Aδικαιολόγητες και ατεκμηρίωτες απαγορεύσεις θήρας στο δέλτα του Έβρου

0

2239-822-koma8.jpg
Θεσσαλονίκη 17/1/2008
Αρ.Πρωτ.: 118

ΠΡΟΣ:
– Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ κ.Σουφλιά
– Υφυπουργό ΠΕΧΩΔΕ κ.Καλογιάννη
– Βουλευτές Νομού Έβρου
1) Δερμεντζόγλου Αλέξανδρο
2) Γεροντόπουλο Κυριάκο
3) Κελέτση Σταύρο
4) Ντόλιο Γεώργιο

ΚΟΙΝ: – Υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ.Κιλτίδη
– Κ.Σ.Ε.
– Κυνηγετικό Σύλλογο Αλεξανδρούπολης
– Κυνηγετικό Σύλλογο Διδυμοτείχου
– Κυνηγετικό Σύλλογο Κομοτηνής
– Κυνηγετικό Σύλλογο Μεταξάδων
– Κυνηγετικό Σύλλογο Ξάνθης
– Κυνηγετικό Σύλλογο Ορεστιάδας
– Κυνηγετικό Σύλλογο Σαπών
– Κυνηγετικό Σύλλογο Σουφλίου
– Κυνηγετικό Σύλλογο Σταυρούπολης
– Κυνηγετικό Σύλλογο Φερών

ΘΕΜΑ: Προκλητικά αδικαιολόγητες και ατεκμηρίωτες απαγορεύσεις θήρας στο δέλτα του Έβρου.

Στις 16/1/2008, ακριβώς την εποχή που ασκείται παραδοσιακά κάθε χρόνο η θήρα των υδροβίων, άρχισε η τοποθέτηση μεγάλου αριθμού απαγορευτικών πινακίδων θήρας από το Δασαρχείο Αλεξανδρούπολης στο δέλτα του Έβρου, αιφνιδιάζοντας τους κυνηγούς αλλά και όλη την τοπική κοινωνία που εξαρτάται από τον εσωτερικό κυνηγετικό τουρισμό και προκαλώντας τεράστια αναστάτωση και εύλογες διαμαρτυρίες. Της εξελίξεως αυτής προηγήθηκαν τα εξής:

Περί τα τέλη Μαΐου 2007 έγινε γνωστή στις κυνηγετικές οργανώσεις η εκδοθείσα με πρωτοβουλία του ΠΕΧΩΔΕ Κοινή Υπουργική Απόφαση 4110/16-3-2007, που αφαιρεί, πέρα από τις ήδη υφιστάμενες μεγάλες απαγορεύσεις, τεράστιες κυνηγετικές εκτάσεις από το δέλτα του Έβρου, αποκλείοντας ουσιαστικά τη διεξαγωγή της θήρας σε όλο το δυτικό τμήμα της περιοχής αυτής.

Η εν λόγω ΚΥΑ στηρίχθηκε σε προ 15ετίας καταρτισθείσα μελέτη, που ήδη και τότε, κατά το χρόνο σύνταξής της, ήταν ελλιπέστατη και ατεκμηρίωτη, το δε ανεπίκαιρο των οποίων στοιχείων την καθιστά σήμερα παντελώς ακατάλληλη για αποτίμηση και πρόταση διαχειριστικών μέτρων.

Επιπλέον όμως η ίδια αυτή μελέτη θεωρεί την άσκηση της θήρας στο Δέλτα του Έβρου απολύτως συμβατική δραστηριότητα με την διατήρηση του περιβάλλοντος.

Χαρακτηριστικά αναφέρουμε:

α) Στις σελ. 374-375 η μελέτη παραδέχεται πως «εφόσον το κυνήγι γίνεται σε λογικό ποσοστό και σύμφωνα με αυστηρούς κανονισμούς (σχόλιο: όπως και γίνεται) δεν είναι αναγκαστικά επιβλαβές για τη μακρόχρονη επιβίωση των ειδών που θηρεύονται». Και συνεχίζει λέγοντας ότι «τόσο η γενική νομοθεσία περί θήρας όσο και οι τοπικές ρυθμίσεις που ισχύουν θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα αρκετά ικανοποιητικό πλαίσιο για τη διεξαγωγή του κυνηγίου στο Δέλτα». Άρα η μελέτη δέχεται πως το υφιστάμενο πλαίσιο είναι ικανοποιητικό, και μόνο η εφαρμογή αυτού είναι προβληματική. Κατόπιν επικαλείται αδυναμία φύλαξης, αλλά μετά την ίδρυση, λειτουργία και δράση της θηροφυλακής των κυνηγετικών οργανώσεων την τελευταία οκταετία, τέτοιο θέμα πλέον δεν υφίσταται και ήδη η φύλαξη στον Έβρο είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο.

β) Στη σελ. 413 η μελέτη αναφέρει πως για το κυνήγι η οριοθέτηση δεν είναι δυνατόν να συμπίπτει με την προταθείσα ζωνοποίηση. Για αυτό και η ΚΥΑ δεν πρέπει να ακολουθήσει τη λογική της ζωνοποίησης, αλλά για το κυνήγι να ακολουθήσει τις αποφάσεις της οικείας δημόσιας υπηρεσίας, της δασικής υπηρεσίας, που πολύ μεταγενέστερα, το 2001, οριοθέτησε τις περιοχές όπου μπορεί να ασκείται η θήρα.

γ) Στις σελ.453-456 η μελέτη είναι και πάλι ελλιπής καθώς στο κεφάλαιο Απαιτούμενα Επανορθωτικά Μέτρα για την Αποκατάσταση των Θιγόμενων δεν αναφέρει τους κυνηγούς ως θιγόμενους, για τις κατηγορίες των ομάδων που χρειάζονται αντισταθμιστικά μέτρα, μια διαδικασία που έχει με σαφή τρόπο υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

δ) Στη σελ. 469 η μελέτη παρουσιάζει τις αξίες των υγροτόπων, όπου και το κυνήγι αναφέρεται ως στοιχείο με ιδιαίτερη αξία στο Δέλτα του Έβρου.

ε) Ειδικότερα δε για τη θήρα δεν πραγματεύεται με κανέναν τρόπο ζητήματα θηραματικής διαχείρισης και θηραματικής οικονομίας. Είναι επομένως άξιο απορίας πως από μια μελέτη 700 σελίδων που δεν ασχολείται με τη θήρα, είναι δυνατόν να διατυπώνονται στη σχετική ΚΥΑ τόσες μεγάλες και αδικαιολόγητες απαγορεύσεις. Ειδικότερα δε σε μια περιοχή όπου σύμφωνα με πρόσφατη έκδοση (2007) του Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων-Υγροτόπων, που χρηματοδότησε το Υπουργείο Ανάπτυξης ειδικά για το Δέλτα του Έβρου αναφέρεται η Υψηλή Θηραματική του αξία (έκδοση:Υδατικό καθεστώς και βιωτή υγροτόπων, 2007, ΕΚΒΥ) στοιχείο για το οποίο δεν γίνεται καμιά αναφορά στη μελέτη.

Παρά τις παραπάνω ατέλειες, που επισημάνθηκαν έγκαιρα και έγγραφα από τις κυνηγετικές οργανώσεις προς το ΠΕΧΩΔΕ, συνετάγη τότε Σχέδιο ΚΥΑ, που ουσιαστικά δεν διαφέρει από τη σημερινή ΚΥΑ, το οποίο αντικρούσθηκε έντονα από όλους ανεξαρτήτως τους κοινωνικούς φορείς της περιοχής για τους λόγους που εκτέθηκαν παραπάνω.

Αφού για αρκετό χρόνο η απρόσφορη αυτή πρόταση ατόνισε, το ΠΕΧΩΔΕ επανήλθε πρόσφατα, χωρίς καμιά ουσιαστικά νέα μελέτη ή τεκμηρίωση, και ανέστησε το ήδη προ δεκαπενταετίας ακατάλληλο λείψανο, καθιστώντας το ενεργή ΚΥΑ. Και τούτο παρά τις έντονες και απόλυτα τεκμηριωμένες αντιδράσεις όχι μόνο

των κυνηγετικών οργανώσεων αλλά και σύσσωμων των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης, των λοιπών θιγόμενων κοινωνικών ομάδων αλλά και του ίδιου του Δασαρχείου Αλεξανδρούπολης.

Μόλις έγινε γνωστή η έκδοση της εν λόγω ΚΥΑ, το Μάϊο του 2007, οι κυνηγετικές οργανώσεις προέβησαν σε κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίλυση του ζητήματος και, μεταξύ άλλων, υπέδειξαν τη δυνατότητα ορθολογικής του αντιμετώπισης στη βάση μιας ερμηνευτικής εγκυκλίου που θα όφειλε να εκδώσει το ΠΕΧΩΔΕ. Στην κατεύθυνση αυτή δεσμεύθηκαν τόσο ο Υφυπουργός ΠΕΧΩΔΕ κ.Καλογιάννης όσο και σύσσωμοι, προκειμένου να βοηθήσουν, οι βουλευτές του Νομού Έβρου. Ωστόσο, όπως φαίνεται, κανείς τους δεν ασχολήθηκε σοβαρά με το θέμα, με αποτέλεσμα τη σημερινή εξέλιξη.

Το χειρότερο απ’όλα είναι το εξής: Με την εν λόγω ΚΥΑ και τις σχετικές απαγορεύσεις της δεν πρόκειται να λυθεί κανένα από τα πραγματικά προβλήματα προστασίας των υγροβιοτόπων του Έβρου. Τα προβλήματα αυτά επισημαίνονται ακροθιγώς στη μελέτη (ευθυγράμμιση, είσοδος θαλάσσιων υδάτων, αποξήρανση κλπ.) και δεν έχουν καμιά σχέση με την άσκηση της θήρας, πράγμα που και η ίδια η μελέτη παραδέχεται ρητά. Συγκεκριμένα:

α) Οι μελετητές κατά κόρον αναφέρουν πως οι αιτίες μείωσης της πτηνοπανίδας (και οι απειλές της) είναι άλλες πλην του κυνηγίου (σελ. 63 αποξήρανση, υφαλμύρωση νερών, καταστροφή βιοτόπων, κλπ). Τα ίδια άλλωστε αναφέρονται και στις πλέον επικαιροποιημένες μελέτες (ΕΚΒΥ 2007) και αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο πρέπει να γίνουν περιορισμοί και απαγορεύσεις στη θήρα.

β) Στις προτάσεις της μελέτης για το κυνήγι αναφέρουν πως «το κυνήγι αν ασκείται σύννομα δεν επιδρά αρνητικά στην πτηνοπανίδα», ενώ σε άλλο σημείο αναφέρουν «Το θεσμικό πλαίσιο είναι ικανοποιητικό, αλλά δεν εφαρμόζεται.». Σε άλλο σημείο η μελέτη αντίθετα αναφέρει στη σελ. 62 για την περιγραφή της εξέλιξης της περιοχής, τη σπουδαία σημασία του κυνηγίου.

γ) Ακόμα η μελέτη δεν θεωρεί το κυνήγι ως αίτιο μείωσης των ειδών της πτηνοπανίδας (σελ. 159 αναφέρεται πως η αλλοίωση – καταστροφή των βιοτόπων και χώρων φωλεοποίησης ερωδιών, κορμοράνων οφείλεται σε άλλους λόγους πλην του κυνηγίου).

δ) Σε άλλο σημείο (σελ. 184-186) για τις διάφορες ομάδες της πτηνοπανίδας η μελέτη δεν αναφέρει το κυνήγι ως αιτία μείωσης της, εκτός από τα αρπακτικά, (καλαμόκιρκο, τσίφτη, θαλασσαετό). Όπου εκεί μεταξύ άλλων αναφέρει ότι αιτία μείωσης «μπορεί να είναι» η (παράνομη) θανάτωση από κυνηγούς και η δηλητηρίαση από τη ρύπανση του ποταμού. Αυτό είναι μια αυθαίρετη άποψη των μελετητών, που δεν βασίζεται ούτε σε στοιχεία, ούτε σε δικές τους πληροφορίες ή παρατηρήσεις. Για δε τα χαραδριόμορφα αναφέρει ως αιτία μείωσης και καταστροφής των φωλιών τις αλεπούδες και άλλους χερσαίους άρπαγες. Ενώ λοιπόν μέσω της διαχείρισης μπορεί να αμβλυνθεί αυτή η αρνητική επίδραση, οι μελετητές ούτε καν το αναφέρουν, όπως και γενικά δεν κάνουν κανένα σχόλιο ή πρόταση για τη διαχείριση των αρπάγων. Επομένως στο σημείο αυτό η μελέτη είναι ελλιπής.

Κατά συνέπεια, το μόνο που θα κάνει η εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ είναι να οδηγήσει σε αδικαιολόγητο εφησυχασμό, συσκοτίζοντας και αποκρύπτοντας την πραγματική καταστροφή που συντελείται και βγάζοντας από τη μέση τον τελευταίο αντικειμενικό παρατηρητή που ανησυχούσε και διαμαρτυρόταν γι’αυτό, τον ‘Ελληνα κυνηγό.

Με την παρούσα θέλουμε να επισημάνουμε ότι οι κυνηγετικές οργανώσεις και όλοι οι κυνηγοί της Μακεδονίας και της Θράκης, ως υπεύθυνοι Έλληνες πολίτες που προσδοκούμε μια σοβαρή αντιμετώπιση των ζητημάτων του περιβάλλοντος και της άγριας πανίδας από το Κράτος, δεν πρόκειται να ανεχθούμε τον εμπαιγμό αυτό, την προχειρότητα και την επιζήμια αντιμετώπιση τόσο σοβαρών ζητημάτων.

Καλούμε τον κ.Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ, τον κ.Υφυπουργό ΠΕΧΩΔΕ και όλους του αρμόδιους πολιτικούς φορείς να επανεξετάσουν την απαγόρευση και να προβούν στις διορθωτικές κινήσεις που επιβάλλει ο ορθός λόγος και οι τεκμηριωμένες θέσεις της θηραματοπονίας και της αειφορικής διαχείρισης.

Με τιμή

Ο Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματέας

Ιωάννης Πολυχρόνης Νικόλαος Καλογεράκος

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων