5 Δεκέμβρη… Η μεγάλη Τετάρτη του κυνηγίου;

0

2222-ste.jpg
Του Γιάννη Θεοδώρου

Στις 5/12/2007, ημέρα Τετάρτη, στο ΣτΕ, θα συζητηθεί η κύρια αίτηση ακύρωσης, δηλαδή η προσφυγή της Ένωσης που εκπροσωπεί ο κ. Αγγελέτος κατά της ρυθμιστικής απόφασης του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης που ρύθμιζε τα θήρας για τη τρέχουσα περίοδο. Κατ΄ ουσία, θα «συνεκδικασθούν» οι δυο ρυθμιστικές, ήτοι και αυτή του Αυγούστου αλλά και η πρόσφατη τροποποιητική της πρώτης, μετά την υπ΄αριθμ.1210/2007 απόφαση του Τμήματος Αναστολών και την έκδοση «Προσωρινής Διαταγής» αναστολής της κυνηγετικής δραστηριότητας.

Η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών βεβαίως και δεν ήταν η αναμενόμενη ευχάριστη εξέλιξη για την κυνηγετική κοινότητα, ούτε όμως και προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το σκεπτικό της, για τους έχοντες γνώση «του σκέπτεσθαι» των Διοικητικών Δικαστών και με βάση την ήδη δεδομένη νομολογία του ΣτΕ στο θέμα αυτό. Η «προσωρινή» αυτή ρύθμιση, δικονομικά προβλέπεται και έχει ως σκοπό να αποφευχθούν οι «δυσμενείς επιπτώσεις» από την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης Υπουργικής απόφασης, εν προκειμένω της ρυθμιστικής, μέχρις ότου εκδικασθεί η κύρια αίτηση ακύρωσης στο αντίστοιχο τμήμα του ΣτΕ. Στην «προσωρινή» δικαστική προστασία, η αναστολή εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης, αλλά κυρίως μιας διοικητικής πράξης, θεωρείται η πιο «ανθρώπινη συνδρομή» της δικαστικής εξουσίας, για την αποφυγή μερικές φορές του «ανεπανόρθωτου», μέχρις ότου αποφανθεί τελικώς το αρμόδιο Δικαστήριο.

Εδώ λοιπόν, αξίζει να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή και να θυμηθούμε την ιδιαίτερη σημειολογική αξία που έχουν οι διάφορες αποφάσεις του ΣτΕ, 399/93, 540/93, 641/93, 1174/94, 1592/98, 590/98, 2580/00, 1074/01, 2603/03 κλπ που εκδόθηκαν μετά τις «εθιμικές» ετήσιες προσβολές, με αιτήσεις ακύρωσης, των αντίστοιχων ρυθμιστικών αποφάσεων του Υπουργού Γεωργίας από ποικιλώνυμα «Οικολογικά και Ζωοφιλικά σωματεία».

Η «στρατηγική τακτική» των σωματείων και των «ζωοφιλικών» συλλόγων, άρχισε να παρουσιάζει μια ιδιαίτερη δυναμική από το τέλος της δεκαετίας του 1980, όταν επικαλούμενα όλα αυτά, μια ατελείωτη σειρά διατάξεων από το Εθνικό Δίκαιο, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, τις Διεθνείς Συμβάσεις, τις Κοινοτικές Οδηγίες κοκ που συνήθως ήταν άσχετες με το υπό κρίση θέμα, ασκούσαν διαδοχικές προσφυγές. Εξωραΐζοντας και «διακοσμώντας» καταλλήλως τις προσφυγές, με αοριστολογίες και ευχολόγια υπέρ «προστασίας πουλιών και ζώων» και «σπεκουλάροντας» πάνω στη κοινή αντίληψη της αρχής προστασίας της φύσης και του περιβάλλοντος και στην παράλληλη «ευαισθητοποίηση» της κοινής γνώμης, «κόντρα στους κυνηγούς», κατάφεραν να δημιουργήσουν νομολογιακά προηγούμενα και «δεδικασμένα».

Το κυνήγι και οι κυνηγοί βρέθηκαν σε δεινή θέση, «εγκαλούμενοι» αδιακόπως κάθε σχεδόν χρόνο και το Συμβούλιο Επικρατείας (Ε΄ Τμήμα), επιλαμβανόμενο των προσφυγών, έπρεπε να ερμηνεύσει και να συνδέσει όλα αυτά τα αόριστα και εν ολίγοις ατεκμηρίωτα επιχειρήματα των «οικολόγων» με νομική σκέψη και λόγο, να διατυπώσει απόψεις και να αχθεί σε αποφάσεις για το «καλώς έχειν» ή όχι της ρυθμιστικής.

Στο διατακτικό όμως των αποφάσεων, ήταν έκδηλη η αδυναμία διατύπωσης νομολογίας, για πληθώρα θεμάτων, που σχετίζονταν άμεσα με το διάστημα αναπαραγωγής των πουλιών, τα μεταναστευτικά ρεύματα, τους χρόνους αποδημίας, τις οδούς αποδημίας, την επίδραση των καιρικών φαινομένων στους χρόνους αποδημίας κοκ.

Ιδιαίτερης μνείας και προσοχής, αξίζουν οι ακόλουθες αποφάσεις του ΣτΕ:

Α) Η απόφαση 1047/2001 του ΣτΕ, μετά την από 22/10/2000 αίτηση ακύρωσης των Σωματείων «Άμεση Παρέμβαση για τη Προστασία της Φύσης» και λοιποί που «ομοδικούν» κατά της ρυθμιστικής Υπουργικής απόφασης με στοιχεία 99730//3482/1-8-2000.

Το ΣτΕ κρίνοντας επί της ουσίας και λαμβάνοντας υπόψη προηγούμενες αποφάσεις του και το γεγονός ότι οι Μελέτες που επικαλείται το Υπουργείο των ετών 1994, 1995 και οι νεότερες των ετών 1995 και 1998 που θεωρούνται ως οι πλέον πρόσφατες, είναι προγενέστερες της λήξεως της κυνηγετικής περιόδου και επιπλέον σύμφωνα με την απόφαση 2580/2000 ΣτΕ είναι ανεπαρκείς ως προς συγκεκριμένα θηράματα.

Ως εκ τούτου καταργεί τη δίκη καθ΄ ο μέρος ρυθμίζεται η θήρα του λαγού, του αγριόχοιρου, της νησιωτικής πέρδικας και του φασιανού και ακυρώνει την ΥΑ κατά τις λοιπές ρυθμίσεις.

Β) Η απόφαση 782/2002 ΣτΕ (Επιτροπή Αναστολών), μετά την από 5/8/2002 αίτηση ακύρωσης των Σωματείων :

1. «Ζωοφιλική Οικολογική ΈνωσηΕλλάδας», Γρυπάρη 149, Καλλιθέα

2. «Άμεση Παρέμβαση Προστασίας Φύσης», Ιπποκράτους 52-54, Αθήνα

3. «Σύλλογος Περίθαλψης και Προστασίας Αγρίων Ζώων», Παροικιά Πάρου

4.«Πανελλήνιο Δίκτυο Οικολογικών Οργανώσεων», Λευκάδος 46, Βόλος

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες, ζητούσαν να ακυρωθεί και ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης του ΥΠ.ΓΕ με αριθμό 103820/3962/26-7-2002 και δεδομένου ότι ο χρόνος εκδίκασης δεν τους ικανοποιούσε, αφού θεωρητικά κατά την ημερομηνία συζήτησης πιθανολογούνταν ότι θα είχε λήξει η κυνηγετική περίοδος, άρα και θα έπαυε η ισχύς της προσβαλλομένης απόφασης, άρα θα καταργούνταν η δίκη, κάνουν για πρώτη φορά χρήση και του ενδίκου μέσου της έκδοσης «Προσωρινής Αναστολής απόφασης».

Η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ τότε επαναλαμβάνει τα ήδη γνωστά, ότι οι «Μελέτες του Υπουργείου» είναι παρωχημένες, δεν μπορούν να αποτελέσουν επαρκές και νόμιμο έρεισμα έκδοσης της ρυθμιστικής απόφασης και λαμβανομένης υπόψη της εμμονής της Διοικήσεως να προβαίνει στην «έκδοση διαδοχικών αποφάσεων του αυτού περιεχομένου με τις ήδη ακυρωθείσες,συντρέχει λόγος αναστολής της προσβαλλομένης απόφασης μέχρι την έκδοση απόφασης επί της εκκρεμούσας αίτησης ακύρωσης».

Γ) Η απόφαση 2603/2003 του ΣτΕ μετά την από 8/8/2002 αίτηση ακύρωσης των ακολούθων Σωματείων κατά της ρυθμιστικής απόφασης με αριθμό 103820/3962/26-7-2002 :

1. «Ζωοφιλική Οικολογική Ένωση Ελλάδας»

2. «Άμεση Επέμβαση για την Προστασία της Φύσης»

3. «Σύλλογος Περίθαλψης και Προστασίας Αγρίων Ζώων»

4. «Πανελλήνιο Δίκτυο Οικολογικών Οργανώσεων»

Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου και λαμβανομένων υπόψη:

αα) Των ημερομηνιών έναρξης και λήξης της θήρας για το λαγό, τον αγριόχοιρο, την πέρδικα, τον φασιανό και των υδροβίων και παρυδατίων από 15/9 –16/2

ββ) Της απόφασης 782/2002 Επιτροπής Αναστολών

γγ) Την απόφαση του ΥΠ. ΓΕ με αριθμό 111381/6268/18-12-2002 η οποία επικαλείται την ως άνω απόφαση του ΣτΕ αλλά και την πρόσφατη μελέτη των ειδικών επιστημόνων υπό τον Καθηγητή Θηραματοπονίας του ΑΠΘ Νικ. Παπαγεωργίου και βάσει των οποίων ορίστηκαν ως ημερομηνίες λήξης για τη θήρα της σιταρήθρας η 10/2 αντί 28/2, της φάσας η 20/2 αντί 28/2 του κότσυφα η 20/2 αντί 28/2 και για όλα τα υδρόβια η 31/1 ή 10/2 αντί της 16/2 και επειδή επήλθε τροποποίηση των αρχικών ρυθμίσεων, ύστερα από εκτίμηση διαφορετικών πραγματικών δεδομένων και επειδή η προσβαλλομένη απόφαση έχει λήξει στο σύνολό της (στις 19/2/2003, που εκδικάσθηκε η αίτηση ακύρωσης) πρέπει να καταργηθεί η παρούσα δίκη κατά τις διατάξεις του άρθρου 32 παρ. 2 ΠΔ 18/1989.

Δικαιολογημένα λοιπόν ανασύρονται οι πιο «μαύρες μνήμες» του παρελθόντος, για τη (νέα) περιπέτεια του κυνηγιού στις Δικαστικές αίθουσες και επικαιροποιούνται μετά από πάροδο αρκετών ετών (2002/2003) οι ίδιες περίπου αιτιάσεις, με την επικουρική συνδρομή των πυρκαγιών του καλοκαιριού και την κήρυξη Νομών σε κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης». Αφετηρία όλων αυτών, η πρόσφατη και με αριθμό 1210/2007 απόφαση του ΣτΕ, μετά την από 27/8/2007 αίτηση του Σωματείου με την επωνυμία “ΖΩΟΦΙΛΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΑΔΟΣ”, καθώς το αιτούν Σωματείο, επεδίωκε να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’ αριθ. 97595/4553/09-08-2007 Αποφάσεως του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων.

Η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, κατά πλειοψηφία (2-1), δέχθηκε την αίτηση και ανέστειλε την εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 97595/4553/9.8.2007 Απόφασης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, σύμφωνα με το σκεπτικό, γεγονός που οδήγησε στην έκδοση της νέας Απόφασης, σύμφωνα με τις βασικές επιταγές του Διοικητικού Δικαίου και της νομολογίας:

ΘΕΜΑ: Ρυθμίσεις θήρας για την κυνηγετική περίοδο 2007 – 2008

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του Ν.Δ 86/69 «περί δασικού κώδικα» (άρθρα 251, 258, 259 και 261) το Ν.Δ 996/71 (άρθρο 11), του Ν. 177/75 (άρθρα 7 και 8), του Ν. 2637/98 (άρθρα 57, 58 και 59) και της 414985/29-11- 85 (ΦΕΚ:757/Β/18-12- 85) κοινής απόφασης των Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας και Αναπληρωτή Υπουργού Γεωργίας «Μέτρα διαχείρισης της άγριας πτηνοπανίδας», όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις 366599/16-12- 96 (ΦΕΚ:1188/Β/31-12- 96) και 294283/23-12- 97 (ΦΕΚ:68/Β/4-2-98) κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Γεωργίας.

2. Το άρθρο 255 του ΝΔ 86/69, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57,παρ.4 του Ν.2637/98.

3. Την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης «για την διατήρηση της άγρια ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης» όπως κυρώθηκε με το Ν. 1335/83 (ΦΕΚ 32/Α/13-3-83) .

4. Την Διεθνή Σύμβαση Ραμσάρ «για την προστασία των διεθνούς ενδιαφέροντος υγροτόπων ιδίως ως υδροβιοτόπων», η οποία κυρώθηκε με το Ν. 191/1974 (ΦΕΚ 350/Α/ 29-11-74).

5. Την Σύμβαση της Βόννης «για την διατήρηση των αποδημητικών ειδών που ανήκουν στην άγρια πανίδα», η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2719/99 (ΦΕΚ 106/Α/ 26-5-99).

6. Την Κοινοτική Οδηγία 79/409/ΕΟΚ «για την διατήρηση των άγριων πτηνών» καθώς και όλες τις μετέπειτα σχετικές τροποποιήσεις της.

7. Την Κοινοτική Οδηγία 92/43/ΕΟΚ «για την διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας».

8. Τις 399/93, 540/93, 641/93, 1174/94, 1592/98 , 590/98 , 2580/00 , 1047/01 και 2603/03 αποφάσεις του ΣτΕ.

9. Το Ν.3028/28-6-2002 «για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς».

10. Τα αποτελέσματα των από 4/7 και 17/7 συσκέψεων με τις κυνηγετικές και οικολογικές οργανώσεις, καθώς και το 776/12.07.06 έγγραφο της Κ.Σ.Ε.

11. Το άρθρο 29Α του Ν. 1558/85 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά όργανα» που προστέθηκε με το άρθρο 27 του Ν. 2081/92 (ΦΕΚ 154/Α/ 10-9-92).

12. Το Π.Δ.. 206/2007 «Διορισμός Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ 232/Α΄/2007).

13. Την απόφαση Υ265/11-10-2007 του Πρωθυπουργού και Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων (ΦΕΚ 2016/Β/2007).

14. Την σχετική εισήγηση της αρμόδιας Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, η οποία διαμορφώθηκε με βάση:

α. Τις απόψεις ή προτάσεις που κατέθεσαν η Κ.Σ.Ε., οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, ορισμένες περιφερειακές Δασικές Αρχές, οι ΟΤΑ και λοιποί τρίτοι.

β. Τις διαθέσιμες έγκυρες πληροφορίες, επιστημονικά στοιχεία και μελέτες, αποτελέσματα προγραμμάτων κ.α. σχετικά με το καθεστώς διαχείρισης των αναφερομένων στον πίνακα θηρεύσιμων ειδών, ιδιαίτερα τα δεδομένα της Επιστημονικής Βάσης ORNIS.

γ. Την ανάγκη διατήρησης των πληθυσμών όλων των ειδών της άγριας πανίδας σε ικανοποιητικά επίπεδα, ώστε να ανταποκρίνονται στις οικολογικές, επιστημονικές και μορφωτικές απαιτήσεις, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών και ψυχαγωγικών αναγκών..

δ. Τις εκθέσεις της υπηρεσίας υπό τον τίτλο «Μελέτη της γενικής κατάστασης των θηρευόμενων ειδών και της επίδρασης της θήρας στους πληθυσμούς τους» (Ιούλιος 1995) και «Μελέτη της πληθυσμιακής κατάστασης ορισμένων υδροβίων πουλιών στην Ελλάδα» (Ιούλιος 1995), που επικαιροποιήθηκαν με νεώτερες αντίστοιχες εκθέσεις (Σεπτέμβριος 1998 και Φεβρουάριος 1999).

15. Την σχετική με το εν λόγω θέμα , πρόσφατη Έρευνα Μελέτη αναφερομένη:

Στην επίδραση της χρονικής περιόδου της θήρας επί των θηρεύσιμων και των απολύτως προστατευομένων ειδών. Τον κίνδυνο αφανισμού ή μείωσης του πληθυσμού ενός εκάστουτων θηρεύσιμων ειδών στην Ελλάδα. Καθώς και της δυνατότητας ελέγχου της λαθροθηρίας.

16. Την επιστολή JURM (2003) 8249MK/13-11- 2003 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , με την οποία παραιτείται από την προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας (υπόθεση C-167/03) λόγωσυμμόρφωσης της Ελληνικής Νομοθεσίας με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 4 της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ.

17. Την διαταγή του Προέδρου του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14-01-2004 περί διαγραφής της υπόθεσης C-167/03.

18. Την αριθ. 1210/2007 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία αναστέλλεται η εκτέλεση της αριθ. 97595/4553/9- 8-2007 απόφασης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με θέμα «Ρυθμίσεις θήρας για την κυνηγετική περίοδο 2007- 2008».

19. Την ειδική μελέτη του Επ. Καθηγητή Θηραματοπονίας κου Θωμαϊδη Χρήστου του τμήματος Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος του Α’ Τ.Ε.Ι. Λαμίας , «Διαχείριση της θηραματοπανίδας μετά τις πυρκαγιές» του Σεπτεμβρίου 2007 όπως αυτή συμπληρώθηκε στη συνέχεια και η οποία προκειμένου να εξασφαλίσει την οικολογική ισορροπία των ειδών της άγριας πανίδας, εξετάζει: 1) τη διατάραξη των οικοσυστημάτων λόγω των πυρκαγιών, 2) την πιθανή μείωση του πληθυσμού της θηραματοπανίδας, 3) την ενδεχόμενη αναστάτωση των θηρευσίμων ειδών και την πιθανή δυσμενή κατάσταση των ειδών από τη συρρίκνωση των ενδιαιτημάτων τους, 4) τη δυνατότητα αποκατάστασης της βιολογικής ισορροπίας, 5) την κυνηγετική πίεση μετά τη φωτιά, 6) τα βιολογικά χαρακτηριστικά των θηραμάτων που ενδιαιτούνται στις καμένες εκτάσεις, 7) τη δυνατότητα ανάκαμψης του κάθε καμένου βιοτόπου συνεκτιμώντας και πλήθος εδαφολογικών δεδομένων.

20. Τις ακόλουθες αποφάσεις απαγόρευσης θήρας λόγω πυρκαγιών συνολικά- 52-…

Η «επικαιροποίηση» λοιπόν των δικαστικών εμπλοκών, μετά από ένα «διάλειμμα» αρκετών ετών, αποδεικνύει ό,τι ο εφησυχασμός των κυνηγών και των Κ.Ο είναι αδικαιολόγητος και οι διαχρονικά πολυεπίπεδες προσπάθειες και η σημαντική προσφορά των κυνηγών, «ιδίοις χρήμασι», στην ανάπτυξη και διαφύλαξη του «κοινωνικού πόρου» του θηράματος, γράμμα ενίοτε «κενό» περιεχομένου, όταν η υπόθεση «κυνήγι» οδηγείται στα ακροατήρια…

Αρκούν συγκυριακά φαινόμενα, φυσικές καταστροφές και καταστάσεις «εκτάκτου ανάγκης» για να τεθεί πάλι το κυνήγι στο στόχαστρο, όπως συνέβη και τώρα. Κατά παράδοξο μάλιστα τρόπο, η εκάστοτε ΥΑ, που διέπει τα της θήρας στη χώρα μας, κατά συγκεκριμένη κυνηγετική περίοδο, πλην των γνωστών ήδη αιτιάσεων του ΣτΕ «των ελλειμματικών μελετών, περί θηραμάτων ειδικών και γενικών», φέρεται να τελεί τώρα και υπό την «αίρεση πλήρωσης γεγονότων μελλόντων και αβέβαιων», τα οποία θα πρέπει να γνωρίζει και να συνεκτιμήσει εκ των προτέρων το αρμόδιο Υπουργείο ή οι Κ.Ο, δίκην «Μαντείου Δελφών», για να διατηρηθεί η νομική ισχύς της ρυθμιστικής…(!!!) Όπως όμως και να έχει το θέμα, η κυνηγετική δραστηριότητα στη χώρα μας, ασκείται κάτω από ένα ασφυκτικό και περιοριστικό πλαίσιο Νόμων, Διαταγμάτων και Υπουργικών αποφάσεων.

Και αυτή τη φορά, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στην προσφυγή και η «αναμόχλευση» των ίδιων αιτιολογιών του παρελθόντος, περί «παραβίασης» της Συνθήκης της Βέρνης, των Κοινοτικών Οδηγιών για τα πουλιά κλπ αλλά και τα «επικουρικά» πρόσθετα στοιχεία, περί των καταστροφικών πυρκαγιών και των επιπτώσεων τους στους θηραματικούς πληθυσμούς, σαν κύριο στόχο έχουν, να βληθεί «κατάστηθα το κυνήγι» και υπάρξουν σωρευτικές απαγορεύσεις, όπως νέοι περιορισμοί κυνηγότοπων, νέα περικοπή ημερών θήρας ή και μηνών, περαιτέρω αριθμητικοί περιορισμοί θηρευομένων ειδών κλπ μιας και η ποθούμενη, «κατάργηση» του κυνηγιού που απεργάζονται, φαντάζει ως «όνειρο θερινής νυκτός…».

Μήπως όμως τελικά, δεν έχουν διαγραφεί από τον κυνηγετικό χάρτη, τη τελευταία δεκαετία, χιλιάδες εκατοντάδες στρέμματα από κήρυξη περιοχών σε αρχαιολογικούς χώρους, ή ως περιοχών μείζονος προστασίας που υπάγονται στο ανέκκλητο καθεστώς Διεθνών Συμβάσεων, δεν «έκλεισαν» υδροβιότοποι στο κυνήγι, δεν «έκλεισαν» λιμνοθάλασσες και παραλίμνιες περιοχές, δεν απαγορεύτηκε το κυνήγι στους Εθνικούς Δρυμούς, δεν απαγορεύτηκε τώρα το κυνήγι σε χιλιάδες εκατοντάδες στρέμματα εξαιτίας των πρόσφατων πυρκαγιών;

Αν αναλογιστούμε, τι έκταση «χωροταξική» περιελάμβανε μια γενική άδεια κυνηγιού, για όλη την Ελλάδα, πριν μια δεκαετία και τι σήμερα, θα μελαγχολήσουμε…

Ας σκεφθούμε πόσα προγράμματα βρίσκονται σε στάδιο υλοποίησης ή σε διαρκή εξέλιξη, «ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΡΤΕΜΙΣ», Βιοακουστικοί Σταθμοί, καταγραφή της Μετανάστευσης, τοπικά προγράμματα ανά Κ.Ο, ανάληψη προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων και από την Ε.Ε από τις Κ.Ο, η δημιουργία της Θηροφυλακής, όλα αυτά θωράκισαν την κυνηγετική υπόσταση και αποκατέστησαν υποθέταμε όλοι, την «έξωθεν» καλή μαρτυρία μας …

Πρακτικά όμως συμβαίνει αυτό και ποιο είναι το τίμημα το σημερινό; Η πρόσφατη «προσωρινή διαταγή» αναστολής του κυνηγιού;

Φυσικά και δεν μπορεί κανείς να προδικάσει την τελική απόφαση του ΣτΕ και να προχωρήσει σε προβλέψεις για το τι «μέλλει γενέσθαι» αλλά σίγουρα μια τυχόν ακυρωτική απόφαση, θα προκαλέσει κατά ρυθμό γεωμετρικής πλέον προόδου, τη μέγιστη κοινωνική αναταραχή και την σημαντική οικονομική καταστροφή χιλιάδων επιχειρήσεων στους τομείς παροχής υπηρεσιών και προμήθειας κυνηγετικών ειδών ή λοιπών αναλωσίμων. Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος χοντρικά, ότι οι 240.000 χιλ κυνηγοί θα έχουν πάρει τουλάχιστον δέκα (10) κουτιά φυσίγγια, που έκαστο τιμολογείται από πχ 5-7€ κατά μέσο όρο, ότι διατρέφουν χιλιάδες κυνηγόσκυλα, που για τη διατροφή τους χρειάζονται κατά μήνα ένα τουλάχιστον σακί τροφής, αποτιμώμενης από 40-60€, ότι στηρίζουν δυναμικά την τοπική οικονομία δυσπρόσιτων και μειονεκτούντων περιοχών της Ελλάδας, που στηρίζουν όλο τους το εισόδημα, στον κυνηγετικό τουρισμό και το γεγονός της απόδοσης, υψηλών ποσών ΦΠΑ και φόρου εισοδήματος των κάθε λογής επιχειρήσεων, στα Δημόσια Ταμεία…Και φυσικά να μην μιλήσει κανείς για τα καθαρά κρατικά έσοδα, από τα τέλη έκδοσης των αδειών…

Ο –οικονομικός- κύκλος των εργασιών τόσων επιχειρήσεων, από μια καθόλα νόμιμη δραστηριότητα όπως το κυνήγι, δεν μπορεί να τίθεται εν αμφιβόλω, από το ενδεχόμενο των αιφνιδιαστικών αλλαγών, συνεπεία δικαστικών προσφυγών, μεσούσης κάθε φορά της κυνηγετικής περιόδου, δυναμιτίζεται η ομαλή οικονομική ζωή τους και καταλύεται κάθε έννοια «αισθήματος δικαίου»… Δεν είναι δυνατόν τη στιγμή, που τόσες όμορες χώρες, στηρίζουν μεγάλο μέρος του ΑΕΠ, στο «διακρατικό κυνηγετικό τουρισμό», εδώ στη χώρα μας, το κυνήγι να «δαιμονοποιείται» ως η αιτία παντός «δεινού» και να ζητείται η κατάργησή του κι ο εξοβελισμός των κυνηγών…

Όπως εύστοχα και εύγλωτα παρατηρούσε ο Πρόεδρος τη Γ΄ ΚΟΠ, Κ. Μαρκόπουλος, στις 27/4/2006:

«Μήπως για τις δικές μας οργανώσεις, τις Κυνηγετικές Οργανώσεις, τις συνεργαζόμενες με το Υπουργείο Γεωργίας που ξεσκονίζονται τα οικονομικά τους δεδομένα κάθε φορά και καλώς γίνεται αυτό, δεν θα ήτανε απλό και εύκολο να μην ασκούμε καμία φιλοθηραματική δράση, να μην ασκούμε καμία θηροφύλαξη, να μην ασκούμε καμία παρέμβαση από όσες θετικές παρεμβάσεις ασκούμε στην προσπάθεια της υποστήριξης του περιβάλλοντος και της φύσης; Πολύ απλό θα ήταν. Πολύ εύκολο θα ήταν και για εμάς να μην έχουμε Ομοσπονδιακή Θηροφυλακή και να αφήσουμε την τύχη των θηραμάτων στις ανύπαρκτες περιπολίες θηροφύλαξης των Δασικών υπηρεσιών.

Θα ήταν απλό και εμείς να αδιαφορούμε για οποιαδήποτε μελέτη και προσπάθεια πάντα στην λογική της βελτίωσης, της συμπλήρωσης και υποστήριξης του περιβάλλοντος. Θα ήταν απλό για μας να μην επιβαρύνουμε τα μέλη μας με την εισφορά που επιβαρυνόμαστε όλοι σαν κυνηγοί προκειμένου να αντλήσουμε επιστημονικά στοιχεία και δεδομένα για το κυνήγι.

Θα ήταν απλό να προσφύγουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να μας πει το Υπουργείο που βρίσκονται τα χρήματα που καταβάλλουν οι κυνηγοί υπέρ του Ταμείου Θήρας. Εμείς όμως έχουμε ενστερνιστεί πλέον αυτές τις ανάγκες δράσης μας και με αίσθημα ευθύνης ενεργούμε και πράττουμε πάντα….».

Εύλογα τα ερωτήματα και φυσικά αναπάντητα, σε βαθμό που αδυνατούν τα μέλη της κυνηγετικής κοινότητας να αντιληφθούν ποιο επιτέλους είναι το κρίσιμο «διακύβευμα», ποια είναι αυτά τα σημεία που επιτέλους, δεν θα οδηγούν στις δικαστικές αίθουσες το κυνήγι, τι άλλο δηλαδή μπορούν να κάνουν οι Κ.Ο και οι κυνηγοί, για να αποδείξουν τα αυτονόητα…

Ίσως η «ακούσια ή εκούσια αποχή» και η μη λήψη μέτρων από την εκτελεστική εξουσία, που θα διευκόλυναν τον εξορθολογισμό του «κυνηγετικού τοπίου» θεσμικά και νομοθετικά και θα έδιναν στο κυνήγι την «υπεραξία» που του αναλογεί, όντας μια δραστηριότητα, που συμβάλλει άμεσα στη τόνωση της εθνικής οικονομίας και έχει πολλαπλά έμμεσα οφέλη στις τοπικές κοινωνίες, να είναι μια αιτία…

Ίσως η επιζητούμενη «κατάργηση» του κυνηγιού ή τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο η δραστική περικοπή του από τους αντίδικους μας επί πολλά χρόνια, που διαπνέονται από ένα δήθεν «ακτιβιστικό» πνεύμα αλλά και μια «φονταμενταλιστική» ιδεολογική αντικυνηγετική θεώρηση, να είναι μια άλλη αιτία…

Η απουσία μελετών και επιστημονικών καταμετρήσεων που θεωρήθηκαν αναγκαίες για τη τεκμηρίωση των θέσεων μας και την προάσπιση των κυνηγετικών θέσεων και που στην πλειονότητά τους δεν προήλθαν από το αρμόδιο Υπουργείο, αλλά οφείλονται τις Κ.Ο και την ΚΣΕ, που «διέγνωσαν» εγκαίρως το που οδηγεί η «δικαστική διαμάχη» και άρχισαν να υλοποιούν συγκεκριμένα προγράμματα μέσω εξειδικευμένων επιστημόνων, δεν είναι πια σήμερα αιτία, επαρκής για «δικαστική χρήση και εκτίμηση» το αντίθετο…

Η, στο σκεπτικό της «Προσωρινής Διαταγής», αναγραφόμενη ανάγκη ύπαρξης και «ειδικών μελετών», χωρίς προσδιορισμό και οριοθέτηση ή επιμέτρηση των χιλιάδων παραμέτρων που τις συναποτελούν και θα τις μορφοποιούσαν, είναι και αόριστη και ίσως ανέφικτη, μέσα σε ένα δυναμικό και ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον, όπως είναι οι κυνηγότοποι και οι θηραματικοί πληθυσμοί ειδικά των αποδημητικών…

Τέλος η επίκληση επιχειρημάτων «συναισθηματικού χαρακτήρα» και όχι τεκμηριωμένου εξειδικευμένου θηραματολογικού επιχειρηματολογίου ομοίως, στη σημερινή εποχή, είναι «γραφική» ως αιτία, το λιγότερο…

Πιστοί και συνεπείς στον (σημερινό) αντικυνηγετικό αγώνα και αυτή τη φορά, κάποια ΜΜΕ, με προφανείς σκοπούς, όταν έγραφαν για τη «νέα απόφαση του Υπουργού, που καταργεί το ΣτΕ…», όταν αγνοούσαν επιδεικτικά, το διαδικαστικό μέρος της νέας απόφασης και δεν έγραφαν λέξη, για το τι επιτάσσει στις περιπτώσεις αυτές, η Διοικητική Δικονομία και η νομολογία του ΣτΕ και το ισχύον εν Ελλάδι Διοικητικό Δίκαιο…

Πιστοί στον αντικυνηγετικό αγώνα κι οι λοιποί επώνυμοι ή ανώνυμοι προκύψαντες εσχάτως 13.000 «δημοψηφισματίες» της περιστολής του κυνηγιού για «5 χρόνια»…

Ο στόχος πασιφανής, η διασπορά αφενός ψευδών εντυπώσεων και αφετέρου η συνειδητή προσπάθεια να τεθεί το Υπουργείο, μπροστά σε ανυπόστατα και φαντασιακά «ηθικά ψευτοδιλλήματα», ώστε να θεωρηθεί, ότι η εφαρμογή των δικονομικών κανόνων, έρχεται σε αντίθεση με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, που είναι «κατά» των κυνηγών και των Κ.Ο που πιέζουν για «νέα» παράνομη ρυθμιστική (!!!)

Και βέβαια ποιος ξέρει, όλα αυτά, μπορεί να πέσουν στα «αυτιά ή μάτια» των κ.κ Συμβούλων του ΣτΕ…

Ακόμη όμως κι αν το ΣτΕ απορρίψει την αίτηση, αυτό δεν σημαίνει ότι έχει ικανοποιηθεί το περί δικαίου «κοινό αίσθημά μας» και έχει αποκατασταθεί η «ηθική βλάβη». Το κυνήγι θα παραμένει στο στόχαστρο, η κυνηγετική δραστηριότητα αποτελεί διαρκές «επιχείρημα» στη σκέψη «φανατισμένων» που ναι μεν είχαν «λουφάξει» αλλά θα εξακολουθούν να υπάρχουν…

Μια σύννομη και καθόλα νόμιμη δραστηριότητα, πλαγιοκοπείται και στηλιτεύεται άκριτα και υποχθόνια, αντί να αποτελέσει επιτέλους, «μοχλό» τοπικής ανάπτυξης στα πλαίσια των αγροτοτουριστικών δράσεων…Στην πρώτη ευκαιρία, ξαναπαίρνουν στο χέρι τα «δηλητηριώδη αντικυνηγετικά ακόντια» και τα εξακοντίζουν με αφορμή τη «μόδα» ή κάποιο συγκυριακό γεγονός και ξανακούγονται, οι ίδιες «υστερικές οιμωγές»…

Ευελπιστούμε ότι την Τετάρτη στις 5/12/2007 η «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα όχι γυνή αλλά κυνηγετική κοινότητα», θα δικαιωθεί και θα «εξαγνισθεί» αφού ήδη αναφωνεί ως μετανοούσα: «Οίμοι! ότι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας, δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων…» και δεν θα αποτελέσει αυτή η μέρα, προ Χριστουγέννων, μια «Μεγάλη Τετάρτη», αντίστοιχη της «Μεγάλης Παρασκευής», που προηγήθηκε, όταν ανακοινώθηκε η απόφαση 1210/07 του Τμήματος Αναστολών…

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων