Καλησπερα.
Πανω σε μια συζητηση εδω υποσχεθηκα να παραθεσω το κειμενο που ακολουθει.
Προς αποφυγη παρεξηγησης δεν προκειται για το <ημερολογιο> στο οποιο εκανα αναφορα , και που ισως πιο πισω βγαλω καποια ενδιαφεροντα, αλλα προκειται για ενα δικο μου κειμενο σχετικα με το κυνηγι στην πατριδα μου πριν αρκετα χρονια .
Τα στοιχεια απροεκυψαν μετα απο αρκετες συζητησεις με καποιους μεγαλους σε ηλικια κυνηγους του νησιου.
Φυσικα εχει μεγαλυτερη σημασια συναισθηματικη και ενδιαφερον για τους συντοπιτες μου ….αλλα ελπιζω να το βρειτε και εσεις ευχαριστο
Μια κυνηγετικη εξορμηση , χρονικό σε αλησμόνητες εποχές
Είναι ένα πρωινό του Σεπτέμβρη, όχι σαν όλα τ’ άλλα. ‘Ενα πρωινό με γρέο που φυσά απαλά εξάπτοντας τις προσδοκίες για ένα καλό και επιτυχημένο κυνήγι.
Ενα πρωινό κάπου 5-6 δεκαετίες πριν, σε ένα νησι με ευδιάκριτα τα στοιχεία των πειρατικών επιδρομών και της Ενετοκρατίας.
Σε ένα νησι που ούτε τα πιο τρελά όνειρα των κατοίκων δεν θα μπορούσαν να δώσουν την σημερινή εικόνα.
Η λέξη ‘τουρισμός’ και ‘επενδύσεις’, άγνωστες. Μόνη πηγή εσόδων για τους ντόπιους η γεωργία και η λίγη κτηνοτροφία .
Χωματόδρομοι βουνά και ερημιές συνθέτουν την εξοχή του.
Είναι όμως παράλληλα η χρυσή εποχή της δόξας των βυρσοδεψιών και των εργοστασίων κλωστοϋφαντουργίας σε μια πρωτεύουσα με ιστορία όπου ανθεί το εμπόριο ,με μεγάλα ονόματα πλούσιων της εποχής να έχουν εγκατασταθεί στο νησι.
Το ναυπηγείο του Νεωρίου έχει κλείσει μετά την απελευθέρωση.
Είναι 4 το πρωί.
Το κυνήγι τότε άρρηκτα συνδεδεμένο με πολύ ποδαρόδρομο λογω ελειψης δρομων , και τα ΙΧ ανύπαρκτα.
Μια παρέα κυνηγών περιμένει στην παραλία, άλλοι 3-4 έρχονται. Σε λίγο το φορτηγό ξεκινάει. Σκυλιά και άνθρωποι γεμάτοι ζωντάνια και ελπίδα θα ανέβουν στην καρότσα στους ξύλινους πάγκους. Προορισμός Ντελαγκράτσια. Αργότερα Θα μπει στη γραμμή και ένα λεωφορείο μετασκευασμένο από παλιό στρατιωτικό όχημα.
Καμιά δεκαριά ταξί έχει το νησί αλλά κυρίως εξυπηρετούν τους εύπορους. Οδηγοί τους ο Ραουζαίος, ο Σαρτζετάκης, ο Κανελής ,το Θανασάκι, ο Παγίδας, ο Γαλαντής, Ο Μαμάς, ο Στέργιος, ο Λούκας, η Μυξαγελάδα και ο Μπαμπικέμπος. Κάποιοι απ’ αυτούς Θα γίνουν και οδηγοί στο Σ.Π.Α.
Οι κυνηγοί μας, οι περισσότεροι με εμπροσθογεμή δίκαννα, ντουρβά με δίχτυ, παλάσκα με τα σκάγια από τη μία, το μαύρο μπαρούτι από την άλλη και στη μέση τη τζίβα.
Τα καψούλια είναι χύμα στην τσέπη.
Υπάρχουν και λίγα οπισθογεμή μόνο με κοκόρια από κανένα ναυτικό.
Τα φυσίγγια τους ξαναγεμίζονται μέχρι να λιώσουν. Ακριβά και δυσεύρετα. Με το ξυραφάκι έκοβαν το χαρτί για να μπει στην κάνη και το δίκαννο έκλεινε στο γόνατο για να καλυμπράρει τον πάφυλα.
Τα παπούτσια τους από πάνω βακέτα και κάτω σόλα από λάστιχο αυτοκινήτου, τα κατασκεύαζε ο Χατζηπάνος αλλά και ο Νίκος ο Χαριτόπουλος, καλός υποδηματοποιός και μανιώδης κυνηγός που έμενε στο Στεαστό. Λίγο βαριά αλλά γερά. Το νησί χωματόδρομοι και μονοπάτια.
Ο δρόμος του Μ. Γιαλού ανύπαρκτος, του Γαλησσά χωματόδρομος.
Το φορτηγό ξεκινάει τελικά με χαρές και πειράγματα.
Πρώτη στάση Φανερωμένη. Εκεί Θα βγάλει 3-4 άτομα. Στου Ξύστρη άλλους 5-6 για Νήτες-Πελά-Βουνάκια και Κουκουφά.
Τέρμα στου Ταλάκη έξω από το φούρνο της Ποσειδωνίας. Εννέα η ώρα επιστροφή από τον ίδιο δρόμο και Θα τους μαζέψει πάλι για Ερμούπολη.
Ντελαγκράτσια-Κόμητο υπάρχει μόνο καρόδρομος που είχε ανοίξει ο Διακάκης για να πηγαίνει με την άμαξα και τ’ άλογα σπίτι του, στο Κόμητο.
Τα εμπροσθογεμή τα πούλαγε ο Καλλιβρούσης. Δύο-δυόμισι δράμια μπαρούτι και Τριάντα γραμμάρια σκάγια η συνταγή. Κι αν είχε λίγη υγρασία έχωναν ένα φτεράκι από πουλί στην τρύπα των βιδωνιών να την τραβήξει. Κάποιες φορές έκανε ‘ίσκα’ και μέχρι να ακούσεις το μπαμ! το τρυγόνι είχε πάει Σέριφο.
Πάντως η μαύρη κάπνα κάλυπτε την ατμόσφαιρα μ’ ένα πέπλο μυστηρίου. Μετά το κυνήγι έβγαζαν τις κάνες και τις έπλεναν στη στέρνα.
Μετά έκλειναν τις τρύπες των βιδονιών με οδοντογλυφίδες και έριχναν στην κάνη από ένα ποτηράκι ξύδι.
Αργότερα ξέπλυμα πάλι και ανάποδα τις κάνες να στραγγίσουν μέχρι το πρωί.
«Μια μέρα τουφέκισα τη βέργα μου», Θυμάται ο Ψαθόπουλος ο Κώστας (Μουθούκι) «ήμουν 18 χρονών στο Βόλακα. με ένα καλό Εγγλέζικο εμπροσθογεμές που μου έδωσε ο Λιονταρίτης ο Βαγγέλης, που ήταν του πατέρα του. Περνάει ένα κοπάδι τρυγόνια από πάνω μου την ώρα που γεμίζω και από τη φούρια μου πάει η βέργα από έβενο ».
Υπήρχε και ο Φιρίος απ’ όπου οι πλούσιοι αγόραζαν κάλυκες και μπαρούτι και σκάγια. Δεν πούλαγε όπλα. Αργότερα μετά από προτροπή του Δεληγιαννίδη του Τάσου έφερε και ο Παπουτσάκης ο Αντρέας υλικά για γέμισμα. Αργότερα με την βοήθεια του Γάλλου πρόξενου Μπρατσαφόλια, πρωτοέφερε στο νησι τα ROBUST 222. Υπήρχε και ένα καφενείο τότε για τους κυνηγούς. Του Στεφανή, του πατέρα του βουβού, που έμενε στο Στεαστό. ‘Ηταν εκεί στην κορυφή της ανηφόρας.
Οι Τσαγκαράκηδες και σι Απέργηδες πήγαιναν εκεί. Μαζεύονταν και άλλοι κυνηγοί από τις τρεις το πρωί μέχρι να ξημερώσει. Κι από του Στεφανή ποδαράτο για Γαιδουροκυλίστρα, Τρούλο, Αγρέλα.
Οι Ερμουπολίτες συνήθιζαν να πηγαίνουν για κυνήγι στον Κάβο της Ντελαγκράτσιας. Οι μόνιμοι κάτοικοι των χωριών —Γαλησσά, Φοίνικα, Ποσειδωνία- πήγαιναν Σπυράκι, Γλάροντα, Χαρασώνα. «Ήρθαν οι ‘Καστριανοί’» έλεγαν «να μας τα πάρουν όλα και να μας διώξουν». ‘Ηταν τότε που κάποιοι Ερμουπολίτες αγόραζαν κανένα κτηματάκι στα χωριά.
Οι Απανωσυριανοί πήγαιναν Σκορδιά, Βούλια ή Απάνω Μεριά. Όσοι έμεναν Ανάσταση ή Βροντάδο, τους βόλευε καλύτερα ο Αγ. Δημήτριος και μέσα, προς Κοράκι και Νεραντζιές. Στα χωριά ρεύμα δεν υπήρχε. Το καλύτερο πέρασμα για τα τρυγόνια τα πεύκα της Ντελαγκράτσιας και τα λίγα φωτάκια από καμιά γεννήτρια σε σπίτι πλούσιου, έσβηναν νωρίς. Πίσσα το σκοτάδι.
Οι πλούσιοι τότε συνήθιζαν να μένουν μακριά από τη Θάλασσα και την πολυκοσμία. Παρακοπή, Ντελαγκράτσια, Χρούσσα, Πισκοπιό.
Τα αρχοντόσπιτα πύργοι ακόμα δεσπόζουν μέσα στα πυκνά πεύκα Ο καθένας τους είχε ένα βοηθό που για 10 δραχμές τότε τον πήγαινε με το γαϊδούρι στο βουνό, του κουβάλαγε το τουφέκι. και του μάζευε τα πουλιά.
Ντόπιοι φτωχοί έβγαζαν έτσι ένα μικρομεροκαματο , και αν ήταν τυχεροί ίσως εξοικονομούσαν και κανένα χάρτινο κάλυκα που ίσως ξέφευγε από το βλέμμα του αφέντη.
Έτσι ο Φουστάνος έπαιρνε για βοηθό τον Γιαννούλη. Ο Τόζος ο Νίκος, που είχε το βυρσοδεψείο, έπαιρνε τον Μητσούλια. Οι Βελισσαροπουλαίοι, τον Ιωσήφ τον Κοκάλα. Ο Κουλούρης ο Σταύρος, τον Στεφανή τον Αγιωρίτη. Ο Ξύδης ο Τάκης, το Δουβλίνο. Ο Κουλούρης ο Λεωνίδας, τον Γιαμαλάκη τον Αντώνη. ΠαρακοπήΑντριές καβάλα και τους έχτιζαν και Τα καρτέρια.
Ήταν κι ο Λεμονάκης ο Αντρέας, ο Μαμίδης, ο Κοτσολάκης, ο Ζησιμάτος, ο φωτογράφος ο Κόκκινος.
Αμάξι είχε τότε μόνο ο Κουλούρης και σι Βελισσαρόπουλοι. Τα καρτέρια ήταν ονομαστικά. Κανένας δεν έπαιρνε του άλλου.
Αυτό πρέπει να έγινε προ εικοσιπενταετίας, όταν αποφασίστηκε από τον Κυνηγετικό Σύλλογο το: «Όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε».
Το καλύτερο καρτέρι ήταν του Λαδόπουλου μέσα στο κτήμα του, απέναντι από τα σχολεία της Ποσειδωνίας.
Πάντα σκότωνε τα περισσότερα. Είχε φτιάξει και μια εξέδρα-πύργο για καρτέρι.
Είχε τότε τον Μπάμπη τον Βλάχο για μπαξεβάνη. Από τα τρυγόνια και τα ορτύκια τότε κρατούσαν κάποια. Τα υπόλοιπα τα πούλαγαν στην αγορά.
Κρέμονταν στα μανάβικα αρμαθιές, αν τα προλάβατε. Σακοράφα με σπάγκο από τη μύτη και 10 φράγκα το τρυγόνι και 8 το ορτύκι.
Τα στοιβάζανε και σε κοφίνια, τα τύλιγαν με λινάτσα και πήγαιναν Περαία για πουλημα με το Μοσχάνθη, το Κωστάκης, το Άνδρος, το Μυρτιδιώτισσα.
Τόσο πολλά ήταν!
Οι μπεκάτσες και οι πέρδικες πήγαιναν συστημένες σε πλούσιους. Κατέβαζε αρκετές τότε στην πόλη μαζί με το γάλα ο Σκορδάρης ο Πέτρος από το Πλατύ Βουνί. «Είχε πουλιά τότε», θυμάται η Κυρά Γιωργία. «Τρώγαμε, δίναμε στην αδερφή μου, στις Θειάδες μου και παίρναμε και καμιά ογδονταριά στην Αθήνα».
Οι παλιοί τουφέκιζαν τον τόκο και άφηναν το κεφάλαιο ανέπαφο, όμως η ανθρωπινη εξελιξη , η τεχνολογια και ο πλουτος δεν πάνε αντάμα με τον πλουτο της φύσης
Μακάρι η φύση, φίλοι μου, να μας δίνει τόσο δέος και τόση σοφία, όση
χρειαζόμαστε!
Σωτήρης