Τουφεκιές στον αέρα! Μια φάρσα κυνηγών στα Κύθηρα το 1962

0

Ήταν Σεπτέμβριος του 1962, εποχή κυνηγιού. Στη Χώρα μεγάλη κινητικότητα για ό,τι είχε σχέση με το κυνήγι. Προετοιμασία από βραδύς, εξόρμηση το πρωί αξημέρωτα και μετά ο απολογισμός. Όλες οι γύρω περιοχές της Χώρας είχαν την τιμητική τους. Οι Ράχες, ο Σταυρός, τα Φυρόγια, οι Αποκλείστρες, η Ψαρή, ο Λιονής, δέχονταν κάθε πρωί πολλούς κυνηγούς και όταν είχε πέρασμα γινόταν πραγματική μάχη.

Οι νεότεροι πήγαιναν στις πιο μακρινές περιοχές. Οι πιο ηλικιωμένοι πήγαιναν στην Ψαρή που είναι κοντά στη Χώρα, γιατί εκείνα τα χρόνια τα Ι.Χ. δεν ήταν τόσο διαδεδομένα. Επίσης στην Ψαρή κατέφευγαν και όλοι οι υπάλληλοι- κυνηγοί της Χώρας, οι οποίοι έπρεπε στις 8.30 το πρωί να είναι στην υπηρεσία τους.

Ο πιο τακτικός κυνηγός της Ψαρής ήταν ο Μανώλης Α. Χάρος-Πονηρός, ο ταμειακός. Ήταν σχεδόν μόνιμος. Την Ψαρή την είχε σαν την αυλή του. Γνώριζε και το τελευταίο σκοιναράκι. Ένα ορτύκι να ήταν στην Ψαρή, αυτός θα το ΄βρισκε. Άριστος κυνηγός, παρά τον όγκο του και ακούραστος. Το σπίτι του βρίσκεται πολύ κοντά στην Ψαρή. Δεν χρειάζονταν παραπάνω από 5 λεπτά για να φθάσει στο σημείο συγκέντρωσης και να δώσει το παρόν στο πρωινό προσκλητήριο. Εξ άλλου από τη βεράντα του ήλεγχε όλη την περιοχή. Από πολύ πρωί βρισκόταν εκεί και επόπτευε. Εάν καμιά φορά δεν ερχόταν στο κυνήγι, πράγμα πολύ σπάνιο, με κάθε μπαμ! πεταγόταν έξω στη βεράντα για να δει το αποτέλεσμα. Ένα πρωί μαζευτήκαμε πέντε-έξι νεαροί κυνηγοί στην Ψαρή. Ο καιρός άσχημος «προβετζόκαιρος» και όλα δείχνανε ότι δεν θα ‘χει φτερό. Οι πιο ηλικιωμένοι και πιο μυαλωμένοι καθίσανε στα σπίτια τους. Απών και ο Μανώλης. Είχε βγει μία δύο φορές στη βεράντα, μας άκουσε μαζεμένους που περιμέναμε να ξημερώσει, αλλά έμεινε στο σπιτάκι του.

Ένας από την παρέα ρίχνει την ιδέα: «παιδιά, είσαστε να κουβαλήσομε τον Πονηρομανώλη; Έτσι και διαθέσομε 2-3 φυσίγγια ο καθένας μας, ο Μανώλης θα ‘ρθεί γλακιχτός!» Δεν χρειάστηκε πολλή συζήτηση. Καταστρώθηκε το σχέδιο και τέθηκε πάραυτα σε εφαρμογή. Σε λίγο ακούστηκε το πρώτο μπαμ! Ο Μανώλης πετάχτηκε σαν ελατήριο, βγαίνει στη βεράντα και αφουγκράζεται. «Έλα Αζώρ! Φέρτο, φέρτο! Μπράβο Αζώρ! Άστο, άστο!» Ο Μανώλης είδε τη σκηνή, περίμενε λίγο και ξαναμπαίνει μέσα. Δεν πρόλαβε να μπει καλά καλά μέσα και δεύτερο μπαμ! Έξω πάλι ο Μανώλης στήνει αυτί και ακούει. «Τι έγινε; Το είδες;» « κάπου εδώ απογύρισε», «Γιατί δεν του ‘ριξες κι εσύ;» «Μα φαινόταν τσιγμένο. Για έλα βάλε εδωνά το σκύλο. Θα το βρει» Είδε και αυτή τη σκηνή ο Μανώλης και ξαναμπαίνει μέσα. Τρίτο μπαμ! Έξω πάλι ο Μανώλης. Τέταρτο τα ίδια, στο όγδοο εφορμά ακάθεκτος για την Ψαρή.

Το σχέδιο πέτυχε, ο Μανώλης παραπλανήθηκε. Φτάνει στην Ψαρή και πλησιάζει τον πρώτο κυνηγό «τι έγινε;» ρωτάει. «Φαίνεται πως κουκίζει» «έβγαλες κανένα;» «Ένα έβγαλα, μα μου ‘φυγε. Πρωί πρωί δεν καλόβλεπα και το σαλουτάρισα!» Προχωρώντας πλησιάζει το δεύτερο «τι έκανες;» «μου ‘βγαλε ο σκύλος ένα, αλλά ήτανε μακριά» «και γιατί του ‘ριξες;» «Είπα, μήπως θα το ξαναδώ; Και του τράβηξα μια έτσι για χαιρετισμό!» Σε λίγο πλησιάζει τον τρίτο «έλα πώς πήγε;» -«έβγαλα δύο, αλλά δεν κράτησα κανένα!» «Γιατί, στραβωμάρα είχες πρωί πρωί;» του λέει ο Μανώλης που φαίνεται πως κάτι είχε αρχίσει να υποψιάζεται. «Όχι, τά ‘τσιξα! Το πρώτο του κρέμασα τα πόδια και πήγε και φουντάρησε στην Κακόπλακα. Το δεύτερο του έβγαλα σωρό φτερά και ήρθε κάπου εδώ και απογύρισε. Αλλά είναι τσιγμένο και δε βγαίνει.» Πάνω στην ώρα πλησιάζει και ένας τέταρτος της παρέας. «Εσύ πόσα έβγαλες;» ρωτάει ο Μανώλης. «Κανένα.» «Και μόνο τι ήταν τα μπομπαρδαμέντα σύνυχτα;». «Έριξα σε μια ασπροκωλίνα και σ’ ένα τρούλιτα για να δοκιμάσω τις ριξιές μου. Γέμισα χτες το βράδυ με λιγότερα σκάγια και ήθελα να δω, πώς πάνε οι ριξιές» « Βρε δεν αφήνεις τις μπούρδες! Αλλά καλά να μου κάνετε! Καλά καθόμουνα το βούιδι και έπινα το καφεδάκι μου. Δε μ’ άρεσε, ήθελα σολάτσο με την προβετζαρία. Καλά να πάθω!!»

Ο Μανώλης δε μας κράτησε κακία. Ήταν ένα από τα προτερήματα αυτού του πληθωρικού ανθρώπου, να μην κρατάει ποτέ κακία. Άλλωστε δεν του κάναμε μεγάλο κακό. Τον παρασύραμε σε μια πρωινή βόλτα εκτός προγράμματος. Όμως το στραπάτσο που έπαθε ήταν άλλο, όπως έλεγε. Τώρα πια δεν είχε εμπιστοσύνη στις πρωινές ντουφεκιές. Δεν ήξερε πότε ήταν αληθινές και πότε ήταν παραπλανητικές. Πότε ήταν γνήσιες και πότε ήταν «μαϊμούδες». Σίγουρα εκεί που αναπαύεται ο Μανώλης, στον Άγιο Μηνά, δε φθάνει ο απόηχος από τις τουφεκιές, που κάθε Φθινόπωρο πέφτουν στην Ψαρή και στη γειτονική Βαρδιόλα. Σίγουρα δε φθάνει, γιατί αν έφθανε με κάθε μπαμ! ο Μανώλης θα πεταγόταν επάνω για λίγα δευτερόλεπτα και μετά θα συνέχιζε πάλι το μακάριο ύπνο του. Αξέχαστε Μανώλη, πόσο γρήγορα σε χάσαμε!!

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ»

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων