αγαπητοί φίλοι.
όπως είπα και πιο πάνω, εγώ μπεκάτσα κυνηγώ μόνο ευκαιριακά, με τον φίλο που πάμε παρέα, όταν δεν τον παρατάω για να καθίσω για τσίχλα, φάσσα και λοιπά ξεκούραστα…(κατά τα λοιπά η παρέα επεκτείνεται και περιορίζεται στην ταβέρνα κλπ).
επειδή βλέπω, όμως, ανεξάρτητα της μη ζωηρής εμπλοκής μου στο κυνήγι της, ότι η συζήτηση περιστρέφεται κυρίως γύρω από την ζημία που γίνεται από το καρτέρι, νομίζω ότι η λύση είναι απλή (αλλά δεν τολμάω να την γράψω και στον τσιχλοδιάλογο): το κυνήγι να σταματάει δέκα λεπτά πριν την δύση του ηλίου: ούτε καρτέρια, ούτε ντουφεκίδι μασκαρεμένο ως τσιχλοντουφεκίδι.
Δεν λέω ότι συμφωνώ, ιδίως ως ένθερμος τσιχλάς, λέω απλώς ότι η λύση είναι απλή, αν και δυσάρεστη, όπως εξάλλου είναι οι λύσεις και σε πολλά άλλα προβλήματα μας: απλές, αλλά δυσάρεστες και με μεγάλο κόστος για ορισμένες κατηγορίες. εννοείται ότι και στην περίπτωση αυτή την ζημία θα υποστούν οι νόμιμοι τσιχλάδες, λόγω της ανικανότητος να ελεγχθούν οι παράνομοι και ανήθικοι. μη ξεχνάμε, ότι αν υπήρχε η κατάλληλη κουλτούρα, δεν θα χρειαζόμασταν από έναν θηροφύλακα πάνω από το κεφάλι του καθενός.
θέμα δεύτερο για τον φίλο από Κομοτηνή και τον άλλο φίλο που προαπάντησε: μετά που χάσαμε άδοξα τον αρχηγό, παράτησα ολότελα και το γουρούνι, παρότι η παρέα όλο και με έψηνε να κυνηγάμε κάθε χρόνο μαζί από καμιά φορά, τον δε αρχηγό είχε διαδεχθεί ο “καπετάνιος” (κατά κόσμον Σπύρος), άλλο θηρίο ανήμερο δηλαδή.
αυτό που μου έμεινε, είναι ότι η φουρνιά αυτή των κυνηγών ήταν κορυφαία σε όλα: από το πάτημα του βουνού, όπου ξεφτιλιζανε για πλάκα τους εικοσάρηδες, έχοντας ήδη πατήσει τα πενήντα ως την παρέα, τον χαβαλέ, την ασφάλεια και την φροντίδα για όλα τα μέλη της παρέας.
τέλος, ο αρχηγός μου είχε κάνει την τιμή, να έχω επιμεληθεί την διόρθωση της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου του.