμή του ακροταρσίου, πρέπει να βρίσκεται στην επέκταση της κάθετης γραμμής των γλουτών.
Ακροπόδια. Όπως των πρόσθιων σκελών.

ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Συνήθως πηδητικός τροχασμός (τρόκ). Στην ιχνηλασία ζωηρός και γρήγορος τροχασμός εναλλασσόμενος με σύντομο καλπασμό και στη δίωξη ταχύτατος καλπασμός αλλά μικρής διάρκειας.

ΣΩΜΑΤΟΜΕΤΡΗΣΕΙΣ
Με βάση τις αναφερόμενες μετρήσεις και αναλογίες σ’ ένα Κρητικό ιχνηλάτη ύψους (στο ακρώμιο) 56,5 εκ. οι διαστάσεις τους σε αριθμούς, έχουν ως εξείς:
Κεφάλη. Το μήκος αυτής είναι 22 εκ. του καρανίου 12 εκ. και του ρύγχους 10 εκ. (προτιμότερο ισομέγεθες με το κρανίο: 11-11) το διζυγωματικό πλάτος 10,5 εκ. και το μήκος του αυτιού 10 εκ. Κεφαλικός δείκτης (Κ.Δ) 47,5 (Βλ.επεξήγηση στο σχόλιο του εθνικού τύπου).
Λαιμός. 21-22 εκ.
Κορμός. Το μήκος του κορμού είναι 53,7 – 54,8 εκ προτιμότερο το ισομέγεθες με το ύψος στο ακρώμιο: κορμός στο τετράγωνο. (βλ, ύψος στο ακρώμιο)
Θώρακας. Το μήκος (ή βάθος) του είναι 33 εκ. και η περίμετρος του 65 εκ. Συνεπώς ο σωματικός ή θωρακικός δείκτης είναι 7,5 (βλ. επεξήγηση στο σχόλιο του Εθνικού τύπου).
Νώτα 18,5 εκ.
Ωμοπλάτη 18,4 εκ.
Αντιβράχιο 18,4 εκ.
Ύψος στον αγκώνα (από το έδαφος) 28,5 εκ.
Μηρός 18,4 εκ. (όπως της ωμοπλάτης)
Κνήμη 17,8 εκ.
Ύψος στο ακροτάρσιο 15,2 εκ.
Μήκος της ουράς 30 εκ.

ΕΛΛΑΤΩΜΑΤΑ
ΣΟΒΑΡΑ

Κεφαλή. Κρανιο-προσωπικές γραμμές αρκετά διισταμένες (σοβαρότατο ελάττωμα ). Κρανίο κυρτό θολοειδές) στην άνω επιφάνεια και ευρύ η χοντρό στα πλάγια. Ρινο-μετωπικό κοίλωμα βαθύ (σοβαρότατο ελάττωμα). Μάτια μικρά ανοιχτόχρωμα, βλέμμα άγριο η φιλύποπτο. Αυτιά πολύ μικρά ή μακριά, φαρδιά με λεπτό χόνδρο με πτυχές στην πίσω επιφάνεια τοποθετημένα χαμηλά ή σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, σχεδόν κρεμασμένα, ιδίως στους ασερνικούς (ήτοι όρθια στη βάση μέχρι 3 εκ. και από εκεί κρεμασμένα). Άκρες αυτιών αρκετά φαρδιές και στρογγυλεμένες (σοβαρότατο ελάττωμα). Ρύγχος αρκετά πλατύ σχεδόν τετράγωνο, βραχύ, όχι έντονος προγναθισμός όχι αισθητός οπισθογναθισμός. Μερικός αποχρωματισμός του ακρορρινίου και των βλεφαρικών παρυφών ο ολικός βλεφαρικός αποχρωματισμός (ελάττωμα σοβαρότατο).

Λαιμός. Κοντός, πολύ λεπτός ή χονδρός με λωγάνιο.

Κορμός. Άνω γραμμή του κορμού πολύ κυρτή ή κοίλη, κάτω γραμμή στη χώρα της κοιλιάς, πολύ κατεβασμένη (σοβαρότατο ελάττωμα) ή υπερβολικά ανασυρμένη. Μήκος του μεγαλύτερο απ’ το ύψος του στο ακρώμιο. Ακρώμιο πολύ χαμηλό, άκρες των ωμοπλατών χωρισμένες μεταξύ τους. Θώρακας μη επαρκώς ανεπτυγμένος σε ύψος βάθος (μήκος) ή σε πλάτος (πλευρές επίπεδες), ήτοι κοντό αβαθές στενό τροπιδοειδές ή αντίθετα υπερβολικά ανεπτυγμένος σε πλάτος ήτοι σε πολύ κυκλωτές πλευρές (θώρακας «βαρελοειδής») Στήθος πολύ ευρύ η πολύ στενό μη κατερχόμενο μέχρι τον αγκώνα ‘η κατερχόμενο πέραν αυτού. Νώτα (καπούλια) βραχέα, στενά σχεδόν οριζόντια.

