…..
Demodex Owen, 1843
Ξενιστές: Σκύλος (Demodex canis Stiles, 1892), πρόβατο (D.ovis Railliet, 1895), αίγα (D.caprae Railliet, 1895), βοοειδή (D.bovis Stiles, 1892), ιπποειδή (D.equi Railliet, 1895), χοίρος (D.phylloides Csokor, 1879), κόνικλος (D.cuniculi Pfeiffer, 1903), μυς (D.musculi Hirst, 1917), επίμυς (D.ratti Hirst, 1917), χάμστερ (D.aurati Nutting, 1961), ινδόχοιρος (D.caviae Bacilgalupo & Roveda, 1954) κ.ά., καθώς και ο άνθρωπος (D.folliculorum Simon, 1843).
Εντόπιση: Θύλακες των τριχών και σμηγματογόνοι αδένες.
Μέγεθος: 210-440 Χ 45-70 μm.
Μορφολογία: Λευκωπό επίμηκες άκαρι (Εικ. ΑΡ6) με ψευδοκεφαλή (γναθόσωμα), θώρακα (ποδόσωμα) και κοιλιά (οπισθόσωμα). Η ψευδοκεφαλή έχει 1 ζεύγος χηληκεραιών, 1 ζεύγος προσαρκτρίδων και 1 άζυγο υπόστομα. Ο θώρακας έχει 4 ζεύγη ποδιών, που διατάσσονται σε 1 ομάδα και απολήγουν σε 2 νύχια. Η κοιλιά είναι εγκαρσίως γραμμωτή (Εικ. ΑΡ6).
Εικόνα ΑΡ6. Demodex folliculorum
Διατροφή: Απομύζηση υγρών από τον ξενιστή.
Βιολογικός κύκλος: Τα θηλυκά γεννούν 20-24 αυγά μέσα στους θύλακες των τριχών και τους σμηγματογόνους αδένες. Από κάθε αυγό εκκολάπτεται μία προνύμφη, που εξελίσσεται σε πρωτονύμφη, δευτερονύμφη και αρσενικό ή θηλυκό ενήλικο άκαρι, σε διάστημα 18-24 ημερών. Η σύζευξη γίνεται στο άνοιγμα των σμηγματογόνων αδένων, κοντά στην επιφάνεια του δέρματος, όπου τα ακάρεα παρασύρονται από το σμήγμα. Tα ζώα μολύνονται συνήθως κατά την περίοδο της γαλουχίας τους, όταν έρχονται σε επαφή με το δέρμα της μολυσμένης μητέρας.
Επιζωοτιολογία/επιδημιολογία: Στη χώρα μας, Demodex spp. βρέθηκαν στο πρόβατο (24.7%), την αίγα (22.2% στο 2.5% των ποιμνίων αιγών), τον χοίρο (9.6-34%), τον επίμυ (14.6%), τα βοοειδή, τον σκύλο, καθώς και στον άνθρωπο.
Βιβλιογραφία
Χαραλαμπίδης ΣΘ. Κτηνιατρική Παρασιτολογία. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (2001).
——————————————————————————————————-
Δεμοδηκτικη Ψωρα
(Demodectic mange, Demodicosis)
Είναι χρόνια παρασίτωση του θύλακα των τριχών και επιπλέον, στις έντονες μολύνσεις των σμηγματογόνων αδένων του δέρματος σκύλου, λύκου, αλεπούς, γάτας κ.ά. (Demodex canis).
Η μόλυνση των ζώων γίνεται κατά την επαφή τους με το δέρμα της μολυσμένης μητέρας την περίοδο της γαλουχίας τους (δεν παρατηρείται ενδομητρική μόλυνση των εμβρύων). Τα αυγά γεννώνται από τα θηλυκά ακάρεα μέσα στο θύλακα της τριχας και η προνύμφη που εκκολάπτεται, εξελίσσεται τοπικά, σε πρωτονύμφη, δευτερονύμφη και αρσενικό ή θηλυκό ενήλικο άκαρι, σε διάστημα 18-24 ημερών. Η σύζευξη γίνεται κοντά στην επιφάνεια του δέρματος, όπου τα ακάρεα παρασύρονται από το σμήγμα.
Η μετάδοση του ακάρεος γίνεται μόνο σε θερμοκρασία περιβάλλοντος 16-41ºC.
Στη χώρα μας, Demodex spp. βρέθηκαν σε σκύλο κ.α.
Παθογόνος δράση: Απομύζηση υγρών, καταστροφή της μεσοκυτταρικής ουσίας της ρίζας της τρίχας, αναφυλακρική αντίδραση του ξενιστή στα μεταβολικά προϊόντα των ακάρεων κ.ά.
Μηχανισμοί άμυνας: Αναπτύσσεται αντίσταση στις αναμολύνσεις (γι αυτό, η μόλυνση περιορίζεται μόνο στα κουτάβια). Οι μηχανισμοί άμυνας στον ανοσοϊκανό ξενιστή δεν επιτρέπουν τον πολλαπλασιασμό του παρασίτου που τελικά επιβιώνουν με χαμηλές συγκεντρώσεις στο 5.4-88.2% των υγιών σκύλων. Σε καχεκτικά ή ανοσοκατεσταλμένα ζώα παρατηρείται αναζωπύρωση του νοσήματος (περιτοκετιαία ανοσοκαταστολή κ.ά.), λόγω καταστολής των δραστηριοτήτων των Τh1 βοηθητικών λεμφοκυττάρων. Η ανεξέλεγκτη χορήγηση κορτιζόνης ή άλλων ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων στη δεμοδήκωση αποτελεί επιστημονικό λάθος. Συχνά, η καταστολή των δραστηριοτήτων των Τh1 βοηθητικών λεμφοκυττάρων οφείλεται στην ιδιοσυγκρασία και την κληρονομική προδιάθεση του ζώου (ευαισθησία φυλής).
Αλλοιώσεις και συμπτώματα: Κλινική μορφή του νοσήματος εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα κουτάβια μετά τον απογαλακτισμό και οι αλλοιώσεις περιορίζονται στις περιοχές του δέρματος με κοντό τρίχωμα που έρχονται σε στενή επαφή με τους μαστούς της μητέρας κατά τη γαλουχία (χείλη, ρύγχος, βλέφαρα, μέτωπο, πτερύγια ώτων, έξω ακουστικός πόρος κ.α.). Αρχικά, καταστρέφεται η θήκη και ο βολβός της τρίχας (π.χ. τριχόπτωση στο δέρμα γύρω από τους οφθαλμούς) και εμφανίζεται αλωπεκία, ήπια υπερκεράτωση και αναφυλακτική αντίδραση στο δέρμα του λαιμού, του στήθους, της κοιλιακής χώρας, της εσωτερικής επιφανείας των άκρων, μεσοδακτυλικές πτυχές, φύματα πέλματος κ.α. Αργότερα, εμφανίζεται ξηρό έκζεμα με έντονη παραγωγή ξηρών πιτυροειδών φολίδων, ερυθρότητα του δέρματος, βλατίδες, τριχόπτωση κ.ά. Μετά περίπου δύο χρόνια, είναι δυνατόν να εμφανισθούν σκοτεινόχρωμα υποδόρια οζίδια (2-10 mm) με μάζες ακάρεων, όλων των σταδίων ανάπτυξης. Τα οζίδια συνήθως επιμολύνονται από Staphylococcus aureus, Pseudomonas spp., Proteus spp. κ.ά., διαπυούνται, ενώ το δέρμα παχύνεται, αποκτά έντονες κυανέρυθρες πτυχώσεις με ήπιο κνησμό, είναι εξοιδημένο, υπεραιμικό, θερμό με φλύκταινες, σηρίγγια, έλκη και καλύπτεται από πυο-αιματηρό εξίδρωμα με άφθονα ακάρεα. Η κατάσταση είναι δυνατόν να εξελιχθεί σε σηψαιμία, καχεξία και θάνατο του ζώου. Σε άλλες περιπτώσεις, οι αλλοιώσεις επεκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα του ζώου με βλατίδες, φυσσαλίδες, οζίδια, ξηρές πιτυροειδείς φολίδες, εφελκίδες, αποστήματα, έλκη κ.ά.
Διάγνωση: Η διάγνωση στηρίζεται στην ανεύρεση αυγών (70-90 Χ 19-25 mm) και ακάρεων (250-300 mm), όλων των σταδίων ανάπτυξης, σε βαθύ ξέσμα του δέρματος (επίσης, μετά επεξεργασία ογκωδών αλλοιώσεων του δέρματος με NaOH ή ΚΟΗ 10%).
Φαρμακευτική αγωγή: Γίνονται ψεκασμοί, λουτρά, επιχύσεις, ενσταλάξεις κ.ά. στα ζώα 1-2 φορές την εβδομάδα για πολλές εβδομάδες, με πρόσφατο διάλυμα amitraz* 0.025-0.15% (σε κουτάβια 0.0125%)**, fipronil (Frontline