Νομίζω και εγώ ότι δεν εχει τσίχλες μέχρι σήμερα. Το μπάσιμο που έγινε για μερικές μέρες Οκτώβρη – Νοέμβρη, δεν σημαίνει ότι μείνανε πουλιά.
Πέρα, όμως, από αυτό, πιστεύω ότι με την πάροδο των χρόνων, τα πουλιά εξελίσσονται γονιδιακά και σε πιό δύσκολα. Δηλαδή, αν προσέξει κανείς την μεταβολή της τσίχλας την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον, θα παρατηρήσει ότι τα πουλιά έγιναν πιο νυκτόβια (στο απογευματινό πετάνε πια μέσα στο σκοτάδι) και από δενδρόβια, εδαφόβια (μένουν στα πυκνά και δεν παιζουν).
Αυτό δεν νομίζω ότι είναι τυχαίο, αλλά μάλλον φυσική επιλογή από τις δεκαετίες κυνηγίου και από τις συνήθειες επιβίωσης που εξελίσσει κάθε γενιά τσίχλας.
Ορισμένοι, πάντως, εξακολουθούν να κάνουν πουλάκια, όπως ο Νίκος ο Ρεντίφης, που γράφει εδώ, και επιβεβαιώνω τα νούμερα του. Με μια διαφορά: ξέρει να τουφεκάει, κυνηγάει κάθε μέρα απογευματινό, ξέρει τα μέρη του, και βρίσκει όλα τα πουλιά που παίρνει.
Τον γνώρισα συμπτωματικά, πιάνοντας μιά μέρα το καρτέρι του, τι οποίο δεν το ήξερα, ούτε το βρήκα από κάλυκες, αλλά από διαίσθηση.
Εκεί γνωριστήκαμε και δεν ξαναέκατσα σε αυτό, όχι από υποχρέωση, ούτε γιατί μου το ζήτησε, αλλά από καλούς κυνηγετικούς τρόπους, και αφού εκεί κυνηγάει πάντα.
Άρα, τα πουλάκια σε μεγάλο αριθμό μέσα στην σεζόν γίνονται όχι από μερικά καλά νούμερα, αλλά από το συχνό κυνήγι και την επαναληψιμότητα. Αυτά, εννοείται, για όσους μένουν δίπλα στο κυνήγι, διότι για εμάς του λεκανοπεδίου, και μάλιστα τους εργαζόμενους, προφανώς δεν μπορείς να μιλάς για κυνήγια.