Οι Απόφασεις του Συμβουλίου Επικρατείας για τις προσφυγές κατά της θηροφυλακής. Αριθμός 3942/2001…

0

Αριθμός 3942/2001
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε’

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 6η Ιουνίου 2001, με την εξής σύνθεση: Κ. Γ. Χαλαζωνίτης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε’ Τμήματος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζος, Αθ. Ράντος, Αικ. Σακελλαροπούλου, Σύμβουλοι, Κ. Κουσούλης, Ολ. Παπαδοπούλου, Πάρεδροι.
Γραμματέας η Γ. Σακελλαρίου, Γραμματέας του Ε’ Τμήματος.

Διά να δικάσει την από 11 Οκτωβρίου 1999 αίτηση:
των: 1) Συλλόγου με την επωνυμία “ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΟΣ – ΣΚΟΠΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ”, που εδρεύει στην Πάτρα, οδός Αγιάς αριθμός 71 και 2) Συλλόγου με την επωνυμία “ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΟΣ – ΣΚΟΠΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ”, που εδρεύει στην Πτολεμαϊδα, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Παναγιώτη Κλημεντήρη (Α.Μ. 5202), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Γεωργίας, ο οποίος παρέστη με τον Ευστράτιο Συνοίκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά του παρεμβαίνοντος Σωματείου με την επωνυμία “ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ”, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Κοραή αριθμός 2, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ηλία Θεοδωράτο (Α.Μ. 1228), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες Σύλλογοι ζητούν να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ. 101464/3416/29.7.1999, β) η υπ’ αριθμ. 101466/3437/ 30.7.1999 και γ) η υπ’ αριθμ. 101466/3418/29.7.1999 αποφάσεις του Υφυπουργού Γεωργίας.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητού, Συμβούλου, Ν. Ρόζου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων Συλλόγων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του παρεμβαίνοντος Σωματείου και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου,

Είδε τα σχετικά έγγραφα και εσκέφθη κατά το νόμο.
1. Επειδή για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη (διπλότυπα εισπράξεως 1962522 και 1962523/1999 Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (ειδικό έντυπο γραμμάτιο 1970319/1999).

2. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της 101464/3416/29.7-10.8.1999 αποφάσεως του Υφυπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ 1590 Β’), με την οποία καθορίστηκε η συνδρομή των κυνηγών στους συνεργαζομένους με το Υπουργείο Γεωργίας κυνηγετικούς συλλόγους από την κυνηγετική περίοδο 1999 -2000, β) της 101472 (και όχι 101466, όπως εκ παραδρομής αναγράφεται στο αυτό δικόγραφο) /3437/30. 715.9.1999 αποφάσεως του αυτού Υφυπουργού (ΦΕΚ 1748 Β’), κατά το μέρος της με το οποίο ορίζεται ότι κατά τη διαδικασία εκδόσεως των αδειών θήρας, οι δασικές αρχές μόνο από τους συνεργαζομένους με τοΥπουργείο Γεωργίας κυνηγετικούς συλλόγους θα δέχονται κατάθεση διπλοτύπων εισπράξεως τελών που αφορούν πρόσωπα άλλα εκτός του καταθέτοντος (παρ. 1) και ότι η υποβολή από μεμονωμένο κυνηγό αιτήσεως σε δασική αρχή για χορήγηση άδειας θήρας συνοδεύεται από προσωπικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο με συμβαλλόμενο τον αιτούντα (παρ. 3) και γ) της 101466/3418/29.7-10.8.1999 αποφάσεως του αυτού Υφυπουργού (ΦΕΚ 1590 Β’), με την οποία ορίζεται ότι όλοι οι κυνηγοί που εφοδιάζονται με άδεια κυνηγίου απ’ ευθείας από τις δασικές αρχές, καταβάλλουν, πέραν των τελών και ποσό ίσο με την ετήσια συνδρομή που ισχύει για τα μέλη των συνεργαζομένων με το Υπουργείο Γεωργίας κυνηγετικών συλλόγων υπέρ του Κεντρικού Ταμείου Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών (κεφάλαιο Θήρας).