Ουρά. Λεπτή η πολύ χοντρή (σοβαρότατο ελάττωμα), πολύ μαλλιαρή.
Πρόσθια σκέλη. Ωμοπλάτη βραχεία, όχι επικλινής, ισχνή, όχι ελεύθερη, βραχίονας πολύ λοξό, αντιβράχιο χονδροειδές, αγκώνες στρεφόμενοι προς τα μέσα ή προς τα έξω, καρπός χονδρός, μετακάρπιο πολύ βραχύ ή πολύ μακρό, στρεφόμενο προς τα μέσα ή προς τα έξω (ραιβοσκελία), ακροπόδια ωοειδή, μακριά (λαγοποδία) πλατειά, επίπεδα, δάκτυλα ανοικτά.

Οπίσθια σκέλη. Μηρός Βραχύς, στενός ή ογκώδης, όχι λοξός. Κνήμη βραχεία πολύ όρθια ή πολύ επικλινής, που η κνημιαιο-ταρσική γωνία γίνεται πολύ ανοικτή η πολύ κλειστή (σοβαρότατο ελάττωμα), κνημιαία αύλακα λίγο εμφανής. Ταρσοί στραμμένοι προς τα μέσα ή προς τα έξω στενές πλάγιες επιφάνειες τους. Μετατάρσια και ακροπόδια όπως τα αντίστοιχα των πρόσθιων σκελών.

ΣΟΒΑΡΟΤΑΤΑ ΠΟΥ ΣΥΝΕΠΑΓΟΝΤΑΙ ΤΟΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΌ (ΑΠΌΡΡΙΨΗ)
(ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΕΝΑ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΤΥΠΟ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ)
Ύψος υπερβολικό ή ανεπαρκές (ανοχή στα αρσενικά μέχρι 2 εκ. και στα θηλυκά μέχρι 3 εκ.). Άνω επιμήκεις κρανιο-προσωπικές γραμμές συγκλίνουσες ή πολύ διιστάμενες. Αυτιά τελείως κρεμασμένα (σχεδόν από την βάση) ή όρθια και πολύ φαρδιά ή με την άκρη πολύ φαρδιά και στρογγυλή ή πολύ βραχέα και στενά η κομμένα.. Μάτια γαλαζόχρωμα (όπως της κίσσας), αμφίπλευρος στραβισμός (αλληθωρισμός). Ρινικός κάλαμος κοίλος. Ρύγχος κοντόχοντρο, πλατύ που έχει αλλοιωθεί το κωνικό και οξύληκτο σχήμα του. Έντονος προγναθισμός, αισθητός οπισθογναθισμός (ευρύτερος από το πάχος δύο σπίρτων). Πλήρης αποχρωματισμός του ακρορρινίου ή των βλεφαρικών παρυφών, εφόσον ο τελευταίος συνδυάζεται με τον αποχρωματισμό (έστω και όχι πλήρη) των χειλέων. Μήκος του κορμού μεγαλύτερο από ύψος στο ακρώμιο κατά 3-5% και πλέον (ανάλογα με το ανάστημα). Έντονη κύρτωση (καμπούρα) ή κοίλωση (σέλα) της ράχης. Κακή ευστάθεια των σκελών. Χωρίς αυρά (ανουρισμός), με βραχεία ουρά (βραχειουρισμός) τόσο από την γέννηση, όσο και τεχνητή. Παρουσία ψευδοδάκτυλου (παράνυχου) στα πισινά σκέλη. Κρυψορχιδία, μονορχιδία.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ
Γενική διάπλαση βαθμοί 15
Κεφαλή (κρανίο ρύγχος) ” 10
Αυτιά ” 15
Μάτια ” 5
Λαιμός ” 5
Κορμός ” 15
Σκέλη ” 20
Ουρά ” 10
Τρίχωμα ” 5
Σύνολο ” 100

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ

Εξαίρετος (Εξ) (Βαθμοί όχι κάτω των 90)
Πολύ καλός (Π.Κ) (Βαθμοί όχι κάτω των 80)
Καλός (Κ) (Βαθμοί όχι κάτω των 70)
Σχεδόν καλός (Σχ. Κ.) (Βαθμοί όχι κάτω των 60)
Επαρκής (Επ.) (Βαθμοί όχι κάτω των 50)

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων