Mόλις είχα γίνει 18 και ξεκινήσαμε για φάσσες στην Βοιωτία σε υψόμετρο περί τα 800m σε κορυφές που κοιτούσαν θάλασσα. Τέσσερα άτομα η παρέα, ο πατέρας μου και δύο φίλοι του με την ascona.
Aφού φθάσαμε χωριστήκαμε σε δύο παρέες και η μία ήταν εγώ με τον πατέρα μου φυσικά. Πιάσαμε μπροστά σε μία ρεματιά που ξεκινούσε από αριστερά μας στο 1km χαράδρα και τερμάτιζε δεξιά μας στα 500m σαν ρεματάκι (η άλλη παρέα πήγε 2 κορυφές παρά κάτω). Καθίσαμε εκεί που τελειώνει το πουρναρωτό και στην πλάτη μας είχαμε τα σπαρμένα πλέον χωράφια. Περιμέναμε αν μπούνε τα πουλιά να έρθουν από την χαράδρα και να στρίψουν προς τα επάνω μας και όχι για απέναντι στα 500m που είχε μια πλατιά κορυφή μόνο με πουρνάρι που είχε όμως και αρκετά ανοίγματα.
Εγώ πήρα την 302 του πατέρα μου (για να μην ρίξω με το poze τα χοντροφύσιγκα και ξετσαγουλιάσω, άλλη νοοτροπία άλλα μυαλά) και εκείνος δανείστηκε μία auto 5 κάποιου από την παρέα.
Έκατσα αριστερά προς την μεριά της γκρεμίλας και εκείνος δεξιά προς το τελείωμα της ρεματιάς, που πρέπει να είχε μπροστά του αδιεπέραστα πουρνάρια και περίπου 70-80 μέτρα βάθος.
Μπήκε ένα 200άρι κοπάδι και έκανε μερικές γύρες πάνω από την γκρεμορεματιά σε αποστάσεις οριακές που τουφεκάς μεν αλλά τις ψάχνεις 2 ώρες και αν τις βρεις. Προκλητικότατες έπαιζαν με τα νεύρα μας.
Μετά από κάμποσο παιχνίδι πήγαν και έκατσαν απέναντι στο πουρναρωτό κορυφή μεν αλλά απλωνόντουσαν μέχρι εκεί που γύριζε προς την ρεματιά. Με τον πατέρα μου δεν είχαμε οπτική επαφή αλλά και ο αέρας δεν επέτρεπε σιγοκουβέντιασμα να δούμε τι θα κάνουμε (κινητά δεν υπήρχαν τότε, περίπου το 1993).
Αφού λοιπόν καθόμαστε κρυμένοι για καμιά ώρα και τις κοιτάμε που βόσκουν μήπως κάνουν κατά πάνω μας, ξαφνικά διακρίνω τον πατέρα μου να σκαρφαλώνει την απέναντι πλαγιά, μία σταμάταγε για ανάσες, μία προχώραγε πιασμένος απ’ ότι μπορούσε.
Είχε κατέβει το δύσβατο όλη αυτή την ώρα και είχε περάσει απέναντι. Εμένα και να μου το έλεγε να πάμε δεν πρόκειται να πήγαινα γιατί δεν γνώριζα ότι αν βρουν βοσκή δεν φεύγουν εύκολα αν δεν δουν άνθρωπο ………….. και ας ακούσουν τουφεκιές.
Καθόμουν και ήταν σαν να βλέπω ταινία, αφού πλησίασε όσο κρυφά μπορούσε το κοπάδι που βοσκούσε κάτω με μερικές να κάθοντε σε πουρναροκορυφές για φύλακες, κοντοστάθηκε πήρε ανάσα και τουφέκισε την πρώτη που έβλεπε καθαρά καθιστή. Έπεσε η φάσσα και εκείνος αμέσως ξανακρύφτηκε.</p>
Για την επόμενη μισή ώρα έκανε το ωραιότερο κυνήγι του παρ’ όλα τα 50 χρόνια του μέχρι εκείνη την στιγμή. Τα πουλιά σπάσανε αλλά γυρίζανε γύρω γύρω την κορυφή, αυτός κρυμένος στο «γύρισμα» της κορυφής με την ρεματιά σήκωνε επιλεκτικά σε πουλιά που περνούσαν 2-2 5-5 πάνω από το κεφάλι του. Έβλεπα από απέναντι απίστευτες τουφεκιές από την Auto5 σε σωστά ύψη και από τον μάστορα (έτσι και αλλιώς δεν σηκώνει ποτέ τουφέκι σε ψηλωμένα πουλιά).
Κάποια στιγμή χάθηκαν τα πουλιά και αφού περνούσε η ώρα άρχισα ν’ ανηφορίζω προς το τέρμα της ρεματιάς που ήταν και το αυτοκίνητο. Οι άλλοι 2 απελπισμένοι που δεν είδαν φάσσα αλλά δεν άκουγαν και τις τουφεκιές άκουσαν αυτά που τους έλεγα νομίζοντας ότι κάνω πλάκα.
Μετά από καμιά ώρα έρχεται έχοντας στο κρεμαστάρι 7 πουλιά, σε όλη την φάση που παρακολουθούσα είχε πάρει τις 6, ανεβαίνοντας την ρεματιά για το αυτοκίνητο, ο άπληστος, είχε βάλει τσιχλοφύσιγγα για τα κοτσύφια που έπαιζαν, του βούτηξε μία φάσσα μέσα στα μούτρα του και την έκανε ψιλοχάλια.
Εμένα μου έμεινε σαν εικόνα το τι είναι κυνηγός και πως πρέπει να αγωνίζεται όταν οι συνθήκες δεν ευνοούν (ο τολμών νικά), του πατέρα μου του έμειναν οι καταπληκτικές τουφεκιές από την Auto5. Το νούμερο από τις φάσσες που έκανε δεν ήταν μεγάλο αλλά ο κόπος του, οι τουφεκιές και η κάρπωση του έδωσαν μία καταπληκτική ολοκληρωμένη ημέρα που σου μένει για μια ζωή.
Εγώ δεν σήκωσα τουφέκι και οι άλλοι δεν είδαν καν πουλί. Αυτά έχει το κυνήγι. Τουλάχιστον το χάρηκα που κάποιος από την παρέα χούφτωσε αυτό το προκλητικότατο κοπάδι από τις μπλέ θεές που είχαν το θράσος να κάτσουν απέναντί του στην πλαγιά.