3. Επειδή η υπόθεση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του, Tμήματος με την 1502/2001 απόφασή του λόγω της σπουδαιότητας των, τιθεμένων θεμάτων. Με την αυτή απόφαση, αφ’ ενός μεν κρίθηκε ότι η πρώτη από τις προσβαλλόμενες πράξεις καταργήθηκε ως προς τη συνδρομή των κυνηγών στους συνεργαζόμενους με το Υπουργείο Γεωργίας κυνηγετικούς συλλόγους με την 99729/3481/1-24.8.2000 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ 1046 Β’), με την οποία καθορίστηκε νέα συνδρομή των ανωτέρω από την κυνηγετική περίοδο 2000 -2001, αφ’ ετέρου δε απορρίφθηκε η κρινόμενη αίτηση ως προς τον Κυνηγετικό Σκοπευτικό Σύλλογο Εορδαίας.

4. Επειδή οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι συναφείς, εφ’ όσον εκδίδονται κατ’ επίκληση των αυτών εξουσιοδοτικών διατάξεων και αφορούν στην οργάνωση της θηρευτικής δραστηριότητας.

5. Επειδή ως προς τη δεύτερη και την τρίτη από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις η κρινόμενη αίτηση έχει κατατεθή εμπροθέσμως και ασκείται με έννομο συμφέρον από το πρώτο εκ των αιτούντων σωματείων εφ’ όσον, κατά το άρθρο 3 του καταστατικού του, στους σκοπούς του περιλαμβάνεται η “οργάνωση και κυνηγετική κατάρτιση των κυνηγών, η εκπαίδευση και εκμάθηση της δεοντολογίας και πειθαρχίας που διέπει τους κανόνες του κυνηγίου, η συνεχής επιμόρφωσή τους σε θέματα που αφορούν το κυνήγι, η φροντίδα για την ανάπτυξη του θηραματικού πλούτου, η διαφύλαξη της νόμιμης θήρας”.

6. Επειδή με προφανές έννομο συμφέρον παρεμβαίνει υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων αποφάσεων, που περιέχουν ευνοϊκές για τα μέλη της ρυθμίσεις, η κυνηγετική συνομοσπονδία Ελλάδος.

7. Επειδή η ελευθερία της σωματειακής οργανώσεως των πολιτών, που απορρέει από την κατοχυρώνουσα το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι διάταξη του άρθρου 12 του Συντάγματος, περιλαμβάνει το δικαίωμα του καθενός από αυτούς να ιδρύη σωματείο, να μετέχη σε σωματείο της εκλογής του και να αποχωρή ανεμποδίστως από αυτό. Περιλαμβάνει επίσης την ελευθέρως καθοριζόμενη από τα μέλη του, διά του οικείου καταστατικού, οργάνωσή του, στοιχείο της οποίας αποτελεί η οικονομική συνεισφορά τους για τη λειτουργία του σωματείου. Η ελευθερία εξ’ άλλου του πολίτη να μη μετέχη καθόλου σε σωματείο, που απορρέει από τη γενική ελευθερία του ατόμου, την οποία επίσης κατοχυρώνει το Σύνταγμα (άρθρο 5), αποκλείει τον εξαναγκασμό του να προβή στην ίδρυση σωματείου ή να συμμετάσχη σε υφιστάμενο. Εξ άλλου, εν όψει των συνταγματικών αυτών διατάξεων και της αρχής της ισότητας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 4 του Συντάγματος, δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση αδικαιολόγητων προνομίων υπέρ των μελών ορισμένων σωματείων και αντικινήτρων για την εγγραφή σε άλλα παρεμφερών σκοπών ή για τη μη συμμετοχή σε οποιαδήποτε σωματειακού χαρακτήρα οργάνωση και, γενικότερα, ρυθμίσεων, με τις οποίες επηρεάζεται η άσκηση της ελευθερίας σωματειακής οργανώσεως και προκαλείται έμμεσος εξαναγκασμός συμμετοχής σε συγκεκριμένα η ορισμένης κατηγόριας σωματεία (βλ. ΣτΕ 3337/1975, 2540/1999). Σύμφωνα με τ’ ανωτέρω, και λαμβανομένου επίσης υπόψει ότι η θήρα αποτελεί μορφή ασκήσεως διαχειρίσεως του φυσικού περιβάλλοντος (ΣτΕ), είναι μεν για λόγους δημοσίου συμφέροντος επιτρεπτή η θέσπιση όρων και προϋποθέσεων χορηγήσεως άδειας θήρας, εφ’ όσον όμως είναι αυτοί πρόσφοροι για την εντός του ανωτέρω πλαισίου άσκησή της και δεν προσβάλλουν την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Δεν συνάδουν επομένως προς τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος οι διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 2 και 266 παρ. 4 περ. ι του Ν.Δ/τος 86/1969 (ΦΕΚ 7 Α’), όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 177/1975 (ΦΕΚ 205 Α’), με τις οποίες ορίζεται αντιστοίχως ότι “ουδείς λαμβάνει άδειαν θήρας εάν δεν είναι μέλος κυνηγετικού συλλόγου” και ότι “έκαστος κυνηγός υποχρεούται να είναι μέλος του κυνηγετικού συλλόγου της περιφερείας της μονίμου κατοικίας του” (ΣτΕ 2235/1979, βλ. και ΣτΕ 2540/1999). Και, κατ’ ακολουθίαν, δικαιούνται να λάβουν άδεια θήρας και πρόσωπα τα οποία δεν ανήκουν σε κυνηγετικό σύλλογο ή είναι μέλη κυνηγετικού συλλόγου, που δεν περιλαμβάνεται στους συνεργαζομένους με το Υπουργείο Γεωργίας, δηλαδή στους υπαγομένους στις διατάξεις του άρθρου 266 του Ν.Δ/τος 86/1969 και των κατ’ εξουσιοδότησή του εκδοθεισών αποφάσεων του Υπουργού Γεωργίας 25234/1637/7.4-4.5.1976 (ΦΕΚ 640 Β ‘) και 223006/4106/16-20.7.1997 (ΦΕΚ 691 Β’). Για τους αυτούς ως άνω λόγους δημοσίου συμφέροντος είναι επίσης επιτρεπτή η ύπαρξη ιδιαιτέρων οργανώσεων σωματειακού χαρακτήρα ως οι ανωτέρω συνεργαζόμενοι με το Υπουργείο Γεωργίας κυνηγετικοί σύλλογοι, οι περί των οποίων διατάξεις προβλέπουν τον αυξημένο έλεγχό τους και, ειδικότερα, για την καλύτερη εξυπηρέτηση της θήρας και για φιλοθηραματικούς σκοπούς, περιορισμούς ως προς την οργάνωση, τη λειτουργία τους, το καταστατικό τους (παρ. 7 άρθρον 266 Ν.Δ/τος 86/1969) το ύψος και τη διάθεση των εσόδων τους (παρ. 10 αυτού άρθρου 266). Τούτου έπεται ότι είναι ως προς τα μέλη αυτών επιτρεπτή η θέσπιση πλεονεκτημάτων αντίστοιχων προς τους ανωτέρω περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι είναι αυτά συναφή προς τους ανωτέρω λόγους δημοσίου συμφέροντος.

8. Επειδή με την απόφαση 101465/3417/29.7-10.8.1999 του Υφυπουργού Γεωργίας “Δικαιολογητικά και διαδικασία για την έκδοση άδειας κυνηγίου” (ΦΕΚ 1590 Β’) ορίζεται στη μεν παρ. 1.4 ότι στα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τη χορήγηση αδείας κυνηγίου περιλαμβάνεταικαι “τριπλότυπο ή γραμμάτιο είσπραξης των τελών κυνηγίου υπέρ του Κ. Τ. Γ. Κ. και Δασών (Κεφ. Θήρας)”, στη δε παρ. 1.5. αυτής, μεταξύ άλλων, ότι “‘Όσοι κυνηγοί προμηθεύονται άδεια θήρας μέσω Κυνηγετικού Συλλόγου του οποίου είναι μέλη θα υποβάλλουν αίτηση προς το αρμόδιο Δασαρχείο της περιφέρειάς τους που θα συνοδεύεται από τα ανωτέρω δικαιολογητικά. Ο Κυνηγετικός Σύλλογος στη συνέχεια θα συμπληρώνει τα στοιχεία του ατομικού βιβλιαρίου θήρας και θα καταχωρεί την αίτηση στο μητρώο και τον αριθμό μητρώου στην αντίστοιχη στήλη του βιβλιαρίου. Μετά τη συμπλήρωση όλων των στοιχείων του βιβλιαρίου, ο Κυνηγετικός Σύλλογος θα το προσκομίζει μαζί με τα σχετικά δικαιολογητικά στο αρμόδιο Δασαρχείο για έλεγχο και υπογραφή. Το βιβλιάριο μετά την υπογραφή του θα παραδίδεται στον Κυνηγετικό Σύλλογο ενώ τα δικαιολογητικά θα παραμένουν στο φάκελο του Δασαρχείου�Η απασχόληση των Κυνηγετικών Συλλόγων για την έκδοση των αδείων θήρας θα γίνεται χωρίς οικονομική επιβάρυνση των κυνηγών, εκτός από την αξία του ατομικού βιβλιαρίου�”. Με τη δε προσβαλλομένη παρ. 1 της 101472/3434/30.7-15.9.1999 αποφάσεως του αυτού Υφυπουργού ορίζεται ότι “Οι Δασικές Αρχές δεν θα δέχονται κατάθεση διπλοτύπων είσπραξης των εκάστοτε ισχυόντων τελών κατά τη διαδικασία έκδοσης των αδειών θήρας, που αφορούν πρόσωπα αλλά εκτός του καταθέτοντος παρά μόνο από τους αναγνωρισμένους και συνεργαζομένους με το Υπουργείο Γεωργίας Κυνηγετικούς Συλλόγους, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις”. Με την τελευταία αυτή διάταξη, όπως συνάγεται από την ερμηνεία της σε συνδυασμό με τις δύο προηγούμενες, μόνον στους συνεργαζομένους με το Υπουργείο Γεωργίας κυνηγετικούς συλλόγους επιτρέπεται να καταθέτουν στις αρμόδιες δασικές αρχές τις αιτήσεις των μελών τους, συνοδευόμενες από τα σχετικά δικαιολογητικά, και να παραλαμβάνουν από αυτές, προκειμένου να τις παραδώσουν εν συνεχεία στα μέλη τους, τις άδειες θήρας, ενώ, αντιθέτως, τα μέλη των μη συνεργαζομένων συλλόγων πρέπει να καταθέτουν τις αιτήσεις τους και να παραλαμβάνουν τις άδειες αυτοπροσώπως. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκεται στις διατάξεις των άρθρων 12 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος, δοθέντος ότι το πλεονέκτημα αυτό δικαιολογείται από την λόγω του αυξημένου ελέγχου του Υπουργού επί των συνεργαζομένων κυνηγετικών συλλόγων ύπαρξη ηυξημένης εμπιστοσύνης του σε αυτούς. Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Ν. Ρόζου, η εν λόγω ρύθμιση δεν είναι συναφής προς το λόγο για τον οποίο έχουν τεθή οι προαναφερόμενοι περιορισμοί, εφ’ όσον δεν αφορά στην άσκηση της θηρευτικής δραστηριότητας αλλά στη διαδικασία της εκδόσεως της άδειας, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη νόμιμη άσκησή της. Συνεπώς με τη ρύθμιση αυτή θεσπίζεται αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ των μελών των προαναφερομένων κυνηγετικών συλλόγων και αντικίνητρο για τα μέλη των άλλων, μη συνεργαζομένων με το Υπουργείο Γεωργίας κυνηγετικών συλλόγων, δηλαδή έμμεσος εξαναγκασμός συμμετοχής στους πρώτους. Συνεπώς, κατά τα αναφερόμενα στην έβδομη σκέψη, η προσβαλλομένη ρύθμιση είναι, κατά την γνώμη αυτή, αντίθετη προς τα άρθρα 12 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος και ακυρωτέα, για το λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο.

9. Επειδή, περαιτέρω, με την παρ. 1.3 της αναφερομένης στην προηγούμενη σκέψη 101465/3417/29.7-10.8.1999 αποφάσεως του Υφυπουργού Γεωργίας ορίζεται ότι στα δικαιολογητικά περιλαμβάνεται και “ασφαλιστήριο συμβόλαιο για την κάλυψη ζημιών από τυχόν ατύχημα που θα προκληθεί κατά την άσκηση του κυνηγίου”, ενώ με την παρ. 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως 101472/3434/30.7-15.9.1999 του αυτού Υφυπουργού ορίζεται ότι οι αναγνωρισμένοι κυνηγετικοί σύλλογοι “υποχρεώνονται να προσκομίζουν στις Ασφαλιστικές Εταιρείες θεωρημένη από τη Δασική Υπηρεσία κατάσταση των ατόμων κυνηγών που ασφαλίζουν”, ενώ στην παρ. 3 της ίδιας αποφάσεως προβλέπεται ότι “το δικαίωμα υποβολής αίτησης σε Δασική Αρχή, από μεμονωμένο κυνηγό, για χορήγηση άδειας θήρας, εξακολουθεί να ισχύει, συνοδεύεται όμως υποχρεωτικά από προσωπικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο με συμβαλλόμενο τον αιτούντα”.

10. Επειδή με τις ανωτέρω διατάξεις παρέχεται ευχέρεια υποβολής ομαδικού ασφαλιστηρίου ως δικαιολογητικού για την έκδοση άδειας κυνηγιού μόνο στα μέλη συνεργαζομένων κυνηγετικών συλλόγων ενώ τα μέλη των μη συνεργαζομένων συλλόγων υποχρεούνται να υποβάλλουν μεμονωμένως αιτήσεις για τη χορήγηση της άδειας με ατομικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Με τη ρύθμιση όμως αυτή μπορούν, μέσω των συλλόγων τους, να επιτύχουν ομαδικά ασφαλιστήρια, με συνέπεια τη δυνατότητα καταβολής χαμηλότερων ασφάλιστρων. Συνεπώς, σύμφωνα με την έβδομη σκέψη, η ρύθμιση αυτή είναι αντίθετη προς τα άρθρα 12 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος και ακυρωτέα, κατά το βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο ακυρώσεως. Κατά τη γνώμη όμως της Συμβούλου Αγ. Θεοφιλοπούλου, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται προς τα ανωτέρω άρθρα του Συντάγματος, διότι είναι συναφής για λόγους δημοσίου συμφέροντος επιβαλλόμενο με τη διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 266 περιορισμό εις βάρος των συνεργαζομένων κυνηγετικών συλλόγων να διαθέτει το ήμισυ των εσόδων του για φιλοθηραματικούς σκοπούς.

11. Επειδή με το άρθρο 262 του Ν.Δ/τος 86/1969 ορίζονται τα εξής: “1. Η θήρα επιτρέπεται μόνον εις τον κάτοχον αδείας θήρας, εκδιδομένης εις τον τόπον της μονίμου κατοικίας του υπό της αρμοδίας δασικής αρχής. 2�3. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν.Δ/τος 996/1971, ΦΕΚ 192 Α’). Η άδεια θήρας, ούσα προσωπική και αμεταβίβαστος �εκδίδεται επί τη υποβολή γραμματίου ή τριπλοτύπου εισπράξεως του αρμοδίου Δημοσίου Ταμείου, υπέρ του Κεντρικού Ταμείου Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών (Κεφ. Θήρας) εκ αα) δραχμών�..ββ)�,,”Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι δυνατή η αυξομείωσις των ως άνω ποσών”. 4. Προς έκδοσιν της κατά τα ανωτέρω αδείας θήρας απαιτείται εισέτι και γραμμάτιον ή τριπλότυπον εισπράξεως του αρμοδίου ταμείου υπέρ του Κεντρικού Ταμείου Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών (Κεφάλαιον Θήρας) εκ δραχμών�και δραχμών�..προς εξασφάλισιν λογαριασμού πληρωμής των εν άρθρω 267 φυλάκων θήρας , 5. Τα εις τας παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου αναφερόμενα ποσά δύνανται να αυξάνωνται διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας. 6. Δι’ αποφάσεως του επί της Γεωργίας Υπουργού, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται ο τύπος, η μορφή και τα στοιχεία, άτινα δέον να περιέχη η άδεια θήρας, η διαδικασία εκδόσεως ταύτης, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά προς έκδοσιν ταύτης�”. Κατ’ επίκληση της πρώτης από τις διατάξεις αυτές (παρ. 3 άρθρου 262) εκδόθηκε η 101460/ 3406/28.7-10.8.1999 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας “Καθορισμός τελών έκδοσης αδειών κυνηγίου για το κυνηγετικό έτος 1999 -2000” (ΦΕΚ 1590 Β’). Εξ άλλου, με την παρ. 10 του άρθρου 266 του υπό τον τίτλο “Κυνηγετικαί οργανώσεις” Κεφαλαίου Δ’ του αυτού Ν.Δ/τος 86/1969, ορίζεται ότι “Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα των δικαιωμάτων εγγραφής, ετησίων συνδρομών και τα της διαθέσεως των εσόδων των κυνηγετικών συλλόγων. Εν πάση περιπτώσει το ποσόν αυτό δεν δύναται να ορισθή μικρότερον των δραχμών, πάντως τουλάχιστον το ήμισυ των εσόδων τούτων δέον να διατίθεται υποχρεωτικώς διά σκοπούς φιλοθηραματικούς”. Περαιτέρω, με το άρθρο 267 του αυτού Ν.Δ/τος 86/89 ορίζεται ότι “1. Η εφαρμογή και τήρησις των περί θήρας διατάξεων ανατίθεται εις την δασικήν υπηρεσίαν….ασκείται δε υπό των δασικών οργάνων και των διά του παρόντος προβλεπομένων φυλάκων θήρας. 2. Δι’ αποφάσεως των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προσλαμβάνονται μέχρι 300 φύλακες θήρας επί μηνιαία αντιμισθία και επίσχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αμειβόμενοι εις βάρος του Κεντρικού Ταμείου Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών (Κεφάλαιον Θήρας)…..”

12. Επειδή κατά τις διατάξεις αυτές, οποιοσδήποτε επιθυμεί να λάβη άδεια θήρας, είτε δεν είναι μέλος κυνηγετικού συλλόγου, είτε είναι μέλος συνεργαζομένου ή μη κυνηγετικού συλλόγου, υποχρεούται να καταβάλη υπέρ του Κεφαλαίου Θήρας του Κ.Τ.Γ.Κ.Δ. δύο ποσά που προβλέπονται, αντιστοίχως, από την παρ. 3 του άρθρου 262 και την παρ. 4 του αυτού άρθρου. Από τα ποσά αυτά, το πρώτο, δηλαδή το προβλεπόμενο από την αντικατασταθείσα με το άρθρο 12 του Ν.Δ/τος 996/1971 παρ. 3 μπορεί να αυξομειώνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, και όχι με την κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας, η οποία προβλέπεται στην προγενέστερη του Ν.Δ. 996/1971 διάταξη της παρ. 5 του αυτού άρθρου 262, εφ’ όσον με το νεότερο αυτό Ν.Δ/γμα ορίζεται ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας μόνος αρμόδιος για το ανωτέρω ποσό, ενώ το δεύτερο ποσό, δηλαδή το προβλεπόμενο με την παρ. 4, το οποίο διατίθεται αποκλειστικά προκειμένου να εξασφαλισθή η πληρωμή των προβλεπομένων στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 267 φυλάκων θήρας από το Κεφάλαιο Θήρας του Κ.Τ.Γ.Κ.Δ., μπορεί να αυξομειώνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας. Η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις καταβολή των ποσών αυτών είναι εκ του νόμου προϋπόθεση για την έκδοση της άδειας θήρας, πέραν δε αυτής ουδέν άλλο ποσό απαιτείται να καταβληθή για το σκοπό αυτόν. Τέλος, με τη διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 266 του Ν.Δ/τος 86/1969 καθίσταται ο Υπουργός Γεωργίας αρμόδιος να καθορίση τα των δικαιωμάτων εγγραφής, ετήσιων συνδρομών και τα της διαθέσεως των εσόδων μόνο των συνεργαζομένων με το Υπουργείο του οποίου προΐσταται κυνηγετικών συλλόγων, δεδομένου, άλλως τε, ότι η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής και όσον αφορά τους υπόλοιπους συλλόγους θα αποτελούσε, κατά τα αναφερόμενα στην έβδομη σκέψη, μη επιτρεπομένη από το άρθρο 12 του Συντάγματος επέμβαση στην οργάνωση και λειτουργία τους.
13. Επειδή με την τρίτη προσβαλλόμενη απόφαση ορίζεται ότι “όλοι οι κυνηγοί, ημεδαποί και αλλοδαποί, που εφοδιάζονται με άδεια κυνηγιού απευθείας από τις Δασικές Αρχές καταβάλλουν, πέραν των τελών, και ποσό ίσο με την ετήσια συνδρομή που ισχύει για τα μέλη των αναγνωρισμένων Κυνηγετικών Συλλόγων ως συνεργαζομένων μετά του Υπουργείου Γεωργίας. Το ποσό αυτό θα καταβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο μαζί με τα τέλη αδείας κυνηγίου υπέρ του Κ. Τ. Γ. Κ. και Δασών (κεφάλαιο Θήρας)”. Όπως δε προκύπτει από την παρ. 7 του προοιμίου της αποφάσεως αυτής, η ρύθμιση αυτή υπαγορεύθηκε από “το γεγονός ότι οι κυνηγοί που εφοδιάζονται με άδεια κυνηγιού απευθείας από τις Δασικές Αρχές, χωρίς να είναι μέλη Κυνηγετικών Συλλόγων, καταβάλλουν το μισό της ετήσιας συνδρομής για φιλοθηραματικούς σκοπούς, με αποτέλεσμα να έχουν ευνοϊκή μεταχείριση σε σχέση με τους λοιπούς κυνηγούς, που είναι μέλη αναγνωρισμένων Κυνηγετικών Συλλόγων”. Στο αυτό δε προοίμιο γίνεται επίκληση του άρθρου 12 του Ν.Δ/τος 996/1971 (νέας παρ. 3 του άρθρου 262 του Ν.Δ/τος 86/1969) και της παρ.10 του άρθρου 266 του αυτού Ν.Δ/τος 86/1969.

14. Επειδή με την προσβαλλόμενη ανωτέρω απόφαση, για τη χορήγηση άδειας θήρας σε πρόσωπα που δεν είναι μέλη συνεργαζομένων κυνηγετικών συλλόγων, επιβάλλεται η υποχρέωση καταβολής προς τούτο και άλλου ποσού, πέραν εκείνου, το οποίο προβλέπεται γενικώς για όλους τους επιθυμούντες να λάβουν άδεια θήρας από την παρ. 3 του άρθρου 262 του Ν.Δ/τος 86/1969, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν.Δ/τος 996/1971, και καθορίστηκε με την αναφερόμενη στη δέκατη σκέψη 101460/3406/28.7-10.8.1999 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας. Κατά τα αναφερόμενα στην ενδέκατη σκέψη, η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να θεμελιωθή στη διάταξη αυτή, της οποίας γίνεται επίκληση στο προοίμιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφ’ όσον δεν επιχειρείται προσαύξηση του προβλεπόμενου από την ανωτέρω διάταξη ποσού, για την οποία άλλως τε αρμόδιος θα ήταν ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, αλλά επιβολή άλλου ποσού, ανεξάρτητου προς το προαναφερόμενο, σε ορισμένους μόνο από αυτούς που ζητούν άδεια θήρας. Ούτε όμως στη δεύτερη από τις διατάξεις των οποίων γίνεται επίκληση (άρθρο 266 παρ. 1 Ο Ν.Δ/τος 86/1969) βρίσκει έρεισμα η απόφαση αυτή, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει τον καθορισμό των δικαιωμάτων εγγραφής, ετήσιων συνδρομών και διαθέσεως των εσόδων των συνεργαζομένων και μόνο κυνηγετικών συλλόγων και όχι την επιβολή υποχρεώσεως καταβολής και άλλου ποσού σε μη μέλη των συλλόγων αυτών κατά την έκδοση άδειας θήρας. Συνεπώς, η τρίτη από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι για το λόγο αυτό ακυρωτέα.

Διά ταύτα
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Ακυρώνει την παρ. 3 της 101472/3434/30.7-15.9.1999 αποφάσεως του Υφυπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ 1748 Β’).

Ακυρώνει την 101466/3418/29.7-10.8.1999 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ 1590 Β’).

Απορρίπτει την παρέμβαση.

Επιβάλλει στον Κυνηγετικό Σύλλογο Εορδαίας την πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εκατόν τριάντα χιλιάδες (130.000) δραχμές και της παρεμβαίνουσας, η οποία ανέρχεται σε εκατόν ογδόντα χιλιάδες (180.000) δραχμές.

Επιβάλλει στο Δημόσιο και την Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος την πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του Κυνηγετικού – Σκοπευτικού Συλλόγου Πατρών, η οποία ανέρχεται σε τριακόσιες χιλιάδες ενενήντα (390.000) δραχμές.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου και στις 11 Οκτωβρίου 2001 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της12ης Νοεμβρίου 2001.

Ο Πρόεδρος του Ε’ Τμήματος: Κ.Γ. Χαλαζωνίτης
Η Γραμματέας του Ε’ Τμήματος: Γ. Σακελαρίου

Στο Όνομα του Ελληνικού Λαού

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων