Σε εξέλιξη οι έρευνες για το πενταπλό φονικό

0

του Γιάννη Θεοδώρου

«Η αποφράδα ημέρα που συγκλονίζει την κυνηγετική οικογένεια και το πανελλήνιο».

Απαντήσεις σε πλήθος ερωτημάτων προσπαθούν να δώσουν οι διωκτικές Αρχές μετά το αποτρόπαιο και φρικιαστικό έγκλημα το απόγευμα του Σαββάτου στο Αγρίνιο (Kαλύβια Aιτωλοακαρνανίας) που κόστισε τη ζωή σε πέντε κυνηγούς.
Η «εν ψυχρώ» εκτέλεση και ο τρόπος που έδρασαν οι εκτελεστές, προβληματίζει ιδιαίτερα τις Αρχές που προσπαθούν να συνεκτιμήσουν όλα τα δεδομένα, ώστε να οδηγηθούν στην εξιχνίαση ενός πρωτοφανούς για τα ελληνικά δεδομένα «μαζικού» εγκλήματος.
Οι έρευνες έχουν εντατικοποιηθεί αλλά τουλάχιστον μέχρι σήμερα το πρωί κανείς δεν ήταν σε θέση να πει οτιδήποτε ακριβές για το τραγικό περιστατικό.
Oι αστυνομικοί στα πλαίσια των ερευνών, προσπαθούν ήδη και από τα κινητά τηλέφωνα των θυμάτων να διακριβώσουν συνομιλίες, ενώ ακόμη θα υπάρξει προσπάθεια να διερευνηθούν από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, το σύνολο των κλήσεων, μέσω των «τοπικών σταθμών βάσης», που έγιναν το απόγευμα του Σαββάτου, ώστε να δουν ποιοι πότε και με ποιους έχουν επικοινωνήσει.

Θα εξεταστούν από τις διωκτικές αρχές φίλοι, οι συγγενείς των θυμάτων αλλά και άτομα του περίγυρου των γονιών τους, άτομα με τα οποία είχαν σχέσεις και κάτοικοι που έχουν σχέση με την περιοχή λόγω επαγγέλματος όπως αγρότες, κτηνοτρόφοι κλπ. Θα ερευνηθούν επίσης άτομα όπως αλλοδαποί που βρίσκονται και εργάζονται στα Kαλύβια και τα γύρω χωριά όπως και τσιγγάνοι. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται προσπάθεια να καταγραφούν επίσης και πόσοι μη Aιτωλοακαρνάνες κυνηγούν ή κυνηγούσαν στην περιοχή.
Oι Αρχές πάντως δίνουν ειδικό βάρος και στην εξέταση ιδιοκτητών των κτημάτων γύρω από το σημείο που βρέθηκαν νεκροί οι πέντε κυνηγοί.
Οι αστυνομικοί που ερευνούν την υπόθεση προσπαθούν αν διαπιστώσουν αν τα θύματα ή κάποιο εξ αυτών είχαν διαπληκτιστεί με κατοίκους των Kαλυβίων στο παρελθόν, όπως επίσης οι συγγενείς τους και αν υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι που να όπλισαν το χέρι του δολοφόνου ή των δολοφόνων, για να φτάσουν σε αυτό το απίστευτο για τη κοινή λογική έγκλημα.

Η ιδιαιτερότητα αλλά και η αγριότητα της κατά «συρροή» δολοφονικής επίθεσης, έγκειται στο γεγονός ότι αρχικά τα θύματα είχαν πληγεί από μακρινή σχετικά απόσταση και με «9βολα» και εν συνεχεία σε κάθε έναν είχε δοθεί η «χαριστική βολή», πράγμα που φανερώνει εκδικητική μανία, αμόκ αίματος και απύθμενο και αβυσσαλέο μίσος. Το τι ακριβώς πλήγματα δέχτηκαν τα θύματα και το «είδος» των σκαγιών θα προσδιοριστούν με ασφάλεια μετά τις νεκροψίες, μιας και υπάρχουν φήμες και για «9βολα και 5βολα» και «χοντρά σκάγια 3αρια-4ρια».

Ελπίζουν επίσης οι ασχολούμενοι με τη υπόθεση ό,τι φως στα αναπάντητα ερωτήματα, θα δώσουν οι «νεκροψίες-νεκροτομές» αλλά και οι βαλλιστικές εξετάσεις των όπλων και των άδειων καλύκων που βρέθηκαν στο σημείο και συγκεντρώθηκαν, αν και η βαλλιστική εξέταση «λειόκανων» όπλων δεν είναι της ίδιας ακρίβειας και πιστότητας με τα ραβδωτά πυροβόλα όπλα και δεν είναι βέβαιο ότι θα δώσει αξιόπιστα αποτελέσματα που θα οδηγούσε στην εύρεση των όπλων που χρησιμοποιήθηκαν και κατά προέκταση στην αναζήτηση των κατόχων τους.

Τα θύματα όπως ανέφεραν οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ αλλά και η ιατροδικαστής είχαν δεχτεί και δύο πυροβολισμούς «εξ επαφής» αλλά και τρεις και τέσσερις συνολικά και πρόκειται μάλλον για μια συνειδητή και καθόλου τυχαία δολοφονία από δράστες, που γνώριζαν καλά τον χώρο αλλά και τους δρόμους διαφυγής και δεν αποκλείεται αυτοί να ήταν γνωστοί στο ευρύτερο περιβάλλον των θυμάτων και για αυτό το λόγο θα γίνουν και προσαγωγές ατόμων από τα γειτονικά χωριά Λεύκα, Δοκίμι και Kαλύβια, τα τρία δηλαδή χωριά, τα οποία συνορεύουν με τον συγκεκριμένο κυνηγότοπο.

Με ιδιαίτερη προσοχή εξετάζεται η περίπτωση της δολοφονίας του 17χρονου Aλέκου γιατί όπως εκτιμάται, ο νεαρός πέταξε το κυνηγετικό του όπλο και προσπάθησε να διαφύγει. Τότε πρέπει να πυροβολήθηκε, αλλά φαίνεται πως οι δράστες δεν βρήκαν στόχο και στο ελάχιστο διάστημα που ακολούθησε ο 17χρονος επιχείρησε να επικοινωνήσει με τον πατέρα του, μέσω του κινητού τηλεφώνου, πράγμα όμως που δεν κατάφερε να κάνει αλλά και δεν πρόλαβε να του πει ίσως τι συμβαίνει.
Περίπτωση «αξιόπιστων μαρτύρων» που να άκουγαν τους πυροβολισμούς, δεν μπορεί να εξεταστεί, μιας και κανείς δεν θα υποψιαζόταν τίποτε, γιατί το διάστημα αυτό, μπορεί να ακούγονταν αρκετοί πυροβολισμοί σε όλη την ευρύτερη περιοχή από κυνηγούς.
Τα ουσιώδη όμως, στο σημείο αυτό ερωτήματα, για όσους ασχολούνται με το κυνήγι και γνωρίζουν τα πράγματα «από μέσα» είναι το εξής:

α) Στα κυνήγια που γίνονται με καρτέρι όπως εν προκειμένω στις τσίχλες, όπου είχαν πάει τα θύματα μετά από κυνήγι με σκυλιά, οι κυνηγοί στέκονται σε μια λογική ελάχιστη απόσταση ασφαλείας, φροντίζοντας να έχουν και μια επαφή μεταξύ τους και τουλάχιστον να βρίσκεται ο άλλος κυνηγός, στο ίδιο οπτικό πεδίο.

β) Σε κάθε πυροβολισμό ενστικτωδώς, όλοι γυρίζουν να δουν τι ακριβώς θήραμα πυροβολεί ο άλλος ή οι άλλοι συγκυνηγοί, οπότε πως είναι δυνατόν, ακόμη και αν η οπτική επαφή ήταν δύσκολη μεταξύ των θυμάτων, να ακούγεται σωρεία πυροβολισμών από τα διπλανά καρτέρια, χωρίς να «πετούν πουλιά», ενώ και στις πλείστες των περιπτώσεων που δεν είναι εύκολη η οπτική επαφή, οι κυνηγοί φροντίζουν να «αλληλοενημερώνονται» με φωνές και για την πρόληψη ατυχημάτων και για να υποδείξουν που πιθανά έπεσαν τα πουλιά.

γ) Πως είναι δυνατόν, αφού είναι διακριβωμένο ότι επλήγησαν με παραπάνω από ένα πυροβολισμό όλοι και ο πρώτος δεν ήταν θανατηφόρος, κανείς να μην αντιδράσει, να μην ακουστεί η παραμικρή φωνή και να μην υποψιαστούν οι υπόλοιποι απολύτως τίποτε; Για αυτό η υπόθεση να βλήθηκαν στα καρτέρια ένας ένας ξεχωριστά ίσως υποχωρεί κατά τους αστυνομικούς, μπροστά στην υπόθεση, η δολοφονική επίθεση να έγινε την ώρα που γύριζαν στο αυτοκίνητο οπότε και αιφνιδιάστηκαν πλήρως μιας και τα κυνηγετικά όπλα ορισμένων ήταν άδεια. Επίσης την ώρα που θεωρητικά έλαβε χώρα το συμβάν, πιθανώς να είχε αρχίσει να σουρουπώνει, οπότε ο αιφνιδιασμός ήταν εύκολος, η δε απόσταση που βρέθηκαν τα θύματα και η «στάση άμυνας» ορισμένων που είχαν βληθεί στο πρόσωπο και στον θώρακα δείχνει μια απέλπιδα προσπάθεια να προφυλαχτούν.

δ) Όλοι οι κυνηγοί γνωρίζουν ότι από το έτος 1993, τα «αυτογεμή κυνηγετικά όπλα» μπορούν να φέρουν μέχρι 3 φυσίγγια συνολικά, επομένως όταν γνωρίζει ο κάθε κυνηγός, που και πως ακριβώς κυνηγά ο συγκυνηγός δίπλα του και έχει κατ΄ ανώτατο τρία φυσίγγια στο όπλο του, δεν θα αναρωτηθεί τι συμβαίνει, όταν ακούσει τέσσερις ή πέντε διαδοχικούς πυροβολισμούς; Ακόμη και αν οι δράστες ήταν παραπάνω του ενός, γιατί οι απανωτοί πυροβολισμοί που δεν δικαιολογούνται από τον αριθμό των διαδοχικών φυσιγγίων που ρίχνονταν, δεν προβλημάτισαν τους υπόλοιπους, προς τα τελευταία καρτέρια;

ε) Ο κυνηγότοπος από τα στιγμιότυπα που προβλήθηκαν στα κανάλια, δεν ήταν μέρος απρόσιτο και δασώδες, ώστε να μην μπορεί κάποιος να αντιληφθεί την είσοδο κάποιων άλλων στην περιοχή για οποιοδήποτε λόγο και μάλιστα κυνηγών, οι οποίοι ως είθισται κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους, με τις φωνές, τις υποδείξεις να «πιάσουν» μέρος, στο πως θα σταθούν ακριβώς κλπ

Και φυσικά τα σενάρια καλά «κρατούν»:
«Πιθανή μεταμφίεση» σε κυνηγούς εγκληματικών στοιχείων, για να μην δίνουν στόχο ή υποψίες για τις παράνομες συναλλαγές τους και οι άτυχοι κυνηγοί να έπεσαν πάνω τους τυχαία «εν ώρα» συναλλαγών.
«Τυχαία συνάντηση» με εμπόρους ναρκωτικών, οι οποίοι τους «δολοφόνησαν», αργότερα όταν έγινε γνωστό ότι τα θύματα είχαν πυροβοληθεί με κυνηγετικά όπλα, αυτό καταρρίφθηκε, αφού οι «ασχολούμενοι» με αυτά δεν θα χρησιμοποιούσαν «λειόκανα» όπλα, τα οποία και δύσκολα μεταφέρονται και δύσκολα κρύβονται, αλλά έχουν συνήθως στη κατοχή τους πυροβόλα όπλα (πιστόλια και αυτόματα).
Ίσως κάποιος από τους πέντε να είχε «δοσοληψίες» με ύποπτα κυκλώματα και να θέλησαν να «λύσουν ανοιχτούς λογαριασμούς», όμως όλοι στο τόπο διαμονής τους, διαβεβαιώνουν ότι κανείς είχαν δώσει ποτέ δικαίωμα για κάτι τέτοιο και ότι ενδιαφέρονταν μόνο για τη δουλειά τους, εξάλλου σε κλειστές τοπικές κοινωνίες της επαρχίας, είναι φύσει αδύνατο κάποιος να ασκεί παράνομες δραστηριότητες και να μην έχει γίνει αντιληπτός.

Στην περίπτωση αυτή, κάποιος που πηγαίνει να «διαπράξει» ένα φόνο, πως είναι δυνατόν, όσο ψυχρός και αποφασισμένος δολοφόνος κι αν είναι, να διαπράξει όχι έναν αλλά πέντε τελικά διαδοχικούς φόνους, χρησιμοποιώντας «λειόκανο» όπλο, που πρακτικά πρέπει να γεμίσει και να ξαναγεμίσει, αφού βρέθηκαν στον τόπο τουλάχιστον 14 άδειοι κάλυκες; Ήταν βέβαιοι οι δράστες ότι δεν θα συλληφθούν και θα διαφύγουν με ευχέρεια, αφού δεν μάζεψαν τους άδειους κάλυκες, απ΄ όπου με ευκολία μπορούν πιθανά να εντοπιστούν δακτυλικά αποτυπώματα και υποψία «γενετικού υλικού» από τα εγκληματολογικά εργαστήρια;

Κάποιοι, τέλος, άφηναν να «διαρρέει» η υπόνοια και η υποψία, ότι «ενδοκυνηγετικές έριδες» και αψιμαχίες μεταξύ κυνηγών ίσως να οδήγησαν σε επεισόδιο λχ εξαιτίας κατοχύρωσης των «καρτεριών» και να έφτασαν έως την αποτρόπαια δολοφονία, μια υπόθεση όμως, που θεωρούν οι ασχολούμενοι με την υπόθεση, ότι «αίρεται» από τα γεγονότα, γιατί όπως είναι δυνατόν μια «στιγμιαία» φιλονικία όσο «οξεία» και να είναι, να καταλήξει σε μια τόσο οργανωμένη δολοφονική επίθεση «επαγγελματικού τύπου».

Η πιο ασφαλής βέβαια υπόθεση που θα οδηγούσε την άμεση εξιχνίαση είναι η ύπαρξη «βεντέτας» για οποιοδήποτε λόγο, μια υπόθεση όμως που και αυτή όσο και οι δράστες να έτρεφαν αισθήματα μίσους και αντεκδίκησης για κάποιο από τα θύματα, πως ήταν δυνατόν να φτάσουν στην εκτέλεση όλων και μάλιστα και ενός 17χρονου;

Εξάλλου για μια τέτοια σε περίπτωση που πίσω από το φρικτό έγκλημα υπάρχει «βεντέτα» και όχι άλλου είδους «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» εκτιμούν ότι θα είναι θέμα χρόνου η εξιχνίαση του, αφού κάποιοι που «γνωρίζουν» αργά ή γρήγορα θα μιλήσουν.
Και το συγκινητικό στιγμιότυπο σε αυτή την ανείπωτη τραγωδία ήταν ο σκύλος έμεινε δίπλα στο δολοφονημένο κυνηγό Λάμπρο Aντρέσσα. Tο σκυλί, όπως έλεγαν όσοι βρέθηκαν στον χώρο αμέσως μετά τη δολοφονία, ήταν δίπλα στο αφεντικό του και δεν έφυγε ούτε στιγμή από δίπλα του ακόμη και όταν ο χώρος γέμισε περιπολικά, ασθενοφόρα και εκατοντάδες αστυνομικούς και κραυγές απελπισίας από τους συγγενείς των θυμάτων.

Όπως και νάχει το θέμα καταρχήν πρέπει να εκφράσουμε όλοι μας την οδύνη και την ειλικρινή συμπαράστασή μας, σαν κυνηγετική κοινότητα και σαν κυνηγετική οικογένεια, προς τις οικογένειες των αδικοχαμένων συναδέλφων και τον αποτροπιασμό μας για αυτό το ειδεχθές και κατά «συρροή έγκλημα» που δεν έχει όμοιο ιστορικό στην χώρα μας.

Η χρήση όμως «λειόκανων» όπλων για την «εν ψυχρώ» εκτέλεση των άτυχων συναδέλφων, ας ελπίσουμε ότι δεν θα σταθεί αφορμή για «συλλήβδην μομφές» κατά των κυνηγών, των κυνηγετικών όπλων και των φυσιγγίων ειδικού τύπου (9βολα κλπ) με συνεπαγωγές και επιχειρήματα, που θα «επισύρουν» νέες απαγορευτικές ή περιοριστικές διατάξεις και αυστηροποίηση των υφισταμένων πλαισίων. Οι ισχύουσες διατάξεις που οριοθετούν τα κυνηγετικά πλαίσια περί όπλων και της χρήσης τους κρίνονται επαρκέστατες και από τις πιο αυστηρές σε ευρωπαϊκό επίπεδο και κάθε προσπάθεια «δημόσιας αμαύρωσης» της εικόνας μας ως νομοταγών πολιτών και κυνηγών-χρηστών κυνηγετικών όπλων δεν θα έχει τύχη.

Η καθ΄ οιονδήποτε τρόπο «εκμετάλλευση» ενός από τα πιο αποτρόπαια εγκληματολογικά περιστατικά, με θύματα πέντε κυνηγούς, δεν προσφέρεται για εξυπηρέτηση «ιδιοτελών» σκοπών από οποιονδήποτε που θα θελήσει να πλήξει το κύρος και την νομοταγή κυνηγετική δράση, ακόμη δε και από τα πιο «αρρωστημένα» και εμπίπτοντα στην σφαίρα της ψυχιατρικής ανάλυσης άτομα, που θεωρούν τους κυνηγούς ως «αιμοδιψείς».

Ήταν δε ευχής έργο, που μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια όπως η ΕΡΤ, ο ANT, το MEGA, ζήτησαν την γνώμη και την άποψη διακεκριμένων δημοσιογράφων και αρθρογράφων -και κυνηγών- όπως ο Απ. Αντωνάκης και ο Μην. Ιορδάνογλου αλλά και του Προέδρου του ΚΣ Αγρινίου, για να δώσουν να καταλάβει η κοινή γνώμη και ο μη ασχολούμενος με το κυνήγι πολίτης, ποια είναι τα όρια και οι περιορισμοί στην κυνηγετική δραστηριότητα, τι «κάνουν τα 9βολα», γιατί το κυνήγι σε μη περιφραγμένες εκτάσεις και χωρίς ειδική απαγορευτική σήμανση επιτρέπεται ελεύθερα, καταρρίπτοντας έτσι τις «βαρύγδουπες» αναλύσεις, υποθέσεις και αιτιάσεις κάποιων «αστυνομικών ρεπόρτερς» εν τη γενέσει τους.

Ας ελπίσουμε ότι είναι θέμα χρόνου -και τιμής- από την ΕΛ.ΑΣ, η πλήρης και ουσιαστική διαλεύκανση της ανείπωτης τραγωδίας, που «έστειλε» στον τάφο πέντε νέους κυνηγούς, σε μια συνηθισμένη σαββατιάτικη έξοδο, απορφανίζοντας και βυθίζοντας στο βαρύ και αδικαιολόγητο πένθος πολλές οικογένειες και συγκλόνισε το πανελλήνιο.

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων