Φίλε Τύρναβε
κι εμένα με τρέλαινε το γουρούνι. Κι εγώ έκανα κέφι να κυνηγάω ολημερίς. Κι έχω χώσει απίστευτα φράγκα. Μου λείπει ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ. Πολύ περισότερο όμως μου λείπει η παρέα μου, τα φιλαράκια μου τα καλά που τα λέγαμε με τις ώρες κατά το πηγαιμό ή την επιστροφή, που διανυκτερεύαμε μαζί στα Βαρδούσια με χιόνι, με πάγο, νηστικοί και διπλωμένοι μέσα σ’ ένα αμάξι για να μη χάσουμε το τόπο μας. (Καπνας, μίλα ρε ). Ας όψεται η δύσκολη κατάσταση που οδήγησαν τη χώρα μας κάποια λαμόγια και τώρα την πληρώνουμε εμείς. ΑΝ μπορούσα, ΝΑΙ, θα το συνέχιζα. Όχι λόγω ποιότητας, συναρπαστικότητας, μεγέθους θηράματος ή οτιδήποτε άλλου αλλά μόνο και μόνο για να βλέπω τον ήλιο ν’ ανατέλει πίσω απ’ τις κορφές παρέα με “ανθρώπους-αδέρφια”.
Σε πληροφορώ πως την ίδια χαρά πέρναμε και τον ίδιο ακριβώς χαβαλέ κάναμε είτε κάποιος βάραγε τον κάπρο είτε έχανε μια εύκολη τσίχλα. Για μένα αυτό είναι το κυνήγι. Τελευταία επέλεξα, λόγω συνθηκών, ν’ ασχοληθώ για 1η φορά με κάτι πιο μοναχικό όπως η μπεκάτσα, το ορτύκι και ίσως ξαναδώ και καμια πέρδικα.
Όμως, για να επανέρθουμε στο θέμα, θα προσπαθήσω να γίνω λίγο περισσότερο αναλυτικός σχετικά με το τι εννοούσα στο προηγούμενο post μου:
* Στα 13 χρόνια που ασχολήθηκα με το συγκεκριμένο κυνήγι, έκανα πάνω από 100.000 χλμ! Και ΟΚ, εγώ έμενα Αθήνα και κατέβαινα 2-3 Σ/Κ/μήνα (κι έμενα να κυνηγήσω και τις Τετάρτες). Τα παιδιά, οι ντόπιοι, έκαναν Τ/Σ/Κ περίπου από 500 χλμ./εβδομάδα μιας και ο κυνηγότοπος απέχει 70 χλμ από τον τόπο διαμονής τους.
* Ασύρματα μέσα επικοινωνίας: Ξεκίνησα μ’ ένα της πλάκας και κατέληξα στο Yaesu VX-5 με 300 € + 700 του αυτοκινήτου + 2κεραίες + εναλλακτικές μπαταρίες για το φορητό + επιπλέον φορτιστές + + +
* Για να δημιουργηθεί μια παρέα που να αποτελείται από 10 STANDARD άτομα θέλει χρόνια, πολλά χρόνια. Τις περισσότερες φορές φορτώνεται κάποιος ξαφνικά με 4 σκυλιά και στη συνέχεια οι υπόλοιποι αρχίζουν τα “να μωρέ, δε θά’ρθω αύριο, κάτι μου έτυχε”, “ξέρεις φωνάζει η γυναίκα μου”, “δεν έχω λεφτά, βάλ’τα εσύ και θα στα δώσω”, “εγώ δεν θα έρχομαι και κάθε φορά οπότε γιατί να συμμετάσχω…” κλπ. κλπ.
* Όσες γουρουνοπαρέες κι αν γνώρισα, με όσες άλλες κι αν κυνήγησα, ποτέ και καμία δεν είχε μόνο 2 σκυλιά ούτε και 3. Από 6-7 και πάνω.
* Επίσης καμία ή τέλος πάντων λίγες, δεν βγάζουν κουτάβι από γουρουνόσκυλο παρά εξαιρέσεις. Και μιλάμε μετά από τα 3 χρόνια.
* Η τιμή για ένα καλό και σε λογική ηλικία, άνω των 3-4 ετών, σκυλί ξεκινάει από τις 5.000 και …ανεβαίνει. Μιλάμε να μην πηγαίνει στο ζαρκάδι, να μη φοβάται, να αλυχτάει στο ξεσήκωμα και στη στάμπα, να έχει δίωξη, να είναι επιφυλακτικό όταν χρειάζεται, να γαυγίζει το φρέσκο ντορό, να επιστρέφει και να μη χάνεται να να…
* Υπάρχει πάντα και η “φθορά”, η απώλειες πιο συγκεκριμένα. Τα τελευταία 2 χρόνια που κυνήγησα χάσαμε 2 πολύ καλά, τα καλύτερα λέμε, γουρουνόσκυλα. Άντε να τα αντικαταστήσεις. Γυρίσαμε όλη την Ελλάδα. Από Πελοπόνησο έως το Α. Όρος από 2-3 φορές για να πάρουμε και να δοκιμάσουμε. Κι όταν δε μας έκανε ξανά-μανά πάλι πίσω, Άλλες 2 φορές Ξάνθη. 4 Πελοπόνησο και 4-5 ακόμη στην υπόλοιπη χώρα.
* Συγκριτικά με οποιοδήποτε άλλο κυνήγι η τεράστια διαφορά είναι πως όταν είσαι μόνος σου, άμα έχεις πας, άμα κάνεις κέφι πας, άμα γουστάρεις τον καιρό πας, άμα έχει θηράματα πας, άμα όμως δε σου κάθεται καλά απλά δεν πας πουθενά. Στο γουρούνι τέτοια δεν έχει. Παρατάς δουλειές, παιδιά, υποχρεώσεις, ξεχνάς τα οικονομικά σου, τα χρωστούμενα, το ότι παρελαύνει η κόρη σου την 28η Οκτωβρίου γιατί πρέπει να δώσεις το παρόν διαφορετικά αν δεν πας εσύ και δεν πάνε και κάνα δυο ακόμα, πάει ο τόπος…πιάστηκε από άλλους, η παρέα σε ξεγράφει και σε αντικαθιστά, ψυχραίνεσαι και τελειώνει άδοξα.
* Σε μια παρέα των 10 ατόμων χρειάζονται το λιγότερο 4-5 αμάξια. Άρα…τι το δικό σου και το δικό μου, δε γλυτώνεις πολλά.
* Τη λέξη “άχρωμο” την χρησιμοποίησα σε εισαγωγικά γιατί όταν δεν ήμουν στη παγάνα μπορεί να πέρναγα ώρες, ατέλειωτες, μέσα σε μια ανήλιαγη ρεματιά με θερμοκρασία κάτω του 0, με τα ρούχα μουσκίδι, ακίνητος, ορθιος, χωρίς τσιγάρο, φαγητό, νερό, χωρίς ασύρματο γιατί είχε τελειώσει η μπαταρία άρα και χωρίς ενημέρωση μέχρι που νύχτωνε…
* Το να μάθει κάποιος να κόβει είναι να το έχει και λίγο στο αίμα του, να μυρίζεται που λέμε τη γουρουνίλα. Σε νωπό έδαφος το γνωρίζει κι ο τελευταίος Αθηναίος, στη καλοκαιρινή όμως ξέρα ή στο εντελώς μουσκίδι που φαίνονται όλα φρέσκα και πρέπει να διακρίνεις ότι το κλαδάκι στο πλάι είναι μαραμένο άρα το γουρούνι είναι παλιό… το μαθαίνεις μετά από χρόνια. Όσα κι αν σου λένε όσο κι αν σου δείχνουνε.
Ένα καλό παράδειγμα: Έχουμε βρει φρέσκα και στέλνουμε τα καρτέρια. Ένας απ’ όλους φτάνει στο τελευταίο καρτέρι και πιάνει. ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΚΟΨΕ σωστά γιατί δεν κατείχε. Κυνηγάγαμε όλη μέρα και τελικά όταν τα σκυλιά πέρασαν από μπροστά του τότε είδε πως το κοπάδι είχε βγει έξω απ’ τον τομέα. ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΧΑΜΕΝΗ από ένα λάθος κόψιμο.
Όποιος είναι διατεθειμένος αλλά και δύναται να αντέξει όλα τα παραπάνω τότε ναι, κυνηγάει γουρούνι. Και μάλιστα ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ! Αλλά καλό είναι να γνωρίζει από πριν και τις ακριβείς “υποχρεώσεις”… 😉
Φιλικά, Χρήστος.