απο τον Daniel Chandler
Αξίζει να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι ‘τον κόσμο’, που τόσο συχνά θεωρούμε, πως βρίσκεται αντικειμενικά ‘εκεί έξω’, τα άλλα πλάσματα τον αισθάνονται πολύ διαφορετικά.
Η όραση δεσπόζει στον τρόπο που ‘βλέπουμε’ τον κόσμο. Δεσπόζει ακόμη και στο περιγραφικό μας λεξιλόγιο. Δε γνωρίζουμε πώς άλλα πλάσματα βλέπουν τον κόσμο, αν και γνωρίζουμε πώς τα μάτια διαφέρουν στο ζωικό βασίλειο και ξέρουμε ότι διάφορα ζώα ποικίλλουν, όσον αφορά την έκταση που βασίζονται στην όρασή τους. Βέβαια, μερικά πλάσματα δε ‘βλέπουν’ καθόλου τον κόσμο. Και πολλά πλάσματα βασίζονται στην όραση πολύ λιγότερο από μας (πχ. οι νυχτερίδες, τα δελφίνια). Πολλά θηλαστικά ζουν σε έναν κόσμο μυρωδιών μάλλον παρά εικόνων. Μοιραζόμαστε τη μεγαλύτερη εξάρτησή μας από την όραση, σε σύγκριση με την όσφρηση, με τα άλλα πιθηκοειδή. Αλλά από όλα τα σπονδυλωτά, τα πουλιά είναι αυτά που εξαρτώνται από την όραση πιο πολύ.
Τα ζώα διαφέρουν σε οπτική οξύτητα. Τα έντομα είναι μυωπικά, ενώ ένα γεράκι μπορεί να εντοπίσει από ψηλά ένα ποντίκι σε απόσταση ενός χιλιομέτρου. Η απόσταση, από την οποία τα γεράκια μπορούν να εντοπίσουν τα θηράματά τους, είναι οκταπλάσια από αυτήν των ανθρώπων. Το φάσμα των αποστάσεων, στις οποίες τα ζώα μπορούν να εστιάσουν τα μάτια τους, μετριέται σε διόπτρες. Εμείς έχουμε καλό φάσμα εστίασης (η ‘προσαρμογής’), σε σύγκριση με τα περισσότερα θηλαστικά. Το φάσμα ενός παιδιού είναι περίπου 14 διόπτρες, αν και το φάσμα ενός γέρου είναι περίπου 1 διόπτρα. Πολλά πλάσματα έχουν φτωχή προσαρμογή, ή καθόλου προσαρμογή. Ένας σκύλος τα καταφέρνει με μια διόπτρα. Πάντως, τα πουλιά καταδύσεως έχουν 50 διόπτρες – τις περισσότερες από όλα τα ζώα.
Η θέση των ματιών στο κεφάλι ποικίλλει επίσης μεταξύ ζώων. Η θέση των ματιών επηρεάζει την έκταση του οπτικού πεδίου, όταν το κεφάλι είναι ακίνητο, κι επίσης την πιθανότητα και την έκταση της διόφθαλμης όρασης. Όταν τα μάτια είναι στις δύο πλευρές του κεφαλιού, η όραση είναι σχεδόν πανοραμική, αλλά υπάρχει απώλεια της αντίληψης στερεοσκοπικού βάθους. Τα ζώα που κυνηγούν τείνουν να έχουν ευρύτερο πεδίο διόφθαλμης όρασης. Τα ζώα-θηράματα τείνουν να έχουν πολύ ευρύτερο οπτικό πεδίο. Τα ζώα-κυνηγοί τείνουν να έχουν μεγαλύτερο ‘νεκρό χώρο’ πίσω από το κεφάλι από τα ζώα-θηράματα. Οι άνθρωποι έχουν ένα συνολικό οπτικό πεδίο κάπου μεταξύ 160 και 208 μοιρών, 140 μοίρες περίπου για κάθε μάτι, κι ένα διόφθαλμο πεδίο από 120 – 180 μοίρες. Ένας σκύλος έχει συνολικό οπτικό πεδίο περίπου 280 μοιρών, 180-190 μοίρες για κάθε μάτι και 90 μοίρες διόφθαλμου πεδίου. Ένας λαγός έχει συνολικό οπτικό πεδίο 360 μοιρών, 220 μοίρες για κάθε μάτι, με 20 μόνο μοίρες διόφθαλμου πεδίου εμπρός και 10 μοίρες πίσω από το κεφάλι του.
Μερικοί άνθρωποι μπορούν να διακρίνουν 250 χρώματα. Ενώ μερικά θηλαστικά έχουν αχρωματοψία, τα πουλιά βλέπουν πιθανόν περισσότερα χρώματα από εμάς. Το μυρμήγκι της ερήμου έχει το πιο ραφινάτο σύστημα χρωμάτων ανάμεσα στα έντομα και μπορεί να διακρίνει χρώματα, που δεν μπορούμε να δούμε εμείς. Καθώς γερνάμε, οι φακοί μας κιτρινίζουν και σβήνουν μερικά από τα βιολετιά χρώματα. Πολλά έντομα είναι ευαίσθητα στο υπεριώδες φώς. Τα σπονδυλωτά δεν είναι. Γνωρίζουμε ότι η χρωματική όραση των μελισσών είναι διαφορετική από τη δική μας, οι μέλισσες είναι πολύ ευαίσθητες στο υπεριώδες φως και όχι ευαίσθητες στο κόκκινο φώς. Πολλά έντομα, ψάρια και πουλιά μπορούν να δούν πέρα από το ιώδες την υπεριώδη ακτινοβολία. Το υπεριώδες φως δίνει σε λουλούδια, όπως η κίτρινη μαργαρίτα, ένα λαμπερό πυρήνα για τις μέλισσες. Στην άλλη άκρη του φάσματος της ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας, μερικά φίδια είναι ευαίσθητα στο υπέρυθρο, που τους χρησιμεύει για να ανιχνεύουν την παρουσία θερμόαιμων ζώων. Μερικά ψάρια του γλυκού νερού μπορούν να δούν πολύ μεγαλύτερο τμήμα φάσματος του κόκκινου ή μακρότερων κυμάτων από μάς. Αν τα μάτια μας ήταν τόσο ευαίσθητα, όσο τα μάτια των χρυσόψαρων, θα βλέπαμε τις υπέρυθρες ακτίνες, που ελέγχουν τις τηλεοράσεις και τα βίντεό μας. Ενώ δεν είμαστε ευαίσθητοι στο πολωμένο φώς, μερικά άλλα ζώα είναι, και μπορούν συνεπώς να δουν ότι ο ουρανός έχει πολύ πιο περίπλοκο σχήμα από αυτό που αντιλαμβανόμαστε εμείς. Βέβαια, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εργαλεία για να εκτείνουμε την ορατότητα του φάσματός μας.
Κανένα πλάσμα δεν μπορεί να δει λεπτομέρειες στο σκοτάδι, αλλά μερικά άλλα πλάσματα έχουν πολύ καλύτερη ‘βραδυνή όραση’ από εμάς (π.χ. οι αλεπούδες, οι γάτες κι οι κουκουβάγιες). Πλάσματα με καλή νυχτερινή όραση έχουν κατά κανόνα το ανακλαστικό ‘γιάλισμα του ματιού’. που παρατηρούμε συχνά. Είναι αυτό που τους επιτρέπει να εκμεταλλεύονται οποιοδήποτε φως υπάρχει. Οι κουκουβάγιες είναι ευαίσθητες σε χαμηλές εντάσεις φωτός, 50 έως 100 φορές περισσότερο από την αβοήθητη ανθρώπινη νυκτερινή όραση. Τα μάτια της γάτας συλλαμβάνουν 50% περισσότερο φως από τα δικά μας και τη νύχτα είναι 8 φορές πιο ευαίσθητα από τα δικά μας. Αλλ’ η όρασή τους αυτή συμπληρώνεται κατά κανόνα από άλλες αισθήσεις. Κι ακόμη μέσα στην όραση, η κίνηση για μερικά πλάσματα είναι πρωταρχική: τα μάτια των πλασμάτων αυτών, όπως η μέλισσα κι ο βάτραχος, είναι πολύ ευαίσθητα στην κίνηση.
Διάφορα πλάσματα ποικίλλουν όσον αφορά τον όγκο του εγκεφάλου τους που είναι αφιερωμένος στην όραση. Ο περισσότερος από τον μισό εγκέφαλο του χταποδιού και του καλαμαριού είναι αφιερωμένος στην όραση. Παρά ταύτα, δε γνωρίζουμε ακόμη πώς τα άλλα πλάσματα κατανοούν αυτό που διακρίνουν τα μάτια τους. Δεν υπάρχει ένα πλάσμα που να βλέπει όλα όσα μπορούν να δουν τα άλλα. Συχνά ξεχνούμε ότι ο ανθρώπινος οπτικός κόσμος αποτελεί μόνο έναν οπτικό κόσμο.