Τα Χριστούγεννα του Γερο-Τρύφωνα

0

Πέφτει το χιόνι και βαθιά βαθιά σκεπάζει
του ξακουσμένου του χωριού τα έρημα τα σπίτια.
Στη χειμωνιά τη φοβερή μεσ’ στη χιονιά την τόση,
Ψηλά στο Αρκουδόρεμα στ’ όμορφο Λιμποβίσι,
έκανε ξεχειμώνιασμα του Τρύφωνα η φαμίλια.

Είχε ξεμείνει στο χωριό όντας οι άλλες φεύγαν
Να πάνε στα κατώμερα, στα χειμαδιά, στους κάμπους.
Και όσο βοήθαγ’ ο καιρός ο Τρύφωνας ο δόλιος
Τα βόλευε και πέρναγε καλά στο φτωχικό του.
Αλλά πριν φτάσει του Χριστού, βαρύς χειμώνας φτάνει.
Και ένας κάτασπρος εχθρός στενά στενά τον ζώνει.
Του κόβει κάθε πέρασμα, του χώνει κάθε δρόμο
Και στου σπιτιού του τη σκεπή βαριά βαριά ακουμπάει,
Ωσάν να θέλει παγερή τάφου πλάκα να γένη.
Περνούν δυο μέρες περνούν τρεις, κοντεύει και η πέμπτη,
Κι ακόμα δεν ξεθύμωσε ο φοβερός εχθρός του.
Χιονίζει ημερόνυχτα. Και του Θεού η πλάση
Χάνεται όλη· γύρω του η νέκρα βασιλεύει.
Το δείλι της παραμονής της γιορτινής ημέρας
Κάποια αχτίδα του ηλιού ξεκλέφτηκε κι εχώθη
Μέσ’ από μια χαραματιά. Στ’ απελπισμένα μάτια
Φάνηκε νέα γέννησις γλυκιάς ελπίδας γέλιο,
Που του Χριστού η φανέρωσις μονάχα θα ‘ταν όμοια.
Κάν’ ο πατέρας το σταυρό κι η μάνα την εικόνα
Του παντοδύναμου θεού κοιτάζει δακρυσμένη.
Σταυροκοπιούνται μονομιάς και τα φτωχά παιδιά τους
Και πέφτουν σε προσκύνημα όλοι μικροί μεγάλοι.
Σε κεραμίδι άναψαν λίγο λιβάνι που ‘χαν
Κι εμπρός εις τον καλό Χριστό το άφησαν να καίει.

Σ’ εκείνην την καλή στιγμή εθάρρεψε η καρδιά τους
Κι εβγήκαν έξω για να ιδούν, αν ο εχθρός ο άσπρος
Είχ’ αποστάσει απ’ το κακό. Κοιτάζουν ‘δώθε κείθε,
Και βλέπουν το ηλιόγερμα να έχει χρυσωμένο
Το μαύρο νεφελόκομμα της συγνεφένιας σκέπης.
Παίρνουν αμέσως τα τσαπιά, στη στέγη ανεβαίνουν
Και βιαστικά κι’ ολόταχα λευκούς στιβούς γκρεμίζουν.
Μα δεν επέρασε πολύ και η χαρά που φάνει,
Για μια στιγμή εσβύστηκε· και πάλι εκλειστήκαν
Απελπισμένες οι ψυχές του Τρύφωνα του έρμου.
Ρίχνουν αφάνες στη γωνιά και στης φωτιάς τη λάμψη
Κάθουνται γύρω άφωνες σαν καταδικασμένες.
Τριζοβολάει η φωτιά, μα στην πολλή της λαύρα
Δεν έχουνε μαγέρεμα Λαμπριάτικο να βάλουν
Ούτε και σαρακοστιανό, το βράδυ να πορέψουν.
Μόνο τις σφήνες του ψωμιού στη θράκα καψαλίζουν
Και τις βουτάνε στο κρασί που ήταν μεινεσμένο.
Πέρασ’ η νύχτα σκοτεινή, μαύρη και πικραμένη
Σαν να ‘χε στο σκοτάδι της κρυμμένο άγριο χάρο.
Ξημέρωσε. Μα η χαρά εκείνη εις τα γέννα,
Πέρασε δίχως εκκλησιά, χωρίς γλυκιά καμπάνα.
Χριστούγεννα! Χαρά θεού! παρηγοριά της φτώχειας
Του δουλευτή ανασασμός, τ’ άρχοντα καλοπέρνια.
Και όμως εις το φτωχικό του Τρύφωνα το σπίτι
Ήρθ’ η μεγάλη η γιορτή, χωρίς το φως εκείνο
Που φέρνει στην ημέρα της την Ουρανοπλασμένη.

Σκυμέν’ απάνω στη φωτιά τα παιδικά τα μάτια
Καθρέφτιζαν στην όψη τους βαθιά βαθιά τη θλίψη
Που δέχοντο απ’ των γονιών το βουρκωμένο βλέμμα.
Πόνος βαθύς εφώλιαζε στα πατρικά τα στήθια
Και η αγάπ’ η μητρική ανήμπορη να δώσει
Λίγη ζωή στα σπλάχνα της συντρίμμια ‘χε απομείνει.
Μα ξάφνου σαν να σείστηκε η γη, ο κόσμος όλος,
Ακούστηκε βαθιά βαθιά ο χτύπος της καμπάνας.
Τινάζουντ’ όλοι μονομιάς, στέκουντ’ αφουγκραζώνται
Και στα αυτιά τους η χαρά το χτύπο δυναμώνει·
Τρέχουν ανοίγουν και κοιτούν, στον ξάγναντο τον όχτο
Στην εκκλησιά της Παναγιάς μέσ’ στην επάνω ράχη,
Και βλέπουνε σαν όνειρο, χρυσό και μαγεμένο,
Ανθρώπους που τους φώναζαν και τους πολυχρονούσαν.
Χαίρετ’ ο Γεροτρύφωνας, φωνάζουν τα παιδιά του
Και η γυναίκα βγαίν’ εμπρός να τους προαπαντήσει.

Μα ποιοι να ήσαν τάχ’ αυτοί, ποιος να τους είχε στείλει;
Να του Θεού η ευσπλαχνιά ‘δω φαίνεται κι η χάρη.
Η θεία του η πρόνοια δεν θέλησε ν’ αφήσει
Λησμονημένες τις ψυχές που τον επροσκυνούσαν.
Στο Χρυσοβίτσι που ‘ξεραν τον Τρύφωνα καμπόσοι,
Τη φώτισή του έγειρε σαν άστρο σ’ άλλους μάγους,
Κι’ οι χωρικοί θυμήθηκαν εκείνη τη φαμίλια
Που ξέμεινε στην ερημιά να βγάλει το χειμώνα.
Σύμφωνοι όλοι με χαρά, πεντ’ έξη νοματαίοι
Γεμίζουν τα ταγάρια τους μ’ ό,τι ο καθένας είχε,
Άλλοι αλεύρι και κρασί, άλλοι ψωμί και κρέας.
Και ξεκινάνε λέγοντας αν θα τους βρουν ακόμα
Να παίζουν με το θάνατο ή μη τους έχει πάρει.
Βαλτώνουνε τα πόδια τους μέσ στο πολύ το χιόνι
Κι αγκομαχώνται σαν σκυλιά απ’ το πολύ τον κόπο.
Σ’ ένα καιρό που φτάσανε μέσ’ στην επάνω ράχη
Στην εκκλησιά της Παναγιάς να κάμουν το σταυρό τους
Κοιτάζουν πέρα στο χωριό να ιδούνε κανά σπίτι,
Μα δε μπορούσαν τίποτα να ιδούνε και ν’ ακούσουν.
Όλα βουβά, όλα νεκρά μέσα στο άσπρο θάμπος,
Εμαρτυρούσαν θάνατο, τάφο πολύ μεγάλο.
Τους έπιασε απελπισιά και σκιάξη για να πάνε
Πατώντας σ’ ασπρη άβυσσο μέσ’ στου χωριού τα σπίτια.
Κι εκεί όπου λογιάζανε πούθε να ξαναφύγουν
Ένας παιγνίδι αρχινά με τη μικρή καμπάνα.
Το χαρωπό κουδούνισμα μέσ’ στη σιγή κυλιέται,
Σαν αρμονία θεϊκή, ωσάν αγγέλων γέλιο.
Ξεσχίζει της βαθιάς σιωπής την παγερή γαλήνη
Και φτάνει μέσ’ του Τρύφωνα το φτωχικό καλύβι,
Να του χαρίσ’ ανασασμό ζωή και παρηγόρια.
Και ‘κει που φεύγαν οι στιγμές ολόπικρες και μαύρες
Αστράψαν ήλιοι της χαράς κι αστέρια της ελπίδας.
Οι χωριανοί σαν είδανε του Τρύφωνα τ’ ασκέρι
Να ‘χει ακόμα την ψυχή στα δόντια φυλαγμένη,
Ερρίχτηκαν αψήφιστα μέσ’ στα παρθένα χιόνια
Και λύτρωσαν απ’ το χαϋμό τη δύστυχη φαμίλια…

Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία που συνέβει στο Λιμποβίσι Αρκαδίας, μάλλον το 1907, γραμμένη σε στίχους από τον μακαρίτη, καθηγητή του Διδασκαλείου Τριπόλεως, Βασ. Κόρτζα.

Share.

Τα σχόλια είναι κλειστά σε αυτό το θέμα


Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων