Παρκάρω το αυτοκίνητο δίπλα στο παρκάκι και κατεβαίνω να πάρω λίγο κιμά στο παρακείμενο χασάπικο και βλέπω έναν άστεγο να κοιμάται στο παγκάκι. Έχει βγάλει τα παπούτσια του κι είναι ξαπλωμένος ανάσκελα με τα χέρια στο πρόσωπο οπότε δεν μπορώ να προσδιορίσω την ηλικία και τη φυλή του. Ομολογώ ότι εκεί που μένω τα τελευταία 30 χρόνια είναι υπερβολικά σπάνιο να δεις κάποιον να κοιμάται στο δρόμο πέρα από τους περιστασιακούς ζητιάνους και κάποιους τσιγκάνους που μαζεύονται σαν τις μύγες στις γιορτές και τα πανηγύρια στις εκκλησίες της περιοχής.
Παρόλα αυτά δεν είχε κάτι το ανησυχητικό και αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά αφού είμαι δίπλα και μπαίνοντας στο μαγαζί τρακάρω σχεδόν με μια “στεγνή” 55άρα η οποία είχε κάνει τα ψώνια της και έβγαινε μασουλώντας μια τυρόπιτα και φορτωμένη με σακούλες. Αφού πήρα ότι ήθελα και μίλησα για λίγο με τον καταστηματάρχη (κυνηγός κι αυτός) πάω προς το αυτοκίνητο και τότε την είδα ξανά.
Η τύπισα είχε ανοίξει τις σακούλες δίπλα στο παρκάκι και τάιζε τις αδέσποτες γάτες κι ο άστεγος ήταν πλέον καθιστός και κοίταζε τα μπολάκια με τη γατοτροφή σαν ξερολούκουμα.
Ψιλοσοκαρήστικα μπορώ να πω από το θέαμα αλλά συνήλθα γρήγορα και πάω δίπλα του. Ήταν ένα παλικάρι όχι πάνω από 30 χρονών.
– Φιλαράκο να κεράσω τυροπιτούλα? του λέω και βγάζω 2 ευρώ και του τα δίνω δείχνοντάς του ταυτόχρονα το τυροπιτάδικο.
– Ευχαριστώ ρε μεγάλε! μου λέει χαμογελώντας αρπάζοντας κυριολεκτικά το δύευρω και πάει να ψωνίσει να φάει.
– Τέτοια κάνετε και τους μαζεύεται εδώ, ακούω τη θείτσα να μουρμουράει.
– Είπατε κάτι? της απαντάω εγώ χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει ακόμα τι πραγματικά είχε πει.
– Τέτοια κάνετε και τους μαζεύεται εδώ!! επαναλαμβάνει πιό έντονα αυτή τη φορά και συνεχίζει.
– Έχει μια βδομάδα εδώ αυτός ο αλήτης που κοιμάται στο πάρκο κι όσο τον ταΐζετε δεν πρόκειται να φύγει. Θα φάει τώρα την τυρόπιτα, θα την αράξει πάλι εδώ κι όλο και κάποιος θα του ξαναδώσει να πάρει φαί μέχρι το βράδυ.
– Κυρία μου θα έπρεπε να ντρέπεστε κι αντί να ταΐζετε τα γατιά θα έπρεπε να φροντίσετε αυτόν πρώτα. Από αυτόν αλλά και όλους αυτούς δίνοντάς τους ένα κομμάτι ψωμί να είστε σίγουρη ότι θα περίσσευαν και λίγα ψίχουλα για τις γάτες σας, της απαντάω όσο πιό ήρεμα μπορούσα.
Τι ήθελα και το έλεγα?
Άλλαξε η φάτσα της με τη μια. Έγινε κάτι μεταξύ Τίνας και Φωτεινής (ελπίζω να μη θέλετε διευκρινήσεις για ποιές λέω?) και άρχισε να μου λέει με έντονο ύφος για τα δικαιώματα των ζώων, για το πόσο καλά είναι κι ότι το μόνο που θέλουν είναι αγάπη και άλλα τέτοια.
Εν τω μεταξύ έχει επιστρέψει ο άστεγος και βλέπω στο αξύριστο πρόσωπό του φύλλα τυρόπιτας (πρέπει να την κατάπιε αμάσητη). Κάθεται στο παγκάκι του και παρακολουθεί τη συζήτηση χωρίς να μιλάει.
Όσο αυτή μίλαγε οι γάτες κολωτρίβονταν στα πόδια της κι όσο αυτές κολωτρίβονταν τόσο αυτή έλεγε. Πρέπει να μίλαγε πάνω από πέντε λεπτά ασταμάτητα αλλά εγώ κύριος. Δεν την διέκοψα στιγμή.
Μόλις όμως τέλειωσε το λογίρδιό της και είδε ότι δεν έδινα σημασία το τι έλεγε αλλά μίλαγα με το παλικάρι που μου εξηγούσε πως από δήμαρχος έγινε κλητήρας, και πως δεν έχει πλέον τίποτα με αυτή την κολοκατάσταση που μας φέραν οι πολιτικοί μας είπε και τη μαγική φράση.
– Αι στο διάολο παλιομαλάκα.
– Τι λες μωρή αμάμητη? Ποιόν είπες μαλάκα? Της λέω και σηκώνομαι όρθιος.
Αφού είπαμε πολλά ή μάλλον της είπα πολλά τα οποία δεν είναι του παρόντος κι αφού βγήκε ο χασάπης, ο τυροπιτάς κι ο περιπτεράς της γειτονιάς να ηρεμήσουν τα πνεύματα έφυγα για το σπίτι.
Το περιστατικό συνέβη σήμερα στις 07:40 και το μεταφέρω όσο μπορώ πιό ακέραιο.
Η απορία που μου δημιουργήθηκε από όλο αυτό είναι:
Τελικά αυτοί οι άνθρωποι είναι φιλόζωοι ή μισάνθρωποι?