Ειδικά στο θέμα της “επιμειξίας” για βελτίωση κάποιων χαρακτηριστικών, θέλω να πιστεύω ότι οι Ελβετοί, Γάλλοι, Καναδοί ή οι Αμερικάνοι πχ που είναι οι φυσικοί εκτροφείς συγκεκριμένων κυνηγετικών φυλών ιχνηλατών όπως τα Γιούρας, τα μπλέ Γασκώνης μικρά και μεγάλα, τα μπήγκλς, τα χάρριερς κλπ δεν είναι τόσο αφελείς ή υπανάπτυκτοι, ώστε να μην θέλουν να κάνουν βελτιώσεις με ξενικές ράτσες για να “πειραματιστούν” .
Οι ράτσες αυτές εισάγονται εδώ φυλετικά καθαρόαιμες και υφίστανται στην Ελλάδα διάφορους “πειραματισμούς” για υποτιθέμενη βελτίωση ειδικών γνωρισμάτων ( ; που θα δημιουργήσουν μιά νέα στην ουσία ράτσα … πράγμα που οι πρωτεργάτες καθιέρωσης των φυλών αυτών και όλοι όσοι επισταμένως ασχολήθηκαν με τα εργασιακά πλεονεκτήματα τους δεν είχαν κατά νού …αλλιώς γιατί να μη το είχαν κάνει, παίρνοντας ιχνηλάτες από το εξωτερικό και κάνοντας διασταυρώσεις στην χώρα καταγωγής ;;
Τα “λαγόσκυλα” με δυό και τρία παράνυχα στα πίσω πόδια, με ασύλληπτες χρωματικές συνθέσεις ή εναλλαγές, με ουρές βαριές και μεγάλες σαν δραπάνια, με αυτιά λυκόσκυλου και κεφάλια μαστίφ ναπολιτάνο, τσοπανόσκυλου κοκ, έ δεν νομίζω ότι είναι διαφήμιση, αλλά δυσφήμιση…
Το άν ήταν και κάποια από αυτά καλά στο κυνήγι, αυτό δεν νομίζω ότι αποτελεί απόδειξη επιτυχίας, αφού κάποια γονίδια κυνηγετικά υπήρχαν και τουλάχιστον η κυνοτεχνία υποστηρίζει ότι οι διασταυρώσεις χωρίς διαφύλαξη των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων και η σαφής αιτιολόγηση του επιδιωκόμενου στόχου ή σκοπού τείνουν προς τον εκφυλισμό και όχι στην αναδειξη σκυλιού “προτύπου”.
Επομένως μιά τέτοια διαδικασία σήμερα είναι και άτοπη και άνευ αντικρίσματος, η κυνοτεχνία και η κυνολογία είναι έτη φωτός μπροστά και τέτοια “πειράματα” είναι αποτέλεσμα πιθανής περιέργειας ή “εσωτερικής παρόρμησης” και δεν έχουν να κάνουν με καμιά ουσιαστική μέθοδο απόδειξης πραγμάτων ή μπορούν να προσφέρουν κάτι στην κυνοτεχνία.
Αυτοί οι “πειραματισμοί” είχαν καταδικάσει τον ελληνικό ιχνηλάτη στην ανυποληψία και στην αφάνεια και φυσικά δεν το αξίζει … η θέση του στο κυνηγετικό μας “πάνθεον” είναι η κορυφή…
Τώρα Παντελή για αυτό που σημείωσες και εγώ είχα ακούσει από τον παππού μου ότι τα τσοπανόσκυλα στα μαντριά είχαν “σχετική” ανοσία στο τσίμπημα του φιδιού, εικάζω είτε γιατί είχαν και κάποιο άλλο τσίμπημα και επέζησαν είτε γιατί η ποσότητα δηλητηρίου δεν ήταν ικανή να προκαλέσει τον θάνατο κλπ
Αλλά είναι δυνατόν να υποστηρίξει κάποιος με επιστημονικό τρόπο, ότι είναι δυνατόν μιά τέτοια δοξασία – γιατί προσωπικά δεν πιστεύω ότι μπορεί να σταθεί αξιόπιστα – και άν όντως ήταν αντικειμενική, να περάσει κληρονομικά στους απογόνους, όπως πιθανώς κάποια άλλα “ιδιώνυμα” χαρακτηριστικά, όπως η αντοχή, το πολύωρο κυνήγι κλπ που ναί μεν είναι παράγοντες υποκειμενικοί αλλά οι “σκληραγωγημένοι κυνηγετικά γονείς” οι οποίοι είναι παράλληλα υγιείς και ανθεκτικοί (και όχι υποσιτισμένοι, σκελετωμένοι ή με ανύπαρκτη κτηνιατρική φροντίδα), μάλλον θα δώσουν απογόνους τουλάχιστον υγιείς, τώρα το άν εξελιχθούν και σε άριστα κυνηγόσκυλα αυτό είναι ένα διαρκές ζητούμενο που μας “καίει” άμεσα ως κυνηγούς και μας κάνει να ξοδεύουμε πολύ χρόνο, χρήμα και προσπάθεια.