ΗΤΑΝ Ο ΠΙΟ ΑΚΑΤΑΠΟΝΗΤΟΣ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΤΟΥ 1821, ΠΑΡΩΝ ΣΕ ΟΛΑ ΣΧΕΔΟΝ ΤΑ ΠΕΔΙΑ ΤΩΝ ΜΑΧΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΚΟΡΠΙΖΕ ΤΟΝ ΤΡΟΜΟ ΣΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΟ ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ . Δεν δέχθηκε ΚΑΜΙΑ αμοιβή για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Η πλούσια πολεμική του δράση έφθασε μέχρι την ιταλία! Δυστυχώς η ελληνική ιστοριογραφία «καταδίκασε» τον Νικηταρά να βρίσκεται στη σκιά του θείου του, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τελικά ο μεγάλος ήρωας πέθανε ΤΥΦΛΟΣ και πάμπτωχος, ακολουθώντας τη σκληρή μοίρα των περισσοτέρων ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ εκείνης της περιόδου.
Σύμφωνα με τη παράδοση κατά τη διάρκεια της μάχης στα Δερβενάκια ο Νικηταράς άλλαξε 4 σπαθιά, καθώς τα 3 έσπασαν. Μετά το τέλος της σύγκρουσης χρειάστηκε ιατρική βοήθεια για να ξεκολλήσει το σπαθί από το χέρι του, καθώς είχε υποστεί βαριάς μορφής αγκύλωση. Κατά τη ίδια μάχη όταν ένιωθε την κούραση να τον καταβάλλει έδινε κουράγιο στον εαυτό του λέγοντας "κουράγιο Νικήτα" Τούρκους σφάζεις".
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος γεννήθηκε στη Μεγάλη Αναστάσοβα (σημερινή Μέδουσα), η οποία προεπαναστατικά υπαγόταν στη Μάνη. Οι προγονικές του ρίζες όμως και οι άμεσοι συναισθηματικοί του δεσμοί βρίσκονταν στο χωριό Τουρκολέκα της Αρκαδίας. Αρχικά η γέννηση του τοποθετήθηκε στο 1781, καθώς στη νεκρολογία που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αιών», τρεις ημέρες μετά τον θάνατο του, αναφέρθηκε πως ήταν 68 χρόνων. Στα υπό μορφή περίληψης απομνημονεύματα του ο ίδιος ο αγωνιστής ανέφερε πως όταν υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο, τον Αύγουστο του 1805, ήταν 18 χρόνων, κατά συνέπεια τοποθέτησε τη γέννηση του στο 1787. Οταν όμως μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία (1818) δήλωσε πως ήταν 35 χρόνων, συνεπώς ότι γεννήθηκε το 1783. Οι διαφορετικές αναφορές λοιπόν δεν μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τη σχετική χρονολογία.
Ο πατέρας του Νικήτα, Σταματέλος Τουρκολέκας ή Σταματελόπουλος, ήταν ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του περιβόητου κλεφταρματολού Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη. Ο σύνδεσμος του αυτός υπήρξε η αφορμή για να αρραβωνιάσει τον νεαρό Νικήτα με την κόρη του Ζαχαρία, Αγγελική ή Αγγελίνα.
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του ήρωα, ήδη από την ηλικία των 11 χρόνων ο ίδιος ακολούθησε τον πατέρα του και γνώρισε τη σκληρή ζωή των κλεφτών. Αργότερα ο Ζαχαρίας τον ενέταξε στη σωματοφυλακή του. Κατόπιν ο Νικήτας προσκολλήθηκε στον θείο του, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (ο πατέρας του ήταν σύγαμπρος του Γέρου του Μοριά, δηλαδή οι γυναίκες τους ήταν αδελφές), και αποτέλεσε τον πολυτιμότερο συνεργάτη του σε όλες τις φάσεις της Επανάστασης.
Τον Αύγουστο του 1805, μετά τον φόνο ενός Τούρκου στο Λεοντάρι, κατέφυγε στη Ζάκυνθο. Εκεί κατατάχθηκε στον ρωσικό στρατό και έλαβε μέρος, μαζί με 5.000 άλλους ΄Ελληνες, στην εκστρατεία των δυνάμεων που ήταν συμμαχικές της Ιταλίας εναντίον του Ναπολέοντα. Μετά την αποτυχία της εκστρατείας επέστρεψε στη Ζάκυνθο για να συναντήσει τον Κολοκοτρώνη (Απρίλιος 1806), που είχε γλιτώσει από τον περίφημο «χαλασμό» της κλεφτουριάς του Μοριά. Μαζί με τον Γέρο και άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς εξασφάλισαν γραπτή άδεια από την κυβέρνηση των Ιονίων νήσων να εξοπλίσουν ένα πλοίο και να «χτυπάνε από στεριάς και θάλασσας τους Τούρκους όθεν τους εβόλαγε».
Μετά την παραχώρηση των Επτανήσων στη Γαλλία (Ιούλιος 1807) οι δύο άνδρες κατέφυγαν στη Σκιάθο και με τη συνεργασία του πλοιάρχου Αλέξανδρου Ραυτόπουλου, του Ιωάννη Σταθά και πλήθους άλλων οπλαρχηγών δημιούργησαν τον θρυλικό «μαύρο στόλο» (στολίσκος αποτελούμενος από 70 πλοία), που επί δέκα μήνες σκόρπιζε τον τρόμο στους Τούρκους του βορείου Αιγαίου. Οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες όμως και η έλλειψη εφοδίων ανάγκασαν τους παράτολμους «κουρσάρους» να διαλυθούν. Ο Νικηταράς επέστρεψε με τον θείο του στη Ζάκυνθο έχοντας αποκομίσει πλούσια πολεμική εμπειρία και στον ναυτικό αγώνα.
Την άνοιξη του 1808 ο Βέλη πασάς (γιος του περιβόητου Αλή πασά των Ιωαννίνων και διοικητής της Πελοποννήσου) περικύκλωσε τους πύργους του ανυπότακτου Τουρκαλβανού "φεουδάρχη" Αλή Φαρμάκη, στο χωριό Μοναστηράκι της δυτικής Γορτυνίας.
Ο Φαρμάκης ήταν οικογενειακός φίλος των Κολοκοτρωναίων. Στην πρόσκληση του για βοήθεια
έσπευσαν αμέσως ο Κολοκοτρώνης και ο Νικηταράς με 12 πολεμιστές.
Πέρασαν νύκτα μέσα από το τουρκικό στρατόπεδο και βρέθηκαν στους πύργους του Αλή. Εκεί αμύνθηκαν επί δύο ολόκληρους μήνες έναντι 8.000 πολιορκητών. Τελικά ο Βελής, ταπεινωμένος, δέχθηκε συμβιβασμό και η ηρωική εκείνη ομάδα επέστρεψε στη Ζάκυνθο. Μια προσπάθεια που έγινε από τον Νικηταρά, τον Κολοκοτρώνη και τον Αλή Φαρμάκη για ελληνοαλβανική συνεργασία εναντίον των Τούρκων (ξεκίνησε μάλιστα μεγάλης κλίμακας στρατολόγηση για τον σκοπό αυτό) απέτυχε – μεσολάβησε η άφιξη των ΄Αγγλων στα Επτάνησα και το σχέδιο ματαιώθηκε.
Ο Νικηταράς έπειτα από κάποιες επιφυλάξεις ακολούθησε το παράδειγμα του θείου του και εντάχθηκε ως αξιωματικός στα, υπό αγγλική διοίκηση, νεοσύστατα ελληνικά συντάγματα των Επτανήσων. Διακρίθηκε μάλιστα, υπό τις διαταγές του Γέρου, κατά την κατάληψη του «διαβολικού» κάστρου της Λευκάδας που κατείχαν οι Γάλλοι (Μάρτιος-Απρίλιος 1810).
Το 1812 γνώρισε τον Ιρλανδό συνταγματάρχη Τσώρτς και μαζί με άλλους οπλαρχηγούς τον ακολούθησε για ένα μικρό διάστημα στη Νεάπολη και στη Σικελία, συμπληρώνοντας έτσι τις γνώσεις του σε θέματα ευρωπαϊκής στρατιωτικής τακτικής. Τον Οκτώβριο του 1816 οι Τούρκοι συνέλαβαν και εκτέλεσαν στη Μονεμβασιά τον πατέρα του και τον αδελφό του Ιωάννη. Ο τραγικός χαμός τους φούντωσε μέσα του την επιθυμία για εκδίκηση.
Το φθινόπωρο του 1818 ο Νικηταράς επέστρεψε στην Πελοπόννησο και στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον παλαιό του φίλο Ηλία Χρυσοσπάθη. Μια συμπλοκή με Τούρκους στην Αλωνίσταινα τον ανάγκασε να καταφύγει και πάλι στη Ζάκυνθο. Τον Φεβρουάριο του 1821 επέστρεψε στον Μοριά. Η επική του πορεία μόλις ξεκινούσε. Το όνομα του έμελλε να γίνει συνώνυμο του τρόμου για τους τυράννους της πατρίδας του.
Η Καλαμάτα ήταν η πρώτη μεγάλη πόλη που απελευθερώθηκε από τους επαναστατημένους Ελληνες (23 Μαρτίου 1821). Ο Νικηταράς εισήλθε σε αυτή μαζί με τους Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Αναγνωσταρά, Μούρτζινο και άλλους μέσα σε ένα κλίμα άκρατου ενθουσιασμού. Στη συνέχεια περιόδευσε στην Αρκαδία ξεσηκώνοντας στο διάβα του τους ραγιάδες και στρατολογώντας. Στις αρχές Απριλίου εξόντωσε μια ομάδα Τούρκων που μετέβαινε από την Καρύταινα προς την Τριπολιτσά για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Κατά την πρώτη μάχη του Βαλτετσίου (24 Απριλίου 1821) ο Νικηταράς ήταν ένας από τους λίγους οπλαρχηγούς οι οποίοι, εγκαταλελειμμένοι από τους άνδρες τους, ενεπλάκησαν σε άγρια μάχη με 7.000 Τούρκους. Μετά την άφιξη του Πλαπούτα και την υποχώρηση των Τούρκων ο παράτολμος Νικηταράς τους κατεδίωξε ως μισή ώρα απόσταση από την Τριπολιτσά, προτρέποντας τους να σταθούν να πολεμήσουν!
Κατά τη δεύτερη μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου 1821) η πολεμική του διάθεση έγειρε την πλάστιγγα της νίκης στην ελληνική πλευρά. Μαζί με τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη επέστρεφε από το Αργός μεταφέροντας μολύβι για βόλια. ΄Οταν άκουσε τον θόρυβο της μάχης επιτάχυνε την πορεία του προς το Βαλτέτσι αναγκάζοντας τον Μουσταφάμπεη κεχαγιά να δώσει το σύνθημα της υποχώρησης για να μη βρεθεί το σώμα του σε δυσχερέστερη θέση. Πέντε ημέρες μετά ο Νικηταράς, επικεφαλής 300 ανδρών, οχυρώθηκε στο χωριό Δολιανά και απέκρουσε απανωτές επιθέσεις 3.000 Τούρκων. Μετά την άφιξη ελληνικών ενισχύσεων στο πεδίο της μάχης η σχεδιαζόμενη τακτική υποχώρηση των Τούρκων μεταβλήθηκε σε άτακτη φυγή, καθώς ο Ελληνας οπλαρχηγός πραγματοποίησε αιφνιδιαστική αντεπίθεση. ΄Ηταν τέτοια η ορμή του και η καταστροφή που προκάλεσε στους εχθρούς ώστε έλαβε το προσωνύμιο "Τουρκοφάγος". Η νέα αυτή ελληνική νίκη περιέσφιξε τον κλοιό γύρω από την Τριπολιτσά και προδιέγραψε το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο.
Αμέσως μετά τον θρίαμβο στα Δολιανά ο Νικηταράς εστάλη από τον Κολοκοτρώνη να αναλάβει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων κατά του Ναυπλίου. Από εκεί αναχώρησε τον Ιούνιο του 1821 για τη Ρούμελη, όπου ήλθε σε επαφή με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. ΄Ηταν η αρχή μιας επιτυχημένης συνεργασίας η οποία κορυφώθηκε τον επόμενο χρόνο. Ο Νικηταράς έλαβε μέρος στην τελευταία φάση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς (Σεπτέμβριος 1821). Προσπάθησε να αποτρέψει τη σφαγή του μουσουλμανικού πληθυσμού της πόλης, χωρίς επιτυχία. Πολλοί φιλέλληνες οι οποίοι παραβρέθηκαν στην άλωση εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους για τις σφαγές και κατηγόρησαν τους ΄Ελληνες οπλαρχηγούς για λαφυραγωγία. ΄Ολοι όμως εξαίρεσαν τον Νικηταρά από τις παραπάνω κατηγορίες.
Στις 4 Δεκεμβρίου ο τολμηρός αγωνιστής έλαβε μέρος στην αποτυχημένη επίθεση εναντίον του Ναυπλίου. Το σώμα του μαζί με έναν λόχο φιλελλήνων αναρριχήθηκε στα τείχη της πόλης. Οι άνδρες που διενήργησαν την παράτολμη έφοδο, λόγω κακού συντονισμού των δυνάμεων υποστήριξης, έμειναν αβοήθητοι και δέχθηκαν τα καταιγιστικά πυρά της τουρκικής φρουράς. ΄Οταν οι επιτιθέμενοι υποχώρησαν οι Τούρκοι άνοιξαν τις πύλες και όρμησαν έξω με σκοπό να σκυλεύσουν τους νεκρούς. Ο Νικηταράς, που δεν εννοούσε ως την τελευταία στιγμή να υποχωρήσει, μόλις που απέφυγε την αιχμαλωσία.
Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1822 ο Δημήτριος Υψηλάντης και ο Νικηταράς, απογοητευμένοι από τις ραδιουργίες των πολιτικών, έφυγαν από την Πελοπόννησο και έφθασαν στην ανατολική Στερεά Ελλάδα για να συνεργαστούν με τον Ανδρούτσο στις εκεί πολεμικές επιχειρήσεις. Σκοπός των ενεργειών αυτών ήταν η φθορά των στρατιωτικών δυνάμεων του Μαχμούτ πασά Δράμαλη και η επιβράδυνση της πορείας του προς την Πελοπόννησο.
Στις 2 Απριλίου το στρατιωτικό σώμα του Ανδρούτσου, του Νικηταρά και του Υψηλάντη (4.000 άνδρες) συγκρούστηκε στην Αγία Μαρίνα με πολυάριθμο τουρκικό στρατό (18.000 άνδρες), τον οποίο και καθήλωσε επί δύο εβδομάδες. Παρά τις δραματικές εκκλήσεις των επαναστατών για αποστολή εφοδίων ο ΄Αρειος Πάγος (δωδεκαμελές συμβούλιο το οποίο ανέλαβε την πολιτική και στρατιωτική εξουσία στην ανατολική Στερεά Ελλάδα) αδιαφόρησε προκλητικά, δείχνοντας έτσι την εμπάθεια του προς τον Ανδρούτσο. Τελικά ο τελευταίος με την πολύτιμη βοήθεια του Νικηταρά κατάφερε να απαγκιστρώσει τις δυνάμεις του και να αποχωρήσει. Η αναγκαστική αυτή υποχώρηση του ελληνικού σώματος έδωσε την κατάλληλη αφορμή στον ΄Αρειο Πάγο να κατηγορήσει τον Ανδρούτσο και να τον διαβάλει στον Νικηταρά με σκοπό να τους οδηγήσει σε ρήξη. Το συμβούλιο απευθύνθηκε επανειλημμένα στον Πελοποννήσιο οπλαρχηγό για να του αναθέσει την αρχηγία των επιχειρήσεων. Ο Νικηταράς με απάντηση του στις 27 Απριλίου, που τη χαρακτήριζε υψηλό φρόνημα και αξιοπρέπεια, αρνήθηκε το αξίωμα και επεσήμανε πως η ανάμιξη των πολιτικών στις στρατιωτικές επιχειρήσεις θα είναι καταστροφική για την πορεία του Αγώνα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Νικόλαου Σπηλιάδη και του Ιωάννη Μακρυγιάννη οι Αρεοπαγίτες έφθασαν στο σημείο να προτείνουν στον Νικηταρά να δολοφονήσει τον Ανδρούτσο (!) και εκείνος έδιωξε με οργή τον απεσταλμένο τους.
Την ίδια περίοδο (Μάιος- Ιούνιος 1822) ο Ανδρούτσος και ο Νικηταράς επιχείρησαν χωρίς επιτυχία να καταλάβουν την Υπάτη. Ο ΄Αρειος Πάγος για μια ακόμα φορά δεν ενδιαφέρθηκε να τους εφοδιάσει με τρόφιμα και πυρομαχικά.
Κατά την επιστροφή του στην Πελοπόννησο ο Νικηταράς, επικεφαλής 350 ανδρών, επιτέθηκε στα Μεγάλα Δερβένια και διασκόρπισε τη φρουρά που είχε τοποθετήσει εκεί ο Δράμαλης.
Στην επιχείρηση καταστροφής της τουρκικής στρατιάς ο Νικηταράς υπήρξε ο κυριότερος εκτελεστής των σχεδίων του Κολοκοτρώνη. Στις 26 Ιουλίου ο Γέρος του Μοριά προσπάθησε να εμποδίσει την υποχώρηση του Δράμαλη προς την Κόρινθο στήνοντας του την περίφημη ενέδρα στα στενά των Δερβενακίων. Η άφιξη του Νικηταρά στο πεδίο της μάχης, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, σήμανε την έναρξη μιας συντονισμένης επίθεσης η οποία κατέληξε σε μια από τις μεγαλύτερες πανωλεθρίες στην ιστορία του τουρκικού στρατού. Σύμφωνα με την παράδοση ο ήρωας, που ανανέωσε εκεί τον τίτλο του "Τουρκοφάγου", άλλαξε κατά τη διάρκεια της μάχης τέσσερα σπαθιά επειδή τα πρώτα τρία έσπασαν. Δύο ημέρες μετά οι καταπτοημένοι Τούρκοι κατευθύνθηκαν προς την οδό του Αγιονορίου, την οποία φρουρούσε ο Νικηταράς, σε μια προσπάθεια να διασπάσουν τον θανάσιμο κλοιό και να καταφύγουν στην Κόρινθο. Η ορμητική τους επίθεση ανάγκασε τον Ελληνα αρχηγό να υποχωρήσει. Στη συνέχεια όμως εκείνος τοποθέτησε τους άνδρες του σε καταλληλότερες θέσεις και εξαπέλυσε πυκνό πυρ εναντίον τους. Παρόλα αυτά οι Τούρκοι, ανταποδίδοντας τα πυρά, προχωρούσαν συντεταγμένα. Δεν τους απέμενε παρά ελάχιστη απόσταση ως το Αγιονόρι, όταν μια προσωπική επιτυχία του Νικηταρά έδωσε διαφορετική τροπή στη μάχη. Ο έμπειρος οπλαρχηγός πυροβόλησε το φορτίο μιας καμήλας, αντιλαμβανόμενος προφανώς από τη συσκευασία ότι επρόκειτο για πυρίτιδα. Ο εκκωφαντικός θόρυβος της έκρηξης προκάλεσε αναστάτωση στον τουρκικό στρατό. Τα υποζύγια και τα άλογα αφήνιασαν και άρχισαν να τρέχουν ασυγκράτητα. Η τάξη της τουρκικής πορείας διαλύθηκε. Οι επαναστάτες εκμεταλλεύθηκαν τον πανικό, αντεπιτέθηκαν και επιδόθηκαν για δεύτερη φορά σε μια ασυγκράτητη σφαγή. Εκείνη την καταστροφική ημέρα οι Τούρκοι έχασαν περίπου 600 άνδρες. Η Επανάσταση για μια ακόμα φορά είχε σωθεί χάρη στην διορατικότητα του Γέρου και στη μαχητικότητα του ανηψιού του.
Τον Αύγουστο η οικογένεια του Νικηταρά πλήρωσε νέο βαρύ φόρο αίματος στην υπόθεση του Αγώνα. Ο αδελφός του Νικόλαος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας συμπλοκής έξω από το πολιορκημένο Ναύπλιο.
Γύρω στα τέλη Σεπτεμβρίου ο Δράμαλης επιχείρησε να περάσει από τα στενά της Μεγαρίδας ώστε να μπορεί να επικοινωνεί με τη Στερεά Ελλάδα. ΄Εστειλε με πλοία από την Κόρινθο στην Περαχώρα 2.000 άνδρες (26 Σεπτεμβρίου), οι οποίοι αναχαιτίστηκαν από τον Νικηταρά.
Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ο ΄Ελληνας οπλαρχηγός έλαβε μέρος στη νέα πολιορκία του Ναυπλίου. Τοποθετήθηκε επικεφαλής φρουράς στον ΄Αγιο Σώστη με σκοπό να παρεμποδίσει πιθανή απόπειρα των Τούρκων της Κορίνθου να ανεφοδιάσουν την πολιορκημένη πόλη. Στις 28 του ίδιου μήνα μάλιστα κινδύνευσε να σκοτωθεί. ΄Υστερα από μια αιφνιδιαστική τουρκική επίθεση πολιορκήθηκε επί ώρες σε ένα σπίτι διαθέτοντας μόλις τέσσερις άνδρες.
Το καλοκαίρι του 1823 διατάχθηκε από το Εκτελεστικό να εκστρατεύσει στη Στερεά Ελλάδα. Στις 25 Αυγούστου έδωσε νικηφόρα μάχη εναντίον του Ομέρ πασά της Καρύστου. Λίγες ημέρες μετά τον νίκησε πάλι στην Κάζα εξαναγκάζοντας τον να επιστρέψει στην Εύβοια.
Στο μεταξύ η πολιτική κρίση, που είχε οξυνθεί επικίνδυνα κατά τους τελευταίους μήνες του 1823, εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο το πρώτο εξάμηνο του 1824.0 Νικηταράς τάχθηκε στο πλευρό του θείου του, θ. Κολοκοτρώνη, και συμμετείχε σε πάρα πολλές συμπλοκές στην Αργολίδα, στην Αχαΐα, στην Κορινθία και αλλού. Η σκέψη, όμως, ότι χυνόταν αδελφικό αίμα αναχαίτισε την έμφυτη ορμητικότητα του. Μάταια προσπάθησε να συμβιβάσει τις αντιμαχόμενες παρατάξεις προτείνοντας τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης. Τα προσωπικά μίση και το στενό τοπικιστικό πνεύμα των εμπλεκομένων στη διαμάχη έπνιγαν κάθε λογική. Η στάση του καθ όλη τη διάρκεια αυτής της αθλιότητας ήταν αντάξια ενός αληθινού πατριώτη. Δεν συμμετείχε στις ραδιουργίες και στη διαμάχη «πολιτικών» και «στρατιωτικών». ΄Επραξε ό,τι ήταν δυνατό για τη συμφιλίωση, δεν εκδικήθηκε τη δολοφονία του εξαδέλφου του, Πάνου Κολοκοτρώνη, και δεν προσπάθησε να εμποδίσει με τη βία τη σύλληψη και τη φυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Παρά τη μετριοπαθή του στάση οι κυβερνητικές δυνάμεις τον κατεδίωξαν αμείλικτα αναγκάζοντας τον να καταφύγει στο Μεσολόγγι και να τεθεί υπό · την προστασία του στρατηγού Τσόγκα, ο οποίος, αν και δέχθηκε πιέσεις του Εκτελεστικού και του Μαυροκορδάτου, αρνήθηκε σθεναρά να τον παραδώσει στη Διοίκηση.
Τον Φεβρουάριο του 1825 ο Ιμπραήμ πασάς, θετός γιος του Μεχμέτ Αλή πασά της Αιγύπτου, αποβιβάστηκε με τον άριστα οργανωμένο στρατό του στην Πελοπόννησο. Τα κυβερνητικά μισθοφορικά στρατεύματα δεν κατάφεραν να σταματήσουν τον επιδρομέα. Μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο και στη λαϊκή απαίτηση η κυβέρνηση αμνήστευσε και αποφυλάκισε τον Κολοκοτρώνη και όλους τους υπόλοιπους «αντάρτες» (Μάιος 1825). Ο Γέρος και ο Κανέλλος Δεληγιάννης αμέσως μετά την αποφυλάκιση τους κάλεσαν τον Νικηταρά να επιστρέψει στην Πελοπόννησο. Εκείνος όμως ανέβαλε την κάθοδο του, επειδή ένιωθε ευγνωμοσύνη για τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς οι οποίοι τον είχαν προστατεύσει αλλά κατανοούσε και την ανάγκη που είχε το Μεσολόγγι από πολεμιστές. ΄Ετσι παρέμεινε εκεί και τον Ιούνιο και τον Ιούλιο συμμετέχοντας στην αντιμετώπιση των επιθέσεων του Κιουταχή.
Την 1η Αυγούστου 1825 ο Νικηταράς επέοτρεψε στην Πελοπόννησο και τέθηκε αμέσως στην υπηρεσία του Κολοκοτρώνη. Με πρωτοφανή ενεργητικότητα ενεπλάκη στον τιτάνιο αγώνα εναντίον του νέου εχθρού. Με συνεχή κλεφτοπόλεμο προκάλεσε σοβαρές απώλειες στον, άπειρο σε τέτοιου είδους τακτικές, στρατό του Ιμπραήμ. Η δράση του επικεντρώθηκε κυρίως στη Μεσσηνία και στη Μάνη. Ωστόσο έσπευδε ακούραστος παντού, όπου το επέβαλλε η ανάγκη.
Τη νύκτα της 27ης προς την 28η Δεκεμβρίου έλαβε μέρος στην παράτολμη, αλλά ανεπιτυχή, επιχείρηση ανακατάληψης της Τριπολιτσάς. Τον Μάρτιο του 1826 απέτρεψε τον ανεφοδιασμό της πόλης με τροφές και πυρομαχικά. Στις 19 Μαΐου ο Ιμπραήμ επιτέθηκε εναντίον 5.000 Ελλήνων στη θέση Δερβένι της επαρχίας Λεονταρίου. Οι επαναστάτες όμως, με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη, προέβαλαν ισχυρή αντίσταση και τον ανάγκασαν να επιστρέψει στην Τριπολιτσά. Εκείνος προσπάθησε τότε να μεταβεί στη Μεσσηνία από τα στενά της Πολιανής, αλλά προσέκρουσε πάνω στον, πανταχού παρόντα, Νικηταρά.
Στα τέλη Ιουνίου η απόπειρα του Ιμπραήμ να εισβάλει στη Μάνη συνάντησε αποφασιστική αντίσταση από τους ντόπιους κατοίκους, με τους οποίους συνέπραξε και το σώμα του Νικηταρά. Στις 18 Ιουλίου η προσβολή 400 Αιγυπτίων στο Μεχμέταγα από δυνάμεις του Νικηταρά, του Π. Γιατράκου, του Χατζημιχάλη Νταλιάνη και του Πορτογάλου φιλέλληνα Αντόνιο Αλμέιδα εξελίχθηκε σε γενικευμένη μάχη, καθώς οι ολιγάριθμοι Αιγύπτιοι ζήτησαν ενισχύσεις από την Τριπολιτσά. Και αυτή τη φορά η νίκη έστεψε τα όπλα των επαναστατών. Στις 14 Αυγούστου ένα σώμα Αιγυπτίων στρατοπέδευσε στο χωριό Βασαράς. Μαζί τους είχαν 300 αιχμαλώτους και χιλιάδες αιγοπρόβατα. Την ίδια ημέρα δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από 2.000 ΄Ελληνες υπό τον Νικηταρά, τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Υπέστησαν βαριές απώλειες και εγκατέλειψαν τους αιχμαλώτους και τα ζώα.
Στις 3 Οκτωβρίου 1826 η Διοίκηση διέταξε τον Νικηταρά να μεταβεί στην Αττική για να ενισχύσει τον Καραϊσκάκη. Ο πρώτος συνόδευσε τον Ρουμελιώτη οπλαρχηγό κατά την επική του πορεία στη Στερεά Ελλάδα και διακρίθηκε ιδιαίτερα κατά τις μάχες της Δόμβραινας (τέλη Οκτωβρίου – αρχές Νοεμβρίου 1826) και της Αράχωβας (17-24 Νοεμβρίου 1826). Την ίδια περίοδο ο Νικηταράς, ο Καραϊσκάκης, ο Κίτσος Τζαβέλλας, ο Π. Αναγνωστόπουλος, ο Πλαπούτας, ο Κολοκοτρώνης και άλλοι συνυπέγραψαν αναφορές προς τον τσάρο της Ρωσίας Νικόλαο Α' και τον Καποδίστρια ζητώντας την ενεργότερη συμμετοχή τους για την απελευθέρωση της Ελλάδας. ΄Ηταν μια προσφυγή στην προστασία της Ρωσίας και ταυτόχρονα ένας αντιπερισπασμός στην απόφαση αρκετών πολιτικών και στρατιωτικών να θέσουν το έθνος υπό την προστασία της Βρετανίας.
Στο μεταξύ οι μάχες κατά τον βαρύτατο χειμώνα του 1826 καταπόνησαν ιδιαίτερα τον Νικηταρά, ο οποίος ασθένησε. Κρίθηκε επιβεβλημένη η μετάβαση του στο Ναύπλιο για να αναρρώσει. Τον Ιανουάριο του 1827 ανέλαβε χρέη αρχηγού φρουράς κατά την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. ΄Ομως οι ανάγκες του πολέμου τον ανάγκασαν να αναχωρήσει εκ νέου για το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Αττική. Αποβιβάστηκε στο Κερατσίνι τη στιγμή που εξελισσόταν μια μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Αμέσως επιτέθηκε στους εχθρούς, κυρίευσε επτά χαρακώματα και τους υποχρέωσε να εγκαταλείψουν τον Πειραιά. ΄Ηταν ένας από τους πρώτους που έσπευσαν να προλάβουν την επέκταση της αναπάντεχης συμπλοκής της 22ης Απριλίου, κατά τη διάρκεια της οποίας τραυματίστηκε θανάσιμα ο Καραϊσκάκης. Κατά τη μάχη που ακολούθησε τραυματίστηκε και ο ίδιος στο σαγόνι. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη και την καταστροφή των επαναστατών στον Ανάλατο ο Νικηταράς προσπάθησε ανεπιτυχώς να πείσει τον Κίτσο Τζαβέλλα να αναλάβει την αρχιστρατηγία των ελληνικών δυνάμεων. Η διάλυση του στρατοπέδου ήταν πια η μοναδική διέξοδος. Ο Νικηταράς, υπεύθυνος για την ασφαλέστερη αποχώρηση των στρατιωτών, εγκατέλειψε τελευταίος την αττική γη.
Επιστρέφοντας στον Μοριά συνέχισε τον αγώνα εναντίον των Αιγυπτίων συγκροτώντας στρατόπεδο στη Μεσσηνία, ως πληρεξούσιος του Κολοκοτρώνη. Καθώς τα παραθαλάσσια κάστρα της Μεσσηνίας αποτελούσαν ορμητήριο του Ιμπραήμ, το στρατόπεδο του Νικηταρά αποτέλεσε την προφυλακή του Αγώνα. Βοήθησε ιδιαίτερα τον θείο του στην καταπολέμηση του "προσκυνήματος". Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας προσκύνημα ονομαζόταν η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων, ολόκληρων ομάδων ή περιοχών προς τον κατακτητή εναντίον του οποίου είχαν εξεγερθεί. Η αποδοχή της υποταγής εκφραζόταν έμπρακτα από τους Τούρκους με χορήγηση, στους "προσκυνημένους", ειδικού πιστοποιητικού, γνωστού ως «ράι μπουγιουρντί» ή «προσκυνοχάρτι». Με αυτόν τον τρόπο οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην κατάσταση του νομιμόφρονα υπηκόου.
Ο Κολοκοτρώνης ανέφερε στα απομνημονεύματατου ότι πολλοί οπλαρχηγοί προσκυνούσαν κυρίως λόγω των υψηλών χρηματικών αμοιβών που τους υποσχόταν ο Ιμπραήμ. Δεν έλειψαν φυσικά και εκείνοι οι οποίοι, εξαιτίας προσωπικών διαφορών με τους συμπατριώτες τους, πρόδιδαν εκείνους που δεν είχαν δεχθεί να υποταγούν πάλι στον σουλτάνο. Ετσι οι βέβαια και από φόβο προσκυνημένοι πολλαπλασίαζαν το κακό και έδιναν μια θλιβερή εικόνα προδοσίας που εκτεινόταν από την Ηλεία ως την Πάτρα, τη Βοστίτσα (Αίγιο) και τα Καλάβρυτα. Η εκστρατεία του Νικηταρά στις παραπάνω περιοχές υπήρξε αφορμή αρκετοί από τους προσκυνημένους να επανέλθουν στο ελληνικό στρατόπεδο
Στις 8 Ιανουαρίου 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο. Η υποδοχή που του επεφύλαξε ο λαός της πόλης ήταν αποθεωτική. Στο πρόσωπο του έβλεπε τον λυτρωτή από τα εσωτερικά δεινά και τον απελευθερωτή από την οθωμανική κυριαρχία. Ο Νικηταράς έθεσε αμέσως τον εαυτό του στη διάθεση του νέου κυβερνήτη, τον οποίο υπηρέτησε με υποδειγματική συνέπεια. Ο Καποδίστριας αναγνωρίζοντας τις ικανότητες του τον διόρισε αργηγό ενός από τα τρία πελοποννησιακά στρατιωτικά σώματα (τη γενική αρχηγία τη διατήρησε ο Κολοκοτρώνης). ΄Επειτα από μια μικρή θητεία ως φρούραρχος της Κορώνης ο Νικηταράς διατάχθηκε να μεταβεί στη δυτική Στερεά Ελλάδα για να ενισχύσει την προσπάθεια απελευθέρωσης της Βόνιτσας. ΄Οταν έφθασε στην περιοχή η πόλη και το φρούριο είχαν ήδη περάσει στα χέρια των επαναστατών.
Στις 22 Ιουνίου 1829 ο αγωνιστής διορίστηκε από τον Καποδίστρια αρχηγός της φρουράς της Δ' Εθνοσυνέλευσης, η οποία έγινε στο Αργός. Στη συνέλευση αυτή συμμετείχε και ως πληρεξούσιος του Λεονταρί. Κατά τα τέλη Αυγούστου η πατρίδα τον κάλεσε πάλι στον Αγώνα. Ο Νικηταράς έπειτα από πρόσκληση του Δημητρίου Υψηλάντη έσπευσε να εκστρατεύσει μαζί του στη Στερεά Ελλάδα. Στις 12 Σεπτεμβρίου έλαβε μέρος στην τελευταία μάχη της Επανάστασης, στην Πέτρα της Βοιωτίας. Ο έξοχος αυτός πολεμιστής είδε το όνειρο του για την απελευθέρωση της πατρίδας να πραγματοποιείται. ΄Οσο και αν φαίνεται παράξενο όμως τα επόμενα χρόνια θα ήταν γεμάτα πίκρα και δυστυχίες για τον αγνό πατριώτη.
Την άνοιξη του 1831 ο Νικηταράς διατάχθηκε να καταστείλει μια αντικαποδιστριακή εξέγερση στη Μάνη την οποία υποκινούσαν οι Μαυρομιχαλαίοι. Χάρη στο κύρος του κατάφερε να κατευνάσει τα οξυμμένα πνεύματα. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους έσπευσε στον Πόρο προκειμένου να αντιμετωπίσει μια νέα αντικυβερνητική ανταρσία από τον Μιαούλη. Δεν πρόλαβε όμως να αποτρέψει τον εμπρησμό του στόλου από τον Υδραίο ναύαρχο.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ο Νικηταράς διορίστηκε μέλος του στρατοδικείου το οποίο καταδίκασε τον ένα από τους δολοφόνους, τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, σε θάνατο. Πολύ γρήγορα η κατάσταση, κυρίως λόγω των ραδιουργιών του Ιωάννη Κωλέττη, εκτραχύνθηκε και η καταιγίδα του εμφυλίου πολέμου ξέσπασε πάλι. Η πολεμική δράση του Νικηταρά εκδηλώθηκε κατά τη βεβιασμένη επίθεση του εναντίον των Ρουμελιωτών στο Λουτράκι, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον διασκορπισμό του στρατιωτικού του σώματος, αλλά και κατά τις νικηφόρες συγκρούσεις του με τους Μανιάτες οι οποίοι πραγματοποιούσαν αλλεπάλληλες επιδρομές στη Μεσσηνία.
Στις 6 Φεβρουαρίου 1832 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο ο ΄Οθωνας και έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής. Ο εστεμμένος έφηβος συγκέντρωνε όλες τις ελπίδες των ταλαιπωρημένων από την εμφύλια διαμάχη Ελλήνων. Επί Αντιβασιλείας ο παλαίμαχος αγωνιστής συνελήφθη με την ανυπόστατη κατηγορία ότι συνωμοτούσε εναντίον του θρόνου (Σεπτέμβριος 1833), μαζί με τον Κολοκοτρώνη, τον Δημήτριο Πλαπούτα, τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και άλλους γνωστούς για την αφοσίωση τους στο καποδιστριακό καθεστώς. Φυλακίστηκε στο Παλαμήδι, σύντομα όμως αφέθηκε ελεύθερος καθώς, παρά τη «φιλότιμη» προσπάθεια των αστυνομικών οργάνων, δεν προέκυψαν ενοχοποιητικά στοιχεία σε βάρος του.
Το καλοκαίρι του 1834 σημειώθηκε εξέγερση στη Μεσσηνία με πρωταγωνιστές τους στενούς συνεργάτες του Κολοκοτρώνη και του Νικηταρά κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, Γιαννάκη Γκρίτσαλη και Μητροπέτροβα. Ο Νικηταράς συνελήφθη (6 Αυγούστου 1834) με την κατηγορία ότι υπέθαλψε την αντιοθωνική αυτή εξέγερση. Τελικά το στρατοδικείο δεν τόλμησε να τον καταδικάσει και τον άφησε ελεύθερο. Πικραμένος από τις άδικες αυτές διώξεις ο Νικηταράς αποστασιοποιήθηκε από το οθωνικό κράτος και δεν ζήτησε το παραμικρό ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του. Τη στιγμή που οπλαρχηγοί μικρότερης εμβέλειας απολάμβαναν κάθε είδους τιμές εκείνος παρέμενε παραγκωνισμένος και λησμονημένος.
Με τον καιρό διαμόρφωσε την άποψη πως η οθωνική μοναρχία ήταν υπεύθυνη για τις διώξεις πλήθους αγωνιστών, για την καταπίεση του λαού, για τη δημιουργία προβλημάτων στην Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία, αλλά και για την εγκατάλειψη των αλύτρωτων Ελλήνων της Μακεδονίας, της Θράκης, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου της Κρήτης και των νησιών του Αιγαίου. ΄Ετσι το 1838 ήλθε σε επαφή με τον νεώτερο αδελφό του δολοφονηθέντος κυβερνήτη, τον Γεώργιο Καποδίστρια, και μαζί αποφάσισαν την ίδρυση μιας μυστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Φιλορθόδοξος Εταιρεία". Στόχος ήταν η εξέγερση των περιοχών που βρίσκονταν ακόμα υπό οθωμανική κυριαρχία, ο εξαναγκασμός του ΄Οθωνα να δεχθεί το ορθόδοξο δόγμα και η δημιουργία μιας κυβέρνησης στην οποία ουσιαστικό ρόλο θα διεδραμάτιζαν οι παλαιοί συνεργάτες του Ιωάννη Καποδίστρια. Τα περισσότερα : κείμενα της εποχής πάντως εμφανίζουν ως εμπνευστή της όλης ιδέας τον Ρώσο πρεσβευτή στην Αθήνα Γαβριήλ Κατακάζυ. Πιθανώς ο ραδιούργος διπλωμάτης, θέλοντας να εξυπηρετήσει τον στόχο της κυβέρνησης του (που δεν ήταν άλλος από την εκθρόνιση του Οθωνα), εκμεταλλεύθηκε τη φιλοπατρία του Νικηταρά και τη δυσαρέσκειά του απέναντι στο οθωνικό καθεστώς. Ο παλαιός οπλαρχηγός πιθανώς δελεάστηκε από το όραμα της απελευθέρωσης των αλύτρωτων αδελφών και αποδέχθηκε ότι για να γίνει αυτό πραγματικότητα έπρεπε να επιχειρήσουν ορισμένες τολμηρές ενέργειες εναντίον του βασιλιά (να τον συλλάβουν και να τον εξαναγκάσουν να ασπασθεί το ορθόδοξο δόγμα ή να παραιτηθεί). Τελικά η συνωμοσία αποκαλύφθηκε και ο Νικηταράς και ο Γεώργιος Καποδίστριας συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στις 22 Δεκεμβρίου 1839.
Οι άθλιες συνθήκες κράτησης προκάλεσαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην ήδη κλονισμένη υγεία του αγωνιστή. Το οθωνικό κράτος πέτυχε ότι δεν κατάφεραν οι Τούρκοι. Η υπερβολική υγρασία στο κελί, η απαγόρευση κάθε επικοινωνίας, οι καθημερινοί ξυλοδαρμοί από τους δεσμοφύλακες και η πεισματώδης άρνηση του Βαυαρού γιατρού να δώσει άδεια μεταφοράς του σε νοσοκομείο υπόσχονταν να κατορθώσουν ό,τι δεν κατόρθωσαν τα τουρκικά όπλα στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά, στο Ναύπλιο, στη Στυλίδα και στα Δερβενάκια. Στο μεταξύ η καποδιστριακή παράταξη, για να αποφύγει την ενοχοποίηση, εγκατέλειψε όλα τα επαναστατικά της σχέδια. Ταυτόχρονα εξαφάνισε κάθε στοιχείο και μαρτυρία που θα επιβάρυνε τη θέση της. ΄Ετσι οι ενδείξεις οι οποίες συγκεντρώθηκαν από τις αστυνομικές αρχές δεν ήταν αρκετές για να στηριχθεί η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Επιπλέον, επειδή οι συνωμότες ανήκαν σε μια παράταξη την οποία στήριζε η ρωσική διπλωματία, η οθωνική κυβέρνηση υποβίβασε την κατηγορία σε απλό πλημμέλημα για να μη δυσαρεστήσει τον τσάρο.
Η δίκη του Νικηταρά και του Καποδίστρια πραγματοποιήθηκε στις 11 Ιουλίου 1840 στο Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Οι δικηγόροι των δύο κατηγορουμένων θεμελίωσαν με έξυπνο τρόπο την υπεράσπιση στηριζόμενοι στο νομικό επιχείρημα ότι την Εταιρεία την είχαν δημιουργήσει οι δύο αρχηγοί με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς συμμετοχή των μελών της καποδιστριακής παράταξης. Με αυτό τον τρόπο ήταν αδύνατο να αξιοποιηθεί από τους αντιπάλους η ισχύουσα ποινική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν η σύσταση μυστικών εταιρειών. Επειδή δεν αποδείχθηκε από την ανακριτική διαδικασία η ύπαρξη μελών της Εταιρείας (δύο άτομα από μόνα τους δεν μπορούσαν να αποτελέσουν συνωμοτική οργάνωση) το δικαστήριο αθώωσε τους κατηγορουμένους. Η απόφαση του δικαστηρίου εξόργισε τον ΄Οθωνα, ο οποίος επιχείρησε να την ανατρέψει διατάσσοντας την απέλαση του Καποδίστρια και τον εγκλεισμό του Νικηταρά στις φυλακές της Αίγινας.
΄Επειτα από 14 μήνες χάρη στις έντονες πιέσεις παλαιών συμπολεμιστών του οι οποίοι είχαν πρόσβαση στα ανάκτορα, αλλά και της εφημερίδας «Αιών» η οποία υποστήριξε μαχητικά τον μεγάλο πατριώτη, ο ΄Οθωνας του απένειμε χάρη.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 ο Νικηταράς επέστρεψε στο φτωχικό του σπίτι στον Πειραιά, όπου τον περίμεναν η οικογένεια του και πολλοί φίλοι του. ΄Ομως δεν υποδέχθηκαν τον αγέρωχο πολεμιστή, τον φόβο και τρόμο των εχθρών, αλλά έναν άρρωστο και εξαντλημένο γέροντα.
Το προσωπικό του δράμα δεν είχε κορυφωθεί ακόμα. Η επιστροφή του προκάλεσε τέτοια συναισθηματική φόρτιση στη μικρότερη του κόρη, ώστε αυτή έχασε τα λογικά της. Η νέα δυστυχία του έδωσε τη «χαριστική βολή». Η κακή ψυχολογική του κατάσταση επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την υγεία του. Σιγά-σιγά άρχισε να χάνει την όραση του και λίγο πριν πεθάνει τυφλώθηκε τελείως.
Μικρές "αναλαμπές" ήταν η αναγνώριση της τεράστιας προσφοράς του και η αποκατάσταση του από τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης του 1843. Η πρώτη κυβέρνηση του απένειμε τον βαθμό του υποστρατήγου και το 1847 τον διόρισε γερουσιαστή. Οι τιμές ήταν βέβαια τυπικές, και χωρίς καμία δυνατότητα να βελτιώσουν την κακή οικονομική κατάσταση και την κλονισμένη υγεία του. Τα ξημερώματα της 25ης Σεπτεμβρίου 1849 ο ανίκητος "Τουρκοφάγος" έφυγε για να συναντήσει τους παλαιούς του συμπολεμιστές, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τόσους άλλους με τους οποίους είχε γράψει πολλές σελίδες δόξας στην ιστορία του ΄Εθνους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1979.
(2)Διονυσίου Κόκκινου: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, τόμοι 1-3, Εκδόσεις Μέλισσα, Α9ήναι, 1957.
(3) Χρ. Α. Στασινόπουλου: ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ 1821, τόμοι Α '-Δ', Εκδόσεις Δεδεμάδη, ΑΘήναι, 1979.
(4)Ι,Α.Πετρόπουλου -Αικ. Κουμαριανού: Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (ΟΘΩΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1833-1843), Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1982.
(5) Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος 9ος, Εκδόσεις Φάρος, Αθήνα, 1983.
(6) Απόστολου Φωτόπουλου: ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ, Αθήναι, 1963.
(7) Φωτάκου (Χρυσαν9όπουλου Φωτίου): ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΙΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ 1821 (ΝΙΚΗΤΑΡΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ), Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα, 1996.
(8) Δημήτρη Σταμέλου: ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ, ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΕΤΗΣ, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Α9ήνα, 2001.
(9) Νικόλαου Γιαννόπουλου: ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, Η ΠΟΛΥΤΑΡΑΧΗ ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΗΓΕΤΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, Εκδόσεις "Περισκόπιο", Αθήνα, 2001.
(10) Νικόλαου Γιαννόπουλου: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ, Ο ΑΕΤΟΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ, «Στρατιωτική Ιστορία», τ. 55, Μάρτιος 2001